ΕΘΝΟΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ: η νέα ιδεολογία της Γερμανικής Ευρώπης

Πώς η Γερμανία διαχέει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την ιδεολογία της “Εθνοπαγκοσμιοποίησης”.- Συνταγματικός Πατριωτισμός και Γεωπολιτική Ευρώπη με αντιρωσικό πρόσημο

1 Δεκεμβρίου

Édouard Husson: GERMANICUS – Είμαι ευχαριστημένος που δημοσιεύω αυτή την εβδομάδα, στη νέα εβδομαδιαία στήλη μου για τον νέο γερμανικό κίνδυνο, ένα άρθρο ενός διακεκριμένου συγγραφέα, του PIERRE-EMMANUEL THOMANN, γεωπολιτικού.

Θεωρώ τον Πιερ-Εμανουέλ Τομάν έναν από τους κορυφαίους Γάλλους γνώστες της Γερμανίας και, αναμφισβήτητα, τον καλύτερο πανεπιστημιακό αναλυτή μας στα γεωπολιτικά ζητήματα. Γι’ αυτό είμαι ευτυχής που δημοσιεύω, με την άδειά του, αυτό το κείμενο. Όταν του παρουσίασα την έννοια του «εθνικο-παγκοσμιοτισμού» – γνωστή στους αναγνώστες του τεύχους 2 της «Lettre de Brennus» (σας ενθαρρύνω να εγγραφείτε στη μυστική επιστολή μου, της οποίας το τεύχος Νο 3 κυκλοφορεί την Παρασκευή) – ο Πιερ-Εμανουέλ μού έστειλε το άρθρο που θα διαβάσετε παρακάτω. Σε αυτό εξηγεί την προέλευση αυτού του παράξενου συνδυασμού, «μιας ύδρας με δύο κεφάλια, το ένα παγκοσμιοποιητικό, το άλλο ρεβανσιστικό», όπως τη χαρακτηρίζει άψογα.

ΑΡΘΡΟ
Ευρωπαϊκή Ένωση: από τον «συνταγματικό πατριωτισμό» στον «γεωπολιτικό πατριωτισμό», η γέννηση μιας ύδρας με δύο κεφάλια — το ένα παγκοσμιοποιητικό, το άλλο ρεβανσιστικό.

Πιερ-Εμανουέλ Τομάν – Γεωπολιτικός

Για να ενισχύσει την προσήλωση των πολιτών στο ευρωπαϊκό σχέδιο και να δημιουργήσει έναν «ευρωπαϊκό πατριωτισμό» και μια affectio societatis (συναισθηματική προσκόλληση στην κοινότητα) σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται σήμερα σε δύο ιδεολογικά ρεύματα, αρχικά αντιφατικά μεταξύ τους, τα οποία όμως συγχωνεύονται: την μεταεθνική ιδεολογία που προέρχεται από την έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού» και μια «γεωπολιτική Ευρώπη» αντιρωσικής κατεύθυνσης, δηλαδή ένα είδος «γεωπολιτικού πατριωτισμού».

Αυτά τα δύο ρεύματα πηγάζουν από τη Διαμάχη των Ιστορικών (Historikerstreit) στη Γερμανία τη δεκαετία του 1980, όπου διατυπώθηκε μια εξίσωση μεταξύ ΕΣΣΔ και ναζιστικής Γερμανίας (από δεξιούς ιστορικούς, όπως ο Έρνστ Νόλτε), με στόχο την αποκατάσταση του γερμανικού εθνικισμού, σε αντίθεση με αριστερούς διανοούμενους όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, που προωθούσαν ένα μεταεθνικό γερμανικό και ευρωπαϊκό μοντέλο.

 Σήμερα, αυτές οι δύο ιδέες συγχωνεύονται στο σύνθημα μιας «γεωπολιτικής Ευρώπης» (όρος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν) απέναντι στη Ρωσία, και στην ταυτόχρονη προώθηση του μεταεθνικού ευρω-ατλαντιστικού παγκοσμιοποιητισμού (δηλαδή της ΕΕ ως μοντέλου φιλελεύθερης δημοκρατίας, πολυπολιτισμικότητας, μεταναστευτισμού και ανοιχτής κοινωνίας).

 

Κατά συνέπεια, η ΕΕ μετατρέπεται σε τέρας, σε μια ύδρα με δύο κεφάλια που υπερασπίζεται δύο ακραίες ιδεολογίες που γεννήθηκαν στη Γερμανία: τον νέο γερμανικό αντιρωσικό εθνικισμό, βασισμένο στην εξίσωση ΕΣΣΔ-ναζιστικής Γερμανίας, και τον μεταεθνικό ευρωπαϊσμό. Αυτές οι έννοιες είναι συμπληρωματικές προς τους αγγλοσαξονικούς γεωπολιτικούς στόχους για τη διάσπαση της Ευρασίας και οδηγούν στην ανάθεση της γεωπολιτικής εργολαβίας από την Ουάσιγκτον στην ΕΕ.

Ωστόσο, αυτά τα δύο ιδεολογικά ρεύματα που προέρχονται από τη γερμανική διανόηση θα συγκρουστούν ξανά, προκαλώντας ευρωπαϊκή κρίση μεταξύ εθνικιστών και οικουμενιστών ευρωπαϊστών.

Για να δημιουργήσει ένα αίσθημα πίστης προς την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, μια affectio societatis ευρωπαϊκής μορφής, η ΕΕ βασίζεται σήμερα σε ένα κράμα δύο ιδεολογικών ρευμάτων για να αναδείξει έναν ευρωπαϊκό πατριωτισμό: τη μεταεθνική ιδεολογία και, πιο πρόσφατα, τη λεγόμενη «γεωπολιτική Ευρώπη», που υποτίθεται ότι προστατεύει τα κράτη-μέλη και τους πολίτες από μια υποτιθέμενη ρωσική απειλή — δηλαδή ένα νέο είδος «ευρωπαϊκού γεωπολιτικού πατριωτισμού».

Η μεταεθνική ιδεολογία και ο νέος «γεωπολιτικός πατριωτισμός»

Η μεταεθνική δογματική της ΕΕ προϋποθέτει την υπέρβαση των εθνικών κρατών μέσω της κατάργησης του πατριωτισμού που ριζώνει στα έθνη, είτε αυτός έχει ρεπουμπλικανικό και εδαφικό χαρακτήρα είτε εθνοπολιτισμικό, και την αντικατάστασή του με πίστη σε παγκόσμιους κανόνες διακυβέρνησης (δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα), που διαχωρίζουν την ιδιότητα του πολίτη από την εθνική και εδαφική ταυτότητα.

Η δογματική αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονόμος της γερμανικής έννοιας του «συνταγματικού πατριωτισμού».

Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» είναι μια θεωρία που προτείνει την αντικατάσταση του κλασικού πατριωτισμού προς το έθνος με την ανάπτυξη προσήλωσης στο Θεμελιώδη Νόμο της Γερμανίας (δηλαδή στο γερμανικό Σύνταγμα) και στις καθολικές του αξίες, σύμφωνα με μια μεταεθνική οπτική.

Πιο πρόσφατα, η έννοια μιας «γεωπολιτικής Ευρώπης» διατυπώθηκε από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την Γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία υποτίθεται ότι θα προστατεύει τους πολίτες από μια ρωσική απειλή. Σύμφωνα με αυτή τη νέα αφήγηση, η Ρωσία παρουσιάζεται ως η κύρια απειλή και εχθρός της ΕΕ, με αφορμή την επιδείνωση του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ ταυτόχρονα το ρωσικό κράτος, κληρονόμος της Σοβιετικής Ένωσης, εξισώνεται με τη ναζιστική Γερμανία — μια ιστορική αναθεώρηση και διαστρέβλωση.

Αυτές οι ιδεολογικές και ιστορικές αναπαραστάσεις που προβάλλονται από την ΕΕ είναι στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό προϊόντα γερμανικών θεωρήσεων. Εμφανίστηκαν στο πλαίσιο του επανακαθορισμού της γερμανικής εθνικής ταυτότητας μετά την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος και, πιο πρόσφατα, μετά την επανένωση της Γερμανίας, μέσω μιας διαδικασίας ιστορικής αναθεώρησης που μεταφέρθηκε και στην ΕΕ. Η έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού» είναι πρωτίστως προϊόν της εκδυτικοποίησης της Γερμανίας, με την υιοθέτηση από τους Γερμανούς, μετά την ήττα του 1945, της αμερικανικής φιλελεύθερης δημοκρατίας — άρα μιας αμερικανοποίησης — αλλά και καθολικών εννοιών που προέρχονται από τη γαλλική επανάσταση, στο πλαίσιο της αποναζιστικοποίησης που επέβαλαν οι Σύμμαχοι.

Αυτή η διαδικασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της γεωπολιτικής στρατηγικής επιλογής του Κόνραντ Αντενάουερ, του πρώτου καγκελάριου της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας, να αγκυρώσει τη χώρα στη Δύση (Westernisierung), ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε νέα μετατόπιση συμμαχιών της Γερμανίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δεδομένου ότι η Ανατολική Γερμανία βρισκόταν ήδη υπό σοβιετικό έλεγχο.

Αυτή η εκδυτικοποίηση της Γερμανίας άνοιξε στη συνέχεια το δρόμο για τις ιδέες του γερμανού φιλοσόφου Jürgen Habermas, ο οποίος θεωρούσε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για την ανάπτυξη μιας μεταεθνικής οπτικής — εξαιτίας του ναζιστικού παρελθόντος της, της ανοίγματός της προς τη Δύση, του διχασμού της χώρας και της ευνοϊκής κοινωνικο‑οικονομικής κατάστασης.

Για να σταθεροποιηθεί αυτό το νέο σύστημα, ο «συνταγματικός πατριωτισμός», σύμφωνα με τον Habermas, κρίνονταν απαραίτητος για να ξεπεραστεί ο γερμανικός εθνικισμός, να ενσωματωθούν οι μετανάστες σε μια ανοιχτή, πολυπολιτισμική και φιλελεύθερη κοινωνία και να προωθηθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση δημιουργώντας μια μεταεθνική συνείδηση εντός της παγκοσμιοποίησης — καθώς μια ευρωπαϊκή ταυτότητα θα ήταν αναγκαία για να ενισχυθεί η Ευρώπη εσωτερικά και στο διεθνές πεδίο.

Αν ο «συνταγματικός πατριωτισμός» είχε ως κύριο στόχο να απαλλαγούν η Γερμανία και η Ευρώπη από τον ιστορικό τους εθνικισμό, η πιο πρόσφατη έννοια της «γεωπολιτικής Ευρώπης» επιδιώκει να θεμελιώσει μια νέα ευρωπαϊκή πίστη, ριζωμένη στην εχθρότητα προς τη Ρωσία, μετά την επιδείνωση της κρίσης στην Ουκρανία που έχει φέρει αντιμέτωπη τη Ρωσία με τον άξονα Ουάσινγκτον–ΝΑΤΟ–ΕΕ–Κίεβο. Από ιδεολογική άποψη, η «γεωπολιτική Ευρώπη» προέκυψε μέσα από μια παλαιότερη διαδικασία αναθεώρησης της ιστορίας, που προσπάθησε να σχετικοποιήσει τον ναζισμό εξισώνοντας την ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία, ώστε να διευκολυνθεί η επανεμφάνιση ενός γερμανικού εθνικισμού. Η πρώτη φάση αυτής της αναθεώρησης άνοιξε λοιπόν τον δρόμο για την προβολή της «γεωπολιτικής Ευρώπης», που σήμερα δομείται σε αντιρωσική βάση.

Η «Διαμάχη των Ιστορικών», μήτρα του «συνταγματικού πατριωτισμού» και της αντιρωσικής «γεωπολιτικής Ευρώπης»

Η έννοια της ευρωπαϊκής πίστης σε ένα μετα-εθνικό σύστημα, ριζωμένο σε καθολικές και φιλελεύθερες αξίες, κληρονόμος της δογματικής του «συνταγματικού πατριωτισμού», αλλά επίσης και η αντιρωσική «γεωπολιτική Ευρώπη» που προωθεί η σημερινή ΕΕ, είναι έννοιες που άνθισαν μέσα σε ένα ιδιαίτερο ιστορικό πλαίσιο στη Γερμανία: τη «Διαμάχη των Ιστορικών» (Historikerstreit, 1986–87).

Η «Διαμάχη των Ιστορικών» είναι μια περίοδος κατά την οποία οι Γερμανοί ιστορικοί συγκρούστηκαν βίαια μεταξύ δύο ιδεολογικών άκρων στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη Δυτική Γερμανία. Αυτή η διαμάχη αντιπαρέθεσε συντηρητικούς ιστορικούς, για τους οποίους η δολοφονία των Εβραίων ήταν αποτέλεσμα μιας εξέλιξης του ναζιστικού καθεστώτος που προκλήθηκε από την εισβολή του στην πρώην ΕΣΣΔ, και διανοούμενους της Αριστεράς όπως ο Γιούργκεν Χάμπερμας, οι οποίοι τόνισαν την εκ προθέσεως φύση της γενοκτονίας των Εβραίων, που, σύμφωνα με αυτούς, είχε σχεδιαστεί πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την άποψη της γεωπολιτικής ταυτότητας, αυτή η διαμάχη αντιπαρέθεσε τους δεξιούς ιστορικούς, που είχαν ξεκινήσει την αποκατάσταση της εθνικής ταυτότητας μέσα από τη σχετικοποίηση των εγκλημάτων του ναζιστικού παρελθόντος (εγκαθιδρύοντας μια εξίσωση μεταξύ ναζιστικής Γερμανίας και ΕΣΣΔ), και τους διανοούμενους της Αριστεράς που ξεκίνησαν μια θεμελιώδη κριτική στον γερμανικό εθνικισμό και προώθησαν μια μεταεθνική Γερμανία.

Οι ιστορικοί της Δεξιάς, με επικεφαλής τον Έρνστ Νόλτε, είχαν ως στόχο να διευκολύνουν την επιστροφή ενός γερμανικού πατριωτισμού και να θέσουν τέλος στη γερμανική μεταμέλεια, με τη διατύπωση μιας εξίσωσης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ναζιστικής Γερμανίας. Από την άλλη πλευρά, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και διανοούμενοι της γερμανικής Αριστεράς αντιτάχθηκαν στην αναθεώρηση του Νόλτε, θεωρώντας ότι, μετά την απόρριψη του ναζισμού, ο Θεμελιώδης Νόμος της Γερμανίας και οι καθολικές του αξίες ήταν το οριστικό θεμέλιο του γερμανικού έθνους και ένας «συνταγματικός πατριωτισμός» σύμφωνα με τον Χάμπερμας έπρεπε να εδραιώσει αυτή τη νέα πίστη (Verfassungspatriotismus, συνταγματικός πατριωτισμός).

Χάμπερμας

Η Ε.Ε. ως τόπος μιας Εγελιανής σύνθεσης

Μέσα στη δεκαετία του ’90, η έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού» προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον στους θεσμούς της Ε.Ε., ιδιαίτερα στο τμήμα πρόβλεψης (cellule de prospective) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την προεδρία του Jacques Delors (ο οποίος αποχώρησε από την Επιτροπή το 1995). Σε ένα πλαίσιο όπου η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αντιμετώπιζε προκλήσεις λόγω της γερμανικής επανένωσης, της ενδεχόμενης επανεμφάνισης της «γερμανικής υπόθεσης» και της προετοιμασίας της Ε.Ε. για μελλοντικές διευρύνσεις, ο «συνταγματικός πατριωτισμός» θεωρείτο ως ένα ενδεδειγμένο εργαλείο για να ενισχύσει την πίστη των πολιτών στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης, ώστε να ξεπεραστεί το έθνος‑κράτος, που φαινόταν ως περιοριστικό πλαίσιο ακατάλληλο να αντεπεξέλθει στις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις. Ταυτόχρονα, η ιδέα ήταν να προωθηθεί μια «ευρωπαϊκή Γερμανία» και όχι μια «γερμανική Ευρώπη».

Σήμερα, δεν χρησιμοποιείται πια ο όρος «συνταγματικός πατριωτισμός» στην πολιτική επικοινωνία, ειδικά μετά την απόρριψη του προτεινόμενου ευρωπαϊκού συντάγματος το 2005 από τη Γαλλία και την Ολλανδία. Ωστόσο, η ιδέα να ξεπεραστεί ο παραδοσιακός πατριωτισμός, που βασίζεται είτε σε εδαφικές/ρεπουμπλικανικές βάσεις (όπως στη Γαλλία) είτε σε εθνοπολιτισμικές (όπως στη Γερμανία), παραμένει ζωντανή. Πλέον έχει εξελιχθεί σε προώθηση μιας χωροταξικά «από‑το‑έδαφος» (deterritorialized) παγκοσμιοποίησης — με ευρωπαϊκό μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας, κοινοτισμού, μετανάστευσης, και ανοιχτής κοινωνίας εμπνευσμένης από αμερικανικά πρότυπα.

Αυτό το μοντέλο έρχεται σε αντίφαση με την τρέχουσα, σταδιακή πολιτική επιστροφή στην εθνικά ριζωμένη ταυτότητα, την οποία στις Βρυξέλλες απορρίπτουν ως επικίνδυνο εθνολαϊκισμό ή ακροδεξιό εξτρεμισμό. 

Από την άλλη πλευρά, το σύνθημα της «γεωπολιτικής Ευρώπης», ριζικά αντιρωσικό και εισαχθέν από την Ε.Ε., είναι νεότερο. Συμπίπτει με την επιδείνωση της ουκρανικής κρίσης. Η ιδέα αυτή προέκυψε επίσης από μια αναθεώρηση της ιστορίας που εξισώνει τη ναζιστική Γερμανία με την ΕΣΣΔ, γεγονός που διευκολύνει τη διαμόρφωση της εικόνας μιας Ρωσίας ως εχθρού της Ευρώπης — και ως εκ τούτου τη νομιμοποίηση της «γεωπολιτικής Ευρώπης».

Η ιστορία επίσης παραποιείται και ξαναγράφεται επειδή αποτελεί το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους διαφωνίας για την μελλοντική παγκόσμια τάξη — και γίνεται όπλο στον γνωστικό πόλεμο που διεξάγεται στη γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ δυνάμεων.

Η Ε.Ε. συμφωνεί με την Ουάσιγκτον σε μια αναθεώρηση της ιστορίας κατά της Ρωσίας. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ σηματοδότησε την αποσύνθεση της διπολικής τάξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τάξη που είχε φέρει σχετική σταθερότητα στην Ευρώπη. Η Δύση πίστεψε τότε ότι θα επέβαλε οριστικά την μονοπολική της ηγεμονία. Όμως αυτό το σχέδιο απέτυχε υπέρ της ανάδυσης μιας περισσότερο ισορροπημένης τάξης πραγμάτων. Η αμερικανοποιημένη Δύση άρχισε να εξασθενεί και η Ρωσία — όπως και σε άλλες περιόδους της ιστορίας — επανέκτησε τον γεωπολιτικό κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης (ναπολεόντειοι πόλεμοι, Β΄ Παγκόσμιος, Ψυχρός Πόλεμος και σήμερα, νέα γεωπολιτική αντιπαράθεση μεγάλων δυνάμεων με τη Ρωσία ως υποστηρίκτρια της πολυπολικότητας).

Η Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, για να ανακόψει την άνοδο μιας νέας, πιο ισορροπημένης παγκόσμιας τάξης, προσπαθεί να αντισταθμίσει τη σχετική αποδυνάμωση της ισχύος της μέσω ενός γνωστικού πολέμου εναντίον των υποστηρικτών ενός πολυπολικού κόσμου — κυρίως της Ρωσίας, κληρονόμου της ένδοξης ιστορίας της ΕΣΣΔ στον Β΄ Παγκόσμιο — με σκοπό να της αρνηθεί κάθε νομιμότητα στο να διαμορφώσει τη νέα παγκόσμια τάξη όπως μετά το 1945.

Η στρατηγική της Γερμανίας

Ενώ συνήθως επικεντρωνόμαστε στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, το «τυφλό σημείο» σε αυτή τη διαδικασία είναι η γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Η Γερμανία, στην εθνική της επέκταση προς την Ευρασία και σε συνέργεια με τις ΗΠΑ για την διεύρυνση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, χρειάζεται να δυσφημίσει τη Ρωσία για να δικαιολογήσει την φιλοδοξία της να ηγηθεί της νέας Mitteleuropa (Κεντρικής Ευρώπης), στο πλαίσιο της νέας «γεωπολιτικής Ευρώπης» της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Η επανενωμένη Γερμανία εντάσσεται στη Μεγάλη Γεωστρατηγική αγγλοσαξονικής έμπνευσης για τον έλεγχο του Rimland — του εσωτερικού «ημισελήνου» σύμφωνα με τη θεωρία του Mackinder, που επιτρέπει τις θαλάσσιες δυνάμεις να ελέγχουν την «Heartland», δηλαδή τον πυρήνα της Ευρασίας — υιοθετώντας παράλληλα τις δικές της γεωπολιτικές προτεραιότητες, πάντα μέσα στα όρια των προτεραιοτήτων της Ουάσιγκτον.

Η απομάκρυνση της Ουκρανίας από τη Ρωσία, καθώς και η συνέχιση της διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια και στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (εκτός της Ρωσίας), είναι εργαλεία αυτής της γεωπολιτικής για τη συγκρότηση μιας στρατιωτικής Mitteleuropa υπό την ηγεσία της, ως κράτους κορμού του ΝΑΤΟ και ηγέτη μιας στρατιωτικοποιημένης ΕΕ.

Η Γερμανία χρειάζεται έτσι την αιτιολόγηση της ρωσικής απειλής για να ευνοήσει την επιστροφή της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος. Οι ιδεολογίες αλλάζουν, αλλά οι γεωπολιτικοί τροπισμοί παραμένουν. Σε μακρότερους ιστορικούς χρόνους, σε συμφωνία με τους γεωπολιτικούς της τροπισμούς, ο στόχος του Βερολίνου υπό το ναζιστικό καθεστώς ήταν ήδη η κατάληψη της Ουκρανίας ως προέκταση των πανγερμανικών σχεδίων για επέκταση του ζωτικού χώρου (Lebensraum) της Γερμανίας.

Σήμερα, η κυρίαρχη γεωπολιτική αναπαράσταση στη Γερμανία είναι αυτή μιας εκδυτικοποίησης της Ουκρανίας — δηλαδή της προσαρμογής της στην ευρω-ατλαντική σφαίρα σύμφωνα με τις γερμανο‑αμερικανικές προτεραιότητες.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ιδεολόγοι της ομοσπονδιακής και ολοκληρωμένης Ευρώπης—ένα σχέδιο που αμφισβητείται από τους λαούς—αναζητούν επίσης μια νέα δυναμική, επιχειρώντας να κατασκευάσουν έναν κοινό εχθρό, τη Ρωσία, τοποθετούμενοι υπέρ μιας “Νέας Ψυχροπολεμικής” σύγκρουσης, μιας νέας αφήγησης που προωθείται από τους ίδιους, στο ίδιο μοτίβο με την παλιά.

Παρατηρείται επίσης η μεταφορά αυτής της αναθεώρησης της ιστορίας — που προέκυψε από τη «Διαμάχη των Ιστορικών» στη Γερμανία — προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες βρήκαν έναν τρόπο να εκφράσουν την εκδικητικού χαρακτήρα εχθρότητα απέναντι στη Ρωσία στο πλαίσιο της δικής τους διαδικασίας εκδυτικοποίησης, σε συνεργασία με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Πρόκειται επίσης για τη σχετικοποίηση, για ορισμένες χώρες, της συμμαχίας τους στο παρελθόν με τη ναζιστική Γερμανία, για να βρεθούν στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» μέσω της παραχάραξής της. Η διεύρυνση της ΕΕ προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ενίσχυσε αυτή την αναθεώρηση της ιστορίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Πολωνίας και των χωρών της Βαλτικής.

Η Ε.Ε.: η νέα «ύδρα» με δύο κεφάλια — το ένα εκδικητικό, το άλλο παγκοσμιοποιητικό

Αυτή η ιστορική αναβίωση είναι θεμελιώδης, γιατί αποτελεί τη «ζύμη» της τωρινής εκτροπής: από τη μία πλευρά η εξίσωση ΕΣΣΔ–ναζιστικής Γερμανίας, που επιτρέπει να νομιμοποιείται η ρωσική “απειλή” (υποτίθεται επειδή η Ρωσία «δεν εκδυτικοποιήθηκε» όπως η Γερμανία), και από την άλλη ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα με παγκοσμιοποιητική, μεταεθνική προέλευση. Αυτές οι δύο έννοιες, που κάποτε συγκρούονταν στα πλαίσια της «Διαμάχης των Ιστορικών», σήμερα συνθέτονται — υιοθετώντας τα χειρότερα στοιχεία και των δύο — στην προσπάθεια της Ε.Ε. να κατασκευάσει μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Συνοπτικά: πρόκειται για συνδυασμό παραχάραξης της ιστορίας, σχετικοποίησης και επανεκτίμησης του ναζισμού, ιδιαίτερα απέναντι στη Ρωσία, και ταυτόχρονα υπεράσπισης μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης βασισμένης σε έναν αμερικανοποιημένο παγκοσμιοποιητισμό.

Μπορεί πια να μη γίνεται ρητή αναφορά στον «συνταγματικό πατριωτισμό» στην Ε.Ε., αλλά η εξέλιξη του σημερινού ευρωπαϊστικού ιδεολογικού ρεύματος αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τις αντιφάσεις των ετών που διερωτιόταν για τη γερμανική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα την Ε.Ε. τη διευθύνει η Γερμανία — η κεντρική ευρωπαϊκή δύναμη που επανατοποθετείται στη βάση σύνθεσης δύο γεωπολιτικών — και ιδεολογικών — ακροτήτων.

Βρισκόμαστε μπροστά στην εμφάνιση ενός ευρωπαϊκού τέρατος με δύο κεφαλές, μιας δίκεφαλης Ύδρα, όπου η μία κεφαλή εκπροσωπεί την προσπάθεια ανάδυσης ενός ευρωπαϊκού εθνικισμού βαθιά αναθεωρητικού και ρεβανσιστικού απέναντι στη Ρωσία, και η άλλη έναν αποκομμένο, “άυλο” παγκοσμιοτισμό.

Η Ε.Ε. έτσι λειτουργεί συμπληρωματικά με το ΝΑΤΟ και τη στενή της συμμαχία με τις ΗΠΑ (κληρονομιά της γερμανικής πολιτικής του Κόνραντ Αντενάουερ). Ως συνέπεια, είναι αντίπαλος της Ρωσίας. Για τα υπόλοιπα κράτη‑μέλη της Ε.Ε., η γερμανική ενοποίηση και η «γερμανική Ευρώπη» γίνονται αποδεκτές μόνο ως μέρος ενός ευρύτερου ευρω‑ατλαντικού χώρου — δηλαδή μιας γερμανο‑αμερικανικής Ευρώπηςώστε να αποτραπεί μια υπερβολικά βαριά γερμανική ηγεμονία.

Η ΕΕ προωθεί έτσι μια δυτικοκεντρική και αποκλειστική μονοπολικότητα και μετατρέπεται σε μια ευρω-παγκοσμιοποιημένη τεχνοκρατία ολιγαρχικού, δογματικού και σεκταριστικού χαρακτήρα, που εκτρέπεται προς έναν ευρωπαϊστικό αυταρχισμό.
Αυτή η εξέλιξη εμποδίζει οποιαδήποτε θεμελίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στην ευρωπαϊκή πολιτισμική κληρονομιά εντός της παγκόσμιας πολυπολικότητας.
Αυτή η εκτροπή, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις ρωσικές αντιλήψεις, βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής γεωπολιτικής κρίσης στην Ευρώπη, η οποία υπερβαίνει τα στενά γεωστρατηγικά ζητήματα και διαθέτει μια βαθιά “γεω-ιδεολογική” διάσταση.»

Τα αδιέξοδα του «συνταγματικού πατριωτισμού» και των εκδοχών του για μια «από‑το‑έδαφος» φιλελεύθερη δημοκρατία

Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» επικαλείται ένα αίσθημα κοινότητας όχι πλέον βασισμένο σε κοινούς εδαφικούς ή πολιτισμικούς δεσμούς, αλλά σε καθολικές συνταγματικές αρχές. Αυτή η νέα μορφή πίστης είναι λοιπόν κατεξοχήν πολιτική — όχι πολιτισμική — αφού βασίζεται στην προσχώρηση σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό καθεστώς, σε μια φιλελεύθερη διακυβέρνηση που κατοχυρώνεται συνταγματικά.

Μπορεί μια οντότητα όπως η Ε.Ε. να στηρίξει τη συνοχή της και τη διαχρονική της βιωσιμότητα σε τέτοιες «χωροταξικά αποδεσμευμένες» αρχές — δηλαδή σε μια συνθήκη διεθνιστικής πίστης και όχι σε κοινή εδαφική – πολιτισμική κληρονομιά; Μπορεί η Ε.Ε. να καλλιεργήσει μέσα στους πολίτες της μια affectio societatis — μια πραγματική συναισθηματική δέσμευση — σε ένα παγκοσμιοποιημένο, μεταεθνικό, φιλελεύθερο και νεοφιλελεύθερο καθεστώς;

Ο «συνταγματικός πατριωτισμός», όπως τον οραματίστηκε η Ε.Ε., έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωπολογική πραγματικότητα. Ο άνθρωπος είναι ον εδαφικό, η ταυτότητά του συνδέεται με έναν τόπο — με εδαφική κληρονομιά, με ιστορία, με πολιτισμική και εθνο‑πολιτισμική ταυτότητα, συχνά και θρησκευτική. Σε αυτή την αντίληψη, ένα κράτος χωρίς «σταθερό» έδαφος, χωρίς παράδοση, είναι στην ουσία απογυμνωμένο: δεν μπορεί να υπάρξει “πατριωτισμός” χωρίς έθνος, ούτε έθνος χωρίς έδαφος.

Η απόπειρα της Ε.Ε. να κατασκευάσει έναν «ευρωπαϊκό πατριωτισμό» και μια affectio societatis ευρωπαϊκή στη βάση του «συνταγματικού πατριωτισμού», διαχωρίζεται ριζικά από την κλασική έννοια της εθνικής κληρονομιάς — της ταυτότητας που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, με την με την ελληνική έννοια των «Πατέρων». Γι’ αυτό και στην ιστοριογραφία των υπέρμαχων της Ε.Ε. εμφανίζονται οι “ευρωπαίοι ιδρυτές” ως νέοι «Άγιοι» — σαν να πρόκειται για έναν θρησκευτικό μύθο ανθρωποποιημένης Ενωμένης Ευρώπης — αφού πρόκειται για πίστη και δέσμευση σε ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα πολύ πρόσφατο στην ιστορική κλίμακα.

Αυτή η αποκομμένη κατασκευή είναι, προφανώς, εξαιρετικά εύθραυστη.»

Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» δεν μπορεί παρά να πετύχει μόνο σε μια κοινωνία αποξενωμένων ατόμων — ανθρώπων που έχουν χάσει τη συνείδηση και το συναίσθημα του ανήκειν στον τόπο τους και στην γεω‑ιστορία του, και στις εθνοπολιτισμικές κοινότητές τους. Γι’ αυτό και η Ε.Ε. επιμένει να υπερβαίνει το έθνος‑κρατος και τον παραδοσιακό πατριωτισμό. Ο «συνταγματικός πατριωτισμός» είναι η αντίθεση στον πατριωτισμό που έχει ρίζες σε έδαφος και εθνοπολιτισμική κοινότητα — είναι μια μορφή γεωπολιτικής αποξένωσης. Αυτή η ουτοπία, ενός αποκλειστικού δεσμού με καθολικές αξίες, με τη δημοκρατία, με ένα συγκεκριμένο πολίτευμα, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξελίχθηκε παράλληλα με την αμερικανοποίηση σε μια παγκοσμιοποιητική ιδεολογία εμπνευσμένη από τον νεοφιλελευθερισμό.

Με τη διάδοση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της «ανοιχτής κοινωνίας» (ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και αγαθών), η Ε.Ε. δεν είναι παρά ένα ενδιάμεσο στάδιο προς μια παγκόσμια διακυβέρνηση, βασισμένη σε αυτό το φιλελεύθερο καθολικισμό — που αναγκαστικά θα είναι αμερικανικής έμπνευσης. Αυτή η Ε.Ε. δεν μπορεί παρά να είναι αντιρωσική.

Αν εξετάσουμε τον συνταγματικό διάλογο της Ε.Ε. κατά την «Σύνοδο για το Μέλλον της Ευρώπης» το 2003, υπό την προεδρία του Giscard d’Estaing, θα δούμε ότι η αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης δεν διατηρήθηκεούτε η αναφορά στο έδαφος. Εφόσον η Ε.Ε. υποτίθεται ότι θα διευρυνθεί με βάση μετα‑εθνικά ιδεολογικά κριτήρια, εμπνευσμένα από φιλελεύθερη και καθολική διακυβέρνηση, δεν υπάρχει όριο στην επέκταση αυτής της «έννομης» Ευρώπης χωρίς έδαφος προς την Ευρασίααφού η Τουρκία έγινε αποδεκτή ως υποψήφια χώρα, αποτελώντας έτσι το πρώτο σκαλοπάτι για μια παγκόσμια, μονοπολική «παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία» βασισμένη στον νεοφιλελευθερισμό. Και αυτή η εξέλιξη την φέρνει σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Τα αδιέξοδα της γεωπολιτικής Ε.Ε. και των ιδεολογικών της παρεκτροπών

Ωστόσο, η ΕΕ διέρχεται μια κρίση θεμελίων, αφού τόσο η μεταεθνική της δογματική που απορρέει από τον “συνταγματικό πατριωτισμό” όσο και η “γεωπολιτική Ευρώπη” αποτελούν ουτοπίες.
Το παράδοξο είναι ότι αυτές οι δύο έννοιες —ο “συνταγματικός πατριωτισμός” και η αντιρωσική “γεωπολιτική Ευρώπη”— που προέρχονται από δύο αρχικά αντιφατικές γερμανικές παραστάσεις, παράγουν σήμερα μια νέα, εύθραυστη σύνθεση, η οποία είναι βέβαιο ότι θα εντείνει τόσο τις εσωτερικές κρίσεις της ΕΕ όσο και την κρίση στις σχέσεις της με τη Ρωσία.

Η «γεωπολιτική Ευρώπη» στην πραγματικότητα καλύπτει έναν ρεβανσισμό της Γερμανίας και των πρώην ανατολικών κρατών κατά της Ρωσίας. Αυτή η διαδικασία αναζωπυρώνει εθνικισμούς που συγκρούονται με την προσπάθεια να αναδειχθεί ένας νέος ευρωπαϊκός δεσμός πίστης, βασισμένος στο «καθολικό» ευρωπαϊσμό (ευρω–παγκοσμιοτισμός, φιλελεύθερη δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πολυπολιτισμικότητα, ανοιχτή κοινωνία) που πρεσβεύει ο «συνταγματικός πατριωτισμός».

Η έννοια της μετα‑εθνικής ευρωπαϊκής πίστης (loyauté européenne), αλλά και η αναβίωση μιας «γεωπολιτικής Ευρώπης» που ευνοεί έναν «γεωπολιτικό πατριωτισμό» κατά της Ρωσίας, είναι κληρονόμος της ιδιαιτερότητας της γεωπολιτικής κατάστασης της Δυτικής Γερμανίας — των αμφιταλαντεύσεών της απέναντι στην ιστορία της, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά την επανένωσή της. Αυτή η αντίληψη επεκτάθηκε στη συνέχεια στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ακόμη κι όταν η «βαθιά» γερμανική κοινωνία άρχισε να απομακρύνεται από αυτές τις ιδεολογίες — γεγονός που οδήγησε σε αυξανόμενα πολιτικά ρήγματα, τα οποία αποκαλύπτουν γεωπολιτικές εσωτερικές διαιρέσεις όσον αφορά την έννοια του έθνους και τη διεθνή του θέση.

Επιπλέον, αυτές οι έννοιες — συγκεκριμένες για την κατάσταση της Γερμανίας — δεν μπορούν να επεκταθούν σε άλλα κράτη ή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, παρά μόνον με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει εγκατάλειψη της ιδιαίτερης ταυτότητας της Γαλλίας και άλλων κρατών–μελών, και πλήρης εναρμόνισή τους με τις γερμανο‑αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές προτεραιότητες — κυρίως αμερικανικές. Όπως έχει ήδη υποστηριχθεί, το Βερολίνο τοποθετείται εντός των ορίων των αγγλοσαξονικών γεωπολιτικών προτεραιοτήτων (έλεγχος του Rimland για να «σπρώξει» τη Ρωσία πίσω στην ενδοχώρα της, σύμφωνα με τις γεωπολιτικές θεωρίες των Mackinder, Spykman, Brzezinski) και αναλαμβάνει ρόλο γεωπολιτικού υπεργολάβου της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου, προκειμένου να προωθήσει τα δικά του περιφερειακά σχέδια — τη νέα Mitteleuropa.

Συνεπώς, αυτή η μεταφορά των γερμανικών παραστάσεων σε επίπεδο Ευρώπης καθιστά σήμερα την Ε.Ε. πλατφόρμα υπεργολαβίας της αμερικανικής γεωπολιτικής.

Καθώς η Ε.Ε. θεωρεί εαυτήν υποσύνολο της φιλελεύθερης Δύσης (συμπληρωματική του ΝΑΤΟ), και όχι πυλώνα μιας ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας — στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και η Ρωσία —, δεν είναι σε θέση να υπερβεί τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές παραστάσεις που οδηγούν στην αποξένωση και την υποτέλεια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Όμως αυτές οι δοξασίες είναι πια παρωχημένες, διότι απέτυχαν να αποτρέψουν την εμφάνιση ενός πολυκεντρικού κόσμου: με την άνοδο της Κίνας, της Ινδίας, των BRICS, της Οργάνωσης Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), η παγκόσμια γεωπολιτική πραγματικότητα έχει αλλάξει.

Αυτό έχει οδηγήσει την Ουάσιγκτον, υπό τη διακυβέρνηση του Donald Trump, σε μια αναπροσαρμογή — με στροφή προς μια μεγαλύτερη γεωπολιτική συγκέντρωση στην αμερικανική ήπειρο, αναθέτοντας παράλληλα στους Ευρωπαίους τη διαχείριση του Rimland.

Η ΕΕ αρκείται έτσι στο να είναι ένα Rimland, υποσύνολο της στρατηγικής περικύκλωσης της Ρωσίας και της Ευρασίας από τις ΗΠΑ, και επίσης υποσύνολο της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης και συμπληρωματικό εργαλείο στον αγώνα κατά της Ρωσίας. Γι’ αυτό η ΕΕ ενδύεται τόσο εύκολα τον ρόλο του γεωπολιτικού υπεργολάβου της Ουάσιγκτον. Ακόμα κι αν η νέα διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ επιχειρούσε μια πραγματική διμερή αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία, η ΕΕ και οι ευρω‑παγκοσμιοποιητικές κυβερνήσεις των κρατών‑μελών της θα επιδίωκαν να συνεχίσουν τον δικό τους «μίνι Ψυχρό Πόλεμο», στην πραγματικότητα έναν υβριδικό πόλεμο κατά της Ρωσίας — του ιδανικού εχθρού για να παραταθεί αυτό το ευρωπαιστικό όνειρο, που έχει γίνει εκδικητικό και παγκοσμιοποιητικό.

Υπό την επίδραση αυτών των γερμανο‑αμερικανικών γεωπολιτικών προτεραιοτήτων, η ΕΕ επινοεί μια ρωσική απειλή για να δικαιολογήσει την προστασία της Ευρώπης μέσω μιας «γεωπολιτικής Ευρώπης», με στόχο να γεννηθεί μια νέα πίστη στο ευρωπαϊκό εγχείρημα που σήμερα βρίσκεται σε κρίση. Ωστόσο, τα συμφέροντα των κρατών‑μελών συγκρούονται από την αρχή, ιδιαίτερα η γαλλο‑γερμανική γεωπολιτική αντιπαλότητα, που δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Τα κράτη‑μέλη στην πραγματικότητα επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους τακτικής.

Το Βερολίνο ολισθαίνει προς έναν ιστορικό ρεβανσισμό και επιδιώκει ένα ευρωπαϊκό στρατιωτικό ηγεμονικό ρόλο, που, πέρα από το πολιτικό αφήγημα του γαλλο‑γερμανικού «ζεύγους», έρχεται σε αντίθεση με το Παρίσι.

Το Παρίσι, με αφορμή το ουκρανικό ζήτημα, επιχειρεί να διεκδικήσει τον ρόλο του ευρωπαϊκού στρατιωτικού ηγέτη, να ανατρέψει την ισορροπία της γερμανο‑αμερικανικής Ευρώπης προς όφελός του, αλλά και να συγκαλύψει τις εσωτερικές σοβαρές ρήξεις της Γαλλίας (όπως η καταστροφή της εθνικής ταυτότητας λόγω της μετανάστευσης), παρεμβαίνοντας καιροσκοπικά στην ουκρανική κρίση[13]. Ο ευρωπαϊσμός της ΕΕ, που πηγάζει από τη Γερμανία, είναι αποτέλεσμα της εκδυτικοποίησης — στην πραγματικότητα της αμερικανοποίησης της Γερμανίας — που επιδιώχθηκε από τους Συμμάχους για να ελέγξουν τη Γερμανία. Όμως αυτή η εκδυτικοποίηση πέρασε στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και ενίσχυσε την ιδέα του μετα‑εθνικού στην Γαλλία, που ταυτίζεται με την παρωδία του παγκοσμιοποιητικού οικουμενισμού από την Γαλλική Επανάσταση. Η προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν, με τους στόχους μιας ευρωπαϊκής στρατιωτικής οντότητας και την ιδεολογία του μετα‑εθνικού ευρωπαϊσμού, έχει ως συνέπεια να ευθυγραμμιστεί η Γαλλία με τις γερμανο‑αμερικανικές γεωπολιτικές προτεραιότητες κατά της Ρωσίας. Πρακτικά, το Παρίσι δεν αντιτάχθηκε πλέον σε αυτή τη γερμανο‑αμερικανοποίηση της Ευρώπης. Αξιομνημόνευτο είναι ότι ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν θαυμαστής του Jürgen Habermas κατά την προεκλογική του εκστρατεία[14]. Πρόσφατα επέλεξε να ριζώσει περισσότερο τη Γαλλία στο αντιρωσικό στρατόπεδο, σε αντίθεση με την ντεγκωλική οπτική για τη χώρα.

Όμως η ίδια η Γερμανία είναι διχασμένη, καθώς οι εσωτερικές γεωπολιτικές ισορροπίες αντανακλούν σε αντίστοιχες ιδεολογικές δυνάμεις. Μια αυθεντική ιστορική Γερμανία παραμένει ζωντανή στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας — λιγότερο αμερικανοποιημένες — που δεν έχουν υποκύψει σε αυτόν τον διπλό ιό ιδεολογίας, ούτε στον ρεβανσισμό, ούτε στον παγκοσμιοποιητισμό. Έτσι υπάρχει μια διαρκής ρηξιγενής γραμμή ανάμεσα στους πολίτες της δυτικοποιημένης, αμερικανοποιημένης Δυτικής Γερμανίας και εκείνους της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Στη Γαλλία παρατηρείται επίσης αυτή η αντίφαση, όπως στη Γερμανία, με την επιστροφή ενός εθνοπολιτισμικού και εδαφικού πατριωτισμού — αλλά που δυσκολεύεται να προσφέρει μια πολιτική εναλλακτική.

Αυτή η εξέλιξη κάνει την Ε.Ε., διχασμένη, έναν ιδανικό συμπλήρωμα για τη νέα διοίκηση του Donald Trump, που εμφανίζεται ως αντίπαλος της Ε.Ε. για να ευνοήσει την επιστροφή των εθνών‑κρατών σε πιο συντηρητική βάση με αμερικανικό πρόσημο, να μπλοκάρει τον δρόμο σε οποιαδήποτε Ευρώπη με δύναμη — ενώ ταυτόχρονα την χρησιμοποιεί ως όργανο, στέλνοντάς την στην πρώτη γραμμή κατά της Ρωσίας, ως καλό μαθητή της γεωπολιτικής υπεργολαβίας.

Η Ε.Ε. είναι έτσι ο “άρρωστος άνθρωπος” της παγκόσμιας πολυπολικότητας και της διαφορετικότητας των πολιτισμών, με αυτή την ιδεολογική εκτροπή — μια λερναία ύδρα με δύο κεφάλια, εκδικητική και παγκοσμιοποιητική — αλλά χωρίς τα μέσα να αναρριχηθεί σε δύναμη, με αυξανόμενες εσωτερικές αντιφάσεις ανάμεσα στα κράτη‑μέλη, μέσα στα ίδια τα κράτη‑μέλη και επίσης ανάμεσα στην Ε.Ε. και τα έθνη.

Τελικά: από τον «συνταγματικό πατριωτισμό» στον «πολεμικό πατριωτισμό»;

Βλέπουμε έτσι μια εξέλιξη της ΕΕ που μετατοπίζεται από τη μία ακραία ιδεολογία στην άλλη, προκειμένου να διατηρήσει στη ζωή ένα σχέδιο που βρίσκεται σε κρίση.
Στις Βρυξέλλες, ο αγώνας για στρατιωτικό επανεξοπλισμό απέναντι στην υποτιθέμενη ρωσική απειλή παρουσιάζεται ως μέσο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης, ενώ παράλληλα συνεχίζεται –άδηλα– το μεταεθνικό, παγκοσμιοποιητικό σχέδιο.
Πράγματι, σήμερα γίνεται όλο και λιγότερος λόγος για πατριωτισμό, είτε συνταγματικό είτε εθνικό, τόσο στη γραφειοκρατία της ΕΕ όσο και στα φιλελεύθερα πολιτικά καθεστώτα των κρατών-μελών, ώστε να αποσιωπηθεί αυτή η βαθιά γεωπολιτική διάσταση και να συνεχιστεί η ουτοπία μπροστά στην επιστροφή των “βαθιών εθνών” σε όλα τα κράτη, αλλά και απέναντι στις ανοικτές αντιρρήσεις των απρόθυμων κρατών όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία

Έτσι, με έμμεσο τρόπο, πίσω από το αφήγημα της «γεωπολιτικής Ευρώπης» που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τις ευρωπαϊκές αξίες, υπάρχει η προσπάθεια να πειστεί ο λαός να υποταχθεί σε ένα γεωπολιτικό ευρωπαϊκό εγχείρημα — με την έννοια της στρατιωτικής δύναμης — για να διασώσει στην πραγματικότητα τον ατλαντικό‑νεοφιλελεύθερο παγκοσμιοποιητισμό, που παρουσιάζεται ψευδώς ως ευρωπαϊκή αξία. Αυτή η εξέλιξη ενισχύεται επίσης από την νεοσυντηρητική εκτροπή σε κράτη‑μέλη της Ε.Ε., εισαχθείσα από τις ΗΠΑ.

Αυτό το σχέδιο είναι εξίσου «χωρίς έδαφος», γιατί δεν πρόκειται να προωθήσει έναν «ευρωπαϊκό πατριωτισμό» που ριζώνει στις πολιτισμικές ρίζες της Ευρώπης, στην γεω‑ιστορία της, αλλά την υπεράσπιση μιας Ευρώπης ως γεωπολιτικής δύναμης εμπορίου και ανοικτής σε όλες τις ροές της δυτικής παγκοσμιοποίησης — δηλαδή ως προέκταση και περιφέρεια της Αμερικής.

Με αυτή την έννοια, ο «χωροταξικά αποεδαφικοποιημένος» «συνταγματικός πατριωτισμός» και ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός είναι συμπληρωματικές έννοιες της ίδιας πορείας — και δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε πόλεμο στην Ευρώπη κατά της Ρωσίας, αλλά και σε αντιφάσεις ανάμεσα στη γραφειοκρατία της Ε.Ε. και τα έθνη‑κράτη, ανάμεσα στους εθνικιστές και τους παγκοσμιοποιημένους ευρωπαϊστές.

Ανάμεσα σε λαούς που είναι προσκολλημένοι στην κληρονομιά του έμβιου έθνους‑κράτους με ρίζες, και σε λαούς που έχουν γεωπολιτικά αποξενωθεί και έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές στον ρευστό, εμπορευματοποιημένο κόσμο των κανόνων και του δικαίου, η σύγκρουση δεν μπορεί παρά να οξυνθεί. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτήν την «χωροταξικά αποεδαφικοποιημένη» Ευρώπη και τη Ρωσία επίσης.

Η νεοσυντηρητική εκτροπή στην Ε.Ε., συνέχεια των αμερικανικών νεοσυντηρητικών δικτύων, θα σταματήσει άραγε με την — σήμερα ορατή — αποδυνάμωση των νεοσυντηρητικών στις ΗΠΑ με τη διοίκηση Donald Trump;

Ακόμη χειρότερα, ο “μεταεθνικός πατριωτισμός” και η “γεωπολιτική Ευρώπη” καταλήγουν στο σχέδιο στρατιωτικοποίησης της ΕΕ.
Πράγματι, η έννοια της ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης, κληρονομημένη από την ιδέα του “συνταγματικού πατριωτισμού”, απειλείται από την επιστροφή των εθνικών ταυτοτήτων.

Η ΕΕ, ως υποσύνολο υποτελές στη Δύση, δεν μπορεί λοιπόν να επιβιώσει χωρίς τον ρωσικό εχθρό, απαραίτητο για να παρατείνει το μεταεθνικό της όνειρο και να προωθήσει έναν νέο “γεωπολιτικό πατριωτισμό”.
Επιδιώκοντας να σφυρηλατήσει μια ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσω του πολέμου κατά της Ρωσίας, η ρωσοφοβία και η υλοποίηση της ρωσικής απειλής πρέπει να τροφοδοτούνται με την όξυνση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, μέσω της συναλληλίας με το Κίεβο απέναντι στη Ρωσία.

Το ευρωπαϊκό ειρηνευτικό σχέδιο απέτυχε επειδή ήταν «χωρίς έδαφος» (χωρίς ρίζες), αλλά αποτυγχάνει και το πολεμικό του εγχείρημα, διότι επιταχύνει τη γεωπολιτική αποξένωση των Ευρωπαίων και ενισχύει την υποτέλειά τους απέναντι στις ΗΠΑ. Παράλληλα, παρατηρείται όλο και πιο εμφανής αντίφαση ανάμεσα στους στόχους μιας αντιρωσικής γεωπολιτικής Ευρώπης — που ξυπνά τον εθνικισμό των κρατών‑μελών της Ε.Ε. — και την ολοκληρωμένη Ευρώπη με οικουμενιστική ταυτότητα βασισμένη στον συνταγματικό πατριωτισμό, διότι οι ατλαντιστές εθνικιστές και νεοσυντηρητικοί έχουν στον νου τους στόχους διαφορετικούς από εκείνους της γραφειοκρατίας της Ε.Ε., που επιδιώκει να προχωρήσει σε μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα βασισμένη σε καθολικές αξίες χρησιμοποιώντας τη Ρωσία ως καταλύτη. Υπάρχει επίσης όλο και μεγαλύτερη αντίφαση ανάμεσα στα πιο φιλελεύθερα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και τα λιγότερο φιλελεύθερα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης.

Ο «γεωπολιτικός πατριωτισμός» που προωθεί η Ε.Ε. με το σύνθημα της «γεωπολιτικής Ευρώπης» είναι επίσης μια άλλη μορφή γεωπολιτικής αποξένωσης, διότι η Ε.Ε. δεν διαθέτει δική της γεωπολιτική — τοποθετείται προφανώς ως υπεργολάβος της γεωπολιτικής της Ουάσιγκτον. Μια ευρωπαϊκή γεωπολιτική στρατηγική θα προϋπέθετε μια χωροχρονική στρατηγική καθορισμένη με βάση τη γεωγραφία των Ευρωπαίων (την Ευρώπη ώς τόξο ανάμεσα στον Ατλαντικό, στον Αρκτικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα — καθώς και ως ακρωτήριο της Ευρασίας) και γεωπολιτικές δοξασίες ειδικά ευρωπαϊκές — και όχι να εντάσσεται αποκλειστικά ως συνέχεια των αγγλοσαξονικών δογμάτων και του Rimland, που, όπως είδαμε, είναι πλέον παρωχημένα.

Καθώς η Ρωσία είναι μέρος της Ευρώπης, μια ευρωπαϊκή γεωπολιτική που θα έδινε στο ευρωπαϊκό εγχείρημα τουλάχιστον ελάχιστο γεωστρατηγικό, γεωοικονομικό και γεοπολιτισμικό βάρος στην παγκόσμια πολυπολικότητα, δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί παρά σε έναν χώρο που εκτείνεται από τον Ατλαντικό έως τον Ειρηνικό (το σχήμα της Μεγάλης Ευρώπης), σε συνέργεια με τη Μεγάλη Ευρασία που προωθεί η Ρωσία.

Πόσο καιρό θα μπορέσουν να διαχειριστούν αυτές οι αντιφάσεις σε επίπεδο Ε.Ε., πριν προκαλέσουν μια σοβαρή εσωτερική γεωπολιτική κρίση, η οποία θα επιδεινωθεί αναπόφευκτα από την καταστροφή της Ε.Ε. στη σύγκρουσή της με τη Ρωσία;


[1] Ο πατριωτισμός ορίζεται ως συναισθηματικός δεσμός με την πατρίδα, που εκδηλώνεται μέσα από τη βούληση να την υπερασπιστεί και να την προωθήσει. (Λεξικό Larousse)
[2] Ομιλία της εκλεγείσας Προέδρου της Επιτροπής Ursula von der Leyen ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το Κολέγιο των Επιτρόπων και το πρόγραμμά τους. (www.ec.europa.eu)
[3] Pierre-Emmanuel Thomann, Το γαλλογερμανικό ζεύγος, μεταξύ ενότητας και γεωπολιτικών ανταγωνισμών, εκδ. L’Harmattan, 2015
[4] Ο όρος «συνταγματικός πατριωτισμός» εισήχθη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τον Γερμανό νομικό D. Sternberger.
[5] Sophie Heine, Jürgen Habermas και ο συνταγματικός πατριωτισμός, Revue politique, 2011
[6] Ο συγγραφέας του άρθρου ήταν μάρτυρας, ως ασκούμενος το 1994-95, του ενδιαφέροντος των ευρωπαίων αξιωματούχων της Ομάδας Προοπτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έννοια του συνταγματικού πατριωτισμού, με σκοπό τη δημιουργία μεταεθνικής ευρωπαϊκής πίστης.
[7] Η Γερμανία τοποθετεί γεωπολιτικά την Ε.Ε. ως τμήμα του Rimland (παράκτια ζώνη γύρω από την Ευρασία), σε συμμαχία με τις ΗΠΑ, ώστε να διατηρήσουν τη στρατιωτική και οικονομική τους παρουσία στην Ευρώπη για να εμποδίσουν τις ηπειρωτικές δυνάμεις όπως η Ρωσία, σύμφωνα με το ευρωατλαντικό όραμα.
[8] Claude Franc, Η στρατιωτική ιστορία – Η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ: οι όροι και οι συνέπειές της, Revue Défense Nationale, 2018
[9] Κατά τον Albert Grenier, ο πατριωτισμός περιλαμβάνει την έννοια του εδάφους ορισμένου από τα πολιτικά σύνορα, την ιστορική μνήμη και τη θέληση για εθνική αυτοδιάθεση. (“Για να ζήσει η πατρίδα, κάθε Γάλλος δέχεται να πεθάνει.”)

Ορίστε οι παραπομπές και οι πηγές που υποστηρίζουν τα επιχειρήματα του κειμένου:

[10] Σχέδιο Συντάγματος για την Ευρώπη (δεν επικυρώθηκε)
Σύνδεσμος

[11] Alan Millward, The Life and Teaching of European Saints, στο The European Rescue of the Nation State, Routledge, 1992 – Ένα έργο που παρουσιάζει τους “Πατέρες της Ευρώπης” ως αγίους, αναδεικνύοντας την προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα νέο συλλογικό αφήγημα γύρω από το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

[12] Το γεωπολιτικό pivot της Γερμανίας προς την Ανατολή και τη Μιττελεουρόπα (Mitteleuropa) υπήρχε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και ενισχύθηκε από αυτόν.
Άρθρο

[13] Pierre-Emmanuel Thomann – Η σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας και η νέα γεωπολιτική αντιπαλότητα Γαλλίας-Γερμανίας, Κέντρο Γαλλικής Έρευνας για τη Στρατηγική Πληροφορία (Cf2R)
Μελέτη

[14] Emmanuel Macron και η σχέση του με τον Jürgen Habermas:

  • Macron, le président qui se croyait philosophe, Causeur
  • Emmanuel Macron adoubé par Jürgen Habermas à Berlin, Philosophie Magazine

«Ο Edouard Husson – Ελεύθερες Απόψεις είναι μια δημοσίευση που υποστηρίζεται από τους αναγνώστες.» 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,200ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα