Χριστιανική Θεολογία και Επιστημολογία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Σπύρος Τσιτσίγκος 13 Ιουλίου 2019 antifono.gr

Αν υπό τον όρο θρησκεία ορίσουμε οντικά (en soi) την (ψυχοσωματική, οντολογική και υπαρξιακή) γενικά σχέση(βλ. re-ligare < Ligo) τής ανθρώπινης ύπαρξης με ό,τι «υλικά» και «πνευματικά» την υπερβαίνει (π.χ. τη θεανδρική ―«ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως»― ένωση μέσω τής Θ. Ενανθρώπησης στον Χριστιανισμό), και οντολογικά (pour soi) έναν, μεταξύ πολλών άλλων, τρόπο κατανόησης του κόσμου και του εαυτού, τότε ασφαλώς η (χριστιανική) θρησκεία (ή και η πνευματικότητα, γενικά) θα συνιστά επιστήμη.

Ως γνωστό, κατά τον Imre Lakatos, δεν υπάρχει καμία σταθερή οριοθέτηση μεταξύ Επιστήμης και μη Επιστήμης. Η επιστημονικότητα της Θεολογίας εντοπίζεται αφενός στην ξεχωριστή πρακτική μέθοδο1, δηλ. την επιστημονική―συστηματική διατύπωση του δόγματος (ως κωδικοποίησης μιας συλλογικής και ιστορικής εμπειρίας) και την ιστορική επιμαρτύρησή του2, και αφετέρου στην έρευνα αυτού τού δόγματος, δηλ. στην ασίγαστη (σε βάθος) αναζήτηση (πληρέστερου) νοήματος: «Τήν πίστιν τοίνυν οὐκ ἀργήν καί μόνην, ἀλλά σύν ζητήσει δεῖν προφαίνειν φαμέν»3.

Ομοίως, από τη σκοπιά τού Οργανικισμού τής Γενικής Θεωρίας Συστημάτων (General System Theory) τού Αυστριακού βιολόγου Karl Ludwig von Bertalanffy (1901–1972) ή τής Κυβερνητικής επιστήμης, που βλέπει ακόμα και το άτομο της Κβαντοφυσικής ως συντακτική μονάδα, η Θεολογία συνιστά επιστήμη, επειδή βασικά μπορεί και επιλύει προβλήματα, όπως λ.χ. ένα μαθηματικό μοντέλο. Όπως η «λογιστική» Φιλοσοφία, έτσι και η Κυβερνητική, χρησιμοποιεί γλώσσα συμβολική. Συμβολική, όμως, γλώσσα χρησιμοποιεί, ως γνωστό, ανέκαθεν και πάντοτε και η Θεολογία. Με άλλα λόγια, η Θεολογία είναι ευρετική. Ο ρυθμιστικός-κανονιστικός χαρακτήρας τής Θ. Αποκάλυψης οφείλει, συμφώνως προς την αυτοσυνειδησία τής Θεολογίας, να διέπει τον όλο άνθρωπο, όπως και κάθε ενέργειά του. Έτσι, η Θεολογία, ως ερμηνεία τού αποκαλυμμένου λόγου τού Θεού (που συνάμα αποτελεί έκφραση του αυθεντικού ανθρώπινου λόγου), οφείλει να εμπνέει και έτσι να «ρυθμίζει» κάθε τομέα τού πολιτισμού. Πράγματι, η Θεολογία, σε πολλούς τομείς, όπως Ανθρωπολογία (π.χ. ψυχοσωματική ενότητα), Ηθική (π.χ. θεοδικία), Κοσμολογία (π.χ. θαύμα, προφητεία), Επικοινωνία (π.χ. Κατήχηση, Ομιλητική, Ποιμαντική) κ.λπ., λειτουργεί συνδυαστικά και ενοποιητικά, παρέχοντας κανονιστικές ρυθμίσεις―λύσεις. Επίσης, η Εκκλησία, ως ένας συλλογικός οργανισμός, όπως άλλωστε κάθε πολιτισμική δομή, αιτιακά αυτο-ενεργούμενων ή αυτο-επαναλαμβανόμενων μιμητικά λειτουργιών μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο, συνιστά κιβωτό λόγου και ένα θεσμοθετημένο σύστημα με ιδιαίτερο κυβερνητικό (cybernetic) λογισμικό και άρα με επιστημονική νομιμότητα, εφόσον το έσχατο θεμέλιο της Φυσικής λ.χ. κείται στις αυτο-επαναλαμβανόμενες (κατά μέσο όρο) λεκτικές κανονικότητες (βλ. νόμους).

Ο Αμερικανός θεολόγος, φυσικός και επιστημολόγος Ian Graeme Barbour (1923-), βασιζόμενος στις έννοιες κυρίως τού μοντέλου και του paradigm, παρατηρεί ότι υπάρχουν όντως ομοιότητες μεταξύ των επιστημονικών θεωριών και της Θεολογίας. Έτσι, υπάρχει μεν διάκριση μεταξύ «λόγου» (επιστήμης, γνώσης, νόησης) και «καρδίας» (βιώματος, συναισθήματος), αλλ’ υπάρχει και αλληλοπεριχώρηση (βλ. αλληλο-συμπληρωματικότητα)4. Ο ίδιος ο χριστιανικός Θεός αποκαλύπτεται διττώς: ως αμέθεκτη (τριαδική και άκτιστη) ουσία και ως μεθεκτή (τριαδική και άκτιστη) ενέργεια· και πάλι ως ακατάληπτη και άρρητη (χαρισματική) Σιγή (Θ. Πατήρ) και ως καταληπτός και ρητός (επιστημονικός) Λόγος (Υιός). Γι’ αυτό, η θεολογική προσέγγιση και γνώση Του είναι ομοίως διττή5. Κατά συνέπεια, η αληθής γνώση/σοφία (είτε φυσική, είτε υπερφυσική) δεν μπορεί παρά να πηγάζει από τον (ένα και αληθινό) «Θεό»6. Ο Θείος φωτισμός προηγείται, προκειμένου να αξιοποιηθεί από τον άνθρωπο ακόμα και αυτή η Φυσική Αποκάλυψη7. Είναι γεγονός ότι η πίστη θεμελιώνει τον λόγο: «πιστεύω, για να κατανοήσω», δίδασκαν ο ιερός Αυγουστίνος (credo, ut intelligam)8 και αργότερα ο Άνσελμος, κατά το προφητικό: «ἐάν μή πιστεύσητε οὐδέ μή συνῆτε»9. Αλλά και αντίθετα, ο λόγος θεμελιώνει την πίστη: “Intelligo ut credam”, όπως διακήρυττε ο Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142). Ομοίως, ο Γρηγόριος Νύσσης επιχειρεί να καταστήσει λογική (άρα και αποδείξιμη) την Πίστη: «ἔστι γνῶσις προηγουμένη τῆς πίστεως, καί ἔστι γνῶσις τικτομένη ἐκ τῆς πίστεως», όπως σημειώνει ο ασκητικός αναζητητής τής Θεολογίας όσιος Ισαάκ ο Σύρος10.

Η ορθόδοξη πνευματικότητα, αντίθετα τόσο από τον ρωμαιοκαθολικό Νεοθωμισμό όσο και από τον νεοκαντιανικό Προτεσταντισμό, συμφιλιώνει άριστα τον λόγο (και τη γνώση) με την πίστη. Μολονότι ο λόγος θεμελιώνεται από την πίστη, αυτός ο ίδιος, στη συνέχεια, προσπαθεί να βρει έρεισμα στον εαυτό του. Πράγματι, όταν χαριτωθεί ο νους τού ανθρώπου, τότε μπορεί να θεολογεί νοητώς. Έτσι, ο όλος άνθρωπος «λογοποιείται» (ως εικόνα τού Θ. Λόγου), δηλ. μπορεί να φιλοσοφεί χριστιανικά, επειδή πιστεύει και κοινωνεί τού Θείου Λόγου.

Έπειτα, ο Χριστιανισμός συνιστά ―μιλώντας με σύγχρονη (επιστημολογική) γλώσσα― ένα paradigm (T. Kuhn)11, ένα επιστημολογικό σχήμα (M. Polanyi)12, ή και ένα «ερευνητικό πρόγραμμα» (I. Lakatos)13.

Σύμφωνα με τη Ν. Murphy, η Αγία Γραφή, η Ιερά Παράδοση και η εν γένει εκκλησιαστική πράξη, που αποτελούν τα «data» τής Θεολογίας, μπορούν να εκληφθούν επιστημολογικά, όταν «παράγουν» διαρκώς καινούρια θρησκευτική εμπειρία, την οποία έχει επιλέξει να πιστεύει και την οποία αξιολογεί, ως αυθεντική, η χριστιανική κοινότητα (Εκκλησία). Ως επιστημονικό όμως ντοκουμέντο δεν νοείται αυτή καθαυτή η εμπειρία (όπως π.χ. δέχεται ο φιλελεύθερος Προτεσταντισμός), δεδομένου ότι αυτή αποτελεί απλώς ένα προσωπικό βίωμα, αλλ’ οι λεκτικές ή γραπτές αναφορές αυτής τής εμπειρίας και το νόημα που αποκαλύπτουν, καθότι αυτές αποτελούν ελέγξιμες υποθέσεις για την ανίχνευση της περί Θεού και κόσμου εικόνας, με βάση την οποία κυρίως μπορούμε να οικοδομήσουμε μία θεολογική (επιστημονική) θεωρία (βλ. «ερευνητικό πρόγραμμα»).

Συνεπώς, δεν πρόκειται για σύγκρουση (λ.χ. μεταξύ πίστης και γνώσης) μεταξύ τής Επιστήμης και της Θρησκείας, όπως παλαιότερα πιστευόταν απλοϊκά, αλλά για ποικιλία Χαρισμάτων: «τοῦ μέν ἑνός Ἁγίου Πνεύματός εἰσι χαρίσματα, ἥ τε σοφία καί ἡ γνῶσις ὡς καί πάντα τά θεῖα χαρίσματα ἰδίαν δέ ὥσπερ ἕκαστον τήν ἐνέργειαν ἔχει· διόπερ ἄλλῳ μέν δίδοσθαι σοφίαν, ἄλλῳ δέ γνῶσιν κατά τό αὐτό Πνεῦμα, ὁ Ἀπόστολος μαρτυρεῖ»14.

Η σύγχρονη Επιστημολογία (βλ. Αρχή τής Διαψευσιμότητας τού K. Popper, τον επιστημονικό αναρχισμό τού P. Feyerabend κ.λπ.) και η Φυσική επιστήμη γνωρίζουν τι δεν γνωρίζουν, ή δεν γνωρίζουν τι ακριβώς γνωρίζουν· και εδώ ακριβώς έγκειται η «κρίση»: να γνωρίζουμε, χωρίς να είμαστε βέβαιοι. Κανείς δεν γνωρίζει αν το σύνολο των νόμων τής Φυσικής είναι πεπερασμένο ή άπειρο. Αν είναι πεπερασμένο, υπάρχει η θεωρητική δυνατότητα και η ελπίδα κάποτε να πετύχουμε την πλήρη γνώση. Αν, όμως, είναι άπειρο, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε τα πάντα. Κατά τον Αμερικανό κβαντοφυσικό David Joseph Bohm (1917–1992), δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γνωρίσουμε πλήρως όλους τούς νόμους τής Φύσης, αφού οι θεωρίες μας δεν μπορούν να υπολογίσουν επακριβώς όλες τις (γνωστές ή άγνωστες) περιπλοκότητες της Φύσης, οι οποίες μάλιστα συνεχώς μεταβάλλονται. Σύμφωνα με ορισμένους φυσικούς (P. Dirac κ.ά.), ακόμα και οι λεγόμενες «σταθερές τού σύμπαντος» (η σταθερά τής βαρύτητας, ταχύτητα του φωτός, η μονάδα τού χρόνου κ.ά.) μεταβάλλονται με τον χρόνο. Είναι μάλιστα πιθανόν όσο περισσότερες γνώσεις συσσωρεύουμε, τόσο περισσότερα ερωτήματα να μας δημιουργούνται.

Επίσης, όπως απέδειξε ο Αυστρο-Αμερικανός φιλόσοφος, μαθηματικός και καθηγητής τού Πανεπιστημίου τής Βιέννης, Kurt Gödel (1906-1978), στις αρχές τού 20ού αιώνα, υπάρχουν μαθηματικές προτάσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί αν είναι αληθείς ή ψευδείς. Με βάση ένα σταθερό σύνολο αξιωμάτων, υπάρχουν πάντα προτάσεις πάνω στους αριθμούς, οι οποίες ποτέ, ακόμη και καταρχήν, δεν μπορεί να αποδειχτούν αληθείς ή ψευδείς. Τα αξιώματα είναι πράγματα που τα δέχεσαι ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο Gödel15, με τα θεωρήματα της μη τελειότητας (“incompleteness theorems”, 1931), απέδειξε τον μη-λογικό χαρακτήρα των μαθηματικών αξιωμάτων, συμπεραίνοντας ότι καμία επιστημονική μέθοδος δεν μπορεί να αποδείξει αν οι μαθηματικές προτάσεις είναι αληθείς ή λανθασμένες. Ο Άγγλος κοσμολόγος, θεωρητικός φυσικός και μαθηματικός John David Barrow (1952-) παρατηρεί σχετικά ότι η «ατελής πρόταση» (Unvollständigkeitssatz) του Gödel «θέτει όρια στις λογικές ακολουθίες» και ότι «εκ των μαθηματικών νόμων δεν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι για τον φυσικό κόσμο…αφού αδυνατούμε να αποφανθούμε αν οι αριθμητικές διατυπώσεις είναι ορθές ή λανθασμένες»16.

Εξάλλου, σύμφωνα με την Κβαντοθεωρία, η σύγχρονη επιστημονική Γνωσιολογία είναι αντικαρτεσιανή (αντιδυαλιστική), μετακαντιανή και ρεαλιστική, έχοντας ως κεντρικές κατηγορίες τη διαλεκτική (δυναμική ενότητα ανομοίων όντων), την αναφορικότητα (βλ. συσχέτιση, επικοινωνία και αλληλεπίδραση) και τη διϋποκειμενικότητα (βλ. Personalism). Εντούτοις, ορισμένοι παλαιοί θαυμαστές τής κλασικής αγέρωχης Φυσικής δεν βλέπουν με καλό μάτι τη νέα αυτή επιστημολογική Γνωσιολογία (Popper, Khun, Lakatos, Feyerabend κ.ά.), γιατί πιστεύουν ότι «ό,τι δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά, δεν είναι αληθές», αγνοώντας ότι η ίδια η πρότασή τους αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά! Δεν είναι δε τυχαίο το ότι στην κομμουνιστική Ρωσία, η φυσική Αρχή τής Αβεβαιότητας απορριπτόταν ως αντιβαίνουσα προς τις Αρχές τού μαρξιστικού Υλισμού.

Όλοι οι πιο πάνω αυτοί προβληματισμοί συμφωνούν στο ότι αμφισβητούν την ικανότητά μας να αποκτήσουμε επιστημονική γνώση, όταν εξετάζουμε περιστάσεις, όπου υπάρχουν εναλλακτικές υποθέσεις, οι οποίες δεν αντιφάσκουν προς τα τεκμήρια που είναι δυνατόν να αποκτήσουμε17. Πράγματι, η λεγόμενη θέση των Pierre M. M. Duhem (1861–1916) και Willard Van O. Quine (1908-2000), που απορρίπτει την Αρχή τής επαλήθευσης του Λογικού Θετικισμού, δέχεται ότι δεν υπάρχουν Aρχές, βάσει των οποίων να μπορεί να εντοπισθεί το σημείο αναφοράς των τεκμηρίων18. Αυτό συνεπάγεται μία ισχυρή διασύνδεση κάθε γνώσης (ακόμα και της Θ. Αποκάλυψης, δηλ. της θεολογικής) με τον Σκεπτικισμό και τον Σχετικισμό.

Ανοιχτά πλέον γράφεται σήμερα ότι ουδετερότητα ως προς τη χρήση λ.χ. τής γνωσιακής επιστήμης ή ως προς τις ψυχο-θεραπευτικές μεθόδους δεν υφίσταται, και ότι κάτι τέτοιο συνιστά απλώς έναν μύθο19. Αυτό (π.χ. ο Σκεπτικισμός20) που για την Επιστήμη (βλ. Φυσική ή Ψυχολογία κ.ά.) εκλαμβάνεται ως «αρετή», για τη Φιλοσοφία ή τη θρησκεία μπορεί π.χ. να θεωρείται (πνευματική) ατέλεια ή ανωριμότητα («παιδικότητα»)21. Πράγματι, στην πορεία των διαφόρων επιστημών εμφανίζεται ―πότε πιο φανερά, και πότε πιο συγκαλυμμένα―, μαζί με μία (κβαντική) «αντικειμενίκευση» (Objektivierbarkeit) [και όχι Αντικειμενισμό (Objektivismum) ή αντικειμενικότητα (Objektivität)22] ένας Σχετικισμός και ένας Υποκειμενισμός23.

Είναι γεγονός ότι η μία και μοναδική «πραγματικότητα» συνιστά τόσο το ερευνητικό αντικείμενο, όσο και το αντικειμενικό κριτήριο τών διατυπώσεων, που η ίδια δημιουργεί. Στο σημείο αυτό, χρήσιμο είναι να θυμηθούμε τον κυκλικό τρόπο σκέψης τού Γερμανού φιλόσοφου Johann Gottlieb Fichte (1762-1814), που θεμελιώνει την όλη επιστημολογία του (Ueber den Begriff der Wissenschaftslehre, 1794/95) στο άπειρο, τέλειο και απόλυτο Εγώ, το οποίο ―όντας άγνωστο και ακατανόητο, και μόνο δια τής πίστεως προσιτό― επιτυγχάνει την ενότητα του (Καντιανού) «πράγματος καθ’ εαυτό» (Ding an sich) και τής υποκειμενικής γνώσης24.

Κατά τον Kuhn, στις επιστημονικές θεωρίες (ή υποθέσεις) εμπλέκονται παράγοντες, που υπερβαίνουν την παρατήρηση και τη λογική, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η υποκειμενική κρίση, η ικανότητα πειθούς, καθώς και ποικίλες ψυχολογικές και κοινωνιολογικές επιδράσεις25. Τούτο συνεπάγεται ότι η επιστημονική υπόθεση έχει καθαρά υποκειμενικό χαρακτήρα. Μάλιστα δε, κατά την προηγούμενη δεκαετία, οι μελετητές είχαν εφαρμόσει εσκεμμένα διαφορετικές επιστημολογίες (βλ. επιστημολογικό πλουραλισμό) πάνω στα αυτά δεδομένα (data), για να δείξουν ότι διαφορετικές επιστημολογικές αναλύσεις μπορούν να αποκαλύψουν διαφορετικές πτυχές των ερευνητικών ευρημάτων.

Κατά τον Καναδό φιλόσοφο Charles Margrave Taylor (1931-)26, οι φυσικές επιστήμες, στην προσπάθειά τους [μέσω μιας αφαίρεσης (abstraction), που με τη σκέψη απομονώνει την ιδέα από το πράγμα, με αποτέλεσμα τη ναρκισσιστική αποστασιοποίηση τού ερευνητή από το ερευνώμενο και την εμφάνιση τελικά τού ιδίου ως ενός «τυπικού εαυτού» (punctual self)27 αλλ’ όχι, βέβαια, και πραγματικού] να επιτύχουν την αντικειμενοποίηση (objectification), προκειμένου, στη συνέχεια, να καταρτίσουν αιτιακά καθολικούς νόμους και μοντέλα, αγνοούν ή απομακρύνονται από τα θεμελιώδη νοήματα των γεγονότων και τις μεταξύ τους σχέσεις, και γενικά από τις εμπειρίες και πράξεις τής καθημερινής ζωής, που είναι νοηματικά φορτισμένες28. Μάλιστα δε, πολλές φορές συμβαίνει, με την ανακοίνωση των πορισμάτων μιας λ.χ. κοινωνιολογικής έρευνας να εμφανίζονται συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, επηρεάζουν την κοινωνική πράξη, με αποτέλεσμα να προκαλούνται αλλαγές ακόμα και σε αυτή την κανονιστική δομή τού ισχύοντος πρακτικού τρόπου ζωής29. Ο Υποκειμενισμός αυτός αναφέρεται κατ’ αρχήν τόσο σε αυτόν προσωπικά τον άνθρωπο―επιστήμονα30, όσο και στα προς έρευνα αντικείμενα (μεγέθη, μεθόδους κ.λπ.) της κάθε μιας επιστήμης.

Ομοίως, κάθε διαφορετικότητα των επιστημολογιών προϋποθέτει έναν (υποκειμενικό) εκλεκτικισμό (epistemological eclecticism). Σύμφωνα με τον φιλόσοφο της Επιστήμης Paul Karl Feyerabend (1924–1994)31, η επιλογή τού επιστήμονα μεταξύ ασύμμετρων θεωριών είναι κατά βάση υποκειμενική. Με άλλα λόγια, η ασυμμετρία, μολονότι δεν απαγορεύει κάθε σύγκριση μεταξύ αντίπαλων ασύμμετρων θεωριών, οδηγεί σε μία αναγκαστικά υποκειμενική θεώρηση της Επιστήμης· πρόκειται για αισθητικές κρίσεις, κρίσεις γούστου, κρυπτο-μεταφυσικές προκαταλήψεις, θρησκευτικές επιθυμίες κ.ο.κ.

Σύμφωνα με το θεώρημα (Bayes’ theorem) του Άγγλου μαθηματικού και ιερέα Thomas Bayes (1702–1761), πάντα υπάρχει μία προϋποτιθέμενη πιθανότητα [Pr(H/E&B)] για την επιβεβαίωση μιας επιστημονικής υπόθεσης (Η), βασισμένης σε στοιχεία (Ε), δεδομένης μιας προϋπάρχουσας γνώσης (Β). Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η λειτουργία τής πίστης (πεποίθησης) δεν αναστέλλεται στην Επιστήμη32, μολονότι εξ ορισμού η Επιστήμη αποσκορακίζει κάθε προσωπική (υποκειμενική) πεποίθηση. «Στην Επιστήμη», γράφει ο A. Eddington, «διατηρούμε μερικές φορές πεποιθήσεις που προτιμούμε, αλλά που δεν μπορούμε επιστημονικά να αποδείξουμε»33.

Στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχει μία έντονη ιδεολογία ή ιδεολογικοποίηση τής Επιστήμης, που στηρίζεται αφενός στην αμφιλεγόμενη έννοια τής Επιστήμης και αφετέρου στην αμφιλεγόμενη έννοια τής αλήθειας. Η Επιστήμη δηλ. δεν συνιστά απλώς μία μέθοδο, αλλ’ ενσαρκώνει την ίδια την Αλήθεια. Έτσι, πολλές φορές τα γενικά κατηγορήματα τής Επιστήμης και της επιστημονικής μεθόδου χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό ή την καταπίεση περιοχών έρευνας. Με άλλα λόγια, στο όνομα της Επιστήμης επιχειρείται μία οποιαδήποτε προπαγάνδα ή διανοητική ρύπανση. Ένα τέτοιο περιστατικό επαναλήφθηκε πρόσφατα με την κυκλοφορία τού έργου τού Richard Dawkins

Έτσι, Θρησκεία και Επιστήμη, όταν κάθε μία λειτουργεί αυθεντικά και όχι ιδεολογικά, θα πρέπει να συνυπάρχουν και να λειτουργούν αλληλο-συμπληρωματικά, δεδομένου ότι αφενός ο άνθρωπος βιοψυχικά έχει την ανάγκη τόσο τής Θρησκείας όσο και της Επιστήμης, και αφετέρου εντός τής μιας διεισδύουν στοιχεία και της άλλης· με άλλα λόγια, Θρησκεία και Επιστήμη σήμερα δεν νοούνται στεγανά. Σήμερα, γράφει ο Sir Arthur Stanley Eddington, δεν έχουμε σαφή διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού. Αν θεωρήσουμε ως γνωστή επιστημονικά την έννοια τού φυσικού, τότε κάποια (εξελικτικά) φαινόμενα στους χώρους τής Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας, δεν θα μπορούσαν ad hoc να χαρακτηρισθούν ως «φυσικά». Για παράδειγμα, η ανόργανη ζωή μετασχηματίζεται σε οργανική· η έλλογη αναζήτηση νοήματος ―κεντρική στο ανθρώπινο πρόσωπο― απουσιάζει από τη ζωή των φυτών· η γλώσσα, απαραίτητη λειτουργία για την αφαιρετική και συμβολική σκέψη, λείπει από τη ζωή των ζώων. Έτσι, το Πνεύμα και ο όλος Πολιτισμός φαίνονται ως ένα υπερ-φυσικό μέγεθος σε σύγκριση με την οργανική Φύση.

Με την Αρχή τής Απροσδιοριστίας, αμφισβητείται ―χωρίς όμως να καταργείται― η αντικειμενικότητα και η άτεγκτη Αιτιοκρατία (Determinismus), για να αντικατασταθεί από την πιθανοκρατική (στατιστική ή δυναμική) Αιτιότητα. Κατά συνέπεια, η Κβαντομηχανική είναι αιτιώδης, αλλ’ όχι αιτιοκρατική. Ο Henri Poincaré είχε προβλέψει ότι στο εγγύς μέλλον «ο φυσικός νόμος θα λάβει μία τελείως νέα όψη, δεν θα είναι πια μόνο μία διαφορική εξίσωση, θα λάβει τον χαρακτήρα ενός στατιστικού νόμου»34. Ο Ρώσος χημικός Ilya Viscount Prigogine (ρωσ. Илья́ Рома́нович Приго́жин, 1917–2003), με βραβείο Nobel, χρησιμοποίησε το Ταντρικό σύμβολο του χορού τού ινδουιστικού θεού Shiva για να εξηγήσει την έννοια τής δομής και της αλλαγής στο σύμπαν. «Ακινησία εν κινήσει» ήταν η φράση που χρησιμοποίησε ο ίδιος, για να περιγράψει τη νέα θερμοδυναμική θεωρία του. Αυτή η ιδέα βεβαιώνει ότι οι σταθερές δομές (πρβλ. «παγκόσμιες σταθερές» τού M. J. Feigenbaum) διατηρούν τη σταθερότητά τους, ενώ βρίσκονται σε συνεχή κίνηση εντός διαφορετικών οντικών δυναμικών συστημάτων (ανάλογων συναρτώμενων, μεγεθυνόμενων ή σμικρυνόμενων, μικροσκοπικών ή μακροσκοπικών κλιμάκων). Ο ίδιος, επίσης, κάνει λόγο για μία <Τάξη μέσα στο Χάος> ή για ένα «ντετερμινιστικό χάος» (deterministic Chaos). Ομοίως, ο Εβραίος φυσικός και πολιτικός Yuval Ne’eman (1925-2006), μαζί με τον επίσης εβραϊκής καταγωγής Αμερικανό φυσικό, με βραβείο Nobel, Murray Gell-Mann (1929), ονόμασαν τη συμμετρία (flavour symmetry) των οκτώ μεσονίων, γνωστή σήμερα ως quark model, «οκταπλό μονοπάτι» από την αντίστοιχη έκφραση του Βούδα (πρβλ. Dharma τροχό). Όπως βλέπουμε, λοιπόν, η Επιστήμη δεν αντιμετωπίζεται πλέον μεμονωμένα, δηλ. μόνο με μηχανο-τεχνικούς όρους και μη «ανθρώπινους», αλλά σε σχέση με την Τέχνη, την Ιστορία, τον Πολιτισμό και γενικά το πνευματικό σύστημα αξιών.

Εξάλλου, η «Φυσική τού Χάους» και η «Γεωμετρία των Fractals» δέχονται ότι πίσω από τη φαινομενική αταξία των «τυχαιοτήτων» αναδύονται «στοχαστικά» (stochastic) και τελολογικά φαινόμενα και συμβάντα, που εντελεχιακά στρέφονται σε στόχους και διέπονται από μία λογική τάξη, η οποία ―και εδώ είναι το εκπληκτικό― αναπηδά μέσα από το «χάος».

Συμπέρασμα, λοιπόν, τής Επιστήμης: Φαίνεται ότι υπάρχει Determinismus μέσα στον Indeterminismum! «Όμορφες ανομοιότητες, ισορροπημένες ποικιλότητες και αρμονικές διαφορετικότητες». Αν η Φύση δεν ήταν αιτιατή (δηλ. δεν επέλεγε να ανταποκρίνεται στον άνθρωπο ανάλογα με τα ερωτήματα που αυτός τής υποβάλλει), δεν θα την επηρέαζε η επιστημονική παρατήρηση. Το ότι όμως μεταβάλλει συμπεριφορά, σε σημείο μάλιστα που καθιστά οποιαδήποτε πρόβλεψη αδύνατη, μαρτυρεί ότι τελικά αυτή υπακούει σε έναν άλλο εξωτερικό παράγοντα. Έτσι, η όλη ζωή τής Φύσης φαίνεται ότι έχει τοποθετηθεί μεταξύ αναγκαίου και αδύνατου: «Από την αταξία προκύπτει η νομικότητα και η νομικότητα επιστρέφει στην αταξία». Πράγματι, η σύγχρονη Φυσική επιστήμη «εννοεί το τυχαίο ως αναγκαίο». Κατά ένα λογικό παράδοξο (δηλ. «θαύμα»), οι φυσικοί νόμοι, αντί να αποκλείουν, προϋποθέτουν την αταξία! Το «θαύμα» δηλ. δεν έγκειται στο ότι η Φύση παρουσιάζει μορφές αυστηρής τάξης, αλλ’ ότι οι τάξεις αυτές προέρχονται από φυσικές διαδικασίες υψηλών ανισορροπιών, δηλ. από την αταξία. Η αρχέγονη κατάσταση του σύμπαντος δεν ήταν μία κατάσταση μέγιστης οργάνωσης, αλλά μέγιστης απλότητας και αταξίας (θερμοδυναμικής ισορροπίας). Σύμφωνα με τη Φυσική, από μία ανωμαλία μπορεί να προκύψει είτε κάτι το χαοτικό και άμορφο, είτε κάτι το συνεκτικό και οργανωμένο. Υπ’ αυτή την έννοια, νόμοι είναι οι δυνατότητες της αταξίας, και ως εκ τούτου οι κανόνες τής τύχης: «η κοινή ρίζα τής παρατηρούμενης αυστηρής νομοτέλειας είναι η τύχη». Η «τύχη», όμως, αυτή δεν είναι τυφλή και αυθαίρετη (ένα Χάος), αλλ’, ως τέλεια αταξία, εγκλείει το σπέρμα όλων των δυνατών νόμων.

Η αρμονία αυτή μέσα στην ποικιλομορφία παρατηρείται τόσο στο κοσμικό σύμπαν, όσο και στο βιολογικό ή το ζωικό βασίλειο. Στην ανάπτυξη λ.χ. των γήινων ζωικών μορφών βλέπουμε αρνητική εντροπία, δηλ. αύξηση της τάξης. Για τους φυσικούς, παραμένει, πάντως, μυστήριο πώς στο σύμπαν αναδύθηκε τάξη από το Χάος: ή έχουμε να κάνουμε με ένα «έξυπνο» αυτοδημιούργητο σύμπαν, ή εντελεχιακά σε αυτήν την αρχέγονη κατάσταση («σούπα») ενυπήρχε εξελικτικά η δυνατότητα της περιπλοκότητας, ή, τέλος, μία «έξωθεν» ενέργεια ενήργησε επεμβατικά (θαυμαστά), δεδομένου ότι, αν έχουμε μία «έξωθεν» προσφορά ενέργειας σε ένα απομονωμένο ή «ανοιχτό» (μέσω τής ανταλλαγής ύλης και ενέργειας) στο περιβάλλον (όπως λ.χ. είναι τα έμβια συστήματα) σύστημα, μπορεί να προκύψει τάξη με αντιστάθμισμα (βλ. εντροπικό ισολογισμό) την αύξηση της αταξίας (εντροπίας) σε κάποια άλλη θέση τού συστήματος (δηλ. το ευρύτερο περιβάλλον). Κατά τον φυσικό, P. Davies, οι πιθανότητες να μην εμφανιστεί τάξη κατά τύχη αυξάνονται αστρονομικά· για παράδειγμα, η πιθανότητα να μη συγκεντρωθούν αυτόματα τα μόρια ενός λίτρου αέρα σε μία γωνιά ενός δοχείου είναι τής τάξης τού 101020. Αλλ’, ακόμα και αν κάποια εξωτερική αιτία ανέτρεπε τη θερμοδυναμική ισορροπία αυτής τής «αρχέγονης σούπας» ή η οργανωμένη ενέργεια εμφανιζόταν αυτόματα με τη διαστολή τού σύμπαντος, το ερώτημα παραμένει: Από πού αυτή η εξωτερική αιτία ή η (εκθετική) διαστολή;

Όταν η σημερινή Φυσική αρνείται τον προηγούμενό της εαυτό, την παλαιά δηλαδή Φυσική (ως προς το γεωκεντρικό σύστημα, την ηλικία τού σύμπαντος, τη φύση τού φωτός, την Αιτιοκρατία κ.λπ.) δεν σημαίνει ότι συγκρούεται με τη Θεολογία. Γιατί η Θεολογία ανέκαθεν δεχόταν ταυτόχρονα τόσο την ύπαρξη Νομοθέτου Θεού ως τής έσχατης Αιτίας των πάντων (causa efficiens), όσο και την τελολογική λειτουργία (causa finalis) των φυσικών νόμων. Η συνύπαρξη (βλ. «τελολογική αιτιότητα») μηχανισμού και σκοπού στον ίδιο οργανισμό δεν είναι αδύνατη. Το ως άνω αυτό πόρισμα, θεολογικά, σημαίνει ότι ο Θεός ενεργεί μέσα στη Φύση με ποικίλους τρόπους, μερικούς από τους οποίους μόνο γνωρίζουμε (βλ. Φυσικούς Νόμους, Απροσδιοριστία κ.ά.). Αν, όμως, η κτίση (που είναι «εικόνα» τού Δημιουργού) ενέχει αυτήν τη διαλεκτική, που με τον τρόπο του ανίχνευσε ήδη ο Αριστοτέλης και επιβεβαιώνουν οι σημερινοί φυσικοί, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης μεταξύ Θεού και Απροσδιοριστίας. Ο Θεός μπορεί να δρα κάτω από μία ευρύτερη προοπτική.

Εξάλλου, ο Lucien Cuénot διακρίνει την Τελολογία σε «μετριασμένη» και απόλυτη. Από την ίδια τη «φύση» τού Θεού, που, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι «κίνηση εν ακινησία» (πρβλ. και P. Tillich), δηλ. ένα «γίγνεσθαι» (βλ. ενέργεια) «ἐν τῷ εἶναι» (βλ. ουσία), αλλά και από την Ενανθρώπηση του Λόγου Του (ο οποίος δεν εποίησε μόνο τον άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, ενθέτοντας μάλιστα τη σφραγίδα Του), μπορούμε θεολογικά να κατανοήσουμε, σύμφωνα με τα «Θεία θελήματα», τους «προορισμούς» ή τα «παραδείγματα» (δηλ. τους δημιουργικούς λόγους τών όντων) που πραγματώνονται εξελικτικά και τελειωτικά, ότι, όπως στην ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι και στη Φύση, ο Θ. Λόγος ενεργεί ομοίως (ούτε υποκαθιστώντας τη φύση τού Θεού, ούτε συμφυρόμενος με τον κόσμο), εναρμονίζοντας σώμα και πνεύμα, αναγκαιότητα και ελευθερία, ετερονομία και αυτονομία, συνέχεια και ασυνέχεια, τάξη και χάος, «είναι» και «γίγνεσθαι».

*Από το Βιβλίο Θρησκεία και Επιστήμη Συμβολή στην επιστημολογική Διαλεκτική Ακτίστου και Κτιστού” εκδ. Tremendum

Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: “Διηγήσεις από τη Βίβλο”.

Χριστιανική Θεολογία και Επιστημολογία

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα