Γράφει ο Παντελής Σαββίδης
Την ώρα που συζειτείται το σχέδιο Τραμπ, οι ρωσικές επιθέσεις συνεχίζονται (φωτ.: EPA / Maxym Marusenko)
Η διαρροή του σχεδίου ειρήνευσης του Ντόναλντ Τραμπ για τον πόλεμο στην Ουκρανία θέτει το ερώτημα αν οδεύουμε προς μια συνθηκολόγηση επώδυνη, από ό,τι φαίνεται, για το Κίεβο, αλλά αναγκαστική για να μην απολέσει και άλλα εδάφη και ανθρώπινες ψυχές.
Και ενώ η Ουκρανία εισέρχεται σε μια μεταβατική περίοδο με αβέβαιους συσχετισμούς, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά σε στρατιωτικές συμπράξεις με το Κίεβο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση από τη Μόσχα.
Τα 28 σημεία του σχεδίου που κυκλοφόρησε στα ΜΜΕ δεν θυμίζουν συμφωνία τερματισμού ενός πολέμου, αλλά κείμενο ρωσικών απαιτήσεων. Η παγίωση των σημερινών γραμμών σύγκρουσης, η ντε φάκτο αναγνώριση της Κριμαίας και του Ντονμπάς ως ρωσικών, η απόσυρση ουκρανικών δυνάμεων από εδάφη που ακόμη ελέγχουν και η δέσμευση πως η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ, συνθέτουν μια συμφωνία που νομιμοποιεί όλα τα ρωσικά κέρδη, επαναφέρει τη Ρωσία στην παγκόσμια οικονομία, αναγκάζει την Ουκρανία σε ριζικές εσωτερικές αλλαγές, αποδυναμώνει την ΕΕ γεωπολιτικά.
Η επιμονή Τραμπ για άμεσες διαπραγματεύσεις –με προθεσμία υπογραφής μέχρι τις 27 Νοεμβρίου– δείχνει την πρόθεσή του να αποφύγει την ενεργοποίηση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Λουκόιλ και της Ροσνέφτ. Από ουκρανικής πλευράς, η ερμηνεία είναι σαφής: ο Τραμπ θέλει να μπλοκάρει τις κυρώσεις και να επιβάλλει μια συμφωνία που θεωρεί πως δεν μπορεί να αποφύγει με βάση την πραγματικότητα στο επιχειρησιακό πεδίο.
Η Ρωσία, εντυπωσιακά, δεν βιάζεται. Ούτε δηλώνει πρόθυμη να συμμετάσχει. Ούτε έχει σταματήσει επιχειρήσεις στο μέτωπο. Ούτε δείχνει διάθεση να προσφέρει οτιδήποτε πέραν όσων ήδη ελέγχει. Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι η Μόσχα έχει ήδη συνεννοηθεί με την Ουάσινγκτον σε επίπεδο αρχών – κι αυτό που απομένει είναι η εξαναγκαστική προσαρμογή της Ουκρανίας.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο σύμβουλος του Ρώσου προέδρου Κίριλ Ντμίτριεφ συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις διαμόρφωσης του σχεδίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική κατάσταση στο Κίεβο είναι δυσμενέστατη για τον πρόεδρο Ζελένσκι. Το σκάνδαλο διαφθοράς που εμπλέκει το δεξί χέρι του Ζελένσκι, Αντρίι Γιερμάκ, έχει προκαλέσει σοβαρή θεσμική κρίση. Οι πιέσεις για αποπομπή του είναι έντονες τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Η απόφαση Ζελένσκι να τον υπερασπιστεί εντείνει τα ερωτήματα γύρω από τη βιωσιμότητα της ηγεσίας του, το κατά πόσο έχει πια την εμπιστοσύνη των Δυτικών, το αν μπορεί να «περάσει» μια ταπεινωτική συμφωνία στην ουκρανική κοινωνία και στον στρατό.
Στο παρασκήνιο, κύκλοι σε Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον εξετάζουν πλέον σενάρια «μετά Ζελένσκι». Οι επερχόμενες εκλογές –που το σχέδιο Τραμπ προβλέπει μέσα σε 100 ημέρες– δημιουργούν ένα τοπίο ρευστότητας.
Η Ουκρανία βρίσκεται σήμερα σε μια ενδιάμεση φάση εθνικού αναπροσδιορισμού: πόση επικράτεια θα ελέγχει; ποια η σχέση της με τη Δύση; ποια η ηγεσία που θα συνομιλήσει με τον Τραμπ; ποια η θέση της Ρωσίας στη μελλοντική της ασφάλεια;
Μέσα σε τέτοια αβεβαιότητα, η υπογραφή μιας συμφωνίας ειρήνευσης είναι απόφαση που επανακαθορίζει το ίδιο το ουκρανικό κράτος.
Στην Ευρώπη, τώρα, παρότι αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες προετοιμάζουν το κοινό τους για το ενδεχόμενο «μελλοντικής ρωσικής επίθεσης», η στρατιωτική πραγματικότητα δείχνει κάτι διαφορετικό. Μετά από περίπου τέσσερα χρόνια πολέμου η Ρωσία έχει αποδυναμωθεί οικονομικά, έχει απολέσει σημαντικό αριθμό στρατιωτών –με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο εσωτερικό της χώρας– και γνωρίζει ότι πόλεμος με την Ευρώπη σημαίνει άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ.
Γι’ αυτό είναι απίθανο να επιδιώξει πόλεμο με χώρες του ΝΑΤΟ. Άρα, η ευρωπαϊκή έντονη ανησυχία για πόλεμο με την Ρωσία τα επόμενα χρόνια δεν έχει λογική βάση, αντανακλά περισσότερο την αναζήτηση συναίνεσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης στην πολιτική της Ένωσης στο Ουκρανικό, την προετοιμασία για νέες αμυντικές δαπάνες, την προσπάθεια ορισμένων κρατών (Βρετανία, για παράδειγμα) να κερδίσουν γεωπολιτικά ή οικονομικά οφέλη από την Ουκρανία.
Ενώ όλα αυτά εξελίσσονται, η ελληνική κυβέρνηση κινείται με τρόπο που προκαλεί ανοιχτή ρωσική αντίδραση. Η πρόσφατη συμφωνία παραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών με την Ουκρανία οδήγησε τη Μαρία Ζαχάροβα να κατηγορήσει δημόσια την Αθήνα ότι ακολουθεί «προκλητική και εχθρική πολιτική».
Ποιος λόγος επέβαλε τη σπουδή της Αθήνας να κλείσει τέτοιες συμφωνίες ενώ θα μπορούσε να περιμένει τη διαμόρφωση του νέου τοπίου της χώρας και τη συνεννόηση με την κυβέρνηση που θα εκλεγεί;
Υπάρχουν δύο αναγνώσεις. Η μία είναι η κυβερνητική: η Ελλάδα θέλει να δείξει σταθερή ευρωατλαντική προσήλωση, να εμφανιστεί ως πρωταγωνιστής στην άμυνα της Ευρώπης και να συμμετάσχει στις μελλοντικές αλυσίδες αμυντικής παραγωγής. Η άλλη ανάγνωση λέει πως η Αθήνα δεσμεύεται μονομερώς με μια χώρα της οποίας η εδαφική μορφή και η πολιτική ηγεσία δεν είναι σταθερές, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με μια μεγάλη δύναμη χωρίς να έχει εξασφαλίσει αντίστοιχα οφέλη, επενδύει σε συμφωνίες που μπορεί σε λίγους μήνες να ανατραπούν.
Εάν το σχέδιο Τραμπ προχωρήσει και αρθεί το καθεστώς κυρώσεων, η Ρωσία θα επανενταχθεί στην παγκόσμια οικονομία. Τότε, το ερώτημα για το μονομερές ελληνικό ενεργειακό μοντέλο –σήμερα βασισμένο στο ακριβότερο αμερικανικό LNG– θα τεθεί υπό νέα βάση. Άρα, η σημερινή ελληνική στάση ίσως αποδειχθεί πρόωρη, αχρείαστα συγκρουσιακή και χωρίς στρατηγικό βάθος.
Εκτός απροόπτου φαίνεται να οδηγούμαστε σε μια «ειρηνευτική συμφωνία» από την οποία η Ρωσία βγαίνει ωφελημένη. Δύσκολα θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού στο πεδίο η Ρωσία κερδίζει και βρίσκεται κοντά στην υλοποίηση του πολεμικού της σχεδίου.
Σε αυτό το περιβάλλον η Αθήνα δεν χρειάζεται να σπεύδει. Οι κινήσεις της πρέπει να είναι προσεκτικές.


