Ούτως ή άλλως δεν περιμέναμε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ για να διαπιστώσουμε ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε μια ιδιαίτερα θετική στάση. Άλλωστε, η «ατλαντική» στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων των προηγούμενων δεκαετιών και όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί και την επόμενη.

Επίσης, το κλίμα είχε προλειάνει η υπογραφή της νέας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας, που αναμένεται να κυρωθεί το επόμενο διάστημα και από την ελληνική Βουλή και η οποία ενισχύει τις διευκολύνσεις που προσφέρει η ελληνική πλευρά στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, την ώρα που είναι σε εξέλιξη η διαδικασία αναβάθμισης των F-16.

Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική, που είχε ακολουθήσει και η κυβέρνηση Τσίπρα, της συνεργασίας με δύο βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, δηλαδή του Ισραήλ και της Αιγύπτου, αλλά και την πολιτική της αναβάθμισης της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στα Δυτικά Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης και της εισόδου της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.

Σε όλα αυτά προστίθεται και η διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε δεύτερο χρόνο και μετά την αναβάθμιση των F-16 στην προμήθεια μαχητικών αεροσκαφών F-35, ξεπερνώντας προηγούμενες επιφυλάξεις που αφορούσαν την αναλογία οικονομικού κόστους και στρατιωτικού οφέλους από μια τέτοια μεγάλης κλίμακας αγορά οπλικού συστήματος. Άλλωστε, πάντα οι αμερικανικές κυβερνήσεις δίνουν μεγάλη σημασία στην εξασφάλιση μεγάλων αγορών αμερικανικού υλικού από τους συμμάχους τους, ιδίως από τη στιγμή που η αμυντική βιομηχανία εξασφαλίζει σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας.

Εάν σε όλα αυτά προστεθεί η σαφής στρατηγική επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης για την προσέλκυση αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας συνολικότερης στροφής της προς την ανάπτυξη μέσα από ξένες επενδύσεις, διαμορφώνεται το έδαφος μιας περαιτέρω βελτίωσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.

Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αυτή η βελτίωση του κλίματος στις διμερείς σχέσεις και η σαφής ελληνική στήριξη προς βασικές πλευρές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής θα μεταφραστεί και σε παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε σχέση με το βασικό ζήτημα που σήμερα απασχολεί την ελληνική εξωτερική πολιτική που είναι η κλιμάκωση της τουρκικής «αναθεωρητικής» στρατηγικής, με επίκεντρο τη συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ με τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης.

Η λεπτή ισορροπία στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις

Είναι γεγονός ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δοκιμάστηκαν τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα του 2016 και την έκτοτε καχυποψία της τουρκικής πλευράς ότι οι πραξικοπηματίες είχαν την ανοχή αν όχι τη μερική στήριξη των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις κυρίως στη Συρία έσπρωξαν την Τουρκία σε μια αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία και το Ιράν, καθώς η Τουρκία ήθελε να αποφύγει τον «υπαρξιακό» κίνδυνο μιας οιονεί κρατικής κουρδικής οντότητας στη βορειοανατολική Συρία. Οι εξελίξεις αυτές όπως και η ευρύτερη προσπάθεια της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν να διεκδικήσει έναν πιο αυτόνομο ρόλο έκαναν τμήματα του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου να είναι πολύ επιφυλακτικά έναντι της Τουρκίας και να θεωρούν ότι δεν μπορεί πια να παίξει τον ίδιο ρόλο προκεχωρημένου φυλακίου των δυτικών συμφερόντων.

 

Όμως, αυτή η άποψη, που κατά καιρούς έχει εκφραστεί σε συμβολικές κινήσεις όπως τα διάφορα ψηφίσματα του Κογκρέσου, δεν έγινε ποτέ ούτε ο μόνος ούτε ο κυρίαρχος γνώμονας για τη χάραξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία.

Αντίθετα, φαίνεται να πρυτανεύει η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια μιας ρήξης με την Τουρκία και πολύ περισσότερο της ένταξής της σε έναν δυνάμει «ευρασιατικό» άξονα, μέσα από την αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο και ανεξαρτήτως ρητορικών τοποθετήσεων και συμβολικών κινήσεων είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν τη ρήξη με την Τουρκία και εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν ως τμήμα του ευρύτερου φάσματος των συμμαχικών δυνάμεων. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τον αμερικανό πρόεδρο Τραμπ που κατεξοχήν έχει φανεί να υποστηρίζει αυτή την άποψη.

Αυτό στηρίζεται σε και μια εκτίμηση ότι η όποια προσέγγιση με τη Ρωσία είναι περισσότερο τακτική και αφορά την ιδιαίτερη συγκυρία της συριακής κρίσης και το ρόλο power broker που έχει κατοχυρώσει η Μόσχα εκεί, την ώρα που και η συμπόρευση με το Ιράν, μέσα και από τη διαδικασία της Αστάνα, επίσης έχει περισσότερο να κάνει με την κοινή εχθρότητα προς οποιοδήποτε ενδεχόμενο κουρδικής κρατικής οντότητας οπουδήποτε, παρά με μια συνολικότερη προσέγγιση, παρά τη σχετική βελτίωση των διμερών σχέσεων το τελευταίο διάστημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να διακυβεύσουν συνολικά την σχέση με την Τουρκία.

Η νέα ένταση με το Ιράν και η επίπτωση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις

Η νέα ένταση με το Ιράν, ύστερα από την εκτέλεση Σουλεϊμανί και τα πρώτα ιρανικά αντίποινα επίσης είναι παράγοντας που επηρεάζει τη δυναμική των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Εάν οι ΗΠΑ πρόκειται να επιμείνουν σε μια στρατηγική πίεσης και έντασης, ακόμη και εάν δεν υπάρξει άμεση πολεμική κλιμάκωση, τότε είναι προφανές το Ιράν θα προσπαθήσει με τη σειρά του να διεκδικήσει και να παγιώσει την όποια επιρροή του στην περιοχή και με το κρίσιμο επίδικο να είναι το Ιράκ.

Σε ένα τέτοιο τοπίο είναι προφανές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ήθελαν να χάσουν ένα ακόμη δυνητικό στήριγμα στην περιοχή, κάτι που αντικειμενικά αναβαθμίζει τη θέση της Τουρκίας, την ώρα που και το Ιράν θα προσπαθήσει να μη βρεθεί σε απομόνωση την ώρα που βλέπει κλιμακούμενη αμερικανική πίεση.

Αυτή είναι μια συνθήκη την οποία η Τουρκία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να διεκδικήσει ρόλο παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή και να περιορίσει την όποια πίεση δέχεται από τις ΗΠΑ.

Και αυτή  η συνθήκη καθιστά πιο δύσκολο και μακρινό το ενδεχόμενο μιας ρήξης στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Τα ελληνικά διλήμματα

Σε αυτό το τοπίο είναι σαφές ότι η αμερικανική πλευρά δεν πρόκειται να προχωρήσει σε κινήσεις επιθετικές έναντι της Τουρκίας, ή να φανεί ότι καταδικάζει τις πρόσφατες τουρκικές πρωτοβουλίες.

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιθυμούσαν γενικά μια εξομάλυνση των εντάσεων στο εσωτερικό του φάσματος χωρών που θεωρούν «συμμαχικό». Αυτό σημαίνει ότι όντως θα επιθυμούσαν μια διαδικασία διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, τόσο για τα διμερή θέματα, όσο και για το Κυπριακό, συμπεριλαμβανομένης της συνεκμετάλλευσης των πόρων. Σε αυτό παραπέμπουν όλες οι δημόσιες δηλώσεις που αναφέρονται πάντα στη τήρηση του διεθνούς δικαίου αλλά και στην ανάγκη συνεργασίας όλων των πλευρών στα ζητήματα εκμετάλλευσης φυσικών πόρων.

 

Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα βγουν ποτέ να πουν ότι οι αξιώσεις της Τουρκίας είναι παράνομες και ότι το διεθνές δίκαιο στηρίζει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Δεν το έχουν πει ποτέ και δεν πρόκειται να το πουν. Η θέση τους θα είναι αποφυγή εντάσεων και από εκεί και πέρα διαπραγμάτευση για τις διαφορές και συνεκμετάλλευση για τα θέματα φυσικών πόρων, κατά προτίμηση με όρους που να διευκολύνουν και τα αμερικανικά γεωπολιτικά αλλά και οικονομικά συμφέροντα.

Αυτό για την ελληνική κυβέρνηση σημαίνει την αναζήτηση της δύσκολης ισορροπίας που θα εξασφάλιζε εκείνη την αμερικανική πίεση προς την Τουρκία για την αποφυγή προκλήσεων, με αντάλλαγμα την ακόμη μεγαλύτερη ελληνική διευκόλυνση στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, ώστε να προλειανθεί το έδαφος για μια διαπραγμάτευσή που με τη σειρά της θα προϋπόθεση να ξεπεραστεί το ενδεχόμενο η διαπραγμάτευση να θεωρηθεί στο εσωτερικό της χώρας «ενδοτισμός».

in.gr