ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ Το σεξ, ο καλλιτέχνης και η κοινωνία

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

Φώτης Καγγελάρης

Εικόνα: Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, S. Dali 1946

Η τέχνη και η τρέλα είναι ομόαιμες αδελφές.

Μ. Φουκώ

Καθένας οφείλει να κάνει ψυχανάλυση πριν τα τριάντα του.

                                                             Τ. Μπουλμέτης Σκηνοθέτης

Λες και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου με τις καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση.  Λες και ο κόσμος πίστευε ότι είναι αγγελικά πλασμένος. Λες και κανείς δεν ήξερε τι συμβαίνει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Ταυτόχρονα, όλοι έτρεξαν να δώσουν τα διαπιστευτήρια τους στην κοινωνία και όλοι στριμώχτηκαν για να προσκομίσουν τις αποδείξεις της αθωότητας τους.

Όμως, ο κόσμος πάντα έτσι ήταν. Και θα είναι. Ούτε καλός, ούτε κακός. Ή μάλλον, υπό το πρίσμα της ηθικής και καλός και κακός. Γιατί αν ήταν μόνο καλός η Ηθική και η Θρησκεία δεν θα είχαν νόημα. Η φύση του ανθρώπου είναι να είναι αυτή: ατελής ως προς το καλό.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ιδιαίτερα από την πλευρά της τέχνης.

Aloise, Napoleon III a Cherbourg 1952-54

Ο καλλιτέχνης, ο γνήσιος καλλιτέχνης, όχι αυτός που δηλώνει καλλιτέχνης, είναι ένα παράξενο άτομο. Αρκεί να σκεφτούμε πόσοι πάσχουν ψυχικά, έχουν νοσηλευτεί σε ψυχιατρεία, έχουν αυτοκτονήσει (ενδεικτικά Πλαθ, Γώγου) υπήρξαν αλκοολικοί (Μπέικον), απαράδεκτα νάρκισσοι με όρους κοινής ηθικής (Γκωγκέν), εξαρτημένοι από ουσίες, τυχερά παιγνίδια, σεξ. Ενδεικτικά  στα καθ’ ημάς και μόνο αναφερόμενος σε νεκρούς καλλιτέχνες: Χαλεπάς, Μητσάκης, Ακριθάκης, Βιζυηνός, Ρώτας. Ας αναλογιστούμε πόσοι έχουν τρελαθεί για πάντα, πόσοι μπαινοβγαίνουν στην ψύχωση, πόσοι είναι σε ψυχοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή. Πόσοι σπουδαστές δραματικών και καλλιτεχνικών σχολών πάσχουν από βαριές ψυχικές διαταραχές. Και πόσοι, ακριβώς, εν μέσω, της διαταραχής τους προήγαγαν την τέχνη (Χέλντερλιν, Βαν Γκογκ, Κλωντέλ, Σούμπερτ κι ενδεικτικά από τον χώρο του θεάτρου Αρτώ, Στρίνμπεργκ). Ο κατάλογος είναι ατελείωτος με όλους εκείνους που αποκαλούμε καταραμένους. Αλλά και το αντίστροφο, πόσοι ψυχικά πάσχοντες με ή χωρίς ψυχιατρική εμπειρία εξέφρασαν ένα καλλιτεχνικό έργο ισάξιο των ακαδημαϊκών. Το μουσείο της Αρτ Μπρουτ στη Λωζάνη ή το Πρίτσχορν στη Χαϊδελβέργη  είναι πλήρη από ανάλογα σημαντικά έργα τέχνης σαν εκείνα της Αλοΐζ ή του Βέλφλι.

Ας θυμηθούμε τον Φουκώ όταν έλεγε ότι η τρέλα και η τέχνη είναι ομόαιμες αδελφές, η τρέλα και η τέχνη πηγάζουν από την ίδια ψυχική δεξαμενή. Ο καλλιτέχνης, λόγω ιδιάζουσας ψυχικής συγκρότησης είναι περισσότερο εκτεθειμένος σε αυτό που συμβαίνει εντός του και εντός μιας κοινωνίας η οποία, ακριβώς, υπάρχει επειδή περιστέλλει την αρνητική για την κοινωνία φύση του ανθρώπου. Ο πολιτισμός έλεγε ο Φρόυντ είναι η καταστολή της προσωπικής ανεξέλεγκτης επιθυμίας.

Αυτό, άλλωστε, δεν υπήρξε η ιστορία του πολιτισμού;

Αυτό, άλλωστε, δεν υπήρξε το πρόταγμα της ιστορίας της τέχνης;

Να δούμε την αγγελική φύση του ανθρώπου, την κατ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού. Σαν να μην υπήρχε η δαιμονική, η καταστροφική, η ανήθικη. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (Γκόγια, Ζερικώ, Ρούμπενς, Μανέ…), η τέχνη μέχρι τον 20ο αιώνα προσπαθούσε να αποκρύψει την έτερη φύση του ανθρώπου, αυτή που φυσικά ενοικεί εντός του, αυτή που κάνει την αγγελική, του συμβιβασμού, να γιγαντώνεται κάποιες φορές για να μπορέσει να αντιμετωπίσει την ετερότητα μέσα στον ίδιο τον ψυχισμό. Ο Λακάν τόνιζε ότι το υποκείμενο δεν είναι μόνο υποκείμενο της λογικής αλλά είναι και υποκείμενο της τρέλας. Όσο πιο μεγάλη είναι η τέχνη του, τόσο αυτό μας κάνει να σκεφτούμε για τον δαίμονα με τον οποίο παλεύει.

Ο καλλιτέχνης είναι ένα παράξενο πλάσμα: εκτεθειμένος αφενός σε ότι συμβαίνει μέσα του -παρότι το απολαμβάνει κάποιες φορές ενώ άλλες τρομοκρατείται έως πανικού- και αφετέρου, ταυτόχρονα, εκτεθειμένος στην κοινωνική λογοκρισία. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης νορμάλ, (τί είναι η φυσιολογικότητα αν το ίδιον της ζωής είναι υπέρβαση της φυσιολογικότητας του σύμπαντος;) αν φυσικά υπάρχει μια τέτοια έννοια και δεν είναι παρά ένας δείκτης της προσωπικής αγωνίας ή του κοινωνικού ελέγχου. Η τέχνη δεν είναι παρά η μετουσίωση εσωτερικών ενίοτε επώδυνων καταστάσεων (τραυμάτων, ματαιώσεων, χωρισμού, καθηλώσεων, τρέλας). Η τέχνη για τον Φρόυντ είναι η σύμβαση, όσο μπορεί να είναι σύμβαση με το εγώ, την πραγματικότητα και την κοινωνία, της αρνητικής φύσης του ανθρώπου: η τέχνη είναι αφύπνιση και επάνοδος του απωθημένου με όρους παρόντος και ταυτόχρονα μετουσιωμένο  έτσι ούτως ώστε να ξεπερνά τη λογοκρισία και να γίνεται αποδεκτό από τον ψυχισμό και τους κοινωνικούς θεσμούς. Η τέχνη, πάλι, λέει ο Λακάν είναι η αναπαράσταση του κενού του πράγματος με όρους σημαίνοντος: το βάζο είναι κενό αλλά αυτό ακριβώς του δίνει τη δυνατότητα να είναι. Οριοθετεί το κενό, το άρρητο, το αόρατο σε μορφή που έχει πρόσβαση στο συμβολικό πεδίο.

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι κατ’ αυτή την έννοια η τέχνη γίνεται μια γλώσσα για το ανέκφραστο του νοήματος, μια γλώσσα αλλόκοτη σαν εκείνη του ονείρου, του σουρεαλισμού, του παραληρήματος.

Ο καλλιτέχνης, για να δανειστώ τον ορισμό του Φρόυντ για το παιδί, είναι ένα άτομο «διαστροφικά πολύμορφο». Ένας ναρκισσιστικά παντοδύναμος τύραννος όπου οι άλλοι υπάρχουν ή έχουν γεννηθεί για να ικανοποιούν άμεσα τις επιθυμίες του. Κατά τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες δεν πρόκειται για βιασμό, κακοποίηση, ρήμαγμα του άλλου, φόνο κλπ. Πρόκειται για μια αφιλτράριστη επιθυμία που δεν κρίνεται ως ηθική ή ανήθικη, όπου ο κοινός θνητός οφείλει άμεσα να γίνει το όργανο ικανοποίησης- απόλαυσης του γιγάντιου θεϊκού ναρκισσισμού, του θεού. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός και το χειροκρότημα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα παντοδυναμίας.

Ο καλλιτέχνης στη δυτική κοινωνία είναι ο τρελός κλόουν που μας απελευθερώνει από τα δικά μας τραύματα. Μας επιφέρει την κάθαρση από αυτό που συμβαίνει μέσα μας. Αλλιώς, τι νόημα έχει ο Οιδίποδας ή ο Άμλετ ή ο Γκοντό; Αλλιώς, τι νόημα έχει να ακούσουμε τον Παβαρότι  ή τον Κορμπέιν;  Αλλιώς, τι νόημα έχει να δούμε Γκόγια ή Μάλεβιτς; Η τέχνη μέσω του καλλιτέχνη  μας γαληνεύει. Μας θεραπεύει. Μας κάνει ν’ αντέχουμε τη ζωή. Όπως έλεγε ο Νίτσε «ευτυχώς που υπάρχει η τέχνη, αλλιώς θα πεθαίναμε από πραγματικότητα». Διαφορετικά, γιατί να ξαναδούμε τον Οιδίποδα ή, το πιο απλό, να ακούσουμε πάλι μουσική; Γιατί η τέχνη έχει αυτή τη σημαντική θέση στη ζωή μας; Έχουμε σκεφτεί ότι η τέχνη καταλαμβάνει περισσότερο χρόνο και χώρο στη ζωή μας  απ’ ότι η ίδια η πραγματικότητα ή αυτό, τέλος πάντων, που ονομάζουμε πραγματικότητα;

Οιδίποδας J.A.D. Ingres 1808

Ωστόσο, κάποιες καταστάσεις που διαδραματίζονται στον ψυχισμό του καλλιτέχνη, που συγκροτούν τον ψυχισμό του καλλιτέχνη διολισθαίνουν εκτός τέχνης. Δεν ρευστοποιούνται για να αποκρυσταλλωθούν στη συνέχεια σε μορφή τέχνης. Τότε, μιλάμε για ανηθικότητα, για παρεκτροπή, για συνύπαρξη τέχνης και τρέλας, για συνύπαρξη μεγαλοφυίας και καταστροφής.

Τότε, η ηθική κοινωνία εξανίσταται. Σαν να μην ξέρει, σαν να αγνοεί ότι αυτό που συμβαίνει στον καλλιτέχνη συμβαίνει και εντός της. Η κοινωνία ξεσηκώνεται και δαιμονοποιεί το κοινωνικό καλλιτεχνικό σκάνδαλο για να ξορκίσει αυτό που συμβαίνει μέσα της, σαν να συμβαίνει στον άλλον και που άμεσα τον καταδικάζει: «Εγώ δεν είμαι σαν κι αυτόν». Πράγματι, η κοινωνική δικαιοσύνη καταδικάζει, αλλά η κοινωνία δεν διασώζεται Κι επειδή δεν διασώζεται θα συνεχίσει να κάνει χρήση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί, είναι ακριβώς από τους δικούς της κόλπους, από τη δική της καταδίκη, από τη λογοκρισία στον εαυτό της, που θα εκτοξευτεί «ξαφνικά» η επόμενη φορά. Ο δαιμονικός «άλλος» διαβιεί μέσα στην κοινωνία.

Αλήθεια, γιατί αυτή τη φορά είναι υπό δοκιμασία ο καλλιτέχνης; Ξεχνάμε, άραγε, τα λεγόμενα σκάνδαλα των πολιτικών, όπως το περίφημο Προφιούμο-Κίλερ; Ξεχνάμε τα σκάνδαλα της εκκλησίας καθολικής, προτεσταντικής, ορθόδοξης; Μήπως, αυτά δεν θέλουμε να τα ξέρουμε; Μήπως, βολεύει να μην ξέρουμε;

Μήπως, όλος αυτός ο θόρυβος για τους καλλιτέχνες τελευταία δεν είναι παρά μια επίδειξη αθωότητας και ηθικής εκ μέρους της κοινωνίας η οποία καταγγέλλοντας αποκρύπτει αυτό που της συμβαίνει; Μήπως, ο καλλιτέχνης είναι ο εύκολος στόχος για μια κοινωνία που αμύνεται στις δικές της βαθιές μοχλεύσεις αιμομιξίας, κανιβαλισμού, τεμαχισμού, φόνου βάζοντας μπροστά στο βλέμμα της το πέπλο της καλλιτεχνικής ανηθικότητας; Μήπως, ο θόρυβος αυτός έχει σκοπό να σκεπάσει τον εσωτερικό θόρυβο που αφορά παρόμοιες αλλά βαρύτερες καταστάσεις που αφορούν όλη την κοινωνία; «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω», λέει η πόρνη της Καζαντζάκη.

Να τονίσω στο σημείο αυτό, ότι καταδικάζω απερίφραστα τα τρέχοντα. Ναι, χωρίς αμφιβολία, κάποιοι άνθρωποι έχουν εγκληματήσει. Χωρίς ελαφρυντικά έκαναν επανειλημμένα χρήση του άλλου ως αντικειμένου της ικανοποίησης του ναρκισσισμού τους. Γιατί, βέβαια, η ψυχολογική εννόηση και ερμηνεία δεν σχετίζεται με το κοινωνικό αίτημα, ιδιαίτερα αν κάποιος έχει «σώας τας φρένας».

Τι αντίφαση, η τέχνη που θεραπεύει, που καταπραΰνει, που ελαφρύνει τη ζωή μας από το βάρος της ζωής να εμψυχώνεται και να ενσαρκώνεται με την καταστροφή της σάρκας και της ψυχής του άλλου.

Και σε μια κοινωνία που προβλέπεται νομικά η τιμωρία είναι άξιοι τιμωρίας. Δεν μπορεί, με τις σημερινές συνθήκες, να υπάρξει κοινωνία χωρίς όρους.  Αλλά, αυτή η κοινωνία που τιμωρεί δεν είναι αυτή η ίδια που γεννάει τους θύτες, τα θύματα, τους εκδικητές, τους τιμωρούς. Μήπως, τελικά, όλη η κοινωνία είναι έτσι; «Τι σκας Οιδίποδα;» λέει η Ιοκάστη μετά την αποκάλυψη από τον Τειρεσία ότι ο Οιδίποδας είναι υπαίτιος για τα δεινά της Θήβας, με τις φρικτές πράξεις που έχει κάνει. «Αυτά που σου είπε ο Τειρεσίας ότι έχεις κάνει, τα βλέπουν κάθε βράδυ οι άνθρωποι στον ύπνο τους». Αλήθεια, τι βλέπουν  στον ύπνο τους; Τί δεν βλέπουν στον κοινωνικό τους ύπνο;

Στο κάτω κάτω, θα υπήρχαν σχέσεις, γάμος, έρωτας εάν δεν υπήρχαν τα οιδιπόδεια, οι ναρκισσικοί φροϋδικοί άξονες, κ.λπ.;

Κάποιοι δεν τα καταφέρνουν να εξωραΐσουν, να μετουσιώσουν, να εξιδανικεύσουν, να κοινωνικοποιήσουν πλήρως τον δαίμονα μέσα τους.

Όχι, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι αφύσικοι. Βρίσκονται μέσα στη φύση του ανθρώπου. Το ότι είναι και τα δύο, δαίμονας και άγγελος είναι ακριβώς και το πρόβλημα: δεσμοφύλακας στο Νταχάου – λάτρης του Σούμαν. Μα, αυτό ακριβώς δεν έλεγε η  Άρεντ, ότι το κακό είναι μέσα στην καθημερινότητα, στον κοινό συνηθισμένο άνθρωπο, το κακό δεν είναι κάτι το εξαιρετικό.

Ξεχνάμε, ίσως, ότι ο Άγιος Αντώνιος έγινε Άγιος επειδή πάλεψε με τον δαίμονα, αλλά «πάλεψε» δεν σημαίνει ότι συντροφεύτηκε μέσα στην έρημο από τον δαίμονα σώμα με σώμα; Κι όταν ο Χριστός αντιστάθηκε στην προσφορά του Διαβόλου να κάνει πέτρες το ψωμί δεν συνήψε μια σχέση-μάχη με αυτόν;

Κι ο Ζενέ δεν βάζει τον δικαστή να παρακαλεί τον κλέφτη να παραμείνει κλέφτης, δηλαδή ο ηθικός άνθρωπος παρακαλεί τον ανήθικο να παραμείνει ανήθικος γιατί αλλιώς τι νόημα ύπαρξης έχει ο δικαστής (ο ηθικός) αν δεν υπάρχει κάποιος να καταδικάσει;

Μα, και ως τέχνη θα το ανεχόμασταν; Π.χ. την αιδοιολειξία της Τσιτσιολίνα από τον Κουνς εκτεθειμένη στην αναδρομική του στο Παρίσι ή τα αντίστοιχα έργα της Ρουμπιστάιν; Τα απαγορευμένα σχέδια του Αϊζενστάιν, τις ακουαρέλες του Ροντέν ή τους Μινώταυρους του Πικάσο; Τις ιαπωνικές ερωτικές γκραβούρες; Τον δικό μας, τον  Σειλινό; Μια σκηνική παρουσίαση της «Ζιστίν», μια προβολή του «Σαλό» ή της «Αυτοκρατορίας των αισθήσεων»; Ίσως… Επειδή ακριβώς μέσω της τέχνης, όσο κι αν αναστατωνόμαστε, οι καταστάσεις αυτές είναι εκ των πραγμάτων εξουδετερωμένες. Είναι τέχνη. Αν και συχνά ούτε αυτό είναι ανεκτό. Αυτοσχέδιοι ή επίσημοι τιμητές είναι έτοιμοι με το ψαλίδι στο χέρι αν όχι με λοστούς και σπρέι ή φύλα συκής να καλύψουν τα αγάλματα στο Βατικανό.

Αιθίοψ, Γ. Χαλεπάς 1930

Όπως ακούγεται, όλοι ήξεραν. Ήξεραν τι συμβαίνει. Όχι οπωσδήποτε στο θέατρο, αλλά ότι συμβαίνει. Γιατί δεν γίνεται να μην συμβαίνει. Δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να μην συμβαίνει. Και θα συμβαίνει. Μόνο που δεν θα ακούγεται, θα συμβαίνει εν κρυπτώ, όπως δεν ακούγονται τα οικογενειακά μυστικά της ηθικής Οικογένειας, τα ιερά μυστικά της Αγίας Εκκλησίας, τα σεπτά μυστικά της οσίας Κοινωνίας, τα ένοχα μυστικά της Ιστορίας, τα θανάσιμα μυστικά της Επιστήμης. Ας θυμηθούμε στα καθ’ ημάς, στον «Καπετάν Μιχάλη»,  πόσα χρόνια κάνει να δει η θυγατέρα τον πατέρα της αφού κλείσει τα πρώτα χρόνια της ζωής της.

Ώσπου, ξαφνικά, για αδιευκρίνιστους λόγους, ξηλώνεται μια κλωστή κι ύστερα πολλές. Και, η αγωνία που προκύπτει μήπως είναι η αγωνία να περιοριστεί το ξήλωμα στο μανίκι (βλέπε: θέατρο, τέχνη) για να μην ξεχειλώσει όλο το πουλόβερ (βλέπε: οικογένεια, κοινωνία, κ.λπ.). Γιατί, ακριβώς, μήπως, αυτή η διάλυση του μανικιού αποσκοπεί να συγκρατήσει την διάλυση μόνο στο μανίκι, δηλαδή, μήπως όλο αυτό που συμβαίνει στις μέρες μας είναι ένας γιγάντιος μηχανισμός άμυνας για να μην διαλυθεί ολόκληρο το πουλόβερ, για να μην δούμε ότι εντός ολόκληρης  της κοινωνίας συμβαίνουν  τέτοιου είδους καταστάσεις; Σαν, κατά βάθος, να θέλουμε να διατηρηθεί η κατάσταση αυτή εντός του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου, να μην αποκαλυφθεί από φόβο κοινωνικής ή και ατομικής τιμωρίας. Ή μήπως από απώλεια μιας ευχαρίστησης;

Μήπως, υπάρχει ζήλεια για  την απόλαυση του άλλου;

Πάντως, η σιωπή λέει ότι το πρόβλημα δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει δεν είναι πρόβλημα, κι αν είναι πρόβλημα τα καταφέρνουμε μ’ αυτό.

Πυροβολήστε τον καλλιτέχνη.

Να περιοριστούμε στους καλλιτέχνες, το κακό είναι αυτοί. Έτσι κι αλλιώς μέσα στη συνείδηση του κόσμου των φυσιολογικών οι καλλιτέχνες, οι θεατρίνοι είναι ευάλωτοι, ηδονοθήρες, πόρνοι, προσφέρονται για εύκολο στόχο για να κρυφτούμε εμείς πίσω από αυτούς. Ότι γίνεται και στο θέατρο: κρυβόμαστε ως θεατές μέσα στην αίθουσα παρότι ζούμε τα πάθη των ηρώων στη σκηνή.

«Αν θέλεις να δεις κάτι, δες αυτό». Έτσι δεν προτάσσει η τέχνη όπως φάνηκε σε κείνη την περίφημη έκθεση του Μπομπούρ «Η ζωγραφική ως έγκλημα»: «Αν θέλεις να δεις κάτι, δες αυτό». Όχι πέραν από αυτό, όχι πίσω από αυτό. Γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος να δεις αυτό που δεν θέλεις να δεις, αυτό που δεν πρέπει να δεις, αυτό που δεν θέλεις να ξέρεις ότι συμβαίνει. Γιατί, δεν αρκεί κάποιος να ανοίξει τα μάτια του για να δει. Δεν βλέπουμε ότι να ‘ναι. Βλέπουμε το επιτρεπτό, εντός του πλαισίου της ηθικής και κοινωνικής αξίας που μας επιτρέπει να βλέπουμε. Ένας άλλος πολιτισμός βλέπει άλλα. Κι αν κινδυνέψουμε να δούμε αυτό που δεν θα έπρεπε να δούμε, τότε ο ψυχισμός, λέει ο Φρόυντ, προτιμά να μην βλέπει τίποτα. Προτιμά να τυφλωθεί τελείως, να εγκατασταθεί μια ψυχογενής αναστολή της όρασης, παρά να δει.

Η ζωγραφική ως έγκλημα, Έκθεση 2001-2002, Παρίσι, Λούβρο

Με ανάλογο τρόπο η σημερινή κοινωνία μας βάζει, με τους εκτυφλωτικά εστιασμένους προβολείς των μίντια, αφήνοντας στο σκοτάδι τον περιβάλλοντα χώρο, να δούμε ότι αυτό που συμβαίνει αφορά μόνο αυτό που συμβαίνει και όχι εμάς τους υγιείς και φυσιολογικούς που σιχαινόμαστε, απεχθανόμαστε, καταδικάζουμε μια τέτοια συμπεριφορά για να ξεμπερδέψουμε και να κοιμηθούμε ήσυχοι, για να δούμε, ωστόσο,  στα όνειρά μας αυτά τα οποία κατηγορούμε. Ίσως, μάλιστα, κάποιοι μέσα στον ύπνο τους ακούνε μια φωνή που φωνάζει: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω». Έτσι, μπορούμε κι εμείς να πούμε όπως είχε πει κάποτε ο Πρωθυπουργός του Ιράν στη Συνέλευση του ΟΗΕ σχετικά με τους ομοφυλόφιλους: «Εμείς δεν έχουμε τέτοια».

Είναι τότε που όλοι αρχίζουν μια αδυσώπητη μάχη εξομολόγησης γιατί δεν άντεχαν άλλο αυτό που τους είχε συμβεί, ή για να μην κατηγορηθούν ότι το απέκρυψαν, ποιος ξέρει για ποιο λόγο ή για να μην τους κατηγορήσει ο εαυτός τους ότι το απέκρυψαν, ότι το κράτησαν μέσα τους μη γνωρίζοντας ούτε οι ίδιοι, ενδεχομένως, το γιατί. Όσο πιο πολλά ακουστούν, τόσο καλύτερα. Γιατί έτσι εκτονώνεται ο κοινωνικός ψυχισμός, γιατί με το που ακούγονται τα φοβερά μυστικά γίνονται μάρτυρες υπέρ μιας ηθικής ατομικής και κοινωνικής. Γιατί έτσι, αν καταφέρει η κοινωνία και περιορίσει το ξεχείλωμα στο μανίκι τότε θα κοιμάται ήσυχη ότι αυτά συμβαίνουν μόνο στην τέχνη ή έστω σε κάποιους χώρους. Μα, αν βάλουμε κάτω όλους τους χώρους που συμβαίνουν αυτά θα δούμε ότι αφορά το σύνολο της κοινωνίας.

Ωστόσο, εμάς τους άλλους, παρότι μας συμβαίνει δεν μας αφορά. Δεν μιλά κανείς για εμάς, για τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, τις παιδικές κατασκηνώσεις, τον αθλητισμό, τα ψυχιατρεία, το στρατό, την εκκλησία, την οικογένεια, εκεί που υπάρχουν σχέσεις εξουσίας και άκρατου ναρκισσισμού. Μπορούμε, λοιπόν,  να συνεχίσουμε. Μπορεί να συνεχίσει, ας πούμε, μια μητέρα να κάνει ότι δεν βλέπει τη σχέση πατέρα-κόρης ή πατέρα-γιού ή μητέρας-γιού. Γιατί, αν δει; Α, τότε μπορεί να τυφλωθεί σαν τον Οιδίποδα, να γίνει στήλη άλατος σαν τη γυναίκα του Λωτ, κινδυνεύει να χάσει την Ευρυδίκη, κινδυνεύει να χάσει τη χαμένη τιμή. Γιατί, άραγε, κάποιος να θέλει να δει την αλήθεια; Δεν είναι προτιμότερο η ετερότητα του εαυτού μας να σιωπά μέσα μας; Η δαιμονική φύση να μεταμφιέζεται σε αγγελική; Στο όνειρο, ο εφιάλτης αποσκοπεί στο να μας ξυπνήσει για να μην συνεχιστεί το όνειρο και αποκαλυφθεί ότι η φύση του εφιάλτη είναι η επιθυμία. Στη ζωή, μήπως πρέπει να βλέπουμε κάπου κάπου τους εφιάλτες των άλλων για να μπορούμε εμείς να κοιμόμαστε ήσυχοι;

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι μήπως η κοινωνία κινδύνεψε ή θα κινδύνευε να δει κάτι το οποίο το αποσόβησε έγκαιρα ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά της για να δει μόνο ως θέαμα -ένα κανονικό θέαμα με πρωταγωνιστή, σκηνοθέτη, ηθοποιούς, εξωτερικά και εσωτερικά γυρίσματα- κάτι περιορισμένο κι εύκολο στο χώρο της τέχνης, του θεάτρου, των τσιρκολάνων, των «καραγκιόζηδων»;

Δεν υπάρχει μεταφυσικό κακό ούτε καλό. Όλα είναι θέμα ηθικής, θρησκευτικών  κανόνων, ή γραπτών ή άγραφων νόμων (Αντιγόνη, ήθη), που έχουμε θεσπίσει για την επιβίωσή μας ως κοινωνική ομάδα και ψυχισμού. Αν μελετήσουμε τις κοινωνικές ομάδες στην Αφρική, τον Αμαζόνιο, τον Ειρηνικό θα εκπλαγούμε από τον άκρατο συντηρητισμό που επιβάλλουν οι άγραφοι ηθικοκοινωνικοί κανόνες, ακριβώς, για την επιβίωση της ομάδας.

Ας καθίσουμε λοιπόν στην άνετη πολυθρόνα μας κι ας δούμε την  «συγκλονιστική» -έχετε προσέξει την συχνότητα της λέξης «συγκλονιστικός» στα δελτία ειδήσεων;- ταινία που προβάλλουν και υποβάλλουν σύσσωμα τα μίντια, την ταινία για ένα άλλο κόσμο που δεν είναι ο δικός μας αλλά «που σαν να μου φαίνεται ότι κάτι μου θυμίζει…». Όπως ακριβώς σε μια παράσταση θεάτρου: οι ήρωες ζουν τα πάθη τους στη σκηνή κι εμείς, ταυτιζόμαστε μεν μαζί τους, αλλά  από την ασφάλεια της πλατείας.

Και περιμένουμε την επόμενη φορά.

Σημείωση: Μέρος του κειμένου δημοσιεύθηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών”.

spot_img

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είναι θέμα εγκεφάλου, θα έλεγα στον αγαπητό κύριο Καγγελάρη. Απαιτεί από τους ανθρώπους κάτι για το οποίο χρειάζεται να έχουν την ικανότητα ενδοσκόπησης για να το επιτύχουν. Πάρα πολλοί άνθρωποι, αν τους ρωτήσεις τι αισθάνονται σε διάφορες στιγμές, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν, πέραν από πολύ βασικά αισθήματα, ας πούμε εκνευρισμό, θυμό, ζήλια, και αυτά αν τους επιτρέψει το άγρυπνο επιθετικοαμυντικό ψυχικό σύστημα που υπηρετούμε όλοι.
    Όπως είχε παρατηρήσει παλαιότερα ο Άρθουρ Καίσλερ, οι νευρικές συνδέσεις από τον ανώτερο εγκέφαλο (φλοιό) προς τα παλαιότερα φυλογενετικά στρώματα ελλίπονται κατά πολύ από τις συνδέσεις που έχουν αναπτυχθεί με την εξέλιξη προς την αντίστροφη κατεύθυνση.
    Το είχε πιάσει και ο Σαββόπουλος διαισθητικά στον στίχο “φίδι, πίθηκος κι αητός, με το δείπνο το μεγάλο, θα τελειώσουμε τον μπάλο”.
    Υπομονή.

  2. Τό ἄρθρο ἀναφέρεται στό σέξ, στήν κοινωνία καί στούς καλλιτέχνες, ὡς ἰδιαιτέρως προβαλλόμενα ἄτομα. Τό σέξ πάσχει, γιατί στήν ἐποχή πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ τόσο, δέν συνδέεται μέ τόν ἔρωτα, μέ σχέση, μέ συναίσθημα, μέ ἀγάπη, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πάσχει.
    Μία κοινωνία πού ἦταν ἐρωτική, ποιητική, καί στερητική, μέ ἀπαγορεύσεις κοινωνικές καί θρησκευτικές, πού εὐνοούσαν τό φλέρτ, τήν ἀναμονή, τήν ἐγκράτεια, μέ ὄνειρο γιά τούς πιό ρομαντικούς τό ταίριασμα , ἔγινε, μέ τήν κοινωνική ἀπελευθέρωση τῶν ἠθῶν, μιά κοινωνία, μέ σχεδόν ζωώδη σεξουαλικά ἔνστικτα, σεξιστικές ἐπιδόσεις καί ἀνύπαρκτες σχέσεις. Δέν ἔχει ὁδηγό ἡ κοινωνία, δέν ἀντιλαμβάνεται τί διαπράττει. Παλιά ὑπῆρχαν οἱ ἀπαγορεύσεις πού ὁδηγοῦσαν σέ κάποια ἐγκράτεια, ὑπῆρχε ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεός μᾶς βλέπει, ὑπῆρχε ἡ ποίηση, τά τραγούδια, φορτισμένα μέ ἐρωτικούς καημούς, ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῶν μεγάλων ἐρώτων. ῾Ο ἔρωτας προϋποθέτει δύο, εἶναι σχέση. Τό σέξ ὅπως ἀσκεῖται γενικά στήν κοινωνία, καί τό ἀσκεῖται μοιάζει πολύ καλολογικό, δέν εἶναι οὔτε κάν ἐκτόνωση, εἶναι ψυχική καί πνευματική κακοποίηση κι ἄς μήν κακοποιοῦνται τά σώματα ἤ οἱ ψυχές ἐπί τούτου, ἀλλά ἡ προσέγγιση τοῦ ἑνός σώματος μέ τό ἄλλο δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται χωρίς τήν γνώση καί ἐνσυναίσθηση τῆς ἱερότητας τοῦ σώματος, τῆς σύνδεσης τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή καί τό πνεῦμα. Δέν μπορεῖ νά γίνεται σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ ἄλλος. Σέ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα, ἀπό μικρότατες ἡλικίες, πού κι αὐτό θά ´πρεπε νά μᾶς προβληματίζει τουλάχιστον, γενικά ἀπόλαυση χωρίς συναίσθημα, ἀπ´ τά ἑπτά πού δέν πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Γκάντι. Κι αὐτό ἀντανακλᾶ σέ ὅλη τήν κοινωνία, γιατί ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή. ῾ Υστερεῖ ἡ κοινωνία καί στά ὑπόλοιπα ἕξι. Δέν ἀρκεῖ ἡ σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, ἄν εἶναι νά μιλήσουμε μόνο γιά σέξ, χρειάζεται ἀνθρώπους νά μιλήσουν πρῶτα γιά ἔρωτα, γιά ἀνταλλαγή ψυχική, πνευματική, γιά τήν ἀξία τῆς προσέγγισης μέ τόν ἄλλον, τήν σημασία νά ἀντικρύζεις τόν ἄλλον. Νά ἐκφράσουν κάποιοι τήν διαφορά τῆς ἐρωτικῆς πράξης μέ συναίσθημα, συνθήκης τοῦ νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί τόν ἄλλο, ἀπό τό ὅ,τι νάναι σέξ πού σέ ἀπομακρύνει ἀπό τόν ἑαυτό σου καί τόν ἄλλο. Νά μιλήσουν γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά τήν ἀξία τῶν σχέσεων ἀλλά καί τήν δυσκολία τους. Οἱ ἀρχαῖες τραγωδίες δίδασκαν, μυοῦσαν τό κοινό σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἔμειναν πασίγνωστες κάποιες ἱστορίες πού καί σήμερα θά γέμιζαν πρωϊνάδικα καί μεσημεριανάδικα, πῶς ἦταν ὁ Οἰδίποδας, πόσων χρονῶν γέννησε ἡ ᾿Ιοκάστη, γιατί λέγεται οἰδιπόδειο κλπ.
    Πρωτίστως βέβαια ὁ ἔρωτας χρειάζεται ταυτότητα.

  3. Θέλω να ευχαριστήσω την ύπαρξη αυτού του άρθρου, κυρίως γιατί αποδέχεται τα συμβαίνοντα. Τα κάνει να είναι όχι εξέχοντα, μα κομμάτια του Γίγνεσθαι.
    Πως μιλούμε στους άλλους για τις ανάγκες μας; Πώς ζητάμε από τον άλλον την ικανοποίηση; Πώς προσκαλούμε κάποιον να φάμε μαζί ή να ερωτευτούμε, να ζωγραφίσουμε μαζί ή να κάνουμε θέατρο, ή να μας δείξει το Σώμα του, το Στόμα του, τα Μάτια του ή τα Χέρια του; Πώς όταν έρχεται το πρώτο αίσθημα δίψας, ευχαριστούμε το υδωρ εκείνο που θα βρέξει το στόμα μας, που θα κυλήσει στο Σώμα μας; Πώς όταν νιώσουμε την ανάγκη να συνυπάρξουμε σε ένα κορμί, αφήνουμε το δικό μας πίσω για να γίνει ένα με το άλλο; Πώς αφήνουμε τη λέξη ευχαριστώ να βγει από το στόμα μας; Μπορεί τα μάτια μας να στάξουν υγρό οπάλιο στη θωριά ενός Μοναδικού Προσώπου;
    Όσο δαιμονισμένοι παρουσιάστηκαν οι κακοποιητικοί Καλλιτέχνες ή μη, κυρίως μέσα στην πληθώρα των ερωτικών τους εμπειριών, προκλήσεων και αναζητήσεων, εκείνο που ακούγεται ακόμα πιο ηχηρά από την Εξουσία είναι η μαινόμενη Μοναξιά. Μακάρι οι αριθμοί να μας χόρταιναν..μακάρι και εκείνοι να είχαν περάσει όμορφα και να είχαν να μας μοιραστούν μια καλή εμπειρία ως αντίδωρον.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα