MNHMEIA της Θεσσαλονίκης επι της οδ. ΕΓΝΑΤΙΑΣ Στο  Hamza Bey Τζαμί  ή  ΑΛΚΑΖΑΡ

Επιμέλεια : Αλέξανδρου ΤΖΙΟΛΑ

Το Hamza Bey Τζαμί στη Θεσσαλονίκη, βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Εγνατία και Βενιζέλου.

Το μνημείο είναι περισσότερο γνωστό ως Αλκαζάρ, λόγω της λειτουργίας του ομώνυμου κινηματογράφου στο αίθριο του κτιριακού συγκροτήματος.

Κτίσθηκε το 1467-8 και αποτέλεσε τον πρώτο αμιγώς ισλαμικό χώρο λατρείας που κτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την άλωση. Τα πρώτα χρόνια μετά την άλωσή της πόλης, το 1430, οι πρώτοι μουσουλμάνοι που την εποίκησαν εξυπηρετούσαν τις θρησκευτικές τους ανάγκες σε χριστιανικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Αναφέρεται στα αρχεία με το όνομα Τζαμί Χαφσά Σουλτάν.

Το κτίριο ανεγέρθηκε αρχικά ως μεστζίτ, δηλ. μικρό συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ που δεν τελείται η προσευχή της Παρασκευής, από τη Χαφσά, κόρη του Ευρενοσόγλου Χάμζα Μπέη, υψηλόβαθμου αξιωματικού της Θεσσαλονίκης την εποχή εκείνη.

Η σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα μιας σειράς οικοδομικών φάσεων και είναι από τα ελάχιστα δείγματα πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής στα Βαλκάνια. Το Χαμζά Μπέη τζαμί εκτείνεται σε συνολική έκταση 1150 τετραφωνικών μέτρων.

Αρχικά (α’ οικοδομική φάση), το μνημείο αποτελούνταν από την τετράπλευρη τρουλαία αίθουσα και υπερυψωμένο προστώο στη βορειοδυτική όψη (Σχ.κάτοψης). Σε αυτή τη φάση, παρουσιάζει τυπολογική και μορφολογική ομοιογένεια με τα μονόχωρα τεμένη της πρώτης περιόδου της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Την ίδρυση, καθώς και μια μεταγενέστερη ανακαίνιση του τεμένους, μαρτυρούν δυο κτητορικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στο κτίριο.

Αν και η μετατροπή του συνοικιακού τεμένους σε τζαμί με μιναρέ χρονολογείται από κάποιους μελετητές πριν το 1492, δηλαδή πολύ κοντά στην αρχική ίδρυση, πιο πιθανή για τη β’ οικοδομική φάση θεωρείται μια χρονολόγηση στα μέσα του 16ου αιώνα. Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, δηλαδή μεταξύ 1570 και 1592, με την αύξηση του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη, επεκτάθηκε η δομή του και προστέθηκαν δύο νέες ορθογώνιες μορφές στο βόρειο και νότιο τμήμα της αίθουσας. Στο δυτικό τμήμα της αίθουσας χτίστηκε ένα περίμετρο παζάρι και μάλλον τότε ανεγέρθηκε ένας μεγάλος μιναρές. Η επιγραφή του ήταν στα αραβικά και αποτελείται από τέσσερις γραμμές.

Η β’ οικοδομική φάση περιλαμβάνει τη μετατροπή του τεμένους σε τζαμί με την καθαίρεση του προστώου και την προσθήκη δυο ορθογώνιων θολοσκεπών προσκτισμάτων στη βορειοανατολική και νοτιοδυτική πλευρά του, καθώς και ανοικτής, πιθανώς, στοάς στη βορειοδυτική πλευρά .

Οι προσθήκες αυτές, διαμόρφωσαν το ενιαίο περίστωο σχήματος Π, που υπάρχει και σήμερα, το οποίο και περιβάλλει το αρχικό τέμενος.

Ο μιναρές του τεμένους προστέθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά του συγκροτήματος. Η οικοδομική φάση που ολοκληρώνει το κτιριακό συγκρότημα του τεμένους (γ’ οικοδομική φάση) περιλαμβάνει την προσθήκη αυλής με περιστύλιο. Αν και είναι σαφής, λόγω της ύπαρξης οικοδομικού αρμού, η μεταγενέστερη προσάρτηση του αιθρίου στο περίστωο, η σύνδεση των δυο κτισμάτων στην ανωδομή καθώς και στοιχεία της θεμελίωσης μαρτυρούν τη σύγχρονη κατασκευή της θολοδομίας τους.

Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι παράλληλα με την προσθήκη του αιθρίου, πραγματοποιήθηκε και η ανακατασκευή της ανωδομής του περιστώου.

Από τη δεύτερη κτητορική επιγραφή μνημονεύεται το 1619 μια επόμενη, επισκευαστική φάση του κτιρίου (δ’). Η φάση αυτή δεν ανιχνεύεται με σαφήνεια, καθώς τα δομικά υλικά δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Τέλος στις αρχές του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η νεώτερη επισκευαστική φάση του κτιρίου (ε’), πιθανά λόγω της σεισμικής δόνησης του 1902, η οποία φαίνεται ότι επηρέασε και τη στατική κατάσταση του κτιρίου. Έτσι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκαν η νεώτερη διαμόρφωση της δυτικής εισόδου του αιθρίου, η μετατροπή των οξυκόρυφων τόξων των όψεων σε τριγωνικά ανοίγματα και η αναδόμηση μεγάλων τμημάτων της ανωδομής της δυτικής και βόρειας τοιχοποιίας του αιθρίου. Επιπλέον, στην ίδια επισκευαστική φάση, ο αίθριος χώρος στεγάστηκε με κεραμοσκεπή επί μεταλλικού σκελετού, και με αυτό τον τρόπο μετατράπηκε σε χώρο προσευχής.

Η αλλαγή αυτή πραγματοποιήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης που λειτουργούσε αδιάκοπα σε αυτό από την ίδρυση του έως το 1923.

Το 1923 το κτίριο περιήλθε στην Εθνική Τράπεζα και στέγασε στρατιωτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου τηλεγραφείου. Αν και το 1926 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο (ΦΕΚ 191/Α/11-6-26), μετά από δύο χρόνια δημοπρατήθηκε από την Εθνική Τράπεζα σε ιδιώτη, οι κληρονόμοι του οποίου το δώρισαν το 1977 στον Ερυθρό Σταυρό.

Έως το 2006, οπότε και περιήλθε στην κυριότητα του Υπουργείου Πολιτισμού, λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο. Παράλληλα με τα καταστήματα, στο χώρο του αιθρίου λειτουργούσε την ίδια περίοδο ο κινηματογράφος Αλκαζάρ. Οι χρήσεις αυτές επέβαλλαν επεμβάσεις ιδιαίτερα δυσμενείς τόσο για το φορέα του μνημείου όσο και για τη μορφή του.-

*******

Εικόνες και πληροφορίες/λεζάντες επι αυτών  :

  1. Στα μέσα του16ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί με την προσθήκη περιστώου και μιναρέ.

Οι μιναρέδες στη Θεσσαλονίκη κατεδαφίστηκαν από τον Αύγουστο  του 1925 μέχρι τον Απρίλιο του 1926 εκτός της Ροτόντας.

  1. Από τους 22 αρράβδωτους μονολιθικούς κίονες του περιστυλίου 12 έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ακέραιοι και διατηρούν  την  απόθεση  και  την απόφυση. Από τα κιονόκρανα των είκοσι δύο σύνθετων στηριγμάτων του αιθρίου τα 16 αποτελούν παραλλαγές κορινθιακών  και  δίζωνων  κιονοκράνων  και  χρονολογούνται από την ύστερη αρχαιότητα έως τη μέση βυζαντινή περίοδο.  Ολα προέρχονται απο διάφορους Βυζαντινούς Ναούς της πόλης.

  22 μαρμάρινες κολώνες,  ορισμένες εξ αυτών με 15 κιονόκρανα παλαιοχριστιανικών χρόνων στηρίζουν, τις στοές που περιβάλλουν τον αίθριο χώρο.

           Η προέλευση των αρχιτεκτονικών γλυπτών του μάλλον είναι από τρία τουλάχιστον γνωστά μνημεία:

α) το γειτονικό ενοριακό  ναό  του  Αγίου  Μηνά, 

β)  το  μητροπολιτικό ναό των Ασωμάτων ή Αγίων Αγγέλων (Ροτόντα)   και

γ) το γνωστό από τις πηγές ανδρώο μοναστήρι της Θεοτόκου  του  Υπομιμνήσκοντος,  που  έχει  τοποθετηθεί από  τους  μελετητές  της  μοναστικής  τοπογραφίας  της Θεσσαλονίκης στη θέση της μεταβυζαντινής Μεγάλης (ή Νέας) Παναγίας.

  1. Η Θεσσαλονίκη την δεκαετία του 1920 του 1930 και του 1950 γύρω από το μνημείο.

 

Η ανάπτυξη των φωτογραφιών και των πληροφοριών για το μνημείο εξ ολοκλήρου όπως δημοσιεύθηκαν στο 17ο τεύχος του περιοδικού «e-Δίαυλος» στη σελίδα :   https://www.academia.edu/42689488/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82_17%CE%BF_%CF%84%CE%B5%CF%85%CF%87._%CE%91%CF%80%CF%81%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82_2020     όπου και μπορείτε να δείτε ολόκληρη την δημοσίευση.

 

 

©Αλέξανδρος ΤΖΙΟΛΑΣ

Απρίλιος 2020.

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
39,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα