Του Παντελή Σαββίδη
(Φωτ. αρχείου: EPA / Olivier Hoslet)
Όταν ο Τζο Μπάιντεν και η Κάμαλα Χάρις έδωσαν την προεκλογική τους μάχη απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, το κεντρικό τους επιχείρημα ήταν: ο Τραμπ συνιστά απειλή για τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Ήταν ένα αφήγημα που στηριζόταν περισσότερο στον φόβο παρά στην πολιτική πρόταση. Και τελικά δεν έπεισε. Ο Τραμπ επέστρεψε στην εξουσία με μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι το 2016, αποδεικνύοντας ότι ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας είτε δεν συμμερίζεται αυτή την ανησυχία είτε θεωρεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού.
Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντανακλά μια βαθύτερη ιδεολογική σύγκρουση που διατρέχει ολόκληρη τη Δύση.
Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται σήμερα στην Ευρώπη, όπου η άνοδος της αποκαλούμενης λαϊκιστικής Δεξιάς –από την Εναλλακτική για τη Γερμανία και τον Εθνικό Συναγερμό έως το Reform UK– προκαλεί έντονη ανησυχία στις πολιτικές ελίτ. Οι ηγέτες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών προειδοποιούν για υπαρξιακή απειλή, για «καταστροφή» και για αλλοίωση της ίδιας της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ έφτασε να χαρακτηρίσει το Reform UK πρόκληση για «την ίδια την ουσία του ποιοι είμαστε ως έθνος».
Ωστόσο, η αποκαλυπτική ρητορική έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική. Όπως και στις ΗΠΑ έτσι και στην Ευρώπη, η κινδυνολογία του πολιτικού κατεστημένου συχνά εκλαμβάνεται ως προσπάθεια συγκάλυψης των δικών του αποτυχιών. Η περίπτωση της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία είναι ενδεικτική: παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, η διακυβέρνησή της είναι πολύ πιο «κανονική» από ό,τι είχε προαναγγελθεί. Αυτό αποδυναμώνει τη δραματοποιημένη αφήγηση περί επικείμενου τέλους της δημοκρατίας, και ενισχύει την αίσθηση ότι οι ελίτ έχουν χάσει την επαφή με μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η σύγκρουση έχει πλέον αποκτήσει καθαρά ιδεολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Από τη μια πλευρά βρίσκεται ο κόσμος του MAGA, ο οποίος έχει κυριαρχήσει σχεδόν ολοκληρωτικά στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Η ιδεολογία που τον διαπερνά δεν είναι πλέον ο κλασικός αμερικανικός συντηρητισμός, αλλά ο εθνικός συντηρητισμός. Πρόκειται για ένα ρεύμα που θεωρεί ότι η πολιτική νομιμοποίηση πηγάζει αποκλειστικά από το έθνος και όχι από διεθνείς ή υπερεθνικούς θεσμούς, ότι η πολιτισμική ταυτότητα είναι ζήτημα επιβίωσης, και ότι η κρατική εξουσία οφείλει να προστατεύει ενεργά το έθνος από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές.
Η μετανάστευση, η παγκοσμιοποίηση, οι πολιτικές ταυτότητας, ακόμη και η εκκοσμίκευση αντιμετωπίζονται ως παράγοντες αποσύνθεσης.
Για πολλούς εθνικούς συντηρητικούς, η υπεράσπιση της χριστιανικής κληρονομιάς δεν είναι απλώς θρησκευτικό ζήτημα, αλλά πολιτισμικό ανάχωμα απέναντι σε έναν φιλελεύθερο σχετικισμό που θεωρούν διαβρωτικό. Παράλληλα, η οικονομική αυτάρκεια και η προστασία των εθνικών βιομηχανιών προβάλλονται ως απάντηση στις κοινωνικές πληγές που άφησαν η αποβιομηχάνιση και η κρίση του 2008.
Απέναντι σε αυτή την τάση βρίσκεται το φιλελεύθερο στρατόπεδο, το οποίο υπερασπίζεται τα ατομικά δικαιώματα, τον πολυπολιτισμό και τους θεσμούς. Αναντίρρητα είναι σημαντικές αξίες. Όμως η πολιτική του γλώσσα συχνά περιορίζεται σε ηθικές καταγγελίες και όχι σε πειστικές κοινωνικές απαντήσεις. Το πρώτο ανθρώπινο δικαίωμα είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να ζήσει αξιοπρεπώς. Ο νεοφιλελευθερισμός τού το στερεί. Το κοινωνικό χάσμα διευρύνεται. Η επίκληση της «υπεράσπισης της δημοκρατίας» δεν αρκεί για πολίτες που αισθάνονται ότι το σύστημα δεν τους προσφέρει ασφάλεια, προοπτική ή αναγνώριση. Έτσι, η σύγκρουση εκτός από την πολιτική οικονομία περιλαμβάνει και τον πολιτισμό.
Εδώ ακριβώς γεννιέται ο σύγχρονος πολιτισμικός πόλεμος.
Δεν πρόκειται απλώς για διαφωνίες πολιτικής, αλλά για αντικρουόμενες αντιλήψεις περί ταυτότητας, Ιστορίας και νοήματος. Στις ΗΠΑ η διαμάχη για τη «woke» κουλτούρα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τη διδασκαλία της Ιστορίας ή το ρόλο της θρησκείας στον δημόσιο χώρο λειτουργεί ως υποκατάστατο βαθύτερων κοινωνικών συγκρούσεων. Η πολιτική μετατρέπεται σε μάχη συμβόλων, όπου κάθε πλευρά βλέπει την άλλη όχι ως αντίπαλο, αλλά ως υπαρξιακή απειλή.
Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ, που επικρίνει την Ευρώπη για «πολιτισμική διαγραφή», εντάσσεται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο. Περισσότερο από ανάλυση γεωπολιτικών κινδύνων, αποτελεί πολιτικό μανιφέστο που προβάλλει στην Ευρώπη την ίδια την αμερικανική εμμονή με την παρακμή. Και αυτό δεν περνά απαρατήρητο από ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία, οι οποίοι βλέπουν τη Δύση να κατακερματίζεται όχι λόγω εξωτερικής πίεσης, αλλά λόγω εσωτερικής διάβρωσης.
Το ερώτημα που αναδύεται είναι: μπορεί η Δύση να επιβιώσει όταν ο πολιτισμικός πόλεμος αντικαθιστά την πολιτική σύνθεση;
Η εμπειρία των ΗΠΑ δείχνει ότι η δαιμονοποίηση του αντιπάλου δεν αποτρέπει την άνοδό του· συχνά την επιταχύνει. Αντί για αποκαλυπτικές προφητείες, ίσως απαιτείται μια νέα πολιτική γλώσσα που να απαντά στα πραγματικά κοινωνικά αδιέξοδα. Διαφορετικά, οι δύο Αμερικές –και κατ’ επέκταση οι δύο Ευρώπες– θα συνεχίσουν να απομακρύνονται, τροφοδοτώντας έναν πολιτισμικό πόλεμο χωρίς ορατό τέλος.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα για το πολιτικό σύστημα είναι ότι τείνει να μιμείται το αμερικανικό μοντέλο αντίδρασης. Όποια κοινωνική ή πολιτισμική αμφισβήτηση βαφτίζεται συλλήβδην «ακροδεξιά», «οπισθοδρομική» ή «αντιδημοκρατική», χωρίς σοβαρή προσπάθεια κατανόησης των αιτιών της. Αυτό, όμως, δεν αποδυναμώνει τη δυσαρέσκεια· την εμβαθύνει.
Και η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε εθνική αυτοαντίληψη και υπερεθνικές δεσμεύσεις, χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο. Τα στρατόπεδα είναι έτοιμα για μάχη.
Για την Ελλάδα το δίλημμα είναι αν θα υπάρξει πολιτική γλώσσα που να συνθέτει κοινωνική ασφάλεια, εθνική αυτοσυνείδηση και δημοκρατική νομιμοποίηση.


