Διώξεις, φυλακίσεις και εκτελέσεις γυναικών που επιχείρησαν να ξανασμίξουν με τις οικογένειές τους στην Ελλάδα
Ο Μιχαλάκι Ζιτσίστι (Mihallaq Ziçishti), υφυπουργός Εσωτερικών της Αλβανίας, αναφερόμενος ενώπιον της ΚΕ του ΚΕΑ τον Οκτώβριο του 1950, δήλωνε ότι οι γυναίκες στη Δρόπολη διέφευγαν μαζικά στην Ελλάδα «όχι διότι μάχονταν το καθεστώς, αλλά για να συνενωθούν με τους άντρες τους». Ήταν το ελάχιστο που δικαιούται ο άνθρωπος: να ζει με την οικογένειά του.
Εν τούτοις, υπήρχε αυστηρή ποινικοποίηση της απόπειρας διαφυγής από τη χώρα των απροστάτευτων μανάδων και γιαγιάδων μας, με σκοπό την –όπως την αποκαλούμε σήμερα– «οικογενειακή συνένωση». Η δικονομική αντίληψη της εποχής του Ενβέρ Χότζα τις θεωρούσε εγκληματικές ενέργειες και τα στρατοδικεία τις καταδίκαζαν με περισσή ζέση σε πολυετή κάθειρξη, ενώ ο εσωτερικός κανονισμός των συνόρων διέτασσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εν ψυχρώ δολοφονία τους.
Παρακολούθηση και καταστολή
Οι απόπειρες αυτές –ιδίως τη δεκαετία του ’50– συνιστούσαν πονοκέφαλο για την αλβανική ασφάλεια. Οι αρχές ασφαλείας παρακολουθούσαν τακτικά την αλληλογραφία των γυναικών με τους συζύγους τους, τις οποίες στη συνέχεια καλούσαν προς συνετισμό στα αστυνομικά τμήματα, ενώ η κομματική επιτροπή Αργυροκάστρου, με συνεχείς παραινέσεις προς την εφημερίδα Λαϊκό Βήμα, καλούσε τους δημοσιογράφους της να δημοσιεύσουν «επιστολές» μεταναστών από την Αμερική που περιέγραφαν «τις κακουχίες και την καπιταλιστική ανέχεια».
Στοιχεία για τις προθέσεις των εναπομεινάντων μελών των οικογενειών των μεταναστών οι αλβανικές αρχές αντλούσαν και από εσωτερική πληροφόρηση, κυρίως από πληροφοριοδότες και συνεργάτες τους σε Ελλάδα και ΗΠΑ. Η όλη προσπάθεια δεν ήταν πειστική, αλλά ούτε μπορούσε να ανακόψει το κύμα διαφυγών, το οποίο συνεχίστηκε έως το τέλος του καθεστώτος και κορυφώθηκε το 1992.
Εκτελέσεις και διώξεις
Την 26η Αυγούστου 1946, οι συνοριοφύλακες της Κοσοβίτσας εκτέλεσαν τη Μαρίκα Νάτση κατά την απόπειρα διαφυγής της στην Ελλάδα και την παράχωσαν πρόχειρα. Ο θείος της, Παύλος Κατσούλας, ζήτησε να εκτεθεί δημόσια το πτώμα της, καταγγέλλοντας κακοποίηση του θύματος. Εξαιτίας της διαμαρτυρίας του φυλακίστηκε και καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο του Αργυροκάστρου.
Από το Πωγώνι, π.χ., μόνον τον Γενάρη του 1949 είχαν διαφύγει 15 άτομα, μεταξύ των οποίων και 9 γυναίκες (από το Χλωμό), 2 κομμουνιστές από το Σελλειό και μία γυναίκα από τη Γράψη. Υπήρχαν και οργανωμένες αποδράσεις γυναικών. Οι οικογένειες των δραπετών κηρύσσονταν εχθρικές προς το καθεστώς και εκτοπίζονταν στην ενδοχώρα.
Με αφορμή τις αποδράσεις στο Πωγώνι, από τις αρχές του 1949 η αλβανική ασφάλεια αποφάσισε, με υπερβολική επίδειξη τραχύτητας και ωμοτήτων, να καταστείλει βάναυσα και απροκάλυπτα, προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, μη διστάζοντας να συλλάβει, να εξαφανίσει, να φυλακίσει και να εξορίσει γυναίκες από τη Βόρειο Ήπειρο, μάλιστα υπέργηρες και έγκυες.
Χαρακτηριστικές υποθέσεις
Τον Φεβρουάριο του 1949, επίλεκτοι καταδρομείς της ασφάλειας, μαζί με φύλακες των συνόρων, φόνευσαν την Αθηνά Καλέγια και τη μητέρα της, Καλλιόπη, μαζί με την Αθηνά Τέρπου, στη μεθόριο της Σωτήρας, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου της, Λάζαρου Καλέγια, 16 ετών, τον οποίο στη συνέχεια συνέλαβαν και καταδίκασαν για προδοσία κατά της πατρίδας. Οι χωριανοί των θυμάτων κατήγγειλαν, επίσης, κακοποίηση των γυναικών πριν από τη δολοφονία τους.
Την 7η Μαΐου 1949, οι άνδρες της αλβανικής ασφάλειας συνέλαβαν την Ουρανία Σιλίρα από τη Σοπική των Πωγωνίων, η οποία κρατήθηκε προφυλακισμένη για έξι μήνες υπό καθεστώς βασανιστηρίων. Σε δημόσια δίκη τον Οκτώβριο του 1949, η 57χρονη, αναλφάβητη μητέρα 13 παιδιών κατηγορήθηκε για κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδας και πλήθος άλλων αδικημάτων και καταδικάστηκε σε 15ετή ειρκτή.
Τον Αύγουστο του 1949 συνελήφθη η Γιαννούλα Καραγιάννη, 70 ετών, από τη Δίβρη των Ριζών Δελβίνου. Κρατήθηκε επτά μήνες προφυλακισμένη και κακοποιήθηκε ψυχικά και σωματικά. Κατηγορήθηκε ότι υποκίνησε ανηλίκους λέγοντάς τους πως μόνον στην Ελλάδα θα γίνουν άνθρωποι, ενώ χαρακτηρίστηκε από τις αρχές ως δόλια, πανούργα και άκρως επικίνδυνη.
Τον Μάρτιο του 1955 συνελήφθη η Σάνα Τσίπα, 35 ετών, από το Χλωμό του Πωγωνίου, κατηγορούμενη για απόπειρα παράνομης διαφυγής, λαθρεμπόριο χρυσού και παραεμπόριο. Το «παραεμπόριο» αφορούσε την πώληση ενός όνου.
Τον Ιούνιο του 1955 συνελήφθη η Φρόσω Μπάσιο, 70 ετών, από τη Σωτήρα, κατηγορούμενη για αντικαθεστωτική προπαγάνδα και απόπειρα διαφυγής, με στόχο την Τουρκία, όπου ζούσε η κόρη της.
Τον χειμώνα του 1957 δραπέτευσαν ο Γιώργος Ζιαβάς και ο 16χρονος γιος του, αλλά η σύζυγός του Ευθαλία και η 9χρονη κόρη του Ελένη κατέληξαν από κρυοπαγήματα στη μεθόριο.
Γυναικεία αντίσταση
Η γυναικεία αντίδραση των Βορειοηπειρωτισσών εντασσόταν στη γενικότερη υφέρπουσα αντίσταση του βορειοηπειρωτικού πληθυσμού, αλλά αφορούσε πρωτίστως το προσωπικό τους δράμα επιβίωσης σε συνθήκες αποχωρισμού.
Ως γηραιότερη δραπέτισσα καταδεικνύεται η Θεοδώρα Τσούκα, 80 ετών, η οποία παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές τον Οκτώβριο του 1958.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1963, συνελήφθη η Μαγδαληνή Ζήση με τα δύο ανήλικα παιδιά της. Τον Απρίλιο του 1964 καταδικάστηκε σε 17 χρόνια κάθειρξης, εκ των οποίων εξέτισε 16 χρόνια, 6 μήνες και 2 ημέρες, αποτελώντας την πρώτη Βορειοηπειρώτισσα με τόσο βαριά ποινή.
Οι σύζυγοι στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ
Οι σύζυγοι των γυναικών αυτών βρέθηκαν εγκλωβισμένοι. Η πλειονότητα προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνενωθεί με τις οικογένειές της. Υπήρξαν και εξαιρέσεις, με νέους γάμους και αποποίηση των οικογενειών, αλλά αποτέλεσαν μειοψηφία.
Από το 1956, οι Βορειοηπειρώτες μετανάστες των ΗΠΑ, χωρίς νόμιμες διεξόδους οικογενειακής συνένωσης, επιχείρησαν παράτολμες αποστολές φυγάδευσης. Πολλές από αυτές έγιναν γνωστές στην αλβανική ασφάλεια μέσω πληροφοριοδοτών, κυρίως με τα ψευδώνυμα «Γιαννάκης» και «Λουάν», που δρούσαν στη Νέα Υόρκη.
Σταύρος Γ. Ντάγιος
Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ


