Του Κων/νου Α. Καραγιαννίδη (*)
Την περασμένη εβδομάδα, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Greece Talks», ο πρωθυπουργός είχε μια εκτενή συνομιλία με τον ηθοποιό Γιάννη Μπέζο, επί παντός του επιστητού. Κατ’ αρχάς, να δηλώσω πως η έμπνευση για τους ετερόκλιτους συνομιλητές υπήρξε εύστοχη, η συζήτηση δεν είχε τετριμμένο χαρακτήρα και τυπικό «ξύλινο» λόγο και προέκυψαν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Το πλήρες οπτικοακουστικό υλικό (στο οποίο θα παραπέμψω εν συνεχεία αρκετές φορές) είναι ανηρτημένο στο επίσημο κανάλι του πρωθυπουργού, στο YouTube.
https://www.youtube.com/watch?v=Clj7Y146TmU

Οι σχολιασμοί και οι κριτικές που επακολούθησαν – πανταχόθεν – επικεντρώθηκαν σε θεματολογία με ευρύτερη απήχηση (τεχνητή νοημοσύνη, προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και της τεχνολογίας, νέα γενιά, βιβλίο Τσίπρα, κλπ).
Από μέρους μου, προβληματίστηκα για δύο αποστροφές που δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής, αλλά τις θεωρώ καίριας σημασίας και επιθυμώ να τις αναδείξω.
Ο πρωθυπουργός, μετά το 04:39 σημείο, προέβη στην ακόλουθη δήλωση (οι επισημάνσεις δικές μου):
«Κάθε λαός είναι προϊόν της ιστορικής του διαδρομής. Το νεοελληνικό έθνος έχει ιστορία 200 ετών, η Ελλάδα, όμως, ο Ελληνισμός, η ελληνική γλώσσα έχει ιστορία η οποία χάνεται στο βάθος των αιώνων και σίγουρα αυτό είναι κάτι που μας επιτρέπει να διεκδικούμε για τους εαυτούς μας μια ξεχωριστή θέση, χωρίς, όμως, αυτή κατ’ ανάγκη να μετατρέπεται σε μία αυτάρεσκη ελληνική ιδιαιτερότητα, η οποία συχνά θεωρεί ότι είτε είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, είτε ότι η Ιστορία μάς χρωστά, είτε ότι είμαστε θύματα δυνάμεων, τις οποίες εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε. »

Αν και δεν φημίζεται για την ρητορική του δεινότητα και το εκφραστικό λάθος δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί, με τα λεγόμενά του αυτά, ο πρωθυπουργός δείχνει να αποδέχεται την θεωρία της εθνογενέσεως κατά το 1821 και της διαφοροποιήσεως του συγχρόνου ελληνισμού από την προτέρα διαδρομή του!
Ίσως ο Mazower να τον συγκινεί περισσότερο από τον Παπαρρηγόπουλο ή τον Βακαλόπουλο…
Αλλά ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη μού προξένησε, εν συνεχεία, η άποψη Μπέζου για την Μικρασιατική εκστρατεία. Συγκεκριμένα, μετά το 09:06 σημείο, εξέφρασε τα εξής (οι επισημάνσεις πάλι δικές μου):
«Η νοσταλγία είναι κάτι εξαιρετικά οδυνηρό στη ζωή. Στην πολιτική θα έλεγα, αν μου επιτραπεί, αν και δεν πολιτικολογώ συνήθως έτσι εύκολα, το φαινόμενο του ρωσικού επεκτατισμού έχει να κάνει με τη νοσταλγία, νοσταλγία για αυτοκρατορικά μεγαλεία. Τα ζήσαμε και εμείς αυτά με τη Μεγάλη Ιδέα και ευτυχώς τελείωσαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δυστυχώς τέλειωσαν με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι είμαστε ένα κομμάτι, μία χώρα ευλογημένη γεωγραφικά και κλιματικά, σε αυτή τη θάλασσα, με αυτόν τον ήλιο, με αυτή τη φύση, με αυτούς τους προγόνους, οι οποίοι όταν δεν τους καταλαβαίνουμε μας εκδικούνται.»
Προσοχή στην αντίθεση που σηματοδοτούν τα επιρρήματα «ευτυχώς» και «δυστυχώς». Το δεύτερο αναφέρεται στον τρόπο που επήλθε η καταστροφή, αλλά το πρώτο προσδίδει θετικό πρόσημο στην διάψευση και εγκατάλειψη της «Μεγάλης Ιδέας», που επέφερε η αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας!

Η έλλειψη αυτή ζήλου και αποδοχής του Μικρασιατικού εγχειρήματος δεν είναι καινοφανής [1]. Αλλά για πρώτη φορά στα χρονικά τυγχάνει της (έστω σιωπηρής) επιδοκιμασίας δημοσίου αξιωματούχου, αφού ο πρωθυπουργός δεν την αντέκρουσε.
Τουναντίον, φαίνεται να συμπληρώνει την συλλογιστική Μητσοτάκη, ως προς το ότι οφείλουμε να πορευτούμε στο μέλλον ανεπηρέαστοι από την αναπόληση των ιστορικών μας καταβολών.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η λογική αυτή αποσκοπεί στην αποδέσμευσή μας από μία στείρα προσήλωση στο παρελθόν, ώστε να εστιάσουμε στην εξέλιξή μας στο μέλλον, βάσει πραγματικών συνθηκών και συσχετισμών και όχι φανταστικών. Εξ άλλου και ο Ιωάννης Μεταξάς, στο τελευταίο άρθρο του, εκείνης της θρυλικής διαμάχης του με τον Ελ. Βενιζέλο [2], εισηγείται τον μετασχηματισμό της «Μεγάλης Ιδέας» επί νέας βάσεως (πολιτιστικής, όχι εδαφικής), λόγω των τετελεσμένων από την έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου.
Εδώ, όμως, έγκειται μια σημαντική ειδοποιός διαφορά. Ο Μεταξάς προτείνει την αντικατάσταση της «Μεγάλης Ιδέας» από μια νέα, δεν επιχαίρει για το τέλος της και την προσγείωση στην πραγματικότητα, διότι συναισθάνεται πως η πρόοδος ενός λαού είναι αδύνατη δίχως κάποιο όραμα.

Όσοι επιχειρούν να μας αποκόψουν από το απώτερο παρελθόν μας, ποιό όραμα προτείνουν για το παρόν και το μέλλον μας;
Στην ίδια συζήτηση Μητσοτάκη-Μπέζου, σε επόμενο χρονικό σημείο (31:21), ο ηθοποιός αναφέρεται στην υπαρξιακή ανάγκη των νέων να ονειρευτούν.
Αν, ωστόσο, είναι θεμελιώδες προαπαιτούμενο το όνειρο σε προσωπικό επίπεδο, γιατί το καταπολεμούμε ή το υποβαθμίζουμε σε συλλογικό;
Εδώ να θυμίσω και τον αείμνηστο Χρήστο Γιανναρά, ο οποίος, σε μια παρέμβασή του, το 2010 [3], στηλίτευσε ακριβώς αυτήν την συλλογική έλλειψη υψηλών στοχεύσεων της ελληνικής κοινωνίας και την προσπάθεια υποκαταστάσεώς τους από την υπέρτατη αξία του πλούτου και την «μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας», με παράλληλη περιφρόνηση του παρελθόντος μας. Έχω την αίσθηση ότι η ανάλυση Γιανναρά ταιριάζει απολύτως στην περίπτωση Μητσοτάκη-Μπέζου. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι η Σιγκαπούρη, την οποία ο Γιανναράς θεωρεί ως το πρότυπο των θιασωτών του «εκσυγχρονισμού», έχει ένα άλλο θελκτικό χαρακτηριστικό, είναι σύγχρονη πόλη-κράτος! Επομένως μπορεί να ταυτιστεί περισσότερο με την ολοένα και εντεινόμενη μεγέθυνση των Αθηνών, εις βάρος της περιφέρειας [4].

Μόνο που, εκ του αποτελέσματος, εξακολουθούμε να προσομοιάζουμε περισσότερο σε «Κολομβία των Βαλκανίων», παρά σε «μεσογειακή Σιγκαπούρη». Άρα, το όραμα – εφ’ όσον υπάρχει – δεν είναι πειστικό, ώστε να συνεγείρει την πλειονότητα του λαϊκού σώματος, είτε οι εμπνευστές του δεν είναι ικανοί να το υλοποιήσουν. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ριζική αλλαγή πορείας ή/και στόχων, στην οποία μάλλον δεν βοηθούν αναμασήματα αποδομητικών του Έθνους και της Ιστορίας θεωριών…
(*) Ηλ/λόγος Μηχ. & Μηχ. Η/Υ, ιδιωτικός υπάλληλος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1]
Τυπικότερο δείγμα αυτού του σκεπτικού ήταν το άρθρο «Μια επιφύλαξη», στον «Ριζοσπάστη» της 12ης/07/1935, αν και με διαφορετική ιδεολογική αφετηρία. Το οξύμωρο, μάλιστα, είναι πως το ίδιο σκεπτικό που προ ενενηκονταετίας ευθυγραμμιζόταν με τα σοβιετικά συμφέροντα χρησιμοποιείται σήμερα για να κατηγορήσει τον ρωσικό επεκτατισμό στην Ουκρανία!
[2]
«Η ιστορία του Εθνικού Διχασμού, κατά την αρθρογραφία του Ελ. Βενιζέλου και του Ιω. Μεταξά», εκδόσεις «Κυρομάνος», 2003, 70ο άρθρο Μεταξά, σελ. 523.
[3]
«Το “όραμα” να γίνει η Ελλάδα Σιγκαπούρη…», επιφυλλίδα στην «Καθημερινή της Κυριακής», φύλλο 28ης /11/2010.
https://www.kathimerini.gr/opinion/722944/to-orama-na-ginei-i-ellada-sigkapoyri/
[4]
Εξ ίσου ή και περισσότερη ανησυχητική με την συγκέντρωση πληθυσμού στο λεκανοπέδιο είναι και η συγκέντρωση πλούτου, ήτοι οικονομικής δραστηριότητος.
Παραπέμπω στα δημοσιευθέντα στοιχεία της EuroStat για τα έτη 2022 και 2023.
https://ec.europa.eu/eurostat/en/web/products-eurostat-news/w/DDN-20240220-2
https://ec.europa.eu/eurostat/en/web/products-eurostat-news/w/ddn-20250211-2
Παρότι το 2022 η περιφέρεια Κ. Μακεδονίας εμφάνισε αξιοσημείωτη ανάπτυξη (6,5%), αυτή υπήρξε παροδική, το 2023 παρατηρούμε ότι οι μεγαλύτεροι αυξητικοί ρυθμοί επανέρχονται στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας (3% και 4,2%).
Οι δε χάρτες για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ανηγμένο σε όρους αγοραστικής δυνάμεως, PPS) αμφοτέρων των ετών, αποκαλύπτουν το δυσγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κέντρου (96,2% και 90% του μέσου όρου της ΕΕ) και περιφέρειας (πουθενά τιμή μεγαλύτερη του 60%).


