ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ – Κραν Μοντανά
8η ημέρα – Δείπνο
Newsroom
28 Δεκεμβρίου 2025
Του Νίκου Κοτζιά, πρώην Υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας*
Τα αρχεία του ΟΗΕ για το δείπνο στο Κραν Μοντανά, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην Κύπρο, βασίζονται σε σημειώσεις που κράτησε ο Έσπεν Μπαρθ Άιντε το τελευταίο βράδυ — με συνειδητές επιλογές. Δεν διστάζει να αποδίδει τις δικές του απόψεις στο στόμα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες.
Ο Άιντε επιχειρεί εκ των υστέρων να εμφανιστεί ουδέτερος, ωστόσο είναι γνωστές οι ειδικές του σχέσεις με την Τουρκία. Δυστυχώς, η Κυπριακή Δημοκρατία του επέτρεψε να παραμείνει διαπραγματευτής-μεσολαβητής του ΟΗΕ, παρά τις αντιρρήσεις της Ελλάδας. Με τη στάση του έβλαψε όχι μόνο τη διαπραγμάτευση, αλλά και την αλήθεια γύρω από αυτήν.
Η σύγκρουση Τσαβούσογλου – Γκουτέρες
Η βασική «διόρθωση» του Άιντε σβήνει τις έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ του Μεβλούτ Τσαβούσογλου και του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, όταν ο πρώτος αποκάλεσε τον δεύτερο ψεύτη. Αυτή ακριβώς η σύγκρουση ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γκουτέρες κήρυξε τη λήξη της διαπραγμάτευσης. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Γενικός Γραμματέας επικαλέστηκε τη συμφωνία του Τσαβούσογλου από τις διμερείς τους συναντήσεις στο Κραν Μοντανά: την κατάργηση των εγγυήσεων και την υιοθέτηση διαδικασίας αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής.
Ο Τσαβούσογλου είχε λάβει εκείνο το απόγευμα νέες οδηγίες από την Άγκυρα και τον Ερντογάν, υπό την πίεση της ακροδεξιάς ΜΗΡ που συνδέεται με τους «Γκρίζους Λύκους» και η οποία εμπόδισε μια συμφωνία που διαφαινόταν. Αντί να παραδεχθεί ότι είχε αλλάξει θέση ή ότι είχε λάβει νέες εντολές, επέμενε πως ουδέποτε είπε όσα του απέδιδε ο Γκουτέρες.
Για μισή ώρα, ο Γενικός Γραμματέας επέμενε ότι οι ανταλλαγές απόψεων ήταν ακριβώς όπως τις είχε παρουσιάσει. Τελικά, έκλεισε τη διαπραγμάτευση με ειρωνεία: προφανώς, σύμφωνα με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, ο ίδιος —ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ— δεν είχε καταλάβει τι άκουσε, άρα κάθε περαιτέρω συζήτηση ήταν άνευ αντικειμένου. Ο Άιντε αποκρύπτει πλήρως αυτό το εκτενές επεισόδιο. Αποκρύπτει το πιο ουσιαστικό περιστατικό και τον κεντρικό διάλογο του Κραν Μοντανά.
Ο Άιντε «αθωώνει» την Τουρκία
Ο Άιντε επιχειρεί εκ των υστέρων να ξαναγράψει την πραγματικότητα και να απαλλάξει την Τουρκία από την ευθύνη για τη «διάλυση» του δείπνου. Δεν καταφέρνει, ωστόσο, να αποκρύψει βασικές πτυχές της πραγματικότητας: η Τουρκία επιδίωκε τη διατήρηση —αν όχι την επέκταση— όσων θεωρούσε υφιστάμενα δικαιώματα επέμβασης και την παραμονή του στρατού κατοχής στην Κύπρο. Ο Τσαβούσογλου είχε τη φανερή συναίνεση και ενθάρρυνση του Ακιντζί, προς τον οποίο ο Τούρκος ΥΠΕΞ εξέφραζε κατά διαστήματα την ικανοποίησή του.
Ο Άιντε προσπαθεί επίσης να αποκρύψει την κεντρική ιδέα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Ποια ήταν αυτή; Η υιοθέτηση της «πρότασης Κοτζιά» του 2015, σύμφωνα με την οποία, στο τέλος οποιασδήποτε συμφωνίας, με οποιοδήποτε χρονοδιάγραμμα, η Κύπρος θα γινόταν «ένα κανονικό κράτος». Η κεντρική αυτή ιδέα, την οποία ο Αντόνιο Γκουτέρες υποστήριξε επίμονα στο δείπνο και διατύπωσε δημόσια πολλές φορές, έχει εξαφανιστεί από αυτές τις σημειώσεις-«αρχεία». Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Αυτό που ο Άιντε δεν διέγραψε ήταν οι «κόκκινες γραμμές» του Τσαβούσογλου. Ο πιο πιθανός λόγος είναι ότι ο ίδιος ο Τσαβούσογλου το ζήτησε, ώστε να ικανοποιηθεί ο ακροδεξιός κυβερνητικός εταίρος της Τουρκίας. Ακόμη και στις σημειώσεις του Άιντε αποκαλύπτεται ότι για την Τουρκία η διατήρηση των εγγυήσεων και η παραμονή του στρατού κατοχής αποτελούσαν αμετακίνητη «κόκκινη γραμμή». Οι προσωπικές επιθέσεις εναντίον μου από διάφορους κύκλους στην Κύπρο δεν εξυπηρετούν απλώς το αφήγημα του Άιντε και της Τουρκίας, αλλά κυρίως την τουρκική ακροδεξιά, απαλλάσσοντάς την de facto από την ευθύνη για την έκβαση του δείπνου.
Στόχος: ένα κανονικό κράτος
Το ερώτημα για τον Γενικό Γραμματέα ήταν πώς θα φτάναμε σε «μια Κύπρο ως κανονικό κράτος-μέλος» του ΟΗΕ. Η σκέψη του ήταν σαφής: η Κύπρος δεν μπορούσε να συνεχίσει να υφίσταται υπό καθεστώς εγγυήσεων τρίτων κρατών που διέθεταν «δικαιώματα επέμβασης» ή στρατεύματα κατοχής. Η Κύπρος θα αποτελούσε την κοινή πατρίδα των Τουρκοκυπρίων, των Ελληνοκυπρίων και όλων των Κυπρίων — όχι πλέον ένα κράτος υπό κατοχή ούτε ένα κράτος πάνω στο οποίο θα πλανιόταν διαρκώς ο φόβος κατάχρησης των «εγγυήσεων».
Σε αυτά είχε συμφωνήσει η προηγούμενη ημέρα, καθώς και το γεύμα πριν από το δείπνο. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, ωστόσο, υπαναχώρησε, έχοντας λάβει νέες οδηγίες από την Άγκυρα. Ακριβώς επειδή φαινόταν να υπάρχει αυτή η συμφωνία, η Κύπρος και η Ελλάδα πρότειναν τη δημιουργία «ειδικού μηχανισμού παρακολούθησης της εφαρμογής» της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων και με ξεχωριστό κείμενο του Γενικού Γραμματέα. Και οι τρεις προτάσεις προέβλεπαν μηχανισμό που θα παρακολουθούσε την απομάκρυνση των στρατευμάτων κατοχής — όχι κάτι άσχετο, όπως για παράδειγμα την πορεία του ευρώ.
Κατά συνέπεια, ο Άιντε ψεύδεται όταν στις σημειώσεις του ισχυρίζεται ότι αντιτάχθηκα στη δημιουργία μιας τέτοιας επιτροπής. Είχαμε ήδη καταθέσει την ελληνική πρόταση για τη σύστασή της και τη λειτουργία της, αντίστοιχη με εκείνη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Δύο φορές, ο ανόητα δρών Άιντε με παρουσιάζει να διαφωνώ με τις ίδιες μου τις προτάσεις σχετικά με τον στρατό κατοχής και τον μηχανισμό που είχα καταθέσει στο Κραν Μοντανά.
Η Επιτροπή Παρακολούθησης
Ποια ήταν η πραγματική διαφορά στο Κραν Μοντανά ως προς την Επιτροπή Παρακολούθησης; Πρώτον, ποιο θα ήταν το αντικείμενό της, ποιοι θα συμμετείχαν και με ποια διαδικασία. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία ήθελαν να συμμετέχουν ως κανονικά μέλη. Η θέση της Κύπρου και της Ελλάδας ήταν ότι, εφόσον το έργο της επιτροπής αφορούσε την παρακολούθηση της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων (όλα τα σχετικά κείμενα του Κραν Μοντανά παρατίθενται στο βιβλίο μου Ν. Κοτζιάς: Κύπρος 2015–2018, σελ. 175–267), οι εγγυήτριες δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμμετέχουν ως πλήρη μέλη — καθώς αυτές, και ιδίως η Τουρκία, θα υπάγονταν στον έλεγχο της επιτροπής. Στο διεθνές σύστημα, οι ελεγχόμενοι δεν είναι ποτέ ταυτόχρονα και ελεγκτές. Μια δεύτερη διαφορά αφορούσε τις αρμοδιότητες της επιτροπής ως προς τη γνώση και τον έλεγχο των εξοπλισμών.
Η δεύτερη ουσιαστική διαφορά αφορούσε τη θεσμική σύνδεση. Η Τουρκία ήθελε οποιαδήποτε επιτροπή παρακολούθησης να λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη Συνθήκη Εγγυήσεων, η οποία δεν έπρεπε να καταργηθεί. Αντιθέτως, η πρόταση του Γενικού Γραμματέα, της Ελλάδας και της Κύπρου προέβλεπε την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων και την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής μέσω μιας σταδιακής διαδικασίας (όπως προέβλεπαν οι δύο ελληνικές προτάσεις και εκείνη που κατατέθηκε στο Κραν Μοντανά). Η διαδικασία αυτή θα παρακολουθούνταν ως προς την αποχώρηση των οπλισμών, τα σημεία συγκέντρωσης των εναπομενουσών δυνάμεων σε κάθε φάση — για παράδειγμα, νέους περιορισμούς στο προσωπικό των τουρκικών βάσεων σε κάθε στάδιο ή την κατάργηση σειράς βάσεων σε κάθε φάση. Κατά συνέπεια, ο Άιντε λέει ανοησίες στην παράγραφο [10], όταν ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα δεν ήθελε άλλη συνθήκη πέραν της εγγυητικής, όπως για «έλεγχο και παρακολούθηση», την οποία είχαμε μόλις προτείνει εγγράφως, λίγες ώρες νωρίτερα, με πλήρεις όρους και προϋποθέσεις λειτουργίας.
Η πρόσκληση των εγγυητριών δυνάμεων
Οι αντίπαλοί μου ισχυρίζονται ότι δήθεν δεν βοηθήσαμε τον Γενικό Γραμματέα να διαμορφώσει τις προτάσεις του για την κατάργηση των εγγυήσεων, την απομάκρυνση των στρατευμάτων κατοχής και τη σύσταση επιτροπής παρακολούθησης. Απλώς αναπαράγουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, επιχειρήματα γνωστών κέντρων. Πρώτον, όλες οι προτάσεις μας υπηρετούσαν τους στόχους που εκείνος είχε θέσει. Και δεύτερον —και κυριότερο— οι θετικές θέσεις του Γενικού Γραμματέα δεν προέκυψαν από αντιπάλους των ελληνικών θέσεων, αλλά από τη συστηματική διπλωματική δουλειά δύο ετών: τον είχαμε πείσει να υιοθετήσει μεγάλο μέρος των προτάσεών μας. Αναφέρομαι πάντοτε στη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, όπου είχαμε λόγο βάσει των Συνθηκών (Συμμαχίας, Εγγυήσεων, αγώνας κατά της κατοχής). Ποτέ δεν διατυπώσαμε σκέψεις ή προτάσεις για την εσωτερική πτυχή, κάτι που θα συνιστούσε παρέμβαση στις υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επομένως, η ανόητη κατηγορία ότι «η Ελλάδα και ο Κοτζιάς» ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού (κατοχή, εγγυήσεις) είναι απλώς γελοία.
Δύο ημέρες πριν από το δείπνο, στη πρωινή συνεδρίαση, ο Άιντε ανακοίνωσε ότι είχε προσκαλέσει τους πρωθυπουργούς των τριών εγγυητριών δυνάμεων στο Κραν Μοντανά, επειδή δήθεν οι διαπραγματεύσεις είχαν προχωρήσει τόσο ώστε η παρουσία τους να είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της συμφωνίας (βλ. αρχή και παραγράφους 31, 34, 36 και 37 των σημειώσεών του). Ήταν δική του πρόταση, σε συνεργασία με τον Βρετανό υφυπουργό Εξωτερικών, κόντρα ακόμη και στον ίδιο τον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών. Οι Έλληνες και Τούρκοι πρωθυπουργοί είχαν ήδη συνομιλήσει και την είχαν απορρίψει, όπως και ο Βρετανός πρωθυπουργός, έπειτα από διαβούλευση με τον Μπόρις Τζόνσον. Ο Τζόνσον είχε προηγουμένως μιλήσει μαζί μου — είχαμε συμφωνήσει ότι επρόκειτο για κλασικό χειρισμό του Άιντε. Η πρόταση απορρίφθηκε από όλες τις πλευρές στην αρχή της συνεδρίασης.
Τι κάνει ο Άιντε εκ των υστέρων; «Παραποιεί τον χρόνο». Στις σημειώσεις του εμφανίζει επίμονα αυτή την πρόταση σαν να διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο δείπνο και σαν να ήταν ιδέα του Γενικού Γραμματέα. Πρόκειται για διπλή απάτη: αφενός, μεταφέρει στο χρονικό πλαίσιο του δείπνου μια πρόταση που ο ίδιος είχε καταθέσει και η οποία είχε απορριφθεί πολύ πριν φτάσει ο Γκουτέρες στο Κραν Μοντανά, και αφετέρου την παρουσιάζει σαν να «εκπορεύτηκε» από το στόμα του ίδιου του Γενικού Γραμματέα.
Αποχώρηση στρατευμάτων
Η συζήτηση για τα στρατεύματα και η θέση μου ήταν σαφής: πρέπει να συμφωνηθεί η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής. Ό,τι προβλέπει η Συνθήκη Συμμαχίας μπορεί, αν χρειαστεί, να εξεταστεί στο τέλος από τους πρωθυπουργούς, αφού πρώτα έχουν κλείσει όλα τα άλλα ζητήματα (και όχι όπως ισχυρίζεται ο Άιντε στην παράγραφο [23]). Εμείς θα επιμέναμε στην κατάργησή της.
Στην παράγραφο [12], ο Άιντε προσθέτει σκόπιμα τη λέξη «άμεσα» σε σχέση με την απομάκρυνση των στρατευμάτων κατοχής, βάζοντάς την στο στόμα μου για να εξυπηρετήσει την Τουρκία. Πρόκειται για λέξη που δεν χρησιμοποίησα ποτέ. Η πρότασή μας για μια «Συμφωνία Φιλίας» (Κοτζιάς, 2018: 217–240), καθώς και η πρόταση που καταθέσαμε εκείνη την ημέρα, προέβλεπαν, απολύτως λογικά, τη σταδιακή αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Το «άμεσα» δεν σήμαινε ότι ολόκληρος ο στρατός θα έφευγε μονομιάς, μέσα σε μία ημέρα. Σήμαινε την άμεση έναρξη της αποχώρησης, η οποία θα ήταν σταδιακή, παράλληλα όμως με έναν δεσμευτικό χρονικό ορίζοντα, με υπολογισμένη διάρκεια έως την πλήρη ολοκλήρωσή της. Θα ήταν κυριολεκτικά ανόητο να προτείνει κανείς ότι δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες μπορούν να φύγουν ακαριαία, επιτόπου. Είναι πρακτικά αδύνατο. Και ακριβώς επειδή η αποχώρηση θα γινόταν σταδιακά, με σαφή ημερομηνία λήξης, ήταν αναγκαίος ο μηχανισμός παρακολούθησης που προτείναμε. Αν τα στρατεύματα κατοχής μπορούσαν να «εξαφανιστούν» μονομιάς, ένας τέτοιος μηχανισμός δεν θα ήταν απαραίτητος και δεν θα τον είχαμε προτείνει.
Κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων
Ας σημειωθεί: ο Γενικός Γραμματέας δεν είπε να καταργηθεί το «μονομερές» δικαίωμα επέμβασης, όπως ισχυρίζεται ο Άιντε. Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, τέτοιο δικαίωμα δεν υφίστατο — έπρεπε να καταργηθεί συνολικά η Συνθήκη Εγγυήσεων (παρατήρηση που ισχύει και για την παράγραφο [20]). Ούτε είπε ο Γενικός Γραμματέας ότι τα στρατεύματα έπρεπε να παραμείνουν, όπως με πονηρό τρόπο παρουσιάζει ο Άιντε στην παράγραφο [14].
Η παράγραφος [24] δεν αποτυπώνει την πραγματική συζήτηση. Ρώτησα ευθέως τον Τσαβούσογλου αν η Τουρκία επιθυμεί να διατηρήσει στρατό στην Κύπρο και ό,τι η ίδια θεωρεί ως δικαίωμα επέμβασης. Τον ρώτησα επίσης αν αντιλαμβάνεται ότι η επιμονή του σε αυτό το ζήτημα αναιρεί τον στόχο που είχε υιοθετήσει ο Γενικός Γραμματέας για «μια Κύπρο ως κανονικό κράτος». Αυτό ήταν το ουσιαστικό περιεχόμενο της συνομιλίας μας. Μετά την απάντηση του Τσαβούσογλου, εξήγησα εκ νέου: δεν ζητώ να φύγουν όλα τα στρατεύματα μονομιάς. Πρότεινα, όμως, στο τέλος οποιασδήποτε διαδικασίας να μην υπάρχει στρατός κατοχής στην Κύπρο — ούτε ένας στρατιώτης. Ο Τσαβούσογλου προσποιήθηκε ότι δεν καταλαβαίνει και επανέλαβε πως η διατήρηση στρατού κατοχής αποτελεί «κόκκινη γραμμή», η οποία από εδώ και στο εξής, κατά τους ισχυρισμούς του, θα ήταν φιλική προς τους Ελληνοκυπρίους, όπως υποτίθεται ότι θα ήταν και το καθεστώς των εγγυήσεων.
Αυτά προς το παρόν. Περισσότερα στο βιβλίο που ετοιμάζεται για το Κυπριακό.


