Σε φιάσκο εξελίσσεται το Qatargate;

Οι αποκαλύψεις των ευρωπαϊκών μέσων είναι συνεχείς. Η πραγματικότητα απέχει πολύ απο την εικόνα πιου μετέδωσαν οι βελγικές αρχές και τα βελγικά μέσα ενημέρωσης.

Francesco Giorgi: «Το Qatargate ήταν μια δομική κατάχρηση»

της Angela Mauro

Για πρώτη φορά μετά τη σύλληψή του (Δεκέμβριος ’22) μιλά ο σύζυγος της πρώην αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εύας Καϊλή.
«Τα είδαμε όλα: απόκρυψη δικογραφικών εγγράφων, εκβιασμό για την απόσπαση δηλώσεων, παραβίαση της κοινοβουλευτικής ασυλίας, μεροληψία του δικαστή, κατάχρηση της προφυλάκισης – και τίποτα δεν ήταν τυχαίο».
«Ακόμη και η ΕΕ έχασε την αξιοπρέπειά της».
Η δραματική αφήγηση ενός κατηγορουμένου, συζύγου και πατέρα, μέσα σε μια αλλόκοτη έρευνα.

14 Δεκεμβρίου 2025, 14:16

Το Qatargate είναι μια έρευνα με «στόχους και αφήγημα προκαθορισμένα εξαρχής. Ό,τι ακολούθησε ήταν η προσπάθεια να εξαναγκαστεί η πραγματικότητα να προσαρμοστεί σε μια ιστορία ήδη γραμμένη». Έτσι μιλά ο Francesco Giorgi σε αυτή τη συνέντευξη στο HuffPost, την πρώτη από τότε που ξέσπασε η έρευνα για την υποτιθέμενη διαφθορά στην ΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθη μαζί με τη σύζυγό του, τότε αντιπρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εύα Καϊλή, και τον πρώην ευρωβουλευτή του οποίου ήταν συνεργάτης, Αντόνιο Παντσέρι.

Τώρα που αποκαλύφθηκε η ύπαρξη και δεύτερου δικαστικού φακέλου, ο οποίος θέτει υπό κατηγορία ορισμένους ανακριτές του Qatargate για παραβίαση του ανακριτικού απορρήτου, ο Giorgi ξεσπά με «οργή» και καταγγέλλει την αδιαφάνεια του σκανδάλου που ξέσπασε πριν από τρία χρόνια, με κατηγορούμενους που ακόμη δεν έχουν συγκεκριμένες κατηγορίες και χωρίς να έχει διεξαχθεί δίκη.

Τις ημέρες αυτές, στις Βρυξέλλες, συνεδρίασε το Τμήμα Κατηγορίας (Chambre d’accusation), το οποίο έως τον Φεβρουάριο θα πρέπει να αποφασίσει αν οι έρευνες διεξήχθησαν ορθά, αν μπορεί να ανοίξει η δίκη ή αν η υπόθεση πρέπει να τεθεί στο αρχείο, όπως ζητά ο Giorgi και οι λοιποί κατηγορούμενοι.

«Οι διαρροές πληροφοριών υπάρχουν παντού», υπογραμμίζει. «Όμως στη δική μας περίπτωση δεν ήταν μεμονωμένες: ήταν συστηματικές, διαστρεβλωμένες και χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για να οικοδομηθεί εξαρχής τεκμήριο ενοχής», ενώ «το τεκμήριο αθωότητας κατεδαφίστηκε και ζωές τέθηκαν σε κίνδυνο – συμπεριλαμβανομένων αυτών της οικογένειάς μου και της κόρης μου».

Εσείς και η Εύα Καϊλή καταγγείλατε τις φερόμενες παραβιάσεις του ανακριτικού απορρήτου. Τι σας έπεισε, το 2023, να κάνετε αυτό το βήμα;

Οι διαρροές πληροφοριών υπάρχουν παντού. Όμως στη δική μας περίπτωση δεν ήταν μεμονωμένες: ήταν συστηματικές, διαστρεβλωμένες και χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο για να οικοδομηθεί εξαρχής μια τεκμήριο ενοχής. Οι τίτλοι, οι στόχοι και το αφήγημα ήταν ξεκάθαρα προκαθορισμένα.

«Ό,τι ακολούθησε ήταν η προσπάθεια να εξαναγκαστεί η πραγματικότητα να προσαρμοστεί σε μια ήδη γραμμένη ιστορία. Δεν φανταζόμουν ότι η καταγγελία μας θα έφερνε στο φως μια πραγματική “ενδιάμεση ζώνη” – τη λεγόμενη ομάδα Medusa – όπου, όπως παραδέχθηκαν οι ίδιοι οι ανακριτές, ο εισαγγελέας θα είχε ρόλο συντονισμού ανάμεσα στην δικαστική αστυνομία, τις υπηρεσίες πληροφοριών και δημοσιογράφους, εκτός κάθε νόμιμου νομικού πλαισίου.

Πώς βιώσατε την αποκάλυψη της ύπαρξης μιας ομάδας στο Signal, με την ονομασία “KnackSoirQatar”, σε άμεση επαφή με τους ανακριτές;

Με βαθιά αηδία και οργή. Αυτές οι διαρροές δεν ήταν αποτέλεσμα αμέλειας, αλλά προϊόν εσκεμμένης συμπεριφοράς. Το τεκμήριο αθωότητας κατεδαφίστηκε και ζωές τέθηκαν σε κίνδυνο – συμπεριλαμβανομένων αυτών της οικογένειάς μου και της κόρης μου. Οι δημοσιογράφοι Louis Colart, Joël Matriche και Kristof Clerix εγκατέλειψαν τη δημοσιογραφική δεοντολογία, ενεργώντας στην πράξη ως προέκταση της κατηγορούσας αρχής. Υπάρχει παγιωμένη νομολογία για τέτοιου είδους συμπεριφορές· εναπόκειται στη Δικαιοσύνη να αποδώσει τις ευθύνες.

Όταν διαβάσατε ότι προσχέδια άρθρων με λεπτομέρειες για τις εφόδους κυκλοφορούσαν πριν από τις επιχειρήσεις, ποια ήταν η εντύπωσή σας;

Καμία έκπληξη. Ήταν προφανές ότι οι ίδιοι οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις παρείχαν τις πληροφορίες. Τα χρήματα παρουσιάστηκαν δημόσια ως “διαφθορά” πριν ακόμη πραγματοποιηθούν οι έρευνες. Η ιστορία είχε ήδη γραφτεί· οι έρευνες ακολούθησαν. Στα αγγλικά αυτό ονομάζεται reverse engineering. Ο ίδιος έμαθα τον λόγο της σύλληψής μου όχι από δικαστικό έγγραφο, αλλά από άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Le Soir.

Κατά τη γνώμη σας, ποιες επιπτώσεις είχαν αυτές οι διαρροές στην πορεία της κύριας έρευνας;

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για “κύρια έρευνα”, διότι από νομική άποψη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Ολόκληρη η δικογραφία βασίζεται σε μια έκθεση 14 σελίδων των βελγικών μυστικών υπηρεσιών, συνταγμένη με τη συμβολή άλλων τεσσάρων μη κατονομαζόμενων υπηρεσιών πληροφοριών, στην οποία δηλώνεται ρητά ότι η σύζυγός μου δεν ανήκει σε καμία εγκληματική οργάνωση και ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη πως εγώ διέφθειρα ή κατέβαλα μίζες.

Πιστεύετε ότι αυτή η “προνομιακή” σχέση μεταξύ ορισμένων δημοσιογράφων και της εισαγγελίας αποδεικνύει μια πρόθεση περισσότερο επικοινωνιακή παρά δικαστική;

Απολύτως. Ελλείψει αποδείξεων, οι ανακριτές επέλεξαν τον δρόμο της προκαταβολικής δημόσιας καταδίκης, ακόμη και μέσω εικόνων και φωτογραφιών σκηνοθετημένων, με χρήματα που παρουσιάστηκαν ως αποδείξεις διαφθοράς. Οι διαρροές χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί η ενοχή, να καθοδηγηθεί η κοινή γνώμη και να εξουδετερωθεί κάθε ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος. Πρόκειται για μια δομική κατάχρηση.

Σήμερα συζητείται το ενδεχόμενο αρχειοθέτησης του Qatargate λόγω δικονομικών παρατυπιών. Ποιες ήταν, κατά τη γνώμη σας, οι σοβαρότερες παραβιάσεις;

Σε αυτή τη δικογραφία υπήρξαν τα πάντα: απόκρυψη εγγράφων, εκβιασμός για την απόσπαση δηλώσεων, παραβίαση της κοινοβουλευτικής ασυλίας, μεροληψία του δικαστή, κατάχρηση της προφυλάκισης και συλλήψεις με καθαρά ανακριτικούς σκοπούς. Για να αναφέρω μόνο μερικά. Όμως το πιο σοβαρό στοιχείο είναι ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν τυχαίο. Οι παραβιάσεις ήταν σκόπιμες και μόλυναν ανεπανόρθωτα ολόκληρη τη διαδικασία, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε δίκαιη δίκη.»

«Γι’ αυτό τίθεται σήμερα και ζήτημα ποινικών ευθυνών. Το ενδεχόμενο εμπλοκής κορυφαίων προσώπων όπως οι Hugues Tasiaux και Bruno Arnold τι αποκαλύπτει για τη λειτουργία της OCRC και της εισαγγελίας;

Αποκαλύπτει ότι το πρόβλημα ενδέχεται να είναι δομικό. Ήμουν και παραμένω εγγυητής εκ πεποιθήσεως. Όμως, αν οι συμπεριφορές αυτές επιβεβαιωθούν, θα αποδεικνύουν απόλυτη περιφρόνηση προς τη νομιμότητα και προς την αρχή της αναλογικότητας που οφείλει να καθοδηγεί την ανακριτική δράση.

Ποια εικόνα σχηματίσατε για τη σχέση μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και Δικαιοσύνης στον φάκελο Qatargate;

Στην Ιταλία μια τέτοια σχέση θα ήταν παράνομη. Πρόκειται για ένα βαθιά ανησυχητικό γεγονός για μια χώρα που φιλοξενεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και επισκέπτεται καθημερινά από εκατοντάδες ευρωβουλευτές και χιλιάδες αξιωματούχους, οι οποίοι θα έπρεπε να μπορούν να ασκούν την εντολή τους χωρίς τον φόβο αυθαίρετων διώξεων.

Αν η διαδικασία ακυρωθεί λόγω δικονομικών ελαττωμάτων, θα πρόκειται για νίκη της Δικαιοσύνης ή για ήττα της αλήθειας;

Η αλήθεια έχει ήδη αναδειχθεί: διαφθορά δεν υπήρξε ποτέ. Όπως έχει ήδη γραφτεί από άλλους, μια απλή παράλειψη δήλωσης εισοδήματος από τον λομπίστα Παντσέρι μετατράπηκε τεχνητά στο μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς της ΕΕ. Τα έγγραφα της δικογραφίας και οι υποκλοπές το αποδεικνύουν ξεκάθαρα. Η ακύρωση δεν θα ήταν ήττα, αλλά αναγνώριση μιας θεμελιώδους αρχής: δεν μπορεί να υπάρξει δίκη χωρίς έρευνα, ούτε έρευνα χωρίς αποδείξεις. Τότε θα πρέπει να ανοίξει το κεφάλαιο των ευθυνών όσων έπαιξαν γεωπολιτικά παιχνίδια με τις ζωές μας.

Νιώσατε ποτέ ότι εργαλειοποιηθήκατε για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική αφήγηση γύρω από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα;

Πιστεύω ότι ο πραγματικός στόχος ήταν η σύζυγός μου, τότε αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συμμερίζομαι όσα έγραψε ο Jean Quatremer στη Libération, ο οποίος από την αρχή μίλησε για “Belgiangate”: η Εύα αντιπροσώπευε το τέλειο τρόπαιο για την αποκατάσταση της εικόνας του Βελγίου μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι.

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών έχετε αναλάβει ορισμένες ευθύνες. Σήμερα τι διεκδικείτε και τι αμφισβητείτε ανοιχτά σε σχέση με τη δικαστική και μιντιακή αναπαράσταση;

Έχω πει ότι θα αναλάμβανα οποιαδήποτε ευθύνη θα ήθελαν να μου αποδώσουν — οποιαδήποτε — με την προϋπόθεση να απελευθερωθεί η μητέρα της κόρης μου. Ήταν μια επιλογή οικογενειακής επιβίωσης. Ως πατέρας, θα έκανα ακριβώς την ίδια επιλογή.

Με ποιον τρόπο οι παρατυπίες επηρέασαν τη δυνατότητά σας να εξηγήσετε τη δική σας εκδοχή των γεγονότων;

Δεν ήταν τόσο οι παρατυπίες, όσο η απόφαση των δικαστών να μας απαγορεύσουν για πάνω από έναν χρόνο να μιλήσουμε στον Τύπο, υπό την απειλή σύλληψης. Αυτό μας εμπόδισε να εξηγήσουμε τα γεγονότα με αντικειμενικό τρόπο. Γι’ αυτό ζητήσαμε δημόσιες ακροάσεις. Η εισαγγελία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιτάχθηκαν. Και μετά μιλούν για διαφάνεια.

Πώς βιώσατε τις συνθήκες κράτησης που χαρακτηρίστηκαν “απάνθρωπες”;

Το Βέλγιο καταδικάζεται τακτικά για τις συνθήκες κράτησής του. Τώρα καταλαβαίνω το γιατί. Ο Βολταίρος έλεγε ότι ο βαθμός πολιτισμού ενός έθνους μετριέται από το πώς μεταχειρίζεται τους κρατουμένους. Είχε δίκιο.

Θεωρείτε ότι η σκληρότητα της μεταχείρισης είχε στόχο την απόσπαση ομολογιών;

Το πιστεύω, και θα ήταν συνεπές με ένα ανακριτικό σύστημα όπως το βελγικό: συλλαμβάνεις με βάση υποθέσεις και μετά αναζητάς τις αποδείξεις. Αν σε αυτό προστεθεί η απουσία χρονικών ορίων για τις έρευνες και για την προφυλάκιση, μαζί με απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, πολλοί καταλήγουν να ομολογούν εγκλήματα που δεν διέπραξαν ποτέ, απλώς για να βγουν.

Πώς επηρέασαν αυτά τα τρία χρόνια τη ζωή σας;

Ήταν μια αληθινή δοκιμασία αντοχής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τιμώρησε και με απέλυσε με βάση αποκλειστικά διαρροές. Το δικαστικό σύστημα προσπάθησε να μας συνθλίψει και συνεχίζει να το κάνει. Πρόσφατα ζητήθηκε η κατάσχεση του αυτοκινήτου μου χωρίς καμία αιτιολόγηση. Άνθρωποι κοντά μας παρενοχλούνται. Αυτή η διαρκής εκφοβιστική πίεση έχει σχεδιαστεί για να μας εξαντλήσει, να μας απομονώσει και να μας φιμώσει. Όμως μου έμαθε επίσης ποιοι είναι οι αληθινοί φίλοι και πόσο θεμελιώδης είναι η στήριξη της οικογένειας.

Τον Φεβρουάριο αναμένεται η απόφαση της Chambre d’accusation. Τι περιμένετε;

Η ύπαρξη δικαστών όπως ο Olivier Anciaux, ο οποίος διεξήγαγε μια έρευνα κόντρα στο δικαστικό κατεστημένο, μου επιτρέπει ακόμη να έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και σε μια αμερόληπτη και αντικειμενική απόφαση.

Ποιες μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για να αποφευχθούν αδιαφανείς έρευνες σαν κι αυτή;

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο ανακριτής Michel Claise, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω σύγκρουσης οικογενειακών συμφερόντων, δήλωσε ότι το βελγικό δικαστικό σύστημα πέρασε από τον Μεσαίωνα στην Προϊστορία. Ίσως αυτή η ερώτηση θα έπρεπε να απευθυνθεί απευθείας σε εκείνον.

Τι χάνει η ΕΕ αν το Qatargate αρχειοθετηθεί; Και τι χάνει αν οδηγηθεί σε δίκη όπως είναι σήμερα;

Ανεξαρτήτως της έκβασης, η Ευρωπαϊκή Ένωση — και ιδίως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — έχει ήδη χάσει την αξιοπρέπειά της. Υποτασσόμενο στη δικαστική εξουσία, το Κοινοβούλιο δεν κατάφερε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, υπονομεύοντας την ακεραιότητα του θεσμού και δημιουργώντας ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο.

Υπάρχει κάτι που δεν σας ρώτησε ποτέ κανείς αλλά θεωρείτε θεμελιώδες;»

«Ναι. Θα ήθελα να μάθω ποιος ήταν ο πραγματικός στόχος όλης αυτής της επιχείρησης. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στον Δεκέμβριο του 2022, τι θα έκανα διαφορετικά; Δεν θα επέτρεπα ποτέ στον Παντσέρι (που συνελήφθη και στη συνέχεια έγινε συνεργάτης της Δικαιοσύνης, σ.σ.) να εκμεταλλευτεί εμένα και ανθρώπους που πίστευαν ότι ενεργούσαν για έναν καλό σκοπό και στη συνέχεια διαστρέβλωσε την αλήθεια για να σώσει τον εαυτό του. Αυτή η αδυναμία του καταγράφεται στις τηλεφωνικές υποκλοπές και αναγνωρίζεται ακόμη και από τον ίδιο τον δικηγόρο του. Γι’ αυτόν τον λόγο τον έχουμε καταγγείλει για συκοφαντική δυσφήμηση με επιβαρυντικές περιστάσεις στο Πρωτοδικείο του Μιλάνου.

Σήμερα, τι θα θέλατε να αναδειχθεί επιτέλους από αυτή την ιστορία;

Το τέλος του στερεοτύπου που παρουσιάζει τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης ως ενάρετες και εκείνες του Νότου ως αναξιόπιστες. Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω ότι, ακόμη και στον δικαστικό τομέα, η χώρα μας βρίσκεται έτη φωτός μπροστά από άλλες. Και θα έπρεπε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.»

«Qatargate» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: οι αποκαλύψεις μας για “βροχή” διαρροών και μια εξαιρετικά μεροληπτική έρευνα

Τρία χρόνια μετά την έναρξη της υπόθεσης διαφθοράς, το Εφετείο των Βρυξελλών εξετάζει τις προσβολές του κράτους δικαίου κατά τη διάρκεια της έρευνας. Σύμφωνα με στοιχεία της δικογραφίας που συμβουλεύτηκε η Libé, η ανάκριση φέρεται να διεξήχθη «με προαποφασισμένη ενοχή».

Libération: Τρία χρόνια ακριβώς μετά τη θεαματική αστυνομική επιχείρηση στις Βρυξέλλες, η οποία υποτίθεται ότι θα αποκάλυπτε ένα πρωτοφανές σκάνδαλο διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαστικό μέλλον αυτής της δικογραφίας, γνωστής ως «Qatargate», δεν έμοιαζε ποτέ τόσο εύθραυστο. Τι να συγκρατήσει κανείς από εκείνη την 9η Δεκεμβρίου 2022, όταν στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα συλλήψεις σε ζωντανή μετάδοση έθεσαν στο στόχαστρο, μεταξύ άλλων, τον πρώην Ιταλό σοσιαλιστή ευρωβουλευτή Pier Antonio Panzeri, τον πρώην συνεργάτη του Francesco Giorgi, σύντροφο της Ελληνίδας ευρωβουλευτή Εύας Καϊλή, μέλους της ομάδας των Σοσιαλδημοκρατών και μίας εκ των αντιπροέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;

Τι έχει απομείνει από εκείνο το «μπλιτς-κρίγκ» που υποσχόταν να αποκαλύψει μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση άσκησης επιρροής στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών, προς όφελος του Κατάρ, του Μαρόκου ή της Μαυριτανίας; Ένα χτισμένο στην άμμο κάστρο, ένα «μπαλόνι», μια υπερβολή που δείχνει να μετατρέπεται σε «BelgianGate», τόσο πολύ έχουν αστοχήσει οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές; Η συνέχεια της δικαστικής διαδικασίας θα το δείξει.

Όμως, ενώ η Επιτροπή Προσαγωγών σε Δίκη (chambre des mises en accusation) του Εφετείου των Βρυξελλών συζητά αυτή την εβδομάδα τη νομιμότητα της έρευνας, η Libération αποκαλύπτει στοιχεία της δικογραφίας, στην οποία είχε πρόσβαση, τουλάχιστον άκρως ανησυχητικά. Ας γυρίσουμε πίσω.

Το καφέ Caberdouche, στην πλατεία της Ελευθερίας (place de la Liberté) στις Βρυξέλλες, φιλοξενεί τον Οκτώβριο του 2022, στο βάθος της αίθουσας, μια διακριτική συνάντηση υψηλόβαθμων αστυνομικών στελεχών και Βέλγων δημοσιογράφων.

Από την πλευρά της αστυνομίας: ο Hugues Tasiaux, επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (Office central pour la répression de la corruption – OCRC), μιας αστυνομικής μονάδας 70 ερευνητών, συνοδευόμενος από τον υφιστάμενό του, επιθεωρητή Bruno Arnold, καθώς και ο Philippe Noppe, φίλος του Tasiaux και επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου Καταπολέμησης της Οργανωμένης Οικονομικής και Χρηματοοικονομικής Εγκληματικότητας (Office central de la lutte contre la délinquance économique et financière organisée – OCDEFO).

Από την πλευρά των δημοσιογράφων: ένας εξαιρετικά έμπειρος γνώστης των μυστικών υπηρεσιών και της βελγικής αστυνομίας, ο Kristof Clerix, από το ολλανδόφωνο εβδομαδιαίο Knack, καθώς και οι Joël Matriche και Louis Colart, αμφότεροι αρμόδιοι για θέματα αστυνομίας και δικαιοσύνης στη γαλλόφωνη καθημερινή εφημερίδα Le Soir.

Όλοι αυτοί γνωρίζονται πολύ καλά και διατηρούν εξαιρετικές σχέσεις: ο Tasiaux και ο Arnold δεν διστάζουν να αποκαλούν τον Matriche «φίλο», ενώ ο επικεφαλής του OCRC ανταλλάσσει μαζί του ακόμη και φωτογραφίες από διακοπές.

«Το σχέδιο μάχης μας άλλαξε»
«Η συζήτηση είχε ως στόχο να μη δημοσιευτεί τίποτα πριν από οποιαδήποτε ενέργεια του OCRC» στην υπόθεση «Mezzo», την κωδική ονομασία εκείνου που θα γίνει το «Qatargate», εξηγεί ο Philippe Noppe.

Πράγματι, περίπου είκοσι ερευνητές εργάζονται από τις 12 Ιουλίου υπό την ευθύνη του Frédéric Van Leeuw, ομοσπονδιακού εισαγγελέα, και κυρίως του Raphaël Malagnini, αναπληρωτή του — κάτι που οι δημοσιογράφοι ήδη γνωρίζουν. Μια συνάντηση που εγκρίθηκε από την εισαγγελία, σύμφωνα με τον επικεφαλής του OCDEFO· ωστόσο, ποτέ δεν συντάχθηκε κανένα πρακτικό αυτών των επαφών, παρότι ήταν υποχρεωτικό, εκτός αν «χάθηκαν».

«Δεδομένου ότι πρόκειται για πολύ σοβαρούς δημοσιογράφους, κράτησαν τον λόγο τους», λέει ικανοποιημένος ο Noppe. Πράγματι, τα πρώτα άρθρα, στη Le Soir και στο Knack, δημοσιεύονται μόλις στις 9 Δεκεμβρίου, στις αντίστοιχες ιστοσελίδες τους, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη περίπου δεκαπέντε έρευνες, οι οποίες θα οδηγήσουν στην κατάσχεση άνω του 1,5 εκατ. ευρώ σε μετρητά — ποσό που υποτίθεται ότι προερχόταν, ως επί το πλείστον, από το Κατάρ και το Μαρόκο.

Μια «εγκληματική οργάνωση» που είχε στόχο να δωροδοκήσει ευρωβουλευτές και να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ: το σοκ είναι τεράστιο.

Θα ακολουθήσουν και άλλες συναντήσεις με τους δημοσιογράφους, αυτή τη φορά όμως χωρίς τον επικεφαλής του OCDEFO: στις 28 Νοεμβρίου, ο Tasiaux ενημερώνει τον Arnold μέσω Signal ότι έχει προγραμματιστεί συνάντηση στα γραφεία της Le Soir την 1η Δεκεμβρίου, επειδή «το σχέδιο μάχης μας άλλαξε». Του ζητά να φέρει τον Paul Carton, μέλος της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας (Sûreté de l’Etat) — δηλαδή των βελγικών μυστικών υπηρεσιών, με επίσημο ακρωνύμιο VSSE.

Την ίδια ημέρα, ο Tasiaux στέλνει μήνυμα και στον Malagnini: «Μπορούμε να συναντηθούμε Πέμπτη ή Παρασκευή για την επικοινωνιακή διαχείριση που θα ακολουθήσει την επιχείρηση Mezzo;». Στις 8 Δεκεμβρίου, και πάλι μέσω Signal, σε ομάδα με την ονομασία «KnackSoirQatar», οι δημοσιογράφοι της Le Soir και του Knack — κατά παράβαση των επαγγελματικών δεοντολογικών κανόνων — αποστέλλουν το άρθρο που πρόκειται να δημοσιευθεί την επόμενη ημέρα, ημέρα κατά την οποία έχουν προγραμματιστεί οι έρευνες.

«Ορίστε το άρθρο του Knack για αύριο το πρωί – μετά την επιβεβαίωση αύριο από τον Van Duyse [Eric Van Duyse, εκπρόσωπος της ομοσπονδιακής εισαγγελίας, σ.σ.] των στοιχείων με κόκκινο. Όλες (sic) οι παρατηρήσεις σας είναι ευπρόσδεκτες», γράφει ο Clerix. Στη συνέχεια ο Colart προσθέτει: «Η εκδοχή της Le Soir έρχεται σε λίγα λεπτά (πάντα καθυστερημένοι αυτοί οι γαλλόφωνοι)».

Τα προσχέδια των άρθρων δείχνουν ότι οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν εκ των προτέρων τον αριθμό των ερευνών και των προσώπων που θα συλληφθούν, τις ταυτότητές τους, καθώς και την ύπαρξη μετρητών που έχουν εντοπιστεί, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ακόμη το ακριβές ποσό (τρία Χ στη θέση του αριθμού, εν αναμονή του τελικού στοιχείου).

Σειρά συλλήψεων
Την επόμενη ημέρα, 9 Δεκεμβρίου, στις 11:45, η Le Soir και το Knack ανακοινώνουν σε παγκόσμια αποκλειστικότητα ότι 14 έρευνες, οι οποίες μόλις έχουν ολοκληρωθεί, πραγματοποιήθηκαν από την αστυνομία υπό την εποπτεία του ανακριτή Michel Claise, για «φερόμενα αδικήματα σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, διαφθοράς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες».

Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγεται ο Ιταλός Pier Antonio Panzeri, πρόεδρος της ΜΚΟ υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Fight Impunity («Καταπολέμηση της Ατιμωρησίας») και, κυρίως, πρώην σοσιαλιστής ευρωβουλευτής την περίοδο 2004–2019, στην κατοικία του οποίου η αστυνομία φέρεται να εντόπισε «500.000 ευρώ» σε μετρητά.

Συλλαμβάνονται επίσης ο Ιταλός Francesco Giorgi, επί δεκαπέντε χρόνια κοινοβουλευτικός του συνεργάτης, ο οποίος πλέον εργάζεται για άλλον Ιταλό ευρωβουλευτή, τον σοσιαλιστή Andrea Cozzolino· ο νέος γενικός γραμματέας της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Συνδικάτων, ο Ιταλός Luca Visentini· καθώς και ένας ακόμη Ιταλός, ο Niccolò Figa-Talamanca, διευθυντής ΜΚΟ υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στις 18:30, ενώ οι έρευνες βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, νέα άρθρα του Knack και της Le Soir αποκαλύπτουν ότι η αστυνομία ερευνά την κατοικία της Ελληνίδας Εύας Καϊλή, μίας εκ των 14 αντιπροέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και συντρόφου του Francesco Giorgi.

Ο πατέρας της συνελήφθη αφού, φεύγοντας από το σπίτι της και κατευθυνόμενος στο ξενοδοχείο του, εντοπίστηκε να μεταφέρει μία βαλίτσα που περιείχε πάνω από 600.000 ευρώ σε μετρητά, ποσό στο οποίο προστέθηκαν ακόμη 150.000 ευρώ από θυρίδα στο διαμέρισμα της ευρωβουλευτού. Ιδιαίτερα ακριβή ποσά, τα οποία προκαλούν ερωτήματα στον Patrick Ludinant, επικεφαλής της «Κεντρικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Σοβαρής και Οργανωμένης Εγκληματικότητας της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας» (DJSOC), από την οποία υπάγεται και το OCRC:
«Εξεπλάγην […] δεδομένου ότι τα κατασχεθέντα χρήματα δεν καταμετρήθηκαν επιτόπου, αλλά μεταφέρθηκαν, με όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις, στα γραφεία μας για να περάσουν από το εργαστήριο λήψης αποτυπωμάτων και στη συνέχεια να καταμετρηθούν στην Εθνική Τράπεζα. Μόνο τότε πληροφορηθήκαμε το ακριβές ποσό, δηλαδή αρκετά μετά τη δημοσίευση στον Τύπο».

Επικοινωνήσαμε με το Knack και τη Le Soir, ωστόσο αρνήθηκαν να σχολιάσουν.

Η «φωτογραφία-σοκ»
Σε αυτή τη σειρά εξαιρετικά ενημερωμένων άρθρων μαθαίνουμε επίσης ότι πραγματοποιήθηκε έρευνα στην κατοικία του Βέλγου σοσιαλιστή ευρωβουλευτή Marc Tarabella και ότι οι Panzeri, Kaili, Giorgi και Figa-Talamanca τέθηκαν σε προσωρινή κράτηση. Οι τρεις πρώτοι παρέμειναν προφυλακισμένοι επί τέσσερις μήνες (και στη συνέχεια για δύο μήνες με ηλεκτρονικό βραχιολάκι), κάτι πρωτοφανές στο Βέλγιο για οικονομική υπόθεση.

Η βελγική ομοσπονδιακή εισαγγελία, δια του αναπληρωτή εισαγγελέα Raphaël Malagnini, γνωστοποιεί ότι υποψιάζεται «χώρα του Κόλπου να επιχειρεί να επηρεάσει τις οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Η Le Soir και το Knack αναφέρουν ότι πρόκειται για το Κατάρ — χώρα όπου διεξάγεται εκείνη την περίοδο ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, λόγω των παραβιάσεων στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του καταστροφικού κλιματικού αποτυπώματος και, κυρίως, των υποψιών διαφθοράς που βαραίνουν την πετρελαιομοναρχία.

Τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου, στο πρωτοσέλιδο της Le Soir, δεσπόζει μια φωτογραφία-σοκ: όλα τα χαρτονομίσματα που βρέθηκαν είναι τακτοποιημένα σε σειρές, δίπλα στο έμβλημα του OCRC. Το «στήσιμο» αυτό — καθώς οι φωτογραφίες των χρημάτων μέσα στις σακούλες, τραβηγμένες από τους αστυνομικούς, δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές — πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του Hugues Tasiaux.
«Για τα μετρητά, το εργαστήριο θα ετοιμάσει ένα μοντάζ με το σήμα της υπηρεσίας για αύριο στις 10. Είναι δυνατόν να δοθεί κατά προτεραιότητα στους δημοσιογράφους που τήρησαν τη συμφωνία;» ρωτά μέσω WhatsApp τον εκπρόσωπο της εισαγγελίας, Eric Van Duyse.
Το απόγευμα της 13ης Δεκεμβρίου, ο τελευταίος δηλώνει ικανοποιημένος: «Ορίστε φωτογραφίες που κάνουν τον γύρο του κόσμου».

Η υπόθεση έχει πλέον ξεκινήσει και προκαλεί αμέσως τεράστιο αντίκτυπο: η βελγική δικαιοσύνη και αστυνομία φέρονται να έχουν αποκαλύψει ένα εκτεταμένο δίκτυο διαφθοράς ευρωβουλευτών προς όφελος του Κατάρ, οργανωμένο από τον Panzeri. Μεταξύ των φερόμενων ως διεφθαρμένων: δύο Ιταλοί ευρωβουλευτές (ο ήδη αναφερθείς Cozzolino και η Lara Comi, της οποίας το όνομα αναφέρεται αλλά δεν θα κληθεί ποτέ να καταθέσει), μία Ελληνίδα και δύο Βέλγοι ιταλικής καταγωγής, ο Marc Tarabella και η Marie Arena, εξέχουσα φυσιογνωμία των Βέλγων σοσιαλιστών.

Η «ετυμηγορία» παγιώνεται ταχύτατα, καθώς επί δύο χρόνια πλήθος στοιχείων της δικογραφίας (ιδίως πρακτικά καταθέσεων), σχεδόν όλα επιβαρυντικά, διαρρέουν στον βελγικό Τύπο, τροφοδοτώντας αυτή την αφήγηση. Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο προβληματική αν ληφθεί υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εκλογές είναι προγραμματισμένες για την άνοιξη του 2024 και ότι η υπόθεση προσφέρει ιδανικό έδαφος στους επικριτές των ευρωπαϊκών θεσμών και στους ευρωσκεπτικιστές.

«Εσωτερικών Υποθέσεων»
Όλες αυτές οι ανταλλαγές μεταξύ αστυνομίας, δικαιοσύνης και Τύπου αποκαλύφθηκαν από τον ανακριτή Olivier Anciaux, ο οποίος το 2023 άνοιξε έρευνα, ανατεθειμένη στη «Γενική Επιθεώρηση της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας» — τα λεγόμενα «bœufs-carottes» του Βελγίου — σχετικά με την προέλευση των διαρροών, για παραβίαση του ανακριτικού απορρήτου και του τεκμηρίου αθωότητας.

Ο δικαστής πραγματοποίησε σειρά ερευνών σε βάρος αστυνομικών που χειρίζονταν την υπόθεση και, τον Φεβρουάριο του 2025, προχώρησε ακόμη και στη σύλληψη και υπαγωγή σε δικαστικό έλεγχο του Hugues Tasiaux, επικεφαλής του OCRC. Ο υφιστάμενός του, Bruno Arnold, επικεφαλής της έρευνας Qatargate, τέθηκε επίσης υπό κράτηση και ανακρίθηκε δύο φορές, χωρίς όμως να του απαγγελθούν κατηγορίες. Ο Raphaël Malagnini, αναπληρωτής εισαγγελέας κατά την περίοδο των διαρροών, εξετάστηκε και αυτός ως μάρτυρας.

Οι καταθέσεις αυτές σκιαγραφούν μια συνεννόηση μεταξύ της Κρατικής Ασφάλειας — από την οποία ξεκίνησε η υπόθεση — της αστυνομίας, της εισαγγελίας και ορισμένων δημοσιογράφων, με στόχο να δοθεί στο Qatargate η μέγιστη δυνατή δημοσιότητα. Η Libération είχε πρόσβαση σε στοιχεία της δικογραφίας αυτής της έρευνας, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

Ωστόσο, ο δικαστής Anciaux έκρινε ότι τα συγκεντρωθέντα στοιχεία έπρεπε να τεθούν υπόψη της «Chambre des mises en accusation» του Εφετείου των Βρυξελλών, η οποία εξετάζει αυτή την εβδομάδα τη νομιμότητα της έρευνας. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενική απαλλαγή (non-lieu), καθώς η διεξαγωγή μιας «δίκαιης δίκης» φαίνεται να έχει καταστεί προβληματική λόγω μιας ανάκρισης αποκλειστικά ενοχοποιητικής, της οποίας ο προφανής στόχος ήταν να επιβεβαιώσει τη θέση της εισαγγελίας περί ύπαρξης δικτύου διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Διότι, τρία χρόνια μετά, η υπόθεση βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο όπως στις 11 Δεκεμβρίου 2022. Τα μόνα εμπλεκόμενα πρόσωπα παραμένουν εκείνα που είχαν στοχοποιηθεί από την αρχή της έρευνας. Ακόμη χειρότερα, παρά τα μέσα που διατέθηκαν, οι ανακριτές δεν έχουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, καταφέρει να αποδείξουν την ύπαρξη «εγκληματικής οργάνωσης» με σκοπό τη δωροδοκία ευρωβουλευτών: Η Καϊλή, ο Giorgi, ο Tarabella ή ο Figa-Talamanca δεν έλαβαν χρήματα από τον Panzeri (με εξαίρεση ένα δάνειο προς τον Giorgi, αποδεδειγμένο και επιστραφέν — πρόκειται για τα 150.000 ευρώ που βρέθηκαν στην κατοικία του). Οι δικογραφίες που άνοιξαν για μαροκινές και καταριανές προσωπικότητες, οι οποίες φέρονταν να έχουν παραδώσει χρήματα στον Panzeri, τέθηκαν στο αρχείο. Η προέλευση των χρημάτων παραμένει ακαθόριστη. Και ακόμη, οι δικαστικές αρχές τόσο της Ελλάδας όσο και της Ιταλίας αρχειοθέτησαν τις διώξεις που είχαν ασκηθεί κατά υπηκόων τους, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων που να έχουν παρασχεθεί από το Βέλγιο.

Παραδόξως, όλοι οι δικαστικοί παράγοντες που εκκίνησαν το Qatargate υπηρετούν πλέον αλλού: ο δικαστής Claise αναγκάστηκε να αυτοεξαιρεθεί τον Ιούνιο του 2023, επειδή είχε αποκρύψει ότι ο γιος του ήταν συνέταιρος με τον γιο της Marie Arena, ο οποίος εμπλεκόταν σε υπόθεση διακίνησης ναρκωτικών. Η διάδοχός του, Aurélie Dejaiffe, διορίστηκε στο Εφετείο των Βρυξελλών τον Ιανουάριο του 2025. Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Malagnini ανέλαβε την ηγεσία του Εργατικού Εισαγγελέα της Λιέγης τον Μάιο του 2024, ενώ ο προϊστάμενός του, ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Frédéric Van Leeuw, έγινε γενικός εισαγγελέας Βρυξελλών τον Απρίλιο του 2024. Μετακινήσεις που μοιάζουν με μια περίεργη γενικευμένη «φυγή προς τα εμπρός» γύρω από αυτό που υποτίθεται ότι ήταν «η δικογραφία του αιώνα».

Διαρροές σε όλα τα επίπεδα
Κατά τις καταθέσεις τους, οι αστυνομικοί αναγνώρισαν ότι οι διαρροές αυτές ήταν ανώμαλες: «Πριν από το 2017 (ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων του Tasiaux, σ.σ.), δεν υπήρχε τίποτα στον Τύπο, ενώ από τότε και μετά έγινε σχεδόν συστηματικό. Στην υπόθεση Qatargate, μάλιστα, σοκαρίστηκα όταν είδα ότι σε δημοσίευμα υπήρχε ολόκληρο πρακτικό κατάθεσης (PV)», αγανακτεί ο Philippe Noppe, επικεφαλής του Γραφείου Καταπολέμησης Οικονομικού Εγκλήματος. «Καταστροφή. Γελούσαμε πικρά από το πόσο διέρρεε. Κάποιες φορές, οι δημοσιογράφοι γνώριζαν ακόμη και πριν από εμάς».

«Διαπιστώνω ότι, μετά τα πρόσφατα προβλήματα του Tasiaux, είναι πάντα (ο Joël Matriche της Le Soir) που δημοσιεύει, σαν να έρχεται να τον διασώσει», προσθέτει, υπονοώντας την ευθύνη του συναδέλφου και φίλου του για αυτές τις διαρροές.

Όμως η αστυνομία δεν ήταν η μόνη που κρατούσε τα ηνία: όλοι οι εμπλεκόμενοι απέδωσαν ευθύνες και στην εισαγγελία. Έτσι, στο ερώτημα «Γιατί αυτοί οι δημοσιογράφοι (εσείς) θα είχαν στείλει (τα άρθρα τους στις 8 Δεκεμβρίου) αν είχαν λάβει τις πληροφορίες από άλλη πηγή;», ο Hugues Tasiaux απαντά: «Ρωτήστε τον γενικό εισαγγελέα που ήταν αρμόδιος τότε και που έγινε γενικός ελεγκτής», δηλαδή τον Raphaël Malagnini. Στο ερώτημα «Πώς (οι δημοσιογράφοι) γνώριζαν το ποσό των χρημάτων που βρέθηκαν επιτόπου;», η απάντηση είναι: «Ρωτήστε τον εισαγγελέα». Και ο Tasiaux συνεχίζει: «Ήμασταν μια διεπαφή της εισαγγελίας για να μπορέσουμε να διώξουμε αυτά τα πρόσωπα. Άρα υπήρξε ένα είδος συμφωνίας».

Ο ερευνητής της Γενικής Επιθεώρησης επιχειρεί την ίδια προσέγγιση με τον Bruno Arnold: «Ο μόνος κοινός παρονομαστής (των διαρροών) είναι το OCRC». «Όχι», απαντά εκείνος, «υπήρχε και η ομοσπονδιακή εισαγγελία που ήταν ενήμερη». Καθώς και ο ανακριτής Michel Claise, ο οποίος άφηνε τα πρακτικά καταθέσεων (PV) πάνω στο γραφείο του «για μία εβδομάδα», όπως υπογραμμίζει.

Ερωτηθείσα, η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία δεν ανταποκρίθηκε στα αιτήματά μας. «Θα έπρεπε πολύ γρήγορα να ερευνήσουμε την απαρχή των διαρροών», δηλώνει ο Patrick Ludinant, επικεφαλής της «Κεντρικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Σοβαρής και Οργανωμένης Εγκληματικότητας της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας» — και άρα προϊστάμενος του Tasiaux. «Είχα υποβάλει αυτό το αίτημα στον ομοσπονδιακό εισαγγελέα, αλλά μου απάντησαν ότι ήταν χάσιμο χρόνου. Έτσι, το θέμα έμεινε εκεί».

Ο Bruno Arnold καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά θέτει και τον προϊστάμενό του υπό αμφισβήτηση: «Συντάχθηκαν αρκετά αρχικά πρακτικά, αλλά κάποια στιγμή τα παρατήσαμε, επειδή υπήρχαν πάρα πολλές διαρροές και προτιμήσαμε να εργαστούμε πάνω στη δικογραφία μας. Δεν ελήφθη κανένα μέτρο από τη διεύθυνση της DJSOC για να σταματήσουν αυτές οι διαρροές».

Στο στόχαστρο τίθεται και η Κρατική Ασφάλεια, καθώς — σύμφωνα με τον Arnold — οι δημοσιογράφοι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα πολύ πριν η εισαγγελία επιληφθεί της υπόθεσης, τον Ιούνιο του 2023: «Η διαρροή, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορούσε παρά να προέρχεται από τη VSSE».

Γιατί οι μυστικές υπηρεσίες; Επειδή ήταν εκείνες που, αφού ειδοποιήθηκαν από ξένες υπηρεσίες (οι οποίες ακόμη δεν έχουν κατονομαστεί), ξεκίνησαν να ερευνούν τον Panzeri και τους άλλους ευρωβουλευτές που ενεπλάκησαν. Το υπόμνημά τους των 15 σελίδων αποτέλεσε τον πυροκροτητή της υπόθεσης. Ωστόσο, είναι τουλάχιστον συνοπτικό, καθώς παρέχει ελάχιστα συγκεκριμένα στοιχεία, πέραν των χρημάτων που κατείχε ο Panzeri (και για τα οποία ερευνήθηκε το διαμέρισμά του). Το μοναδικό στοιχείο στο οποίο θα στηριχθεί η υπεράσπιση:η VSSE δηλώνει ότι η Εύα Καϊλή δεν εμπλέκεται απολύτως σε καμία περίπτωση στην υπόθεση.

Δικονομικές πλημμέλειες
Οι διαρροές αυτές δεν είναι τα μόνα στοιχεία που γεννούν σοβαρές αμφιβολίες για την αμεροληψία της έρευνας. Ο δικηγόρος Marc Uyttendael ζήτησε ήδη από τις 14 Δεκεμβρίου 2022 την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης του πελάτη του, Pier Antonio Panzeri, διότι στερήθηκε τη συνδρομή συνηγόρου, με τον επιθεωρητή Alvarez να μην διστάζει να του πει ψέματα σχετικά με την ώρα έναρξης της ανάκρισης, προκειμένου να τον κρατήσει μακριά. Πλήρως αποπροσανατολισμένος και πιεσμένος να τελειώσει το συντομότερο δυνατό, ο πρώην ευρωβουλευτής, ο οποίος μιλά μόνο ιταλικά, κατέληξε να παραιτηθεί από το δικαίωμα νομικής συνδρομής.

Κατά την πρώτη του ανάκριση, στις 9 Δεκεμβρίου στις 16:00, δεν αφηγείται σε καμία περίπτωση την ιστορία που θα αναπαραχθεί αργότερα από τα μέσα ενημέρωσης. Περιγράφει, αντιθέτως, μια αρκετά κλασική δραστηριότητα lobbying στις Βρυξέλλες. Εξηγεί ότι παρείχε πληροφορίες —σε καμία περίπτωση απόρρητες— για τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Κατάρ (αναφέρει τους υπουργούς Εργασίας και Εξωτερικών, χωρίς ωστόσο να μπορεί να θυμηθεί τα ονόματά τους). Εκείνοι προτίμησαν να λειτουργούν «μαύρα», κάτι που, όπως υποστηρίζει, δεν ζήτησε ο ίδιος, και του κατέβαλλαν ποσά σε μετρητά: 17.000 ευρώ τον μήνα επί τρία χρόνια, δηλαδή συνολικά 612.000 ευρώ, το ποσό που βρέθηκε στο σπίτι του. Ο πρώην βοηθός του, Francesco Giorgi, ο οποίος μιλά αγγλικά και γαλλικά, δεχόταν να λειτουργεί ως μεσάζων μεταξύ όσων του παρέδιδαν φακέλους και του Panzeri. Πρόκειται για αδήλωτα ποσά που φυλάσσονταν στο σπίτι του ίδιου και του Giorgi. Στην καλύτερη περίπτωση, πρόκειται για φοροδιαφυγή, την οποία ο Panzeri παραδέχεται, αλλά και για ξέπλυμα χρήματος, καθώς η προέλευση των κεφαλαίων παραμένει αδιευκρίνιστη. «Όμως δεν δωροδόκησα κανέναν», επιμένει. «Είναι η μοναδική στιγμή που είπε την αλήθεια», εμπιστεύεται δικηγόρος της υπεράσπισης.

Κατά τη δεύτερη ανάκρισή του, την επόμενη ημέρα, η αστυνομία του ανακοινώνει ότι η σύζυγος και η κόρη του συνελήφθησαν στην Ιταλία. Του αφήνει τότε να εννοηθεί ότι μπορούν να αφεθούν ελεύθερες και ότι ο ίδιος μπορεί να τύχει ελαφριάς ποινής έξι μηνών, εφόσον συνεργαστεί — ιδίως αν ενοχοποιήσει τον Marc Tarabella και τη Marie Arena. Υποχωρεί και, αμέσως μετά, εμπλέκει τον Giorgi και την Καϊλή, προστατεύοντας ωστόσο την Arena, με την οποία διατηρεί στενή σχέση. Θα του αποδοθεί μάλιστα άμεσα το καθεστώς του «μετανοημένου», παρότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ο βασικός οργανωτής της απάτης — καθεστώς που δεν επικυρώθηκε ποτέ από τη Δικαιοσύνη. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων θα αφηγηθεί όσα οι ανακριτές θέλουν να ακούσουν σχετικά με την ύπαρξη ενός εκτεταμένου δικτύου διαφθοράς, του οποίου φαινόταν να είναι ο ιθύνων νους. Το γεγονός ότι κατονόμαζε αποκλειστικά Ιταλούς σοσιαλιστές —δηλαδή πρόσωπα του στενού του κύκλου, περιθωριακά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο— δεν προκάλεσε καμία απορία στους ανακριτές, ούτε και το ότι τα ποσά που υποτίθεται ότι τους είχε καταβάλει δεν βρέθηκαν ποτέ.

Άλλο μνημειώδες φιάσκο: ο Panzeri και ο Giorgi βρέθηκαν, αμέσως μετά τη σύλληψή τους, επί τρεις ημέρες στο ίδιο κελί, παρότι η προφυλάκιση αποσκοπεί ακριβώς στην αποτροπή επικοινωνίας μεταξύ των κατηγορουμένων. Η χειραγώγηση αποκαλύπτεται πλήρως τον Μάιο του 2023, όταν ο Giorgi ηχογραφεί στο σπίτι του συνομιλία με τον επιθεωρητή Alvarez, ο οποίος έχει πλέον την ευθύνη της έρευνας: «Δεν πιστεύουμε τίποτα από όσα λέει (ο Panzeri), ξέρουμε πολύ καλά ότι μας κοροϊδεύει», δηλώνει, και προσθέτει: «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να μη περάσει ο “μετανοημένος”». Πιο κάτω ξεσπά: «Ξέρω ότι η κόρη του (του Panzeri, δικηγόρος στην Ιταλία, σ.σ.), αυτή είναι που του απομυζά τα λεφτά». Και απευθυνόμενος στον Giorgi: «Όλες οι απαντήσεις που μας δώσατε έχουν ελεγχθεί, είναι σωστές». Με φιλοσοφική διάθεση, συμπληρώνει: «Πρέπει να είσαι τρελός για να έχεις εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη […] Θα έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη την ημέρα που οι δικαστές και οι εισαγγελείς δεν θα διορίζονται πολιτικά».

Η συνομιλία αυτή δεν οδήγησε σε επαναπροσανατολισμό της διαδικασίας, αλλά είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή διοικητικής κύρωσης στον Alvarez: περικοπή 10% του μισθού του για δύο μήνες. Τόσο ο Francesco Giorgi όσο και η Εύα Καϊλή δεν επιθυμούν, σε αυτό το στάδιο, να απαντήσουν στα ερωτήματά μας.

Όποια κι αν είναι η απόφαση της βελγικής Δικαιοσύνης, γεννάται το ερώτημα γιατί επιστρατεύτηκαν τόσο εκτεταμένα μέσα για να επιβεβαιωθεί η θεωρία ενός δικτύου που εξαρχής έμοιαζε εύθραυστο. Ίσως για να αποκατασταθεί το κύρος της βελγικής ομοσπονδιακής εισαγγελίας, η αρμοδιότητα της οποίας είχε αμφισβητηθεί μετά τις ισλαμιστικές επιθέσεις στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες το 2015 και το 2016, προβάλλοντας ότι «καθαρίζει» τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ίσως όμως και για λόγους πιο πεζούς και ανθρώπινους: ο Tasiaux ήταν απλώς προσωρινός επικεφαλής της υπηρεσίας κατά της διαφθοράς. Όπως εξήγησε ο Stephan Van Humbeeck, στέλεχος της Κεντρικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Σοβαρής και Οργανωμένης Εγκληματικότητας της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας (DJSOC), στους επιθεωρητές της Γενικής Επιθεώρησης, η υπόθεση αυτή «έδωσε ορατότητα στο OCRC και, κατ’ επέκταση, στον προσωρινό επικεφαλής του, ο οποίος θεωρούσε ότι έπρεπε να είχε γίνει ανώτερος αξιωματικός και μόνιμος επικεφαλής της υπηρεσίας» — κάτι που ο προϊστάμενός του, Ludinant, του αρνούνταν διαχρονικά, κρίνοντάς τον ανεπαρκή: «Δεν είχα άλλη επιλογή» από το να τον διατηρήσω στη θέση του.

Το Εφετείο των Βρυξελλών αναμένεται να εκδώσει την απόφασή του πιθανότατα την άνοιξη. Τότε θα φανεί αν το «Qatargate» θα μετατραπεί τελικά σε «BelgianGate».

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα