
Πόλεμος και Διεθνής Πολιτική | Διεθνής Ασφάλεια¹ | MIT Press, 1 Μαΐου 2025
Στο geopoliticsamongstates.gr, αποφασίσαμε να «ανεβάσουμε» αυτούσιο ένα άρθρο² του καθ. Mearsheimer, με το δικό του σύντομο πρόλογο (βλ. παρακάτω).
Κατά τη γνώμη μας, το εν λόγω άρθρο αποτελεί επιτομή και κωδικοποίηση των πιο λεπτών ζητημάτων της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων.
Εμβαθύνει στον προσδιορισμό της φύσης της (διεθνούς) πολιτικής και (της φύσης) του πολέμου στο (άναρχο) Διεθνές (διακρατικό) Σύστημα, με εκπληκτικά απλό και συνεκτικό λόγο.

Όπως γράφει ο καθηγητής:
«Η επίμονη πιθανότητα ένα κράτος να πέσει θύμα ενός καταστροφικού πολέμου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Φυσικά, η φρίκη του πολέμου εξηγεί επίσης γιατί, ανά τους αιώνες, έχει αφιερωθεί τόσος χρόνος και τόση προσπάθεια στην προσπάθεια να καταργηθεί.
Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, δεν είναι μόνο η καταστροφικότητα του πολέμου που ανησυχεί τους ηγέτες· είναι και το ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωση του κράτους τους. Με άλλα λόγια, ένας αντίπαλος μπορεί να συνιστά υπαρξιακή απειλή. Και αν όχι σήμερα, τότε αύριο. Άλλωστε, η ισορροπία ισχύος μεταβάλλεται αναπόφευκτα με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι προθέσεις των άλλων κρατών —και ιδίως οι μελλοντικές τους προθέσεις— είναι δύσκολο να διαγνωστούν με βεβαιότητα. Είναι σαφές από το ιστορικό αρχείο ότι ο σημερινός σύμμαχος μπορεί γρήγορα να μετατραπεί στον αυριανό αντίπαλο. Το 1945, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σύμμαχοι με την Κίνα εναντίον της Ιαπωνίας. Μέσα σε πέντε χρόνια, οι σχέσεις αυτές είχαν αντιστραφεί. Η ίδια μεταστροφή σημειώθηκε την ίδια περίοδο και ως προς τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η οποία υπήρξε σύμμαχος των ΗΠΑ στον αγώνα κατά της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μετατράπηκε σε θανάσιμο εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών λίγα χρόνια μετά το τέλος της σύγκρουσης. Αντιθέτως, η Δυτική Γερμανία έγινε στενός σύμμαχος των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950».
«Όπως τονίστηκε, η πολιτική είναι αδιάκοπα ανταγωνιστική και έντονη, πράγμα που σημαίνει ότι η πιθανότητα σύγκρουσης και ακόμη και θανάτου είναι ενσωματωμένη στην ίδια τη δραστηριότητα. Στη διεθνή αναρχία, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα μια πολιτική διαμάχη να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτός ο κίνδυνος οδηγεί σε επαναλαμβανόμενο ανταγωνισμό ασφάλειας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, των οποίων ο υπέρτατος στόχος είναι να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Με άλλα λόγια, ακόμη και σε καιρό ειρήνης, τα κράτη οφείλουν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Αναπόφευκτα, αυτό συνεπάγεται την οικοδόμηση στρατιωτικών δυνατοτήτων για τη βελτίωση της ασφάλειάς τους, τις οποίες οι δυνητικοί αντίπαλοι θα εκλάβουν ως απειλή για τη δική τους ασφάλεια. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται “δίλημμα ασφαλείας”. Οι αντίπαλοι, φυσικά, θα ανταποκριθούν αναλόγως, οδηγώντας σε ανταγωνισμό ασφάλειας μεταξύ τους».

«Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου, διότι προφανώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, ανταγωνίζονται συνεχώς για ισχύ με δυνητικούς αντιπάλους, ενώ η πιθανότητα πολέμου παραμένει πάντοτε στο παρασκήνιο. Αυτός ο αγώνας για πλεονέκτημα εξηγεί γιατί ο πόλεμος είναι, υπήρξε και θα είναι πάντοτε το κεντρικό χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής».
«Η επιβίωση, στο δικό μου λεξιλόγιο, σημαίνει ότι ένα κράτος διατηρεί τη φυσική του βάση και την ικανότητά του να καθορίζει το ίδιο το πολιτικό του πεπρωμένο, κάτι που περιλαμβάνει τη διαχείριση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής του πολιτικής. Η φυσική βάση ενός κράτους περιλαμβάνει ολόκληρη την επικράτεια και τον πληθυσμό του, καθώς και τους πόρους εντός των συνόρων του. Για να ασκεί τη δική του πολιτική στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ένα κράτος πρέπει να ελέγχει τους εγχώριους θεσμούς του, ιδίως την εκτελεστική, τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική εξουσία. Αυτός ο ευρύτερος ορισμός της επιβίωσης αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη σκέφτονται και δρουν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι προδιατεθειμένες να ανταγωνίζονται —συχνά σφοδρά— όχι μόνο για να αποφύγουν την ολοκληρωτική στρατιωτική ήττα. Ανταγωνίζονται επίσης για να διασφαλίσουν ότι δεν θα χάσουν κανένα έδαφος από έναν αντίπαλο και ότι θα διατηρήσουν την αυτονομία της εγχώριας πολιτικής τους τάξης».
«Η αντίληψή μου για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και πολέμου δείχνει γιατί είναι αδύνατο να θεσμοθετηθούν ουσιαστικά νομικά ή ηθικά εμπόδια στην έναρξη πολέμων. Το ερώτημα πότε είναι θεμιτό για ένα κράτος να επιτεθεί σε ένα άλλο απασχολεί μελετητές και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής εδώ και αιώνες και είναι εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα λόγω της πλήρους κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Πολλοί στη Δύση θεωρούν ότι οι ηγέτες θα έπρεπε να καθοδηγούνται από το διεθνές δίκαιο, τη θεωρία του δίκαιου πολέμου ή από κάποιον συνδυασμό των δύο, όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο επίθεσης εναντίον ενός άλλου κράτους. Αυτή η φιλελεύθερη οπτική, η οποία αποσκοπεί στον δραστικό περιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες τα κράτη μπορούν να ξεκινούν πολέμους, είναι μη ρεαλιστική σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας και, ως εκ τούτου, ελάχιστα χρήσιμη για τον περιορισμό της συμπεριφοράς τους».
«Έτσι όμως δεν λειτουργεί ο κόσμος. Οι προληπτικοί πόλεμοι και οι πόλεμοι ευκαιρίας αποτελούν επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής και τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα στο προβλέψιμο μέλλον. Είτε τα κράτη είναι δημοκρατικά είτε μη δημοκρατικά, θα εξαπολύουν αυτού του είδους τους πολέμους εφόσον καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό εξυπηρετεί το στρατηγικό τους συμφέρον. Ο λόγος είναι απλός: στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει ανώτερη αρχή που να μπορεί να επιβάλει τους κανόνες, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη οφείλουν να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για να προστατεύσουν τον εαυτό τους».
«Υπάρχει μια διαρκής ανάγκη να κατανοήσουμε τη φύση της πολιτικής και τη στενή της σύνδεση με τον πόλεμο. Είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε ότι η σύγκρουση είναι ενδημική στην πολιτική και ότι οι πολιτικές διαφορές έχουν τη δυνατότητα να καταστούν θανατηφόρες. Στη διεθνή πολιτική, αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος αποτελεί έναν μόνιμο κίνδυνο, ικανό να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση των κρατών. Αυτή η πιθανότητα ωθεί τις μεγάλες δυνάμεις να φοβούνται η μία την άλλη και να ανταγωνίζονται για ισχύ. Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι προληπτικοί πόλεμοι και οι πόλεμοι ευκαιρίας δεν μπορούν ποτέ να αποκλειστούν, ενώ η απειλή της κλιμάκωσης κατά τη διάρκεια του πολέμου είναι διαρκώς παρούσα. Σε τελική ανάλυση, οι πολιτικές σκοπιμότητες θα υπερισχύουν αναπόφευκτα των οικονομικών, νομικών και ηθικών παραμέτρων, όποτε αυτές έρχονται σε σύγκρουση. Δεν πρόκειται για μια ειδυλλιακή εικόνα. Όμως έτσι ακριβώς μοιάζει η πολιτική στο διεθνές πεδίο».
«Είναι απαραίτητο ο πόλεμος να παραμένει υπό τον έλεγχο υπεύθυνων πολιτικών ηγετών που κατανοούν αυτούς τους κινδύνους».
![]()
Συνελόντι ειπείν, συνδέεται ευθέως με τον υψηλότερο σκοπό αυτής της επιστήμης, τον εντοπισμό (και θεραπεία) των (γενεσιουργών/ ριζικών) αιτιών του πολέμου που ως γνωστόν παράγεται από τα κράτη καθώς τα ίδια είναι προϊόν βίας!
Όπως επεξηγεί ο συγγραφέας, ενώ είναι ένα ακαδημαϊκό άρθρο, είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητό ακόμη και από μη ακαδημαϊκούς.
1. International Security (2025) 49 (4): 7–36
Καθηγητής John Mearsheimer:
Πρόσφατα [1 Μαΐου 2025], δημοσίευσα ένα εκτενές άρθρο με τίτλο «Πόλεμος και Διεθνής Πολιτική» στο περιοδικό International Security.
Αρχικά παρουσιάστηκε ως η εναρκτήρια διάλεξη Richard K. Betts στο Πανεπιστήμιο Columbia.
Παρότι πρόκειται για ακαδημαϊκό κείμενο, το έγραψα με την πρόθεση να είναι εύκολα αναγνώσιμο και για μη ειδικούς.
Ακολουθεί σύνδεσμος προς το άρθρο, που επιτρέπει εύκολη πρόσβαση σε αρχείο PDF για όσους ενδιαφέρονται:
https://direct.mit.edu/isec/article/49/4/7/130810/War-and-International-Politics?utm_source=substack&utm_medium=email

Περίληψη (Abstract)
Με το τέλος της μονοπολικότητας, ο ανταγωνισμός ασφάλειας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων —της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών— έχει επιστρέψει με εκδικητική ένταση. Δεδομένης της πιθανότητας πολέμου μεταξύ ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων, σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η ανάλυση του πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Ο κεντρικός μου ισχυρισμός είναι ότι ο πόλεμος αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ζωής στο διεθνές σύστημα, κυρίως λόγω της φύσης της πολιτικής. Ειδικότερα, η πολιτική είναι μια θεμελιωδώς συγκρουσιακή δραστηριότητα, με τη διαρκή πιθανότητα χρήσης βίας να βρίσκεται πάντοτε στο υπόβαθρο. Το επιχείρημα αυτό, το οποίο διαφέρει από τον διάσημο ισχυρισμό του Καρλ φον Κλαούζεβιτς ότι ο πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, σπανίως διατυπώνεται στη βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων.
Εξετάζω πώς η αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικής και πολέμου επηρεάζει τόσο τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη ξεκινούν ένοπλες συγκρούσεις όσο και τον τρόπο με τον οποίο τις διεξάγουν. Ποια είναι τα όρια στην έναρξη πολέμων από τα κράτη και πώς συμβάλλουν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες στην κλιμάκωσή τους; Υποστηρίζω ότι είναι σχεδόν αδύνατο να τεθούν ουσιαστικά όρια στο πότε τα κράτη μπορούν να ξεκινούν πολέμους και ότι υπάρχει ισχυρή τάση οι πόλεμοι να ξεφεύγουν από τον πολιτικό έλεγχο και να κλιμακώνονται.
Είναι κοινός τόπος να λέγεται ότι ο κόσμος βιώνει την επιστροφή της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, η οποία είχε τεθεί στο περιθώριο κατά τη μονοπολική περίοδο (1991–2017). Άλλωστε, είναι αδύνατον να υπάρξει ανταγωνισμός ασφάλειας ή πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων όταν υπάρχει μόνο μία μεγάλη δύναμη στον πλανήτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες —η μοναδική μεγάλη δύναμη— δεν διεξήγαγαν πολέμους κατά τη διάρκεια της μονοπολικότητας, αλλά επρόκειτο για άνισες αναμετρήσεις απέναντι σε μικρότερες δυνάμεις.

Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε σε έναν πολυπολικό κόσμο. Ο πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων αποτελεί και πάλι ενδεχόμενο και ο ανταγωνισμός ασφάλειας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων —της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών— εντείνεται. Συνεπώς, η στιγμή είναι ώριμη για να εξεταστούν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων.
Ένας λόγος που αυτή η προσπάθεια είναι τόσο σημαντική είναι ότι πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, καθώς και φοιτητές των διεθνών σχέσεων, διαμορφώθηκαν πολιτικά και διανοητικά κατά τη διάρκεια της μονοπολικότητας και δεν έχουν σκεφτεί σε βάθος την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς το αντικείμενο αυτό ήταν σε μεγάλο βαθμό άσχετο για την κατανόηση του κόσμου εκείνη την περίοδο.
«Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η σκέψη γύρω από τη διεθνή πολιτική γενικότερα κυριαρχήθηκε από ένα σώμα φιλελεύθερων θεωριών, οι οποίες είτε αγνοούν είτε παρερμηνεύουν τις στρατιωτικές μεταβλητές που είναι τόσο κρίσιμες για την κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Πράγματι, ορισμένοι εξέχοντες στοχαστές υποστήριζαν στα πρώτα χρόνια της μονοπολικότητας ότι ο κόσμος πλησίαζε ταχύτατα στο σημείο όπου ο πόλεμος θα κατέληγε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ο Φράνσις Φουκουγιάμα υποστήριξε περίφημα ότι, με τη νίκη του φιλελευθερισμού επί του κομμουνισμού στον Ψυχρό Πόλεμο, ο κόσμος είχε φτάσει στο “τέλος της Ιστορίας” και ότι οι πόλεμοι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων δεν θα τον απασχολούσαν πλέον. Άλλοι υποστήριξαν είτε ότι ο πόλεμος δεν ήταν πλέον οικονομικά αποδοτικός είτε ότι, λόγω της ηθικής προόδου της ανθρωπότητας, ο διακρατικός πόλεμος ακολουθούσε την πορεία της μονομαχίας και της δουλείας προς την εξαφάνιση. Εν ολίγοις, η φιλελεύθερη σκέψη που κυριάρχησε στο μονοπολικό οικοσύστημα —και που εξακολουθεί να ασκεί επιρροή μέχρι σήμερα— δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση του σημερινού διεθνούς συστήματος.
Το παρόν άρθρο επιδιώκει να συμβάλει στη διόρθωση αυτού του προβλήματος, εξηγώντας τις πραγματικότητες της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Συγκεκριμένα, εστιάζει στη θεμελιώδη σχέση μεταξύ διεθνούς πολιτικής και πολέμου —ιδίως του πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Η αφήγηση που παρουσιάζω είναι ουσιαστικά ρεαλιστική, με έμφαση στους στρατιωτικούς παράγοντες και στον ρόλο του πολέμου στο διεθνές σύστημα.
Πολλά εξαιρετικά άρθρα και βιβλία πραγματεύονται διαφορετικές όψεις του πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων. Το Περί Πολέμου του Καρλ φον Κλαούζεβιτς είναι πιθανότατα το σημαντικότερο έργο επί του θέματος. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα ουσιώδες κενό στη βιβλιογραφία ως προς το πώς ο πόλεμος συνδέεται με την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων. Βεβαίως, ο Κλαούζεβιτς υποστήριξε περίφημα ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Αν και αυτή η ιδιοφυής σύλληψη διατρέχει την ανάλυσή μου, ο ίδιος λέει ελάχιστα για τη θεμελιώδη φύση της πολιτικής και τη σχέση της με τον πόλεμο. Στην πραγματικότητα, σχεδόν κανείς δεν το κάνει.
Αναμφίβολα, πολλοί μελετητές επικεντρώνονται στο πώς εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες —όπως ομάδες συμφερόντων, ιδεολογίες και κοινωνικές τάξεις, για να αναφέρουμε μερικούς— επηρεάζουν τις πιθανότητες πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και τη διεθνή πολιτική γενικότερα. Όμως τέτοιες προσεγγίσεις δεν ταυτίζονται με την άμεση εστίαση στην ίδια την έννοια της πολιτικής και τη διερεύνηση της ουσίας της. Στόχος μου είναι ακριβώς αυτός: να εξετάσω τι είναι η πολιτική στην ουσία της και στη συνέχεια να εξηγήσω πώς η κατανόησή μου για το πολιτικό συνδέεται με τον πόλεμο. Κατόπιν, αναλύω πώς η αλληλεπίδραση πολιτικής και πολέμου επηρεάζει τόσο τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη ξεκινούν ένοπλες συγκρούσεις όσο και τον τρόπο με τον οποίο τις διεξάγουν. Ειδικότερα, εξετάζω πώς τα κράτη αποφασίζουν πότε θα ξεκινήσουν έναν πόλεμο και πώς οι πολιτικές και στρατιωτικές παράμετροι αλληλεπιδρούν ώστε να ευνοούν την κλιμάκωση κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Διατυπώνω τρία συναφή επιχειρήματα. Πρώτον, η πολιτική —είτε εσωτερική είτε διεθνής— είναι μια θεμελιωδώς ανταγωνιστική δραστηριότητα, με τη δυνατότητα να καταστεί φονική. Αυτό το βασικό δεδομένο σημαίνει ότι ο πόλεμος αποτελεί πάντοτε έναν κίνδυνο στο διεθνές σύστημα, το οποίο δεν διαθέτει ανώτερη αρχή ικανή να προστατεύσει τα κράτη το ένα από το άλλο. Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι μια βίαιη και ωμή διαδικασία που αναπόφευκτα συνεπάγεται μαζικά δεινά —και ιδίως επειδή μπορεί να απειλήσει την ίδια την επιβίωση ενός κράτους— αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής. Διαμορφώνει βαθιά τον τρόπο με τον οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Επιπλέον, είναι δύσκολο να θεσπιστούν ουσιαστικά νομικά ή ηθικά εμπόδια που να περιορίζουν το πότε οι μεγάλες δυνάμεις ξεκινούν πολέμους, κυρίως επειδή η επιβίωση αποτελεί τη βασική τους μέριμνα. Ταυτόχρονα, λειτουργούν σε έναν κόσμο όπου η πιθανότητα πολέμου είναι διαρκώς παρούσα και δεν υπάρχει κάποιος “νυχτοφύλακας” στον οποίο μπορούν να προσφύγουν αν απειληθεί η επιβίωσή τους. Έτσι, οι ηγέτες είναι διατεθειμένοι να επιλέξουν τον πόλεμο σε αυτόν τον κόσμο αυτοβοήθειας, αν πιστεύουν ότι είναι αναγκαίος για την ενίσχυση της ασφάλειας του κράτους τους — ακόμη κι αν αυτό παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ή τη θεωρία του δίκαιου πολέμου».
«Τέλος, οι περιορισμένοι πόλεμοι έχουν την τάση να κλιμακώνονται σε απόλυτους πολέμους. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να αποτρέψουν μια ανεπιθύμητη κλιμάκωση, δεδομένου του πολιτικού χαρακτήρα του πολέμου και του φόβου που προκαλεί η ακραία καταστροφικότητά του. Αυτό ισχύει μερικές φορές, αλλά όχι πάντοτε. Κατά περιόδους, η μαχητική φύση της πολιτικής ωθεί τη βία στα άκρα, αντί να τη συγκρατεί. Επιπλέον, οι ροπές των στρατιωτικών διοικητών —οι οποίοι δεν συμπαθούν τους περιορισμένους πολέμους ούτε την πολιτική παρέμβαση στον τρόπο διεξαγωγής τους— καθώς και οι ίδιες οι δυναμικές που διέπουν τον πόλεμο, καθιστούν δύσκολη τη διατήρηση των πολέμων σε περιορισμένα πλαίσια και υπό τον σταθερό έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας. Ωστόσο, στην πυρηνική εποχή είναι απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι, αν ξεσπάσει ένας πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, δεν θα κλιμακωθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο και ότι θα τερματιστεί το συντομότερο δυνατό».
Η πολιτική είναι άθλημα επαφής
«Για να κατανοήσει κανείς τον ρόλο του πολέμου στο διεθνές σύστημα, πρέπει να συλλάβει την ουσία της πολιτικής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πόλεμος είναι, σε τελική ανάλυση, μια πολιτική πράξη, όπως υποστήριξε περίφημα ο Κλαούζεβιτς. Ο πόλεμος, με τα γνωστά του λόγια, είναι “η συνέχιση της πολιτικής δραστηριότητας με άλλα μέσα”. Με άλλα λόγια, όταν τα κράτη προσφεύγουν στον πόλεμο, η πολιτική λογική είναι κυρίαρχη, παρότι και η στρατιωτική λογική έχει σημασία. Και πάλι, ο Κλαούζεβιτς το διατύπωσε εύστοχα: “Ο πολιτικός σκοπός είναι ο στόχος, ο πόλεμος είναι το μέσο για την επίτευξή του”. Ωστόσο, αυτή η θεμελιώδης θέση δεν υποστηρίζει ότι ο πόλεμος ρίχνει μια τεράστια σκιά πάνω στη διεθνή πολιτική — αυτό είναι το επιχείρημα που αναπτύσσω εγώ. Για να κατανοηθεί η βαθιά σημασία του πολέμου, απαιτείται μια στέρεη κατανόηση του πολιτικού».
«Επιπλέον, είναι δύσκολο να θεσπιστούν ουσιαστικά νομικά ή ηθικά εμπόδια που να περιορίζουν το πότε οι μεγάλες δυνάμεις ξεκινούν πολέμους, κυρίως επειδή η επιβίωση αποτελεί την ύψιστη μέριμνά τους. Ταυτόχρονα, λειτουργούν σε έναν κόσμο όπου η πιθανότητα πολέμου είναι διαρκώς παρούσα και δεν υπάρχει κάποιος “νυχτοφύλακας” στον οποίο μπορούν να απευθυνθούν αν απειληθεί η επιβίωσή τους. Έτσι, σε αυτόν τον κόσμο της αυτοβοήθειας, οι ηγέτες είναι διατεθειμένοι να επιλέξουν τον πόλεμο εφόσον πιστεύουν ότι είναι αναγκαίος για την ενίσχυση της ασφάλειας του κράτους τους — ακόμη κι αν αυτό παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ή τη θεωρία του δίκαιου πολέμου».
«Τέλος, οι περιορισμένοι πόλεμοι έχουν την τάση να κλιμακώνονται σε απόλυτους πολέμους. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να αποτρέψουν την ανεπιθύμητη κλιμάκωση, δεδομένου του πολιτικού χαρακτήρα του πολέμου και του φόβου που προκαλεί η τεράστια καταστροφικότητά του. Αυτό ισχύει μερικές φορές, αλλά όχι πάντοτε. Κατά περιόδους, η συγκρουσιακή φύση της πολιτικής ωθεί τη βία στα άκρα, αντί να τη συγκρατεί. Επιπλέον, οι προτιμήσεις των στρατιωτικών διοικητών —οι οποίοι δεν συμπαθούν τους περιορισμένους πολέμους ούτε την πολιτική παρέμβαση στον τρόπο διεξαγωγής τους— καθώς και οι ίδιες οι δυναμικές του πολέμου, καθιστούν δύσκολη τη διατήρηση των συγκρούσεων σε περιορισμένα επίπεδα και υπό τον σταθερό έλεγχο των πολιτικών ηγετών. Παρ’ όλα αυτά, στην πυρηνική εποχή είναι απολύτως κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι, αν ξεσπάσει ένας πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, δεν θα εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο και ότι θα λήξει όσο το δυνατόν ταχύτερα».

«Η πολιτική είναι μια βαθιά ανταγωνιστική και δυνητικά βίαιη δραστηριότητα. Άτομα, κάθε είδους ομάδες και κράτη έχουν αναπόφευκτα διαφορές μεταξύ τους, και μερικές φορές αυτές οι διαφωνίες αφορούν ζητήματα που τους είναι εξαιρετικά σημαντικά. Μπορεί να διαθέτουν αντικρουόμενα συστήματα πεποιθήσεων ή αντικρουόμενα συμφέροντα, τα οποία δημιουργούν συγκρούσεις που δεν επιδέχονται επίλυση. Οι διαφορές αυτές μπορεί να αφορούν πρώτες αρχές, συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων ηθικών ζητημάτων και ερωτημάτων για το τι συνιστά καλή ζωή».
«Πολλοί πιστεύουν ότι η λογική μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους —και τελικά τα κράτη, τα οποία διοικούνται από ανθρώπους— σε συμβιβασμό και συμφωνία ή, τουλάχιστον, στη διαχείριση των διαφορών τους όταν βρίσκονται σε σύγκρουση. Αυτό, λέγεται, είναι το νόημα της πολιτικής. Όπως το έθεσε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, “η πολιτική είναι η τέχνη του συμβιβασμού”. Αναμφίβολα, αυτό συμβαίνει συχνά — αλλά όχι πάντα. Ορισμένες φορές η λογική οδηγεί τους ανθρώπους —και προφανώς περιλαμβάνει και τους ηγέτες των κρατών— σε θεμελιωδώς διαφορετικά συμπεράσματα, όπου υπάρχει ελάχιστο έως καθόλου περιθώριο συμβιβασμού. Αρκεί να δει κανείς τον ζήλο με τον οποίο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι στις Ηνωμένες Πολιτείες συγκρούονται για τους διορισμούς στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως το διατύπωσε ο Νιουτ Γκίνγκριτς, η πολιτική μπορεί να είναι “μια πραγματικά άσχημη, σκληρή και αρνητική υπόθεση”».
«Στον πυρήνα της, η πολιτική αφορά το να επιβάλλει κανείς τη βούλησή του σε πικρές διαμάχες που αφορούν κρίσιμα ζητήματα. Η νίκη έχει τεράστια σημασία σε τέτοιες περιστάσεις, γι’ αυτό και η πολιτική, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια τόσο του προέδρου Μπιλ Κλίντον όσο και του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, είναι ένα “άθλημα επαφής”, το οποίο όχι μόνο παράγει νικητές και ηττημένους, αλλά επίσης δεν εγγυάται ότι το αποτέλεσμα θα είναι μόνιμο».

Πολιτική στο εσωτερικό του κράτους
Κατά καιρούς, οι πολιτικές διαφωνίες γίνονται τόσο βαθιές ώστε οι αντίπαλες πλευρές επιχειρούν να βλάψουν η μία την άλλη και, ορισμένες φορές, ακόμη και να αλληλοσκοτωθούν. Αυτή η διαρκώς παρούσα πιθανότητα πολιτικής βίας εξηγεί γιατί τα άτομα που ζουν μαζί σε μια κοινωνία χρειάζονται ένα κράτος, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί μια πολιτική τάξη με καταναγκαστική ισχύ, σχεδιασμένη να επιβάλλει την τήρηση κανόνων. Εξηγεί επίσης γιατί τα φιλελεύθερα κράτη αποδίδουν τόσο μεγάλη σημασία στην ανεκτικότητα. Μια ανώτερη αρχή, που κατέχει το μονοπώλιο της βίας, αποτρέπει τους ανθρώπους από το να βλάπτουν ή να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον εξαιτίας των διαφορών τους. Στην ουσία, τα άτομα χρειάζονται κάποιο πρόσωπο ή θεσμό υπεύθυνο για την οργάνωση και τη διαχείριση της καθημερινής ζωής, ώστε να διασφαλίζεται ότι κανένα μέλος δεν θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση των υπολοίπων. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η λύση έχει τα όριά της, όπως καταδεικνύει η ιστορία των εμφυλίων πολέμων. Εν ολίγοις, η ένταση και η εχθρότητα που συχνά συνοδεύουν την πολιτική δεν πρέπει να υποτιμώνται.
Ορισμένοι αναγνώστες μπορεί να θεωρούν —βάσει των δικών τους εμπειριών— ότι η πολιτική είναι αναμφίβολα μια σκληρή και ανταγωνιστική υπόθεση, αλλά ότι υπερβάλλω ως προς τη δυνατότητα βίας και τις συνέπειές της. Δύο σημεία αξίζουν διευκρίνισης.
Πρώτον, αυτή η αντίληψη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι αναγνώστες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εντός ενός κράτους, όπου η αστυνομία και άλλοι θεσμοί διατηρούν την τάξη και τους προστατεύουν, στις περισσότερες περιπτώσεις. Αν αφαιρέσει κανείς το κράτος —ή έστω την αστυνομία και οποιονδήποτε ισοδύναμο μηχανισμό— η πολιτική ζωή θα γινόταν πολύ γρήγορα πολύ πιο επικίνδυνη.
Δεύτερον, η πιθανότητα βίας δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα υψηλή για να ανησυχούν διαρκώς οι άνθρωποι γι’ αυτόν τον κίνδυνο. Ο λόγος είναι απλός: οι συνέπειες είναι τόσο φρικτές, ακόμη και αν πρόκειται για γεγονός χαμηλής πιθανότητας. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν υπάρχει μόνο μια μικρή πιθανότητα κάποιος να πέσει θύμα πολιτικής βίας —η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και τον θάνατο— το άτομο αυτό θα ανησυχεί βαθύτατα για την επιβίωσή του.

Στο εσωτερικό ενός κράτους, όπου η απειλή βίας είναι δραστικά μειωμένη και υπάρχει σημαντικός βαθμός συνεργασίας και συμβιβασμού, η πολιτική αφορά κυρίως τον καθορισμό του ποιος ελέγχει τους κυβερνητικούς θεσμούς και, συνεπώς, ποιος γράφει τους νόμους ή τους κανόνες. Άλλωστε, αυτοί οι κανόνες αντανακλούν ένα συγκεκριμένο σύνολο θεμελιωδών αρχών και αναπόφευκτα ευνοούν τα συμφέροντα ορισμένων ατόμων ή παρατάξεων περισσότερο από άλλων. Επομένως, έχει τεράστια σημασία το ποιος γράφει, ερμηνεύει και εφαρμόζει τους νόμους, διότι εκείνος που το κάνει μπορεί να διαμορφώσει την καθημερινή ζωή με τρόπους που αντανακλούν τα δικά του συμφέροντα και τις αντιλήψεις του για το τι συνιστά καλή ζωή. Εν ολίγοις, σχεδόν πάντοτε υπάρχει σφοδρός ανταγωνισμός στο εσωτερικό κάθε μεγάλης κοινωνικής ομάδας για τον έλεγχο των πολιτικών της θεσμών. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι η ισχύς παίζει καθοριστικό ρόλο στο ποια παράταξη θα επικρατήσει σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Όσο περισσότερους πόρους διαθέτει ένα άτομο ή μια ομάδα, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να ελέγξει ή να επηρεάσει τη δράση των κυβερνητικών θεσμών.
Πολιτική στη διεθνή αναρχία
Η πολιτική παραμένει εκ φύσεως ένα «άθλημα επαφής» στο διεθνές σύστημα, αλλά εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους απ’ ό,τι στο εσωτερικό ενός κράτους για δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, δεν υπάρχει παγκόσμια κυβέρνηση που να παρέχει τάξη και να προστατεύει τα κράτη αν κάποιο άλλο τα απειλήσει ή τους επιτεθεί. Όπως έχει υποστηρίξει περίφημα ο Κένεθ Γουόλτς, η αρχιτεκτονική του συστήματος είναι αναρχική και όχι ιεραρχική, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη λειτουργούν σε έναν κόσμο όπου η πιθανότητα πολέμου είναι πάντοτε παρούσα και δεν υπάρχει ανώτερη αρχή στην οποία μπορούν να προσφύγουν για προστασία σε περιόδους κινδύνου.
Δεύτερον, ο πόλεμος είναι μια καταστροφική και επικίνδυνη δραστηριότητα. Κανείς δεν δυσκολεύεται να κατανοήσει γιατί ο Τόμας Τζέφερσον αναφερόταν στον πόλεμο ως «τη μεγαλύτερη μάστιγα της ανθρωπότητας».
Όμως ακριβώς αυτή η φρικαλεότητά του είναι που καθιστά τη διεθνή πολιτική μια υπόθεση θανάσιμα σοβαρή. Η διαρκής πιθανότητα ένα κράτος να πέσει θύμα ενός καταστροφικού πολέμου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ένταση των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Φυσικά, η φρίκη του πολέμου εξηγεί επίσης γιατί, επί αιώνες, έχει καταβληθεί τόσος χρόνος και τόση προσπάθεια στην προσπάθεια να καταργηθεί.
Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, δεν είναι μόνο η καταστροφικότητα του πολέμου που ανησυχεί τους ηγέτες· είναι και η πιθανότητα να τεθεί σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωση του κράτους τους. Με άλλα λόγια, ένας αντίπαλος μπορεί να συνιστά υπαρξιακή απειλή. Και αν όχι σήμερα, τότε αύριο. Άλλωστε, η ισορροπία ισχύος μεταβάλλεται αναπόφευκτα με την πάροδο του χρόνου και οι προθέσεις των άλλων κρατών —ιδίως οι μελλοντικές τους προθέσεις— είναι δύσκολο να διαγνωστούν με βεβαιότητα. Είναι σαφές από το ιστορικό αρχείο ότι ο σημερινός σύμμαχος μπορεί γρήγορα να μετατραπεί στον αυριανό αντίπαλο. Το 1945, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σύμμαχοι με την Κίνα εναντίον της Ιαπωνίας. Μέσα σε πέντε χρόνια, οι σχέσεις αυτές είχαν αντιστραφεί. Η ίδια μεταστροφή σημειώθηκε εκείνη την περίοδο και ως προς τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η οποία υπήρξε σύμμαχος των ΗΠΑ στον αγώνα κατά της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μετατράπηκε σε θανάσιμο εχθρό των Ηνωμένων Πολιτειών λίγα χρόνια μετά το τέλος της σύγκρουσης. Την ίδια στιγμή, η Δυτική Γερμανία έγινε στενός σύμμαχος των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950.

Όπως τονίστηκε, η πολιτική είναι αδιάκοπα ανταγωνιστική και έντονη, πράγμα που σημαίνει ότι η πιθανότητα σύγκρουσης και ακόμη και θανάτου είναι ενσωματωμένη στην ίδια τη δραστηριότητα. Σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα μια πολιτική διαμάχη να μετατραπεί σε πόλεμο. Αυτός ο κίνδυνος οδηγεί σε επαναλαμβανόμενο ανταγωνισμό ασφάλειας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, των οποίων ο υπέρτατος στόχος είναι να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Με άλλα λόγια, ακόμη και σε καιρό ειρήνης, τα κράτη οφείλουν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Αναπόφευκτα, αυτό συνεπάγεται την οικοδόμηση στρατιωτικών δυνατοτήτων για τη βελτίωση της ασφάλειάς τους, τις οποίες οι δυνητικοί αντίπαλοι θα εκλάβουν ως απειλή για τη δική τους ασφάλεια. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «δίλημμα ασφαλείας». Οι αντίπαλοι, φυσικά, θα ανταποκριθούν αναλόγως, οδηγώντας σε ανταγωνισμό ασφάλειας μεταξύ τους.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση πολέμου — προφανώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, ανταγωνίζονται συνεχώς για ισχύ με δυνητικούς αντιπάλους, ενώ η πιθανότητα πολέμου παραμένει πάντοτε στο παρασκήνιο. Αυτός ο αγώνας για πλεονέκτημα εξηγεί γιατί ο πόλεμος είναι, υπήρξε και θα είναι πάντοτε το κεντρικό χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής.
Συνεργασία και επιβίωση
Για να διασφαλιστεί η σαφήνεια των επιχειρημάτων μου σχετικά με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της διεθνούς πολιτικής και το πώς αυτός μετατρέπει τον πόλεμο σε τόσο κρίσιμο ζήτημα για τα κράτη, χρειάζονται τέσσερις πρόσθετες επισημάνσεις.
Πρώτον, δεν υποστηρίζω ότι οι μεγάλες δυνάμεις σπανίως συνεργάζονται μεταξύ τους. Το κάνουν, κυρίως όταν έχουν παρόμοια συμφέροντα και όταν η συνεργασία δεν υπονομεύει την ασφάλειά τους. Η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για τον περιορισμό της πυρηνικής διάδοσης, κάτι που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και των δύο υπερδυνάμεων. Ομοίως, η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κοινό συμφέρον να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, κάτι που πράττουν σήμερα, έστω και σε περιορισμένο βαθμό. Τα κράτη σχηματίζουν επίσης στρατιωτικές συμμαχίες όταν αντιμετωπίζουν έναν ιδιαιτέρως επικίνδυνο αντίπαλο, όπως έκαναν η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίπαλοι μπορούν επίσης να καταφύγουν στη διπλωματία για να επιλύσουν διαφορές ή να αποτρέψουν μια επικίνδυνη κρίση από το να οδηγήσει σε πόλεμο που καμία πλευρά δεν επιθυμεί, όπως συνέβη μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον κατά την κρίση των πυραύλων της Κούβας και τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973.
Το κρίσιμο σημείο, ωστόσο, είναι ότι αυτή η συνεργασία λαμβάνει πάντοτε χώρα υπό τη σκιά του ανταγωνισμού ασφάλειας, καθώς η πιθανότητα πολέμου είναι διαρκώς παρούσα. Οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί, για παράδειγμα, ανταγωνίζονταν αμείλικτα για ισχύ, παρότι συνεργάζονταν στο ζήτημα της πυρηνικής διάδοσης κατά το δεύτερο μισό του Ψυχρού Πολέμου. Οι συμμαχίες αποτελούν σημαντικό χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για προσωρινούς γάμους συμφέροντος, αν και η μακροβιότητα του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) δείχνει ότι ορισμένες φορές διαρκούν πολύ. Παραφράζοντας τον λόρδο Πάλμερστον, τα κράτη δεν έχουν μόνιμους φίλους ούτε μόνιμους εχθρούς, αλλά μόνο μόνιμα συμφέροντα — όπως απέδειξαν η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το 1945, όταν οι σύμμαχοι του πολέμου μετατράπηκαν σε πικρούς αντιπάλους.

Το επιχείρημά μου για τη σχέση ανταγωνισμού και συνεργασίας αναδεικνύει σημαντικές διαφορές μεταξύ των θεωριών της διεθνούς οικονομίας και των ρεαλιστικών θεωριών της διεθνούς πολιτικής. Οι περισσότεροι κυρίαρχοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να μεγιστοποιήσουν τα κράτη την ευημερία τους είναι να δημιουργήσουν ένα συνολικό συνεργατικό πλαίσιο που τους επιτρέπει να ανταγωνίζονται οικονομικά. Συγκεκριμένα, στόχος είναι η δημιουργία διεθνών θεσμών που μπορούν να θεσπίζουν και να επιβάλλουν κανόνες, διευκολύνοντας το ελεύθερο εμπόριο και ρυθμίζοντας τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών. Σε έρευνα του 2012 μεταξύ ορισμένων από τους κορυφαίους οικονομολόγους παγκοσμίως, το 85% είτε συμφώνησε είτε συμφώνησε απολύτως ότι «το ελεύθερο εμπόριο βελτιώνει την παραγωγική αποδοτικότητα και προσφέρει στους καταναλωτές καλύτερες επιλογές, και μακροπρόθεσμα τα οφέλη αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα από οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην απασχόληση». Σε μια άλλη έρευνα του 2012, με τη συμμετοχή πολλών από τους ίδιους οικονομολόγους, το 85% είτε συμφώνησε είτε συμφώνησε απολύτως ότι «το εμπόριο με την Κίνα καθιστά τους περισσότερους Αμερικανούς σε καλύτερη θέση, διότι, μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων, μπορούν να αγοράζουν αγαθά που παράγονται ή συναρμολογούνται φθηνότερα στην Κίνα». Σε έρευνα του 2018 με διαφορετικό δείγμα κορυφαίων οικονομολόγων, το 80% είτε συμφώνησε είτε συμφώνησε απολύτως ότι «το εμπόριο με την Κίνα καθιστά τους περισσότερους Ευρωπαίους σε καλύτερη θέση, διότι, μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων, μπορούν να αγοράζουν αγαθά που παράγονται ή συναρμολογούνται φθηνότερα στην Κίνα». Φυσικά, η παγκοσμιοποίηση αντιπροσωπεύει αυτό το είδος οικονομικής συνεργασίας σε πλανητική κλίμακα. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Γουλφ, επικεφαλής οικονομικό σχολιαστή των Financial Times, η παγκοσμιοποίηση είναι «η ενοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας πέρα από τα σύνορα», η οποία μπορεί να οδηγήσει σε «μια άνευ προηγουμένου εποχή ειρήνης, συνεργασίας και ευημερίας», αν εφαρμοστεί σωστά.

«Οι κυρίαρχοι οικονομολόγοι μπορούν να επικεντρώνονται στη διευκόλυνση του οικονομικού ανταγωνισμού εντός ενός θεμελιωδώς συνεργατικού παγκόσμιου συστήματος, επειδή σχεδόν δεν δίνουν καμία σημασία στον τρόπο με τον οποίο τα κράτη σκέφτονται την επιβίωσή τους σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας, όπου ο πόλεμος αποτελεί πάντοτε ενδεχόμενο. Έτσι, έννοιες όπως ο ανταγωνισμός ασφάλειας και η ισορροπία ισχύος —που είναι θεμελιωδώς σημαντικές για τη μελέτη της διεθνούς πολιτικής— δεν έχουν θέση στη συμβατική οικονομική σκέψη. Σε αυτό το πεδίο, ο βασικός στόχος είναι η προώθηση της ευημερίας και όχι η μεγιστοποίηση των προοπτικών επιβίωσης ενός κράτους. Επιπλέον, οι οικονομολόγοι τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στα απόλυτα κέρδη ενός κράτους και όχι στα σχετικά του κέρδη, δηλαδή αγνοούν σε μεγάλο βαθμό την ισορροπία ισχύος.
Ωστόσο, οι ανησυχίες περί επιβίωσης σχεδόν πάντοτε υπερισχύουν των ανησυχιών περί ευημερίας όταν οι δύο αυτοί στόχοι συγκρούονται, διότι δεν μπορείς να ευημερήσεις αν δεν επιβιώσεις. Αυτό το απλό γεγονός αναδεικνύει εκ νέου ότι οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων είναι ανταγωνιστικές στον πυρήνα τους —με άλλα λόγια, ότι η διεθνής πολιτική υπερισχύει της διεθνούς οικονομίας όταν οι δύο οπτικές προτείνουν διαφορετικές πολιτικές επιλογές.
Δεύτερον, δεν υποστηρίζω ότι οι πόλεμοι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων είναι πιθανό να συμβούν. Αντιθέτως, είναι απίθανοι, επειδή η εκβιομηχάνιση και ο εθνικισμός καθιστούν τον σύγχρονο πόλεμο πολύ πιο φονικό· όσο πιο δαπανηρή γίνεται η σύγκρουση, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να ξεσπάσει. Φυσικά, τα κράτη έχουν εξαπολύσει πολέμους που ανέμεναν ότι θα ήταν εξαιρετικά δαπανηροί και εξαιρετικά επικίνδυνοι —η Ιαπωνία επιτέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941 και η Αίγυπτος με τη Συρία επιτέθηκαν στο Ισραήλ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973— αλλά τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες.
Ο εθνικισμός επιτρέπει στα κράτη να συγκροτούν τεράστιους στρατούς πρόθυμους να πολεμήσουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παράλληλα, εμποτίζει την ευρύτερη κοινωνία με εχθρότητα, αν όχι μίσος, απέναντι στην άλλη πλευρά. Η εκβιομηχάνιση, από την άλλη, θέτει στα χέρια των ενόπλων δυνάμεων ένα τεράστιο φάσμα φονικών οπλικών συστημάτων, μετατρέποντάς τες σε γιγαντιαίες μηχανές θανάτου. Η ίδια λογική ισχύει προφανώς και για τα πυρηνικά όπλα, τα οποία δικαίως αποκαλούνται όπλα μαζικής καταστροφής. Ο πόλεμος είναι ιδιαίτερα απίθανος μεταξύ ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων που διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια ικανά να επιβιώσουν —τουλάχιστον εν μέρει— από ένα πρώτο πλήγμα της άλλης πλευράς. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου, ανεξαρτήτως του ποιος θα πλήξει πρώτος, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι η αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή (MAD). Ακόμη και σε έναν κόσμο MAD, όμως, είναι δυνατόν οι ανταγωνιστικές μεγάλες δυνάμεις να διεξαγάγουν έναν συμβατικό πόλεμο μεταξύ τους ή να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα με περιορισμένο τρόπο για να αποσπάσουν διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου τους. Εν ολίγοις, ο πόλεμος παραμένει μια σοβαρή πιθανότητα στον σύγχρονο κόσμο και αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τη φονικότητά του, ωθεί τα κράτη να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αυτόν τον κίνδυνο.
Τρίτον, η μικρή ομάδα ηγετών που διαμορφώνει και υλοποιεί την εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης δύναμης κατανοεί αναπόφευκτα την κεντρικότητα του πολέμου στη διεθνή πολιτική. Άλλωστε, αυτοί φέρουν την άμεση ευθύνη για τη διασφάλιση της επιβίωσης της χώρας τους σε ένα σύστημα που δίνει έμφαση στην αυτοβοήθεια, αφού δεν υπάρχει ανώτερη αρχή που να μπορεί να διασώσει το κράτος τους αν προκύψει σοβαρή απειλή. Οι υπεύθυνοι αυτοί λήψης αποφάσεων βρίσκονται στο τιμόνι σε συνθήκες ακραίας κρίσης. Αυτή η ευθύνη εστιάζει το μυαλό όσο λίγες άλλες. Βεβαίως, η διαρκής πιθανότητα πολέμου επηρεάζει και πολλά μέλη του κοινού, καθώς και τα μέλη της κοινότητας εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας —αλλά όχι στον ίδιο βαθμό με τους ηγέτες, απλώς και μόνο επειδή οι δύο πρώτες ομάδες δεν είναι οι τελικοί αποφασίζοντες.
Τέταρτον, ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η επιβίωση επηρεάζει την κατανόησή μας για το πώς η πιθανότητα πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων διαμορφώνει τη ζωή στο διεθνές σύστημα. Η επιβίωση προφανώς σημαίνει να μην καταστραφεί ένα κράτος ως λειτουργική οντότητα —δηλαδή να μη βρεθεί στην κατάσταση της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας ή της ναζιστικής Γερμανίας το 1945. Όμως, ο ορισμός της επιβίωσης αποκλειστικά με βάση αυτό το αποτέλεσμα είναι υπερβολικά στενός για να είναι χρήσιμος στην εξήγηση της κρατικής συμπεριφοράς, κάτι που αναγνωρίζεται ευρέως στη βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων.

Η επιβίωση, στο δικό μου λεξιλόγιο, σημαίνει ότι ένα κράτος διατηρεί τη φυσική του βάση και την ικανότητά του να καθορίζει το ίδιο το πολιτικό του πεπρωμένο, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής του πολιτικής. Η φυσική βάση ενός κράτους περιλαμβάνει ολόκληρη την επικράτεια και τον πληθυσμό του, καθώς και τους πόρους εντός των συνόρων του. Για να ασκεί τη δική του πολιτική στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ένα κράτος πρέπει να ελέγχει τους εγχώριους θεσμούς του, ιδίως την εκτελεστική, τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική εξουσία. Αυτός ο ευρύτερος ορισμός της επιβίωσης αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη σκέφτονται και δρουν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι προδιατεθειμένες να ανταγωνίζονται —συχνά σφοδρά— όχι μόνο για να αποφύγουν την ολοκληρωτική στρατιωτική ήττα. Ανταγωνίζονται επίσης για να διασφαλίσουν ότι δεν θα χάσουν κανένα έδαφος από έναν αντίπαλο και ότι θα διατηρήσουν την αυτονομία της εγχώριας πολιτικής τους τάξης.
Ορισμένοι στη Δύση δυσκολεύονται να αποδεχθούν την ιδέα ότι η απειλή πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και συναφείς έννοιες, όπως η επιβίωση, επηρεάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Αυτή η στάση δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι πολλοί από αυτούς διαμορφώθηκαν πολιτικά κατά τη μονοπολική περίοδο, όταν δεν υπήρχε ανταγωνισμός ασφάλειας μεταξύ μεγάλων δυνάμεων και ο μοναδικός πόλος του συστήματος ήταν μια δυτική χώρα. Εκείνη την εποχή, ήταν δυνατόν για πολλούς στη Δύση να πιστεύουν ότι η ευημερία —και όχι η επιβίωση— αποτελεί τον κύριο στόχο ενός κράτους. Ναι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους διεξήγαγαν πολέμους κατά τη διάρκεια της μονοπολικότητας, αλλά επρόκειτο για άνισες συγκρούσεις εναντίον μικρότερων δυνάμεων, όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Σερβία, όχι για αναμετρήσεις με μεγάλες δυνάμεις, πόσο μάλλον με μια άλλη μεγάλη δύναμη. Αντιθέτως, χώρες εκτός της Δύσης, όπως η Κίνα, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και η Ρωσία —για να αναφέρουμε μερικές μόνο— ανησυχούσαν έντονα για την επιβίωσή τους και εξισορροπούσαν απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες».
«Είναι επίσης σχετικά εύκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν τις ανησυχίες περί επιβίωσης ακόμη και όταν στο σύστημα υπάρχουν άλλες μεγάλες δυνάμεις, διότι αποτελούν τη πιο ασφαλή μεγάλη δύναμη στην παγκόσμια ιστορία. Καμία χώρα στο Δυτικό Ημισφαίριο δεν συνιστά σοβαρή στρατιωτική απειλή και τεράστιοι ωκεανοί χωρίζουν την αμερικανική ενδοχώρα από τις άλλες μεγάλες δυνάμεις στην Ασία και την Ευρώπη. Αυτό το βασικό δεδομένο της πραγματικότητας εξηγεί γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν για ένα μέρος της ιστορίας τους μια απομονωτική εξωτερική πολιτική και γιατί αυτή η προσέγγιση εξακολουθεί να έχει υποστηρικτές μέχρι σήμερα. Η Ευρώπη, ιδίως η Δυτική Ευρώπη, βρισκόταν επί μακρόν κάτω από την αμερικανική ομπρέλα ασφάλειας, η οποία ουσιαστικά εγγυάται την ειρήνη στην ήπειρο και επέτρεψε σε πολλούς Ευρωπαίους να πιστεύουν ότι και αυτοί είχαν φτάσει στο τέλος της Ιστορίας.
Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία, σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο ενός πολέμου μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν κλονίσει αυτή την αισιόδοξη θεώρηση της διεθνούς πολιτικής. Σύμφωνα με τον Paul Poast, «το Πρόγραμμα Δεδομένων Συγκρούσεων της Ουψάλα, που παρακολουθεί τους πολέμους παγκοσμίως από το 1945, κατέγραψε τα έτη 2022 και 2023 ως τα πιο συγκρουσιακά στον κόσμο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου». Παρ’ όλα αυτά, αυτή η αισιόδοξη αντίληψη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη δυτική σκέψη —ιδίως εντός των πανεπιστημίων— ώστε θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να κατανοήσουν οι περισσότεροι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ότι ο ανταγωνισμός ασφάλειας και η πιθανότητα πολέμου μεταξύ μεγάλων δυνάμεων διαμορφώνουν βαθιά τον κόσμο τους.
Η απόφαση για πόλεμο
Η κατανόησή μου για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και πολέμου εξηγεί γιατί είναι αδύνατο να θεσμοθετηθούν ουσιαστικά νομικά ή ηθικά εμπόδια στην έναρξη πολέμων. Το ερώτημα πότε είναι θεμιτό ένα κράτος να επιτεθεί σε ένα άλλο απασχολεί μελετητές και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής εδώ και αιώνες και είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα λόγω της πλήρους κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Πολλοί στη Δύση πιστεύουν ότι οι ηγέτες θα έπρεπε να καθοδηγούνται από το διεθνές δίκαιο, τη θεωρία του δίκαιου πολέμου ή από κάποιον συνδυασμό των δύο, όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο επίθεσης εναντίον ενός άλλου κράτους. Αυτή η φιλελεύθερη οπτική, η οποία αποσκοπεί στον δραστικό περιορισμό των περιπτώσεων στις οποίες τα κράτη μπορούν να ξεκινούν πολέμους, είναι μη ρεαλιστική σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας και, συνεπώς, ελάχιστα χρήσιμη για τον περιορισμό της συμπεριφοράς τους.

Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τη σύγχρονη θεωρία του δίκαιου πολέμου, η έναρξη πολέμου είναι αποδεκτή μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις: (1) αν ένα κράτος διαθέτει ισχυρές αποδείξεις ότι πρόκειται να δεχθεί επίθεση από έναν αντίπαλο και εξαπολύει προληπτικό πλήγμα για να προηγηθεί· (2) αν εξασφαλίσει άδεια από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για να εισβάλει σε άλλο κράτος· ή (3) αν ένα κράτος παρεμβαίνει σε άλλο για να αποτρέψει μαζικές σφαγές ή γενοκτονία. Υπάρχει σημαντική επικάλυψη μεταξύ των βασικών αρχών της θεωρίας του δίκαιου πολέμου και του διεθνούς δικαίου του πολέμου, γεγονός που μου επιτρέπει, για τους σκοπούς αυτού του άρθρου, να τα αντιμετωπίζω ως ένα και το αυτό. Όπως σημειώνει ένας μελετητής της θεωρίας του δίκαιου πολέμου: «Η σκέψη περί δίκαιου πολέμου και το δίκαιο του πολέμου αποτελούν αλληλένδετες, διαπλεκόμενες συζητήσεις που συχνά αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη σαν μίμοι μπροστά σε καθρέφτη: οι θεωρητικοί του δίκαιου πολέμου επικαλούνται νομικά επιχειρήματα για να υπερασπιστούν ηθικές διαισθήσεις, ενώ οι νομικοί στρέφονται στην ηθική και τη φιλοσοφία για να παρακάμψουν τους περιορισμούς του νόμου. Αυτή η εκτεταμένη επικάλυψη δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένων των ιστοριών αυτών των δύο παραδόσεων».
Από αυτή την οπτική, τόσο οι προληπτικοί πόλεμοι όσο και οι πόλεμοι ευκαιρίας απαγορεύονται. Οι προληπτικοί πόλεμοι αποσκοπούν στην αποτροπή μιας δυσμενούς μεταβολής της ισορροπίας ισχύος· στους πολέμους ευκαιρίας, η ισορροπία ισχύος δεν μεταβάλλεται εις βάρος του επιτιθέμενου, αλλά αυτός διαβλέπει μια ευκαιρία να αποκτήσει περισσότερη ισχύ και να ενισχύσει την ασφάλειά του ή να επιτύχει κάποιον άλλο πολιτικό στόχο, όπως η διάδοση της ιδεολογίας του. Επομένως, είτε θεωρεί κανείς την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως προληπτικό πόλεμο —όπως κάνουν ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί και ο πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ— είτε ως έναν απρόκλητο πόλεμο ευκαιρίας, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι στη Δύση, σε κάθε περίπτωση πρόκειται για έναν πόλεμο παράνομο και άδικο που πρέπει να καταδικαστεί.
Στην ουσία, πολλοί σύγχρονοι δυτικοί στοχαστές απορρίπτουν το περίφημο αξίωμα του Κλαούζεβιτς ότι ο πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Κατά τη δική του αντίληψη, ο πόλεμος είναι απλώς ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν τα κράτη όταν αυτό έχει στρατιωτικό και πολιτικό νόημα. Αυτό περιλαμβάνει προφανώς και τους προληπτικούς πολέμους και τους πολέμους ευκαιρίας. Φυσικά, στη συλλογιστική του Κλαούζεβιτς δεν υπάρχει χώρος για ηθικές ή νομικές παραμέτρους, καθώς πρόκειται για μια βαθύτατα ρεαλιστική θεώρηση, σε αντίθεση με τον τρόπο που οι περισσότεροι στη Δύση αντιλαμβάνονται την έναρξη των πολέμων.
Αυτό που διακυβεύεται στη διαμάχη μεταξύ των δύο πλευρών αποτελεί μια θεμελιώδη διαφωνία σχετικά με το πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα. Στόχος των θεωρητικών του δίκαιου πολέμου και των υπερασπιστών του διεθνούς δικαίου είναι να υποτάξουν τη διεθνή πολιτική σε μια ηθική ή νομική τάξη που θα καθορίζει πότε τα κράτη μπορούν να ξεκινούν έναν πόλεμο και πώς οφείλουν να τον διεξάγουν. Με απλά λόγια, επιδιώκουν να δημιουργήσουν έναν κόσμο όπου η έναρξη πολέμου θα επιτρέπεται μόνο σε αυστηρά περιορισμένες περιπτώσεις.
Έτσι όμως δεν λειτουργεί ο κόσμος. Οι προληπτικοί πόλεμοι και οι πόλεμοι ευκαιρίας αποτελούν επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής και τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα στο προβλέψιμο μέλλον. Είτε τα κράτη είναι δημοκρατικά είτε μη δημοκρατικά, θα εξαπολύουν αυτού του είδους τους πολέμους εφόσον καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό εξυπηρετεί το στρατηγικό τους συμφέρον. Ο λόγος είναι απλός: στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει ανώτερη αρχή που να μπορεί να επιβάλει τους κανόνες, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη πρέπει να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για να προστατεύσουν τον εαυτό τους.

Αναμφίβολα, τα κράτη χρειάζονται νόμους και κανόνες για να αλληλεπιδρούν αποτελεσματικά μεταξύ τους και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι εκείνες που, κατά κύριο λόγο, γράφουν αυτούς τους κανόνες — προς όφελός τους. Όμως τα ισχυρά κράτη θα αγνοήσουν αυτούς τους κανόνες αν θεωρήσουν ότι η τήρησή τους συγκρούεται με τα ζωτικά τους συμφέροντα, γεγονός που σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί δεν αποτελούν ουσιαστικό φραγμό στον πόλεμο. Φυσικά, όταν τα κράτη ακολουθούν αυτόν τον δρόμο, θα σπεύσουν να αρνηθούν ότι παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, ακόμη κι όταν αυτό είναι προφανές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σε μεγάλο βαθμό επρόκειτο για έναν προληπτικό πόλεμο, ο οποίος είναι ανεπίτρεπτος τόσο σύμφωνα με τη θεωρία του δίκαιου πολέμου όσο και με το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, ο Πούτιν υποστήριξε ότι η εισβολή στην Ουκρανία ήταν σύμφωνη με τους διεθνείς κανόνες τρεις ημέρες πριν από την έναρξή της. Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 δήλωσε:
«Το Κίεβο έχει εδώ και καιρό διακηρύξει μια στρατηγική πορεία προς την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Πράγματι, κάθε χώρα δικαιούται να επιλέγει το δικό της σύστημα ασφάλειας και να εντάσσεται σε στρατιωτικές συμμαχίες. Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν δεν υπήρχε ένα “αλλά”. Τα διεθνή έγγραφα ορίζουν ρητά την αρχή της ίσης και αδιαίρετης ασφάλειας, η οποία περιλαμβάνει υποχρεώσεις να μην ενισχύεται η ασφάλεια ενός κράτους εις βάρος της ασφάλειας άλλων κρατών.
Αυτό αναφέρεται στον Χάρτη για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια του ΟΑΣΕ του 1999, που υιοθετήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και στη Διακήρυξη της Αστάνα του ΟΑΣΕ το 2010.
Με άλλα λόγια, η επιλογή των δρόμων για τη διασφάλιση της ασφάλειας δεν θα πρέπει να συνιστά απειλή για άλλα κράτη, ενώ η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας».

Μάικλ Γουόλτσερ — ο ρεαλιστής
Ένας τρόπος να κατανοήσει κανείς γιατί οι προσπάθειες απονομιμοποίησης των πολέμων ευκαιρίας και των προληπτικών πολέμων είναι καταδικασμένες να αποτύχουν είναι να εξετάσει μια κρίσιμη επιφύλαξη στο σημαντικό έργο του Μάικλ Γουόλτσερ Δίκαιοι και Άδικοι Πόλεμοι. Ο Γουόλτσερ ανοίγει το βιβλίο του ασκώντας κριτική στη ρεαλιστική σκέψη περί πολέμου· πράγματι, το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ενάντια στον “Ρεαλισμό”». Στο επόμενο κεφάλαιο στρέφεται εναντίον του Κλαούζεβιτς, κατηγορώντας τον ότι αποτυγχάνει να αναγνωρίσει πως ο πόλεμος είναι έγκλημα. Ο Γουόλτσερ δεν ενδιαφέρεται απλώς να θέσει ουσιαστικά όρια στο πότε τα κράτη μπορούν να ξεκινούν πολέμους· θέλει επίσης να επιβάλει σημαντικούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο διεξάγουν τον πόλεμο.
Αφού παρουσιάζει μια συνολική και ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας του δίκαιου πολέμου, παραδέχεται ότι σε μια «ύστατη έκτακτη ανάγκη» —όταν μια χώρα βρίσκεται «στο χείλος της εθνικής καταστροφής»— μπορεί να αγνοήσει τους κανόνες που ο ίδιος θέτει και να «κάνει ό,τι είναι αναγκαίο» για να επιβιώσει. Με άλλα λόγια, μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις επιταγές του ρεαλισμού.
Ο Γουόλτσερ αναγνωρίζει ότι η εισαγωγή της επιβίωσης στο επιχείρημά του ενέχει τον κίνδυνο να παίξει το παιχνίδι των ρεαλιστών —ένα επικίνδυνο παιχνίδι από τη δική του οπτική. Γι’ αυτό γράφει: «Θέλω να θέσω ριζικά όρια στην έννοια της αναγκαιότητας». Συγκεκριμένα, προσπαθεί να θωρακίσει τη θέση του οριοθετώντας αυστηρά τόσο την αμεσότητα όσο και τη φύση της απειλής που πρέπει να αντιμετωπίζει ένα κράτος προτού εγκαταλείψει τη θεωρία του δίκαιου πολέμου και υιοθετήσει τον ρεαλισμό. Πριν ένα κράτος μπορέσει να ενεργήσει άδικα, υποστηρίζει ο Γουόλτσερ, «ο κίνδυνος πρέπει να είναι ασυνήθιστος και τρομακτικός» και το απειλούμενο κράτος πρέπει να περιμένει έως ότου βρεθεί «πρόσωπο με πρόσωπο όχι απλώς με την ήττα, αλλά με μια ήττα που είναι πιθανό να επιφέρει καταστροφή στην πολιτική κοινότητα».

Οι συμβουλές του Γουόλτσερ δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα. Γιατί ένα κράτος που αντιμετωπίζει υπαρξιακή απειλή να περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, για να ενεργήσει ως ρεαλιστής; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο προτού αυτός εξελιχθεί σε θανάσιμη απειλή; Προφανώς ναι. Όμως αυτή η λογική ωθεί τα κράτη να ενεργούν εξαρχής σύμφωνα με τις επιταγές του ρεαλισμού και να αγνοούν τη θεωρία του δίκαιου πολέμου, εκτός αν αυτή η ηθική προσέγγιση συμβαδίζει με τη λογική της ισορροπίας ισχύος. Ουσιαστικά, η επιταγή της επιβίωσης, σε συνδυασμό με τη δυσκολία διάγνωσης των μελλοντικών προθέσεων των άλλων κρατών, αφήνει στα κράτη ελάχιστες επιλογές πέρα από την προσφυγή σε προληπτικούς πολέμους και πολέμους ευκαιρίας όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Πράγματι, αν ένα κράτος προσκολληθεί αυστηρά στη θεωρία του δίκαιου πολέμου ή στο διεθνές δίκαιο, αργά ή γρήγορα είναι πιθανό να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή του.
Αυτή η οπτική έχει μακρά πνευματική παράδοση, η οποία αντανακλάται στα έργα του Χομπς, του Ρουσσώ και του Θουκυδίδη. Για να παραθέσουμε τον Ρουσσώ:
«Είναι βεβαίως αλήθεια ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για όλους τους ανθρώπους να παραμένουν πάντοτε σε ειρήνη. Όμως, όσο δεν υπάρχει καμία ασφάλεια γι’ αυτό, ο καθένας, μην έχοντας καμία εγγύηση ότι μπορεί να αποφύγει τον πόλεμο, ανησυχεί να τον ξεκινήσει τη στιγμή που εξυπηρετεί το δικό του συμφέρον, ώστε να προλάβει έναν γείτονα, ο οποίος δεν θα παρέλειπε να τον προλάβει με τη σειρά του σε οποιαδήποτε ευνοϊκή στιγμή. Έτσι, πολλοί πόλεμοι, ακόμη και επιθετικοί πόλεμοι, μοιάζουν περισσότερο με άδικες προφυλάξεις για την προστασία των ίδιων των κτήσεων του επιτιθέμενου παρά με μέσα αρπαγής των κτήσεων των άλλων. Όσο ωφέλιμο κι αν είναι στη θεωρία να υπακούει κανείς στις επιταγές του δημόσιου πνεύματος, είναι βέβαιο ότι, πολιτικά και ακόμη και ηθικά, οι επιταγές αυτές είναι πιθανό να αποδειχθούν μοιραίες για εκείνον που επιμένει να τις τηρεί απέναντι σε όλο τον κόσμο, όταν κανείς δεν σκέφτεται να τις τηρήσει απέναντι σε αυτόν».
Το συμπέρασμα είναι σαφές: σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται από την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, η ρεαλιστική λογική εξηγεί καλύτερα το πότε τα κράτη καταφεύγουν στον πόλεμο απ’ ό,τι το διεθνές δίκαιο ή η θεωρία του δίκαιου πολέμου.

Ο ρόλος της ηθικής στη διεθνή πολιτική
Από αυτή τη συζήτηση σχετικά με τα όρια της θεωρίας του δίκαιου πολέμου θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι δεν υπάρχει χώρος για ηθικές παραμέτρους στις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Αυτό, ωστόσο, θα ήταν λανθασμένο. Καταρχάς, όλοι είμαστε ηθικά όντα. Ο καθένας διαθέτει μια ηθική πυξίδα που καθοδηγεί τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο — και αυτό ισχύει ακόμη και για τους πιο σκληροπυρηνικούς ρεαλιστές. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής χρησιμοποιούν τόσο μια ηθική όσο και μια ρεαλιστική πυξίδα για να κατανοήσουν τον κόσμο και να καθοδηγήσουν τη χώρα τους μέσα σε αυτόν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι δύο αυτές «βελόνες» δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση, οπότε υπάρχει μικρή διαφωνία για την ενδεδειγμένη πολιτική. Για παράδειγμα, ήταν τόσο ηθικά όσο και στρατηγικά ορθό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να πολεμήσουν εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι στρατηγικές παράμετροι είναι σε μεγάλο βαθμό απούσες, γεγονός που καθιστά σχετικά εύκολη την υιοθέτηση μιας ηθικά ορθής πολιτικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, θα έπρεπε να είχαν επέμβει για να σταματήσουν τη γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994, καθώς μια τέτοια παρέμβαση θα είχε ελάχιστες συνέπειες για την ισορροπία ισχύος και θα ήταν αναμφίβολα ηθικά σωστή. Ωστόσο, οι πιο σημαντικές και βασανιστικές περιπτώσεις προκύπτουν όταν η ηθική και η στρατηγική πυξίδα δείχνουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η στρατηγική λογική επικρατεί σχεδόν πάντοτε. Αυτό είναι πραγματικά τραγικό, αλλά αναμενόμενο σε ένα αναρχικό σύστημα όπου οι ανησυχίες περί επιβίωσης είναι ύψιστες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να συμμαχήσουν με τη Σοβιετική Ένωση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός που συνέβαλε στο να καταστεί η Σοβιετική Ένωση η ισχυρότερη δύναμη στην ευρωπαϊκή ήπειρο έως την κατάρρευσή της στα τέλη του 1991. Το καθεστώς του Ιωσήφ Στάλιν ήταν από τα πιο δολοφονικά στη σύγχρονη ιστορία, όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν τον Κόκκινο Στρατό για να νικήσουν το Τρίτο Ράιχ, το οποίο αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή από τη Σοβιετική Ένωση.
Όταν η ηθική και η στρατηγική λογική συμπίπτουν, οι ελίτ της εξωτερικής πολιτικής δίνουν σχεδόν πάντα έμφαση στο ηθικό επιχείρημα υπέρ του πολέμου στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, ακόμη κι αν οι στρατηγικοί υπολογισμοί είναι στην πραγματικότητα οι καθοριστικοί. Όταν οι δύο αυτές λογικές δεν ευθυγραμμίζονται, οι ηγέτες ενεργούν σύμφωνα με τις στρατηγικές επιταγές και επιχειρούν να καλύψουν τη συμπεριφορά τους με ηθική ρητορική. Αυτή η πρακτική θυμίζει έντονα τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη χρησιμοποιούν επιδέξιους νομικούς για να εξηγήσουν γιατί δήθεν δεν παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, ενώ στην πραγματικότητα το παραβιάζουν.

Υπάρχει, ωστόσο, και ένας εναλλακτικός τρόπος να δει κανείς τη σχέση μεταξύ ηθικών και στρατηγικών υπολογισμών, ο οποίος αξίζει να αναφερθεί. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική σύγκρουση μεταξύ τους. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι ηγέτες ενός κράτους έχουν ηθική υποχρέωση να προστατεύουν τον λαό τους από εξωτερικές απειλές — μάλιστα, αυτή είναι η σημαντικότερη ευθύνη τους. Επομένως, αν δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν πολιτικές που παραβιάζουν τη θεωρία του δίκαιου πολέμου ή το διεθνές δίκαιο προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωση του κράτους τους, η συμπεριφορά τους θα είναι τελικά ηθική ή δίκαιη.
Πιστεύω ότι σχεδόν κάθε παγκόσμιος ηγέτης, καθώς και οι κοινωνίες τους, θα θεωρούσαν έναν προληπτικό πόλεμο που αποσκοπεί στην εξάλειψη μιας θανάσιμης απειλής ως ηθικά ορθό, ακόμη κι αν η θεωρία του δίκαιου πολέμου τον απορρίπτει. Για παράδειγμα, αν η διπλωματία είχε αποτύχει να επιλύσει την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 και ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι είχε χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για να απομακρύνει τους σοβιετικούς πυραύλους και τα πυρηνικά όπλα από την Κούβα, ελάχιστοι στη Δύση θα τον καταδίκαζαν για την έναρξη ενός άδικου πολέμου. Οι περισσότεροι Αμερικανοί θα το θεωρούσαν αναμφίβολα μια δίκαιη απόφαση, ακόμη κι αν επρόκειτο για έναν προληπτικό πόλεμο που παραβίαζε τη θεωρία του δίκαιου πολέμου. Αντίστοιχα, οι Ρώσοι ηγέτες είναι βέβαιο ότι θεωρούν την έναρξη ενός προληπτικού πολέμου κατά της Ουκρανίας δίκαιη ή, τουλάχιστον, δικαιολογημένη, επειδή είναι πεπεισμένοι ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ συνιστά υπαρξιακή απειλή που πρέπει να αποτραπεί.

Παρότι αυτή η εναλλακτική προσέγγιση μπορεί να φαίνεται ελκυστική εκ πρώτης όψεως, τελικά δεν πείθει. Υπονοεί ότι σχεδόν κάθε στρατιωτικό μέτρο που λαμβάνει ένα κράτος για να ενισχύσει την ασφάλειά του —συμπεριλαμβανομένης της εκ προθέσεως δολοφονίας τεράστιων αριθμών αμάχων— μπορεί να δικαιολογηθεί ως ηθικά ορθό. Αυτή η συλλογιστική αρνείται ότι υπάρχει οποιαδήποτε ουσιαστική σύγκρουση μεταξύ ηθικών και στρατηγικών παραμέτρων στην εξωτερική πολιτική και, στην πράξη, αφαιρεί την ηθική από την εξίσωση.
Υπάρχουν δύο θεμελιώδη προβλήματα με αυτό το επιχείρημα. Πρώτον, το να αφήνονται οι στρατηγικοί υπολογισμοί να ορίζουν τι είναι ηθικά σωστό ή λάθος υποβαθμίζει εσφαλμένα τον κεντρικό ρόλο της πολιτικής στον τρόπο με τον οποίο άτομα και κράτη σκέφτονται και δρουν στο διεθνές πεδίο. Άλλωστε, οι περισσότεροι άνθρωποι νοιάζονται βαθύτατα για την ηθική, αλλά συχνά διαφωνούν ριζικά ως προς το τι είναι το ηθικά ορθό. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους οι διαμάχες γύρω από τις πρώτες αρχές βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής. Η μέριμνα για το ηθικά δίκαιο εξηγεί επίσης γιατί τα κράτη επιχειρούν πάντοτε να δικαιολογούν τις αποφάσεις της εξωτερικής τους πολιτικής ως ηθικά ορθές και να παρουσιάζουν τη συμπεριφορά των αντιπάλων τους ως άδικη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, οι ηθικοί και οι στρατηγικοί υπολογισμοί συγκρούονται ορισμένες φορές στην εξωτερική πολιτική· είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε αυτή τη βαθιά πολιτική ένταση, αντί να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει.
Δεύτερον, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα κράτη δίνουν προτεραιότητα στη στρατηγική έναντι της ηθικής όταν οι δύο συγκρούονται. Τα κράτη ενίοτε ενεργούν με βαθιά άδικους τρόπους επειδή θεωρούν ότι η επιβίωσή τους δεν τους αφήνει άλλη επιλογή. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα αναδεικνύει πόσο σκληρή υπόθεση μπορεί να είναι η διεθνής πολιτική. Είναι όμως προτιμότερο να αναγνωρίζουμε αυτό το δυσάρεστο γεγονός της ζωής, παρά να ισχυριζόμαστε ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται για την ενίσχυση της ασφάλειας ενός κράτους είναι ηθικό.

Πόσο είναι αρκετό;
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η βασική ρεαλιστική λογική, η οποία δίνει προτεραιότητα στις στρατηγικές παραμέτρους έναντι των ηθικών, δικαιολογεί πολέμους εξόντωσης εναντίον ανταγωνιστικών μεγάλων δυνάμεων. Ο καλύτερος τρόπος για να επιβιώσει κανείς στον αδυσώπητο κόσμο της διεθνούς πολιτικής —σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα— είναι να εξαλείψει οριστικά κάθε δυνητική απειλή, όπως έκανε η Ρώμη με την Καρχηδόνα το 146 π.Χ. Σε εκείνη την περίπτωση, οι Ρωμαίοι υποδούλωσαν ή σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του καρχηδονιακού πληθυσμού, κατέστρεψαν τις πόλεις της Καρχηδόνας και την εξαφάνισαν ως ανεξάρτητη πολιτική και εδαφική οντότητα. Η Αθήνα είχε επιβάλει νωρίτερα μια παρόμοια λύση στη Μήλο το 416 π.Χ.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια πολιτική θα ήταν ηθικά αποτρόπαιη, γεγονός που υπογραμμίζει περαιτέρω γιατί είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο ισχυρισμός ότι κάθε πολιτική που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφάλειας ενός κράτους είναι δίκαιη. Ωστόσο, μια πολιτική εξάλειψης δεν είναι μόνο ηθικά χρεοκοπημένη, αλλά και στρατηγικά περιττή σύμφωνα με τη ρεαλιστική λογική. Μάλιστα, είναι πιθανό να αποδειχθεί και αντιπαραγωγική.

Η επιβίωση σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας απαιτεί απλώς ένα κράτος να είναι πολύ ισχυρότερο από όλα τα υπόλοιπα κράτη του συστήματος. Αυτή η λογική εξηγεί γιατί τα κράτη επιδιώκουν την περιφερειακή ηγεμονία και γιατί η ιδανική κατάσταση για μια μεγάλη δύναμη είναι να αποτελεί τον μοναδικό πόλο σε έναν μονοπολικό κόσμο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπάρχουν σοβαρές απειλές για την ασφάλεια της κυρίαρχης χώρας, πόσο μάλλον υπαρξιακές απειλές. Συνεπώς, μόλις ένας επικίνδυνος αντίπαλος εκτοπιστεί από την κατηγορία των μεγάλων δυνάμεων, δεν υπάρχει λόγος να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά.
Επιπλέον, μια «καρχηδονιακή» στρατηγική είναι πιθανό να αποδειχθεί αντιπαραγωγική. Καταρχάς, θα εξαφάνιζε κράτη που θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι σύμμαχοι για την εξισορρόπηση μιας άλλης απειλής. Η Γερμανία και η Ιαπωνία, για παράδειγμα, διαδραμάτισαν αυτόν τον ρόλο για τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τις συντριπτικές ήττες τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμφότερες συνέβαλαν στον περιορισμό της Σοβιετικής Ένωσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της δυτικής τάξης που οικοδόμησε η Ουάσιγκτον μετά το 1945. Επιπλέον, μια στρατηγική ολοκληρωτικής εξόντωσης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί. Οι μεγάλες δυνάμεις είναι δύσκολο να καταστραφούν, ιδίως όταν έχουν ισχυρό κίνητρο να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο. Για να μην αναφέρουμε ότι μια τέτοια πολιτική θα οδηγούσε σχεδόν όλα τα άλλα κράτη του συστήματος να συσπειρωθούν και να αντιταχθούν σφοδρά στον επιτιθέμενο. Άλλωστε, οποιοδήποτε από αυτά θα μπορούσε να είναι το επόμενο θύμα, οπότε η καλύτερη επιλογή θα ήταν να του επιφέρουν μια συντριπτική ήττα. Συναφώς, ένα κράτος που θα υιοθετούσε μια πολιτική εξάλειψης θα δυσκολευόταν αφάνταστα να βρει συμμάχους αν τους χρειαζόταν. Εν ολίγοις, μια στρατηγική εξόντωσης είναι τόσο στρατηγικά μυωπική όσο και ηθικά λανθασμένη.

Πολιτική και κλιμάκωση
Σε αυτή την ενότητα εξετάζω πώς οι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν και επηρεάζουν την ίδια τη διεξαγωγή του πολέμου. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η κλιμάκωση, ένα από τα λιγότερο κατανοητά αλλά πιο σημαντικά φαινόμενα του πολέμου. Το επιχείρημά μου είναι διττό. Πρώτον, οι περιορισμένοι πόλεμοι —ιδίως μεταξύ μεγάλων δυνάμεων— τείνουν να κλιμακώνονται σε απόλυτους ή ολοκληρωτικούς πολέμους, όπου ο στόχος είναι η επίτευξη μιας αποφασιστικής νίκης. Δεύτερον, δεδομένου ότι ο πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να διαχειριστούν την κλιμάκωση με σχετική ευκολία. Ωστόσο, ισχυρές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούν δύσκολο —και ενίοτε αδύνατο— για τους ηγέτες αυτούς να ελέγξουν την κλιμάκωση και να διατηρήσουν τους πολέμους σε περιορισμένα πλαίσια. Με άλλα λόγια, οι πόλεμοι έχουν την τάση να κλιμακώνονται με τρόπους που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις προτιμήσεις των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.

Μία από τις κινητήριες δυνάμεις της κλιμάκωσης είναι η ένταση και η εχθρότητα που είναι εγγενείς στην πολιτική. Παραδόξως, η ίδια η πολιτική μπορεί να υπονομεύσει τον πολιτικό έλεγχο επί της διεξαγωγής ενός πολέμου. Επιπλέον, η προτίμηση των στρατιωτικών για την επίτευξη αποφασιστικών νικών, καθώς και η τάση τους να δυσανασχετούν με την πολιτική παρέμβαση στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, λειτουργούν και οι δύο υπονομευτικά για τον πολιτικό έλεγχο της πορείας μιας σύγκρουσης. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο οι στρατιωτικοί σκέφτονται τη βέλτιστη διεξαγωγή του πολέμου απειλεί να ανατρέψει το αξίωμα του Κλαούζεβιτς σχετικά με τη σχέση πολιτικής και πολέμου. Τέλος, οι ίδιες οι δυναμικές του πολέμου μπορούν να οδηγήσουν περιορισμένες συγκρούσεις σε κλιμάκωση με ποικίλους τρόπους. Η κλιμάκωση είναι ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο φαινόμενο στην πυρηνική εποχή, δεδομένων των καταστροφικών συνεπειών ενός πλήρους πυρηνικού πολέμου.
Πολιτικά πάθη και κλιμάκωση
Δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι, σε τελική ανάλυση, μια πολιτική σύγκρουση, τα πάθη και η εχθρότητα που είναι εγγενή στην πολιτική είναι πάντοτε παρόντα σε καιρό πολέμου και μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε βαθύ μίσος προς τον εχθρό, ωθώντας και τις δύο πλευρές προς τα πάνω στην κλίμακα της κλιμάκωσης, έως τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Ιδίως οι μαζικές απώλειες ζωών που λαμβάνουν χώρα στους περισσότερους πολέμους είναι πιθανό να κάνουν τα αντίπαλα στρατόπεδα να μισούν το ένα το άλλο. Επιπλέον, για να κινητοποιήσουν τον δικό τους πληθυσμό να πολεμήσει, οι αντίπαλοι ηγέτες έχουν ισχυρό κίνητρο να παρουσιάζουν τον αντίπαλο ως την ενσάρκωση του κακού. Εδώ ανακύπτει ένα παράδοξο. Επειδή ο πόλεμος είναι πολιτική πράξη, είναι αναγκαίο να υπόκειται σε πολιτικό έλεγχο, ώστε να μπορεί να περιορίζεται όταν αυτό έχει στρατηγικό νόημα. Όμως, η ίδια η πολιτική καθιστά ενίοτε εξαιρετικά δύσκολη την επιβολή ουσιαστικών ορίων στον πόλεμο.
Για να καταδειχθεί η δύναμη του πολιτικού να τροφοδοτεί την κλιμάκωση, αρκεί να εξεταστεί η σχέση μεταξύ εθνικισμού και πολέμου. Ο εθνικισμός είναι η ισχυρότερη πολιτική ιδεολογία στον κόσμο και ωθεί τα κράτη προς τον απόλυτο πόλεμο. Πράγματι, αυτό αποτελεί κεντρικό θέμα στο Περί Πολέμου του Κλαούζεβιτς και ίσως τον βασικό λόγο για τον οποίο δίνει τόση έμφαση στην ανάγκη να βρίσκονται οι πολιτικοί ηγέτες στο τιμόνι σε καιρό πολέμου — ώστε να μπορούν να περιορίσουν την έκταση της σύγκρουσης, αν αυτό καταστεί αναγκαίο.

Ο εθνικισμός στηρίζεται σε δύο βασικές παραδοχές: ότι τα έθνη αποτελούν το ανώτερο επίπεδο κοινωνικής ομάδας με σημασία για τους περισσότερους ανθρώπους στον κόσμο και ότι τα έθνη επιθυμούν το δικό τους κράτος, αυτό που συνήθως αποκαλείται έθνος-κράτος. Φυσικά, οι άνθρωποι διακρίνουν το έθνος τους από τα άλλα έθνη, όπως και το δικό τους έθνος-κράτος (αν διαθέτουν) από τα άλλα έθνος-κράτη. Η ετερότητα βρίσκεται στον πυρήνα του εθνικισμού. Αυτή η ιδεολογία του ιδιαίτερου τείνει επίσης να καλλιεργεί μια έμφυτη αίσθηση ανωτερότητας, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των έθνος-κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο συγκαταβατικός ισχυρισμός της Μαντλίν Ολμπράιτ —τον οποίο επανέλαβε περισσότερες από μία φορές και ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν— ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι «το αναντικατάστατο έθνος», επειδή «βλέπουμε πιο μακριά από τις άλλες χώρες στο μέλλον».
Όταν τα έθνος-κράτη πολεμούν μεταξύ τους, ο εθνικισμός τους συνήθως μετατρέπεται σε υπερεθνικισμό: στην πεποίθηση ότι το άλλο έθνος δεν είναι απλώς κατώτερο, αλλά επικίνδυνο και πρέπει να αντιμετωπιστεί σκληρά, αν όχι βάναυσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η περιφρόνηση και το μίσος για τον «Άλλο» διαχέονται σε ολόκληρο το έθνος και δημιουργούν ισχυρά κίνητρα για την εξάλειψη της απειλής, κάτι που δεν βοηθά στον περιορισμό των πολέμων. Οι εκτεταμένες απώλειες ζωών που συνοδεύουν τον πόλεμο τροφοδοτούν αυτά τα μισαλλόδοξα συναισθήματα, όπως και το γεγονός ότι οι ηγέτες κατανοούν πως ο υπερεθνικισμός προκαλεί φαινόμενο «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία». Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ειρηνικό, για παράδειγμα, η Ιαπωνία και οι Ηνωμένες Πολιτείες δαιμονοποίησαν σταδιακά τις κοινωνίες η μία της άλλης, απεικονίζοντας τον αντίπαλο ως σχεδόν υπάνθρωπο μέχρι το τέλος της σύγκρουσης.
Υπάρχουν και άλλες πολιτικές ιδεολογίες πέραν του εθνικισμού που μπορούν να ωθήσουν τα κράτη προς τα πάνω στην κλίμακα της κλιμάκωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν συγκρούονται κράτη με ανταγωνιστικές ιδεολογίες, όπως συνέβη την περίοδο 1941–1945, όταν η φασιστική Γερμανία συγκρούστηκε με τη κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών τον 16ο και 17ο αιώνα αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα. Πέρα από τις συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων ιδεολογιών, ορισμένες ιδεολογίες —όπως ο φιλελευθερισμός— εμπεριέχουν μια «σταυροφορική» παρόρμηση, η οποία συχνά οδηγεί στην επιδίωξη πολιτικών που αποσκοπούν στην εκρίζωση του κακού από τον κόσμο, μια αποστολή που απαιτεί την επίτευξη αποφασιστικών νικών. Άλλες ιδεολογίες, όπως ο ναζισμός, περιέχουν μια εξοντωτική παρόρμηση, η οποία προφανώς οδηγεί στον χειρότερο τύπο ολοκληρωτικού πολέμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πόλεμοι έχουν καταστεί ολοένα και πιο καταστροφικοί τους τελευταίους δύο αιώνες. Η ικανότητα ενός κράτους να πλήττει σφοδρά τον άμαχο πληθυσμό ενός αντιπάλου κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης είναι πιθανό να φουντώσει τα ιδεολογικά πάθη, υπονομεύοντας έτσι τις προσπάθειες να διατηρηθεί ο πόλεμος σε περιορισμένα πλαίσια. Ο Ρόμπερτ Όσγκουντ το διατυπώνει εύστοχα: «Η κλίμακα του πολέμου και τα πάθη του πολέμου, αλληλεπιδρώντας, θα δημιουργήσουν ένα καθαρά στρατιωτικό φαινόμενο πέρα από αποτελεσματική πολιτική καθοδήγηση».

Οι προτιμήσεις του στρατού
Η τάση των πολέμων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων να κλιμακώνονται πηγάζει επίσης από την αποστροφή των στρατιωτικών προς τους περιορισμένους πολέμους και από την αντίστασή τους στην πολιτική παρέμβαση κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Στο ακραίο λογικό της άκρο, η στρατιωτική σκέψη υποτάσσει ουσιαστικά τις πολιτικές παραμέτρους στις στρατιωτικές από τη στιγμή που αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Φυσικά, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο για τους πολιτικούς ηγέτες να θέσουν όρια σε έναν πόλεμο — κάτι που, άλλωστε, συνήθως αποτελεί και την προτίμηση των στρατιωτικών.
Οι στρατιωτικοί διοικητές προτιμούν τις αποφασιστικές νίκες. Όπως υποστηρίζει ο Ρίτσαρντ Μπετς στο Soldiers, Statesmen, and Cold War Crises, οι ένστολοι ηγέτες δεν είναι πολεμοχαρείς, αλλά όταν οδηγούνται στον πόλεμο «προτιμούν τη χρήση βίας γρήγορα, μαζικά και αποφασιστικά». Η βασική τους στάση είναι ότι ο πόλεμος αποτελεί μια θανατηφόρα δραστηριότητα που αφορά όχι μόνο την ασφάλεια του κράτους αλλά και τις ζωές αεροπόρων, ναυτών και στρατιωτών. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνεται ό,τι είναι δυνατόν για να ηττηθεί ο εχθρός γρήγορα και αποφασιστικά. Οι περιορισμένοι πόλεμοι, κατά τη στρατιωτική αντίληψη, δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον.
Αυτή η αντίληψη αποτυπώνεται στα λόγια του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ προς μια υποεπιτροπή της Γερουσίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας: «Μόλις οι ηγέτες μας, οι εξουσιοδοτημένοι ηγέτες μας —ο Πρόεδρος και το Κογκρέσο— αποφασίσουν ότι πρέπει να πολεμήσουμε, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να πολεμήσουμε χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Θα πρέπει να πολεμήσουμε για να νικήσουμε και να μη μπούμε σε έναν περιορισμένο πόλεμο όπου αντιπαραθέτουμε το περιορισμένο μας ανθρώπινο δυναμικό στις απεριόριστες ορδές του κομμουνιστικού ανθρώπινου δυναμικού… Αν πρέπει να πολεμήσουμε, ας μπούμε εκεί και ας τα δώσουμε όλα για τη νίκη με όλα τα μέσα που διαθέτουμε». Ο Ντέιβιντ Ρις γράφει στο βιβλίο του για τον Πόλεμο της Κορέας: «Με εξαίρεση τους στρατηγούς Μάθιου Ρίτζγουεϊ και Μάξγουελ Τέιλορ, φαίνεται ότι κάθε ανώτατος Αμερικανός διοικητής που ενεπλάκη στον Πόλεμο της Κορέας διαφωνούσε με την πολιτική των περιορισμένων εχθροπραξιών».

Για να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του περιορισμού των πολέμων, οι στρατιωτικοί ηγέτες τείνουν να πιστεύουν ότι οι πολιτικοί ηγέτες δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι για να διαχειριστούν ένα τόσο περίπλοκο εγχείρημα όσο ο πόλεμος. Μόνο οι ναύαρχοι και οι στρατηγοί είναι, κατά την άποψή τους, καθώς διαθέτουν την αναγκαία επαγγελματική εξειδίκευση. Συνεπώς, μόλις ένα έθνος δεσμεύσει τις ένοπλες δυνάμεις του στη μάχη, ο στρατός τείνει να προτιμά τον διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική στρατηγική, ώστε να μπορεί να διεξάγει τον πόλεμο χωρίς πολιτική παρέμβαση. Γράφοντας το 2001, ο αξιωματικός του Αμερικανικού Ναυτικού Τσαρλς Ρ. Μπλερ διατύπωσε αυτή την άποψη…
«Η τάση των πολέμων μεταξύ μεγάλων δυνάμεων να κλιμακώνονται πηγάζει επίσης από την αποστροφή των στρατιωτικών προς τους περιορισμένους πολέμους και από την αντίστασή τους στην πολιτική παρέμβαση των πολιτικών αρχών στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Αν αυτή η λογική οδηγηθεί στο ακραίο της συμπέρασμα, η στρατιωτική σκέψη υποτάσσει ουσιαστικά τις πολιτικές παραμέτρους στις στρατιωτικές από τη στιγμή που αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Φυσικά, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολο για τους πολιτικούς ηγέτες να θέσουν όρια σε έναν πόλεμο — κάτι που, άλλωστε, συνήθως αποτελεί και την προτίμηση των στρατιωτικών.
Οι στρατιωτικοί διοικητές ευνοούν τις αποφασιστικές νίκες. Όπως υποστηρίζει ο Ρίτσαρντ Μπετς στο Soldiers, Statesmen, and Cold War Crises, οι ένστολοι ηγέτες δεν είναι πολεμοχαρείς, αλλά όταν οδηγούνται στον πόλεμο «προτιμούν τη χρήση βίας γρήγορα, μαζικά και αποφασιστικά». Η βασική τους αντίληψη είναι ότι ο πόλεμος αποτελεί μια θανατηφόρα δραστηριότητα που αφορά όχι μόνο την ασφάλεια του κράτους αλλά και τις ζωές αεροπόρων, ναυτών και στρατιωτών. Επομένως, πρέπει να γίνεται ό,τι είναι δυνατόν για να ηττηθεί ο εχθρός γρήγορα και αποφασιστικά. Οι περιορισμένοι πόλεμοι, κατά τη σκέψη των στρατιωτικών ηγετών, δεν εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον.

Αυτή η αντίληψη αποτυπώνεται στα λόγια του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ προς μια υποεπιτροπή της Γερουσίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας:
«Μόλις οι ηγέτες μας, οι εξουσιοδοτημένοι ηγέτες μας —ο Πρόεδρος και το Κογκρέσο— αποφασίσουν ότι πρέπει να πολεμήσουμε, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να πολεμήσουμε χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Θα πρέπει να πολεμήσουμε για να νικήσουμε και να μη μπούμε σε έναν περιορισμένο πόλεμο όπου αντιπαραθέτουμε το περιορισμένο μας ανθρώπινο δυναμικό στις απεριόριστες ορδές του κομμουνιστικού ανθρώπινου δυναμικού… Αν πρέπει να πολεμήσουμε, ας μπούμε εκεί και ας τα δώσουμε όλα για τη νίκη με όλα τα μέσα που διαθέτουμε».
Ο Ντέιβιντ Ρις γράφει στο βιβλίο του για τον Πόλεμο της Κορέας: «Με εξαίρεση τους στρατηγούς Μάθιου Ρίτζγουεϊ και Μάξγουελ Τέιλορ, φαίνεται ότι κάθε ανώτατος Αμερικανός διοικητής που ενεπλάκη στον Πόλεμο της Κορέας διαφωνούσε με την πολιτική των περιορισμένων εχθροπραξιών».
Για να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του περιορισμού των πολέμων, οι στρατιωτικοί ηγέτες τείνουν να πιστεύουν ότι οι πολιτικοί ηγέτες δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι για να διαχειριστούν ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα όσο ο πόλεμος. Μόνο οι ναύαρχοι και οι στρατηγοί είναι, κατά την άποψή τους, καθώς διαθέτουν την αναγκαία επαγγελματική εξειδίκευση. Κατά συνέπεια, μόλις ένα έθνος δεσμεύσει τις ένοπλες δυνάμεις του στη μάχη, ο στρατός τείνει να προτιμά τον διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική στρατηγική, ώστε να μπορεί να διεξάγει τον πόλεμο χωρίς πολιτική παρέμβαση. Γράφοντας το 2001, ο αξιωματικός του Αμερικανικού Ναυτικού Τσαρλς Ρ. Μπλερ διατύπωσε αυτή την άποψη:
«Εντός του στρατεύματος, επικρατεί ευρέως η αντίληψη ότι, πέρα από τον καθορισμό του πολιτικού στόχου, η πολιτική και ο στρατός δεν πρέπει να αναμειγνύονται. Τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι ανώτατοι στρατιωτικοί ηγέτες έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας σε επίπεδα που, τουλάχιστον κατά τη δική τους άποψη, είναι ακατάλληλα εντός της στρατιωτικής οργάνωσης. Έχουν εκφράσει τον φόβο ότι αυτή η αυξημένη εμπλοκή έχει οδηγήσει σε λιγότερο αποδοτική και αποτελεσματική χρήση των στρατιωτικών δυνάμεων για την επίτευξη του πολιτικού στόχου που τους έχει ανατεθεί. Αυτός ο φόβος για ανεπιθύμητη πολιτική “παρέμβαση” έχει οδηγήσει ακόμη και στην αμφισβήτηση του ίδιου του πολιτικού στόχου και του ρόλου του στρατού στην επίτευξή του… Φυσικά, οι ανώτατοι στρατιωτικοί ηγέτες διστάζουν να εκφράσουν ανοιχτά τις ανησυχίες τους για την πολιτική παρέμβαση, μήπως γίνουν οι επόμενοι ΜακΆρθουρ στην υπόθεση Τρούμαν εναντίον ΜακΆρθουρ. Κατά συνέπεια… αυτή η αντίληψη υπάρχει στο παρασκήνιο ως ήθος και συναίσθημα που οι περισσότεροι στο στράτευμα αναγνωρίζουν, αλλά λίγοι διατυπώνουν δημόσια».

Στην πράξη, πολλοί στρατηγοί απορρίπτουν την άποψη του Κλαούζεβιτς για το ποια θα πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ πολέμου και πολιτικής από τη στιγμή που αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Στο σημείο αυτό, ο Κλαούζεβιτς είχε επισημάνει ότι «η υποταγή της πολιτικής οπτικής στη στρατιωτική θα ήταν παράλογη, διότι η πολιτική είναι εκείνη που δημιουργεί τον πόλεμο». Αυτή η προσέγγιση του Κλαούζεβιτς αποτυπώνεται καθαρά στο έργο του Σάμιουελ Χάντινγκτον The Soldier and the State, το οποίο θεωρείται ίσως το πιο επιδραστικό βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ για τις σχέσεις πολιτικής και στρατού. Όπως γράφει: «Όταν ο στρατιωτικός λαμβάνει μια νόμιμη εντολή από εξουσιοδοτημένο ανώτερο, δεν διαφωνεί, δεν διστάζει, δεν υποκαθιστά την εντολή με τις δικές του απόψεις· υπακούει αμέσως. Δεν κρίνεται από τις πολιτικές που υλοποιεί, αλλά από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα με τις οποίες τις εκτελεί. Στόχος του είναι να τελειοποιήσει ένα εργαλείο υπακοής· οι σκοποί για τους οποίους χρησιμοποιείται αυτό το εργαλείο δεν αποτελούν δική του ευθύνη».
Αυτή η άποψη περί διαχωρισμού των αρμοδιοτήτων σε καιρό πολέμου διατυπώνεται χαρακτηριστικά σε μια συχνά αναφερόμενη φράση του στρατάρχη Χέλμουτ φον Μόλτκε, αρχηγού του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου υπό τον καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ:
«Τη στιγμή της επιστράτευσης, ο πολιτικός σύμβουλος πρέπει να σιωπήσει και να αναλάβει εκ νέου τον λόγο μόνο όταν ο στρατηγός ενημερώσει τον Βασιλιά, μετά την πλήρη ήττα του εχθρού, ότι το έργο του έχει ολοκληρωθεί».
Παρομοίως, ο στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ, ο οποίος ουσιαστικά διοικούσε τον γερμανικό στρατό στα τελευταία χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υποστήριζε ότι σε καιρό πολέμου «η πολιτική πρέπει… να υποτάσσεται στη διεξαγωγή του πολέμου». Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, όμως, οι πιθανότητες οι πολιτικοί ηγέτες να ελέγξουν την κλιμάκωση και να διατηρήσουν τους πολέμους σε περιορισμένα πλαίσια είναι ελάχιστες.
Παρά τις απόψεις του Λούντεντορφ και του Μόλτκε, ο πολιτικός έλεγχος του στρατού υπήρξε γενικά ο κανόνας τόσο στις δημοκρατίες όσο και στα μη δημοκρατικά καθεστώτα κατά τον τελευταίο αιώνα, ιδίως στις μεγάλες δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, οι στρατιωτικοί ηγέτες ασκούν συνήθως σημαντική επιρροή στη λήψη αποφάσεων σε καιρό πολέμου. Ως εκ τούτου, οι αντιλήψεις τους για τους περιορισμένους πολέμους και για την εμπλοκή των πολιτικών αρχών στις λεπτομέρειες της στρατιωτικής δράσης επηρεάζουν αναπόφευκτα τον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος διεξάγει έναν πόλεμο.

Οι δυναμικές του πολέμου
Τέλος, οι ίδιες οι δυναμικές του πολέμου ωθούν τα κράτη προς την κλιμάκωση. Τέσσερις λογικές βρίσκονται εδώ σε λειτουργία.
Πρώτον, αν ένα κράτος εξαπολύσει έναν περιορισμένο πόλεμο και σημειώσει επιτυχία, τουλάχιστον ορισμένοι από τους στρατιωτικούς ή πολιτικούς ηγέτες του είναι πιθανό να συμπεράνουν ότι μπορεί να επιτύχει ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία αν διευρύνει τη σύγκρουση. Μια περιορισμένη επιτυχία, με άλλα λόγια, μπορεί να ανοίξει την όρεξη του επιτιθέμενου κράτους. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενέβησαν αρχικά στον Πόλεμο της Κορέας τον Ιούνιο του 1950 για να αποκρούσουν τη βορειοκορεατική εισβολή και να απωθήσουν τις επιτιθέμενες δυνάμεις πίσω στον 38ο παράλληλο, αποκαθιστώντας το status quo ante. Όμως, μετά την επιτυχημένη απόβαση των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ίντσον τον Σεπτέμβριο του 1950, οι αμερικανικοί στόχοι διευρύνθηκαν και οι ΗΠΑ εισέβαλαν στη Βόρεια Κορέα, πιστεύοντας ότι η κλιμάκωση του πολέμου θα εξάλειφε μελλοντικές απειλές για τη Νότια Κορέα και ότι ούτε η Κίνα ούτε η Σοβιετική Ένωση θα επενέβαιναν στις μάχες. Αυτό το φαινόμενο, που μερικές φορές αποκαλείται «ασθένεια της νίκης», είναι ιδιαίτερα έντονο σε καταστάσεις όπου κυριαρχεί ο ιδεολογικός φανατισμός.
Δεύτερον, ακόμη και όταν μια περιορισμένη επίθεση αποτυγχάνει, η πιθανότητα κλιμάκωσης παραμένει διαρκώς παρούσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι στρατιωτικοί διοικητές είναι πιθανό να υποστηρίξουν ότι, αν τους επιτραπεί να κλιμακώσουν τη σύγκρουση, μπορούν να επιτύχουν τη νίκη. Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν κίνητρο να τους πιστέψουν, δεδομένου ότι η ήττα σε έναν πόλεμο δύσκολα αποτελεί ελκυστική έκβαση για οποιονδήποτε πολιτικό ή υπεύθυνο χάραξης πολιτικής. Για παράδειγμα, ο Πόλεμος του Βιετνάμ δεν εξελισσόταν καλά όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον ανέλαβε την προεδρία τον Ιανουάριο του 1969. Ο στρατός υποστήριζε εδώ και καιρό ότι η κλιμάκωση ήταν αναγκαία για να σωθεί η κατάσταση. Ο Νίξον ξεκίνησε έναν μυστικό βομβαρδισμό της Καμπότζης τον Μάρτιο του 1969 και στη συνέχεια έστειλε αμερικανικές χερσαίες δυνάμεις στην Καμπότζη τον Μάιο του 1970. Φυσικά, η σταθερή αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο Νότιο Βιετνάμ από το 1965 έως το 1968 αντανακλούσε την ίδια λογική.
Τρίτον, όπως δείχνει ο Αλεξάντερ Ντάουνς, όταν τα κράτη εμπλέκονται σε παρατεταμένους και δαπανηρούς πολέμους, τόσο οι πολιτικοί όσο και οι στρατιωτικοί τους ηγέτες έχουν ισχυρή τάση να κλιμακώνουν τη σύγκρουση επιτιθέμενοι στον άμαχο πληθυσμό της άλλης πλευράς — ακόμη κι αν οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές. Όπως γράφει: «Ο πόλεμος, ιδίως στην εποχή του εθνικισμού, ακολουθεί μια αμείλικτη λογική κλιμάκωσης που ενεργοποιείται όταν η νίκη δεν έρχεται γρήγορα». Αυτή η λογική, όπως δείχνει ο Ντάουνς, ήταν εμφανής στον αποκλεισμό λιμοκτονίας που επέβαλαν οι Σύμμαχοι στη Γερμανία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στις στρατηγικές εκστρατείες βομβαρδισμών που διεξήγαγαν η Βρετανία, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εν ολίγοις: αν κερδίζεις, ζήτα περισσότερα· αν χάνεις, κλιμάκωσε· αν αντιμετωπίζεις έναν μακρόχρονο πόλεμο, στόχευσε αμάχους.

Τέταρτον, υπάρχει ο κίνδυνος της ακούσιας κλιμάκωσης —όχι της σκόπιμης—, δηλαδή όταν η επιθυμία ενός κράτους να πλήξει ένα ευρύ φάσμα εχθρικών στόχων πυροδοτεί ακούσια την κλιμάκωση. Πιο συγκεκριμένα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο επιτιθέμενο κράτος είτε αποτυγχάνουν να αντιληφθούν ότι το κράτος-στόχος θα εκλάβει τις ενέργειές τους ως εξαιρετικά απειλητικές, είτε υπερβάλλουν ως προς την απειλή που συνιστούν οι —υποτίθεται— περιορισμένες στρατιωτικές ενέργειες της άλλης πλευράς. Το αποτέλεσμα είναι μια σπειροειδής κλιμάκωση. Ο κίνδυνος αυτός επιτείνεται από το γεγονός ότι τα κράτη δεν μπορούν να είναι βέβαια για τις προθέσεις των άλλων κρατών, ιδίως σε καιρό πολέμου, όταν και οι δύο πλευρές καταβάλλουν εντατικές προσπάθειες να εξαπατήσουν η μία την άλλη. Επιπλέον, ο πολιτικός έλεγχος του στρατού —που κατά τα άλλα είναι θετικός— ενδέχεται να μην αποτρέψει αυτό το είδος κλιμάκωσης, καθώς οι πολιτικοί συνήθως δεν γνωρίζουν τις λεπτομέρειες της πολεμικής διεξαγωγής και μπορεί έτσι να διατάξουν μια κίνηση που προκαλεί έναν φαύλο κύκλο κλιμάκωσης.
Το τελικό μου συμπέρασμα είναι ότι οι πόλεμοι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων τείνουν να κλιμακώνονται, μερικές φορές με τρόπους που έρχονται σε αντίθεση με τις προτιμήσεις των υπευθύνων χάραξης πολιτικής.
Δεδομένης της καταστροφικότητας του σύγχρονου πολέμου —ιδίως όσον αφορά τα πυρηνικά όπλα— είναι επιτακτικό οι πολιτικοί ηγέτες να κατανοούν τις δυναμικές της κλιμάκωσης και να είναι σε θέση να τις ελέγχουν.
Με άλλα λόγια, είναι απολύτως αναγκαίο ο πόλεμος να παραμένει υπό τον έλεγχο υπεύθυνων πολιτικών ηγετών που αντιλαμβάνονται αυτούς τους κινδύνους.

Συμπέρασμα
Υπάρχει μια διαρκής ανάγκη να κατανοήσουμε τη φύση της πολιτικής και τη στενή, οργανική της σχέση με τον πόλεμο. Είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε ότι η σύγκρουση είναι εγγενής στην πολιτική και ότι οι πολιτικές διαμάχες έχουν τη δυνατότητα να γίνουν φονικές. Στη διεθνή πολιτική, αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος αποτελεί έναν μόνιμο κίνδυνο, ικανό να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση των κρατών. Αυτή η πιθανότητα οδηγεί τις μεγάλες δυνάμεις να φοβούνται η μία την άλλη και να ανταγωνίζονται για ισχύ. Σε έναν τέτοιο κόσμο, οι προληπτικοί πόλεμοι και οι πόλεμοι ευκαιρίας δεν μπορούν ποτέ να αποκλειστούν, ενώ η απειλή της κλιμάκωσης σε καιρό πολέμου είναι πάντοτε παρούσα. Σε τελική ανάλυση, οι πολιτικές παράμετροι θα υπερισχύουν αναπόφευκτα των οικονομικών, νομικών και ηθικών παραμέτρων όταν αυτές συγκρούονται. Δεν πρόκειται για μια αισιόδοξη εικόνα. Όμως έτσι ακριβώς μοιάζει η πολιτική στο διεθνές πεδίο.
Το παρόν άρθρο αποτελεί αναθεωρημένη εκδοχή της εναρκτήριας διάλεξης Richard K. Betts, την οποία ο συγγραφέας εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο Columbia στις 16 Νοεμβρίου 2023. Ο συγγραφέας παρουσίασε επίσης εκδοχές της διάλεξης αυτής στο Πανεπιστήμιο της Notre Dame στις 30 Ιανουαρίου 2024 και στη Στρατιωτική Ακαδημία του West Point στις 10 Απριλίου 2024. Για τα εξαιρετικά σχόλιά τους, ο συγγραφέας ευχαριστεί τους Richard Betts, Joshua Byun, Dale Copeland, Michael Desch, Eliza Gheorghe, Addis Goldman, Mariya Grinberg, Christian Hacke, Burak Kadercan, Sean Lynn-Jones, Lindsey O’Rourke, Sebastian Rosato, Jazmin Sierra, Burak Tan, Stephen Van Evera και Stephen Walt.
Mearsheimers-doc-1-May-25-1

