Τα όρια της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας

29 Δεκεμβρίου 2025

Ίμραν Χαλίντ

Φωτογραφία: Frederic Köberl

Η Ευρώπη εισέρχεται σε μια περίοδο ανανεωμένης στρατηγικής αμφιβολίας. Συζητήσεις για την ασφάλεια που άλλοτε έμοιαζαν θεωρητικές έχουν αποκτήσει πιο αιχμηρό χαρακτήρα, καθώς εντείνεται η αβεβαιότητα για τον μακροπρόθεσμο ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία και την ανθεκτικότητα των ίδιων των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων. Οι ηγέτες δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν την ανάγκη για μεγαλύτερη αυτάρκεια, ωστόσο η ανταπόκρισή τους παραμένει άνιση. Το αποτέλεσμα είναι ένα διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις προθέσεις και τις πράξεις, σε μια στιγμή που το διεθνές περιβάλλον ασφάλειας γίνεται ολοένα πιο εύθραυστο.

Η πιο πρόσφατη δοκιμασία ήρθε κατά τη συνεδρίαση των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, στις 3 Δεκεμβρίου. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συναντήθηκαν εν μέσω συνεχιζόμενων ανησυχιών για τη διαρκή στήριξη προς την Ουκρανία και για τις υβριδικές απειλές από τη Ρωσία. Η συνάντηση επιβεβαίωσε προτεραιότητες όπως η ενίσχυση της αμυντικής παραγωγής και της βοήθειας προς το Κίεβο, ενώ υπογράμμισε τη δέσμευση που είχε αναληφθεί νωρίτερα στη Σύνοδο της Χάγης για μια αξιόπιστη πορεία προς δαπάνες άμυνας και ασφάλειας ύψους 5% του ΑΕΠ έως το 2035, πολύ πέρα από τον παλαιό στόχο του 2%.

Η θέση της Ουκρανίας έχει καταστεί πιο δύσκολη. Σφοδρές μάχες συνεχίζονται κοντά στον άξονα Ποκρόβσκ–Μίρνοχραντ, με ρωσικές προσπάθειες διείσδυσης και πίεση στις γραμμές του μετώπου να ενισχύουν το μήνυμα του Κιέβου ότι χρειάζεται περισσότερα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας πριν ο χειμώνας περιορίσει περαιτέρω την κινητικότητα. Οι Ουκρανοί διοικητές διαψεύδουν ρωσικούς ισχυρισμούς περί πλήρους κατάληψης ή περικύκλωσης, αναγνωρίζουν όμως την αυξημένη ένταση. Οι συνεισφορές της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων συστημάτων Patriot το 2025, έχουν γίνει δεκτές θετικά, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύουν τη συνολικά περιορισμένη ευρωπαϊκή ικανότητα. Η παραγωγή πυρομαχικών και ανταλλακτικών εξακολουθεί να υπολείπεται των ουκρανικών αναγκών. Καταβάλλονται προσπάθειες για την επέκταση της παραγωγής σε ολόκληρη την ήπειρο, ωστόσο ο ρυθμός παραμένει βραδύτερος από όσο απαιτεί η κατάσταση.

Η πρωτοβουλία υπό τσεχική ηγεσία για την προμήθεια πυρομαχικών εκτός Ευρώπης — ένα εμβληματικό εγχείρημα της προηγούμενης κυβέρνησης που μόνο το 2025 παρέδωσε περίπου 1,8 εκατομμύρια βλήματα — έχει αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, αλλά το μέλλον της είναι πλέον αβέβαιο μετά τον σχηματισμό, στα μέσα Δεκεμβρίου, νέας κυβέρνησης με λαϊκιστική ηγεσία υπό τον Αντρέι Μπάμπις. Η νέα διοίκηση έχει δεσμευθεί να περικόψει την άμεση τσεχική χρηματοδότηση για τη βοήθεια προς την Ουκρανία, έχει επικρίνει τη διαφάνεια του προγράμματος και έχει αφήσει να εννοηθεί πιθανή αποχώρηση ή περιορισμό του συντονιστικού ρόλου της Πράγας, με κρίσιμη απόφαση του συμβουλίου ασφαλείας να αναμένεται στις αρχές Ιανουαρίου 2026. Η μεταστροφή αυτή απειλεί να διαταράξει μια κρίσιμη γραμμή εφοδιασμού που καλύπτει σημαντικό μέρος των ουκρανικών αναγκών σε πυρομαχικά πυροβολικού και υπογραμμίζει τις αυξανόμενες αποκλίσεις στην ευρωπαϊκή δέσμευση προς το Κίεβο.

Η Γαλλία, η Ιταλία, τα κράτη της Βαλτικής και αρκετές σκανδιναβικές κυβερνήσεις έχουν καλέσει την ΕΕ να υιοθετήσει πιο συντονισμένες πολιτικές κοινών προμηθειών. Οι προτάσεις αυτές προσκρούουν σε δημοσιονομικές αντιστάσεις από κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και αυξανόμενες κοινωνικές δαπάνες. Ακόμη και κυβερνήσεις που στηρίζουν βαθύτερη ολοκλήρωση δυσκολεύονται να οικοδομήσουν την εσωτερική συναίνεση που απαιτείται για διαρκείς επενδύσεις. Το αμυντικό σχέδιο SAFE της ΕΕ σημείωσε ορόσημο στις αρχές Δεκεμβρίου, με 19 κράτη να υποβάλλουν κοινές στρατηγικές προμηθειών και τον Καναδά να εντάσσεται ως εταίρος. Ωστόσο, προγενέστερες διαιρέσεις — όπως η απόρριψη από το ολλανδικό κοινοβούλιο, τον Μάρτιο του 2025, της ευρύτερης πρότασης ReArm Europe ύψους 800 δισ. ευρώ με χρηματοδότηση μέσω χρέους — συνεχίζουν να προκαλούν εσωτερικές τριβές.

Η Ρωσία κινήθηκε γρήγορα για να εκμεταλλευτεί αυτή τη διστακτικότητα. Η συνεργασία με το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα έχει εμβαθύνει τα τελευταία χρόνια μέσω συνθηκών και εταιρικών σχέσεων, επιτρέποντας στη Μόσχα να αναπληρώσει τα αποθέματα πυρομαχικών και να επεκτείνει τις δυνατότητές της σε μη επανδρωμένα συστήματα. Ευρωπαϊκές εκθέσεις πληροφοριών καταγράφουν αύξηση της κυβερνοδραστηριότητας που συνδέεται με ρωσικές ομάδες, με πρόσφατες απόπειρες να στοχεύουν ενεργειακά και μεταφορικά δίκτυα στην Πολωνία, τη Λετονία και τη Λιθουανία. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν τους φόβους ότι η Ευρώπη παραμένει ευάλωτη σε υβριδικές πιέσεις, ακόμη και καθώς το φυσικό μέτωπο στην Ουκρανία προχωρά αργά.

Σε πολιτικό επίπεδο, το τοπίο στο εσωτερικό της Ευρώπης έχει γίνει πιο περίπλοκο. Πέραν των εξελίξεων στην Τσεχία, οι εκλογές στην Ολλανδία έφεραν νέες αβεβαιότητες για τη μελλοντική στάση της χώρας απέναντι στην ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική. Η κυβέρνηση της Σλοβακίας έχει επιβραδύνει τη στήριξή της προς την Ουκρανία, εγείροντας ερωτήματα για τη συνοχή της στρατηγικής κυρώσεων της Ένωσης. Ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία, παρότι καλύπτει τον στόχο δαπανών 2% του ΑΕΠ μέσω ενός μεγάλου επενδυτικού ταμείου, παραμένει διχασμένος ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των αμυντικών προϋπολογισμών. Ακόμη και στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση έχει καλέσει σε ισχυρότερες ευρωπαϊκές δυνατότητες, εξακολουθούν να υπάρχουν διαφωνίες για το πόσο μακριά και πόσο γρήγορα πρέπει να προχωρήσουν αυτές οι προσπάθειες. Οι εθνικές αυτές μετατοπίσεις αναδεικνύουν μια ευρύτερη τάση ενίσχυσης λαϊκιστικών και ευρωσκεπτικιστικών επιρροών, οι οποίες αμφισβητούν την ενότητα που απαιτείται για φιλόδοξους συλλογικούς αμυντικούς στόχους.

Η εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ συνεχίζει να ρίχνει βαριά σκιά. Παρότι η Ουάσιγκτον δεν έχει μεταβάλει τα επίπεδα των στρατευμάτων της στην Ευρώπη εν μέσω της συνεχιζόμενης παγκόσμιας αναθεώρησης στάσης του Πενταγώνου, η διαδικασία αυτή αντανακλά την επιθυμία διατήρησης ευελιξίας και αποφυγής νέων δεσμεύσεων, μεταθέτοντας μεγαλύτερο βάρος στους συμμάχους. Αξιωματούχοι έχουν υπογραμμίσει προτεραιότητες στη Μέση Ανατολή και στον Ινδο-Ειρηνικό. Αυτό ενισχύει τις ευρωπαϊκές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο μπορεί να βασίζεται υπερβολικά στην αμερικανική στήριξη μακροπρόθεσμα. Ακόμη κι αν οι υφιστάμενες δεσμεύσεις συνεχίζονται, η αίσθηση απρόβλεπτου χαρακτήρα ωθεί την Ευρώπη να επανεξετάσει θεμελιώδεις παραδοχές.

Το κεντρικό ερώτημα είναι αν η Ευρώπη μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική της και στις πραγματικές της δυνατότητες. Τα νέα βιομηχανικά προγράμματα της ΕΕ —τα δάνεια SAFE και η πρωτοβουλία EDIP ύψους 1,5 δισ. ευρώ— στοχεύουν στην αύξηση της αμυντικής παραγωγής, όμως θα χρειαστούν χρόνια μέχρι η παραγωγή να φτάσει στα επίπεδα που απαιτούνται για να αναπληρωθούν δεκαετίες υποεπένδυσης. Η ικανότητα της Ρωσίας να προσαρμόζεται υπό καθεστώς κυρώσεων έχει αιφνιδιάσει πολλούς Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, αποκαλύπτοντας αδυναμίες στις αρχικές εκτιμήσεις για τον οικονομικό αντίκτυπο της σύγκρουσης. Αυτές οι εσφαλμένες εκτιμήσεις έχουν αυξήσει την πίεση στις κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν στρατηγικές που προϋπέθεταν ότι το Κρεμλίνο θα αντιμετώπιζε μεγαλύτερες δυσκολίες στη διατήρηση του πολέμου.

Η Ευρώπη βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη τόσο με άμεσες επιχειρησιακές προκλήσεις όσο και με μακροπρόθεσμες δομικές αδυναμίες. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να παράσχουν στην Ουκρανία επαρκή στήριξη ώστε να σταθεροποιηθεί το πεδίο της μάχης κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Παράλληλα, πρέπει να οικοδομήσουν το βιομηχανικό βάθος που απαιτείται για μελλοντικές ενδεχόμενες κρίσεις, είτε αυτές σχετίζονται με τη Ρωσία είτε με άλλες απειλές που ενδέχεται να αναδυθούν. Αυτό προϋποθέτει πολιτική σαφήνεια, ουσιαστική χρηματοδοτική δέσμευση και μια πιο ειλικρινή αποτίμηση των ευρωπαϊκών τρωτών σημείων. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα διαμορφώσουν όχι μόνο το μέλλον της σύγκρουσης στην Ουκρανία, αλλά και τον ρόλο της Ευρώπης στη διεθνή ασφάλεια. Και άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Ασίας, έχουν ισχυρό ενδιαφέρον για την έκβαση.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο FPIF.

Ο Ίμραν Χαλίντ είναι γεωστρατηγικός αναλυτής και αρθρογράφος διεθνών υποθέσεων. Το έργο του έχει δημοσιευθεί ευρέως σε έγκριτους διεθνείς ειδησεογραφικούς οργανισμούς και έντυπα.

counterpunch.org

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το θέμα της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης έχει λήξει με την απόβαση στην Νορμανδία και τις συνθήκες του Β’ΠΠ. Το δόγμα 3D των ΗΠΑ δεν αλλάζει ούτε με τον Τράμπ ούτε με κανένα άλλο Αμερικανό πρόεδρο διότι η ασφάλεια της Ευρώπης σημαίνει ασφάλεια και οικονομική ευημερία για τις ΗΠΑ.
    Μεγάλος κερδισμένος από το Ουκρανικό η Γερμανία που πήρε το πράσινο φως για επαναεξοπλισμό και τρέχει πρόγραμμα 100 δις. Όταν η Γερμανία εξοπλίζεται η Ευρώπη πρέπει να ανησυχεί.
    Για αυτό καλύτερα 3D από την στρατηγική αυτονομία των Δούρειων Ίππων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα