Χιτλερισμός…και στο βάθος ερντογανισμός: μία προδιαγεγραμμένη πτώση, εξαιτίας των Δελφίνων

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου

Ιστορικός- Διεθνολόγος[1]

Πολλοί δημοσιογραφικοί αναλυτές και διεθνολόγοι έχουν εξαντλήσει αρθρογραφικά τα διπλωματικά ζητήματα που έφεραν την άνοδο τού χιτλερικού καθεστώτος στη Γερμανία τού Μεσοπολέμου, παραλληλίζοντας τα γεγονότα και τον τρόπο αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων με τις αντίστοιχες καταστάσεις τού σήμερα, όσον αφορά την ανεκτικότητα που επιδεικνύεται από τα ισχυρά κράτη απέναντι στην Τουρκία. Ας μη λησμονείται, ότι τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια ανάρρησης τού Χίτλερ στην εξουσία, οι Δυτικές Δυνάμεις και κυρίως οι Αγγλογάλλοι αντιμετώπιζαν τη χιτλερική ρητορική κατευναστικά, καθώς την θεωρούσαν ως μέσο για την ανάσχεση τού Σοβιετισμού στα περιβάλλοντα τής Μέσης Ανατολής, όπου αυτοί διατηρούσαν αποικίες και προτεκτοράτα. Κάτω από παρόμοιο πλαίσιο διαχειρίστηκαν –τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα- οι σημερινές ισχυρές δυνάμεις την πολιτική τού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Ωστόσο, η πτυχή που δεν έχει αναδειχθεί στο βαθμό που επιτάσσουν τα γεγονότα, έτσι όπως τη δεδομένη περίοδο εξελίσσονται, είναι η κοινωνιολογική οπτική τής εσωκυβερνητικής πολιτικής διαχείρισης τού γειτονικού κράτους, καθώς ο τρόπος που ενεργούν τα πρόσωπα που ασκούν εξουσία, εύλογα μπορεί να παραλληλιστεί, με τον αντίστοιχο τής «ηγετικής ομάδας» τού Χίτλερ. Η προσομοίωση αυτή θα βοηθήσει, ώστε να γίνει κατανοητή, σε ποιο επίπεδο πολιτικής δράσης βρίσκεται η Τουρκία και κυρίως, ποιος και πόσο βασικός είναι ο ρόλος τού Ερντογάν στη διαμόρφωση και λειτουργία τού επιτελικού κράτους του.

Αρχικά, αυτό που είναι αναγκαίο να ειπωθεί, αφορά το πλαίσιο κάτω από το οποίο εξελίσσεται και εδραιώνεται ένας μηχανισμός εξουσίας. Είναι γεγονός, ότι οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικό (διπλωματικές) συνθήκες αποτελούν ισχυρά ερείσματα, τα οποία, εκτός των άλλων, οριοθετούν και τα κοινωνιολογικής διάστασης μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει, για να εδραιωθεί. Μία από τις μεθόδους, που χρησιμοποιεί μία κομματική αρχή με στοιχεία απολυταρχισμού, είναι η επικοινωνιακή προπαγάνδα, η οποία αντικατοπτρίζεται και βρίσκει ερείσματα σε ιδεολογίες που αφενός είναι ή θα πρέπει να είναι εύπεπτες για την πλειονότητα τού πληθυσμού αφετέρου θα συμβαδίζουν με την χρονική συνθήκη, στην οποία διαμορφώνονται. Τόσο το χιτλερικό καθεστώς όσο και το ερντογανικό, για να εδραιωθούν στις κοινωνίες τους (και κυρίως οι απολυταρχικοί μηχανισμοί τους) «σχημάτισαν» στερεότυπα και ιδεολογήματα που την αντίστοιχη χρονική περίοδο είχε ανάγκη ο λαός τους είτε για να βγει από το οικονομικό- κοινωνικό τέλμα είτε για ενωθεί ιδεολογικά. Το στερεότυπο της «ανώτερης φυλής», το όραμα  της «Γαλάζιας Πατρίδας», η διαμόρφωση κοινωνικών τίτλων , όπως «Φύρερ» και «Σουλτάνος» και κυρίως η προσπάθεια σύμπλευσης και των δύο καθεστώτων με τα πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα αναδεικνύουν δύο πολύ βασικές παραμέτρους, που συναντώνται στα απολυταρχικά (ως επί το πλείστον) καθεστώτα: ότι για να παγιωθούν συγκεκριμένης διάστασης κομματικοί σχηματισμοί βασίζονται στο λαϊκό έρεισμα, προκειμένου να μειώνονται οι πιθανότητες κοινωνικών επαναστάσεων, μία πολιτική τεχνική που «αντλείται» από το Βυζάντιο κατά το «άρτος και θεάματα». Συγχρόνως δε, προβαίνουν σε εκδιώξεις ιδεολογικών αντιπάλων, συνήθως ανώτερης πνευματικής υπόστασης. Ιστορικά, είναι γνωστή «η νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» (30 Ιουνίου 1934) με την εκκαθάριση αντιφρονούντων τού χιτλερικού καθεστώτος, μία πρακτική που εφαρμόζεται ιδιαίτερα μεθοδικά στο ερντογανικό καθεστώς εναντίον των γκιουλενιστών με αφορμή το πραξικόπημα τού 2016.

Εκτός των παραπάνω, το επικοινωνιακό στοιχείο τής προπαγάνδας είναι πολύ βασικό γνώρισμα των απολυταρχικών καθεστώτων, καθώς επίσης κατορθώνει να ενοποιήσει ιδεολογικά ευρείες μάζες που συνήθως μεταξύ τους δεν έχουν κάποια συμπλεκτική σχέση. Η παράμετρος αυτή, δηλαδή η ενοποίηση διαφορετικών μεταξύ τους κοινωνικών ομάδων, σηματοδοτεί την αναγκαιότητα δημιουργίας ιδεολογικών συνιστωσών μέσα σε ένα πολιτικό μόρφωμα (το βλέπουμε, ωστόσο, να συμβαίνει αρκετές φορές, όχι απαραίτητα, σε σχηματισμούς απολυταρχικής διακυβέρνησης),  ώστε οι διάφορες απόψεις να αντιπροσωπεύουν όσο το δυνατόν περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Παρόλα αυτά, αυτή η πολυφωνία, όπως ιστορικά αποδείχθηκε, ελλοχεύει κινδύνους ως προς την χρονική επιβίωση ενός μηχανισμού. Αν και φαινομενικά, τα μη δημοκρατικά –ιδίως- καθεστώτα δείχνουν ένα συγκεντρωτισμό όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, ωστόσο συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Άραγε, έχουμε αναρωτηθεί πού εδράζεται η συγκεκριμένη προβληματική;

Η απάντηση έχει ήδη δοθεί (παραπάνω). Μελετώντας την «ανθρωπογεωγραφία» των συγκεκριμένων πολιτικών σχηματισμών καταδεικνύεται, ότι για να μπορέσουν τα απολυταρχικά καθεστώτα να βρουν απήχηση σε μία ευρεία μάζα ατόμων (με διαφορετικό μεταξύ τους ιδεολογικό, κοινωνικό και ενίοτε εθνοφυλετικό και θρησκευτικό υπόβαθρο), είναι αναγκαίο τα διάφορα στελέχη που ασκούν εξουσία να αντιπροσωπεύουν και μία συνιστώσα τής κοινωνίας. Κάτω από το πρίσμα αυτό, ο ηγέτης που ασκεί την κεντρική εξουσία, διαλέγει –τις περισσότερες φορές ο ίδιος- τις φυσιογνωμίες που θα τον πλαισιώνουν. Και όπως ιστορικά και κοινωνιολογικά έχει αποδειχθεί, ανάλογα με την χρονική περίοδο που αναπτύσσεται μία κομματική ιδεολογία τέτοιας προβληματικής, μία ή δύο συνιστώσες θα υπερτερούν έναντι των υπολοίπων. Και αυτό συμβαίνει, γιατί είναι απότοκος των συνθηκών και των προβλημάτων που επικρατούν στην κοινωνία τη συγκεκριμένη περίοδο.

Για να γίνει αντιληπτό το παραπάνω, αρκεί να κάνουμε αναγωγή στο σημερινό κυβερνητικό σκηνικό τής γειτονικής χώρας. Οι φυσιογνωμίες που υπερτερούν, λόγω δημοφιλίας,  έναντι των άλλων προσώπων της κομματικής ηγεσίας είναι ο Αχμέτ Τσαβούσογλου και ο Χουλουσί Ακάρ, δύο άνθρωποι που οι μέχρι τώρα χειρισμοί τους στα εθνικά, τουρκικά ζητήματα, έδειξαν μία εκ διαμέτρου διαφορετική αντίληψη. Ωστόσο, δείχνουν να υπερτερούν σε σχέση με τα υπόλοιπα στελέχη τής ερντογανικής κυβέρνησης, καθώς τη δεδομένη χρονική περίοδο αφενός αντιπροσωπεύουν δύο «μετερίζια» που μπορούν να «αποσπάσουν» το λαό από τα κοινωνικά αδιέξοδά του, λόγω της φτωχοποίησής του αφετέρου οι δύο άνδρες εκπροσωπούν θεσμούς και αρχές που έχουν ιδιαίτερο πρόσημο στην τουρκική κοινωνία, τη Διπλωματία και τον Στρατό.

Το τελευταίο διάστημα γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό, ότι ο Τούρκος ΥπΕξ. έχει εγκαταλείψει την μετριοπαθή στάση του ως προς τα εξωτερικά θέματα τής χώρας του και έχει υιοθετήσει μία πιο σκληροπυρηνική συμπεριφορά, παρόμοια με αυτή τού Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Γιατί άραγε συνέβη αυτή η μεταστροφή; Η αλλαγή αυτή μπορεί να εξηγηθεί υπό το πρίσμα δύο κοινωνιολογικής διάστασης παραγόντων: ο πρώτος είναι, όπως έχει καταδείξει η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά των απολυταρχικών καθεστώτων, όταν αρχίζει η «κάθοδός» τους ψάχνουν να βρουν εξιλαστήρια θύματα (και έχουν αρκετά λόγω των πολλών συνιστωσών εντός του θεσμικού μηχανισμού τους). Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο κ. Τσαβούσογλου. Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι η κυβερνητική πολιτική δεν είναι ενιαία και αδιαίρετη, αλλά το κάθε επιμέρους ζήτημα επαφίεται στο πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο να το διαχειριστεί. Έτσι λοιπόν, υπάρχει ένας ανταγωνισμός μεταξύ των προσώπων, προκειμένου να φανούν αντάξιοι απέναντι στην επιλογή τού ηγέτη.

Όμως, μελετώντας την οργάνωση τού εσωτερικού μηχανισμού των πολιτικών κομμάτων (οποιαδήποτε ιδεολογική διάσταση και να έχουν και οποιοδήποτε μορφής οργάνωσης και να έχουν) αποδεικνύεται, ότι οι ανταγωνισμοί  των προσώπων που ασκούν διοίκηση σε ένα «πολυφωνικό» κομματικό μόρφωμα σταδιακά αποφέρουν αποδόμηση (πόσω μάλλον, όταν ασκούν κυβερνητικό έργο), λόγω της «πολυγλωσσίας» που επικρατεί. Ας μην ξεχνάμε, τις έριδες για τη μορφή που έπρεπε να πάρει η κοινωνική διοίκηση στο νέο πολιτειακό μόρφωμα και τους «δελφινισμούς» που αναδείχτηκαν μετά τη Ρωσική Επαναστάση του 1917 ανάμεσα στα στελέχη τού κόμματος, πριν ακόμα πεθάνει ο Λένιν το 1924.

Μετά τα τελευταία μάλιστα δημοσιεύματα που αναφέρουν, ότι ο εσωκομματικός μηχανισμός τής ερντογανικής κυβέρνησης διέρχεται κρίση με συνέπεια σημαντικά στελέχη, ένας εκ των οποίων είναι ο γαμπρός τού νυν Προέδρου, να μιλούν για την επόμενη μέρα τού κόμματος (και στην ηγεσία αυτού), εύκολα μπορεί να παραλληλιστεί αφενός με το παραπάνω ιστορικό παράδειγμα για το πώς «αντιδρούν» οι συνιστώσες (και άρα η πολυγλωσσία) σε ένα πολιτικό μόρφωμα και τα αποτελέσματα που επιφέρουν σε αυτό αφετέρου μέσω της προσομοίωσης με αντίστοιχες συμπεριφορές ηγετικών στελεχών κατά την περίοδο που άρχισε η «κάθοδος» τού χιτλερικού καθεστώτος στη Γερμανία να καταδειχθεί, πώς αρχίζουν να «αντιδρούν» τα κόμματα (δηλαδή τα πρόσωπα και οι μηχανισμοί τους), όταν αρχίζει η «πτώση» τους. Ο Ρόζενμπεργκ ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες τού Χίτλερ, ο οποίος στο ημερολόγιό του (το οποίο αποτέλεσε ένα από τα βασικά τεκμήρια τής Δίκης της Νυρεμβέργης) ανέφερε αναλυτικά τις εντάσεις και τις διαφωνίες που υπήρχαν στα ανώτερα κλιμάκια τής γερμανικής διοίκησης ως προς τον χειρισμό των καταστάσεων. Λόγω της πολυδιάστατης κυβερνητικής διαχείρισης, εκτός των άλλων δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των συνεργατών και τις περισσότερες φορές ανάμεσά τους αναπτύσσονται φοβικά σύνδρομα, διότι εμπνέονται από διαφορετικά κίνητρα, καθώς έχουν μεταξύ τους διαφορετικό αξιακό υπόβαθρο, ώστε όπως παραπάνω αναλύσαμε, να αντιπροσωπεύουν όσο το δυνατόν περισσότερα κοινωνικά στρώματα και ιδεολογίες. Πχ. λέγεται ότι τον επικεφαλής των αυστριακών SS, Έρνστ Καλτεμπρούνερ, τον φοβόταν ακόμα και ο Χίμλερ.

Τέλος, για να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί εσωτερικά το κόμμα τού Ερντογάν ή το χιτλερικό κόμμα, είναι επιβεβλημένο να οριοθετήσουμε το ρόλο τού ηγέτη μέσα σε αυτά. Στη βάση αυτή θα αναδειχθούν τα κοινωνικής φύσης λάθη που γίνονται και οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην πτώση τα κόμματα και τις ηγεσίες (οποιαδήποτε μορφής και υπόστασης).  Και ενώ ο ηγέτης για τους περισσότερους από εμάς αντιπροσωπεύει το άτομο που φαίνεται ότι ασκεί την εξουσία, στην πραγματικότητα και όπως κατέδειξε η κοινωνική έρευνα (ο W.Bennis οριοθέτησε τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ηγέτη) η ηγεσία δεν θα έπρεπε να ταυτίζεται με το πρόσωπο που φαίνεται να την ασκεί, αλλά να οριοθετείται στην αντίληψη που έχει η επιστήμη τού management για την έννοια του ηγέτη και η οποία είναι, όχι μόνο το άτομο που φαίνεται ότι είναι στην κορυφή τής διοίκησης, αλλά και το άτομο που έχει τα προσόντα για να είναι προεξάρχον. Συνήθως, η ηγεσίες των κομμάτων καταλαμβάνονται από πρόσωπα που έχουν ευρεία δημοφιλία στις κοινωνικές μάζες. Ωστόσο, όμως, όπως αποδεικνύεται τις περισσότερες φορές, τα πρόσωπα αυτά, επειδή δεν έχουν επιπλέον δυνατότητες ή πιο σωστά οι δυνατότητές τους υπολείπονται των στελεχών που τα πλαισιώνουν, αναγκάζονται κατά κάποιο τρόπο να εκχωρήσουν την εξουσία στην υπόλοιπη «ηγετική ομάδα».

Συνήθως, όταν ο ηγέτης δεν είναι απλά το πρόσωπο που φαίνεται ότι ασκεί την εξουσία, αλλά έχει και τα προσόντα (λχ. γνωσιακά, κοινωνικά, επικοινωνιακά κτλ) να την ασκήσει, η εξουσία του είτε θα είναι αυταρχική (δηλαδή ο ίδιος λαμβάνει τις αποφάσεις και τα υπόλοιπα μέλη τού κομματικού σχηματισμού είναι τα εκτελεστικά όργανα)  είτε δημοκρατική (δηλαδή ο ίδιος θα λάβει υπόψη και την άποψη των συνεργατών του). Τόσο στο χιτλερικό καθεστώς όσο και στο ερντογανικό (κυρίως των τελευταίων μηνών), επειδή τα κεντρικά πρόσωπα είχαν, όπως τελικά αποδείχτηκε, μόνο τη διάσταση τής δημοφιλίας στο λαό και για αυτό επιλέχτηκαν από τον κεντρικό κομματικό μηχανισμό, για να ηγηθούν, αναγκάζονται, και αυτό φαίνεται κυρίως σε περιόδους κρίσεως, να εκχωρήσουν επιπλέον (ηγετικής φύσης) αρμοδιότητες στα άτομα που τα πλαισιώνουν, με συνέπεια τα ίδια να δημιουργούν οιονεί δελφίνους. Αυτή η μορφή ηγεσίας που βλέπουμε ότι υφίστατο τόσο στο καθεστώς του Χίτλερ όσο και σήμερα υφίσταται στη γειτονική χώρα, ονομάζεται εξουσιαστική. Πολλοί αναλυτές και κοινωνιολόγοι θεωρούν, ότι η σημερινή τουρκική ηγεσία για να διαμορφώσει το σημερινό μοντέλο διακυβέρνησης στηρίχθηκε στις πολιτικές τού χιτλερικού καθεστώτος. Όμως οι Τούρκοι επικοινωνιολόγοι τού ερντογανικού κόμματος όφειλαν να σταθούν σε δύο προϋποθέσεις: ότι οι κοινωνίες εξελίσσονται, οπότε και τα μοντέλα διακυβέρνησης, καθώς επίσης, ότι ο ρόλος τού ηγέτη θα πρέπει να εμπεριέχει πολυπαραγοντική μορφή και διάσταση.

Ενδεικτικές πηγές που αναγνώστηκαν:

Warren Bennis, (2009), On becoming a leader- the leadership classic, Αθήνα: Basic Books.

https://encyclopedia.ushmm.org

Κώστα Ράπτη, Τουρκία: η υπόγεια μάχη για τη διαδοχή τού Ερντογάν, στο www.capital.gr (30.8.2020)

«Εμφύλιος» ανάμεσα σε στρατηγούς και Ερντογάν: «αποτύχαμε στη Λιβύη», στο https://enoploi.blogspot.com/2020/08/blog-spot_260.html?m=1

[1] Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια στη Νομική Σχολή ΑΠΘ και εξωτερική συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ).

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Για την αποκατάσταση, το όνομα του νυν Τούρκου ΥπΕξ είναι Μεβλούτ και όχι Αχμέτ που εκ παραδρομής ανέφερα στο άρθρο…

    Επειδή υπήρχε ο ενδοιασμός αν έπρεπε να αναφερθώ στην παρόμοιας διαστάση πολιτική αντίληψη και διαχείριση τού προκατόχου του, εκ παραδρομής ανέφερα το όνομα Αχμέτ

    Από την συγγραφέα τού άρθρου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα