Πέρα από επιστήμη για την ικανοποίηση ανθρωπίνων αναγκών, η αρχιτεκτονική αποτελεί δείγμα πολιτισμού, ως μέσου καλλιτεχνικής έκφρασης που επιδιώκει να υποστασιοποιήσει την έννοια του κάλλους και της αρμονίας. Έτσι, μέσα από την αρχιτεκτονική δημιουργία, ο πολιτισμός εγγράφεται στον χώρο, τον οποίο νοηματοδοτεί με ανθρωπογενή χαρακτηριστικά και τον μετατρέπει σε τόπο.[1]
Υπ’ αυτήν την έννοια, ο τόπος αποκτά τη δική του ταυτότητα, η οποία αντικατοπτρίζει στοιχεία της ταυτότητας των διαμορφωτών του στον χρόνο. Με άλλα λόγια, κάθε αρχιτεκτονικό έργο ενός τόπου, φέρει ένα ξεχωριστό πολιτισμικό αποτύπωμα, με εγγεγραμμένες πληροφορίες σχετικά με τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες κατασκευάσθηκε. Επομένως, ένας τρόπος για να γνωρίσει κανείς την ιστορία ενός λαού, είναι να παρατηρήσει το φυσικό και δομημένο περιβάλλον με το οποίο αλληλεπιδρά αυτός ο λαός.
Κατ’ επέκταση, θα μπορούσε να αντλήσει κανείς πολλά στοιχεία αναφορικά με την πολιτιστική πορεία του ελληνικού κράτους τα τελευταία διακόσια χρόνια, παρατηρώντας την αρχιτεκτονική μορφή αρκετών δημοσίων κτιρίων της πρωτεύουσάς του. Κτίρια που φτιάχτηκαν, ως επί το πλείστον, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δυτικών αρχιτεκτονικών ρευμάτων, στο πλαίσιο της μετακένωσης ολόκληρου του αξιακού συστήματος της “φωτισμένης Ευρώπης”, προκειμένου να οικοδομηθεί ένα ελεγχόμενο κράτος, τόσο πολιτικά, όσο και πνευματικά.
Για παράδειγμα, κτίρια όπως αυτά της Ακαδημίας Αθηνών, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, της σημερινής Βουλής (Παλαιά Ανάκτορα), του Ζαππείου, συνιστούν μερικά μόνο παραδείγματα κτιρίων που απηχούν τη δυτικοπληξία του πρώιμου ελλαδικού κράτους, το οποίο μιμήθηκε μέχρι και τη βαυαρική παραφθορά της αρχαίας του κλασικής κληρονομιάς. Διαμορφώθηκαν, έτσι, τοπόσημα στην πόλη των Αθηνών που εξέφρασαν αρχιτεκτονικά τη γερμανική αυστηρότητα και μια τάση για επιβολή και εντυπωσιασμό. Χαρακτηριστικά που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την απλότητα και την αίσθηση του ανεπιτήδευτα ωραίου.
Σχετικά με την ως άνω θεματολογία, ο Ὀδυσσέας Ἐλύτης αναφέρει σε συνέντευξή του, ότι: “Τὸ πᾶν εἶναι ἡ εὐγένεια, ἡ ποιότητα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποσότητα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴ Δύση”. Συνεχίζει, επίσης, λέγοντας: “…μιά ἐσωτερικὴ αὐλὴ νησιώτικου σπιτιοῦ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἢ ἕνας περίβολος μοναστηριοῦ, εἶναι – σὰν ἀντίληψη ἐννοῶ – πολὺ πιὸ κοντὰ στὸ πνεῦμα ποὺ ἔκανε τοὺς Παρθενῶνες καὶ τὶς Θεομήτορες, παρὰ ὅλες οἱ κολόνες καὶ οἱ μετῶπες τῶν εὐρωπαϊκῶν ἀνακτόρων. Πού σημαίνει, ὅτι ἂν συνέχισε κάποιος τὴν αἰσθαντικότητα τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ διατήρησε, εἶναι ἀποκλειστικὰ ὁ λαϊκός μας πολιτισμός.” [2]
Τα λόγια του Ἐλύτη επιβεβαιώνονται από μια απλή βόλτα σε περιοχές της Αθήνας, όπως τα Αναφιώτικα και η Πλάκα. Εκεί που η λαϊκή αισθητική εμπλουτίστηκε οικειοποιούμενη τις δυτικές επιρροές, χωρίς να τίς μιμηθεί, προσαρμόζοντας τα νέα στοιχεία στη δική της κλίμακα και στο δικό της χρώμα. Το αποτέλεσμα ήταν μια αρχιτεκτονική πανδαισία νεοκλασικών, βυζαντινών και οθωμανικών στοιχείων, περιστοιχισμένων από αρχαιότητες, που συμπυκνώνει την ιστορική μας πορεία και αντανακλά με τον καλύτερο τρόπο τον συλλογικό μας ψυχισμό.
Παρουσιάζεται, λοιπόν, μία διάσταση μεταξύ λαϊκού πολιτισμού και του κράτους που αποστρέφεται το αυτογενές και υιοθετεί άκριτα καθετί ξενικό. Φαινόμενο αδιάλειπτο στα διακόσια χρόνια, αφού το ίδιο πνεύμα ξενομανίας αποτυπώνεται και σε σχετικά νεότερα δημόσια κτίσματα των Αθηνών, όπως αυτά της Αμερικανικής Πρεσβείας και του Πολεμικού Μουσείου. Επεκτείνεται δε, μέχρι και στο νέο Μουσείο Ακροπόλεως, όπως επίσης και στο Ίδρυμα Σ. Νιάρχος. Τα κτίρια αυτά, που επιβάλλονται διά του όγκου τους, μπορούν να λάβουν τον υποκειμενικό και ασαφή χαρακτηρισμό των “μοντέρνων”, αλλά είναι άλλο ζήτημα εάν και σε ποιον βαθμό εκφράζουν στοιχεία της συλλογικής μας ταυτότητας.
Προκύπτει, ωστόσο, το ερώτημα σχετικά με το εάν θα μπορούσε η εγχώρια αρχιτεκτονική παραγωγή να εκφράσει τέτοια συλλογικά στοιχεία. Την απάντηση μάς τη δίνουν δημόσια κτίρια, όπως αυτό του Μεγάρου Μουσικής στη Θεσσαλονίκη (κτίριο Μ1). Ένα οικοδόμημα – στολίδι που σεβάστηκε τον ιστορικό χαρακτήρα της συμπρωτεύουσας και χωρίς μια στείρα αντιγραφή του παρελθόντος ή άλλων ακατάληπτων εισαγόμενων αρχιτεκτονικών ρευμάτων, ήρθε σε διάλογο με την παράδοση, την οποία ανανέωσε πρωτότυπα με όρους του σήμερα. Ασχέτως που το ελληνικό δημόσιο φύτεψε δίπλα του ένα κτίριο (Μ2) εντελώς ασύνδετο και ξένο με την ταυτότητα της πόλης, σχεδιασμένο από Ιάπωνα αρχιτέκτονα.
Κατόπιν των ανωτέρω, δεν προξενεί καμία εντύπωση η κυβερνητική στάση για την ανάπλαση στο Ελληνικό. Εξάλλου, ακόμη και σε αυτό το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα, καθρεφτίζεται η τωρινή κατάντια του κράτους μας, που εκλιπαρεί για “επενδύσεις τύπου Las Vegas”, με πρόσχημα την ενίσχυση της οικονομίας που το ίδιο καταστρέφει συστηματικά. Με ευκολία, λοιπόν, είναι έτοιμο να δολοφονήσει κάθε έννοια αισθητικής, χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι, ειδικά ένα δημόσιο έργο δύναται να συμβάλλει για πολλές γενιές στην αισθητική καλλιέργεια των πολιτών. Επομένως, εκτός από την όποια οικονομική ανταπόδοση, μπορεί να παράξει και πολιτισμική υπεραξία στον τόπο.
Κι ενώ τα ντόπια πολιτικά κόμματα πιθηκίζουν για την ανάπλαση στο Ελληνικό, η γειτονική Τουρκία υλοποιεί σειρά από έργα, μερικά εκ των οποίων ενσαρκώνουν στοχεύσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα. Επί παραδείγματι, το “Τσαμλιτζά Τζαμί” στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο αποτελεί νεότευκτο τζαμί φαραωνικών διαστάσεων που εγκαινιάστηκε το 2019. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι, οι τέσσερις εκ των έξι μιναρέδων που διαθέτει, κατασκευάστηκαν με ύψος 107,1 μέτρων. Αριθμός που παραπέμπει στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 μ.Χ., η οποία εδραίωσε τη Δυναστεία των Σελτζούκων Τούρκων στην Μικρά Ασία, για να τη διαδεχθεί μετέπειτα η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Άλλωστε και η αλλαγή χρήσης της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί, εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο της γεωπολιτικής μεγαλομανίας της.
Ωστόσο, ανάμεσα στα καλυμμένα ψηφιδωτά του Ναού, υπάρχει ένα που αποκαλύπτει την ιερότητα της σχέσης με τον τόπο. Σε αυτό το ψηφιδωτό, ολόκληρη η Πόλη και ο ναός της Αγίας Σοφίας παρουσιάζονται ισομεγέθεις, καταλύοντας έτσι την έννοια του χώρου. Μοιάζει, δηλαδή, σαν ολόκληρη η Πόλη να έχει την ιερότητα ενός ναού και ο Ναός να νοείται σαν Πόλη. Ενώ, παράλληλα, καταλύεται και η έννοια του χρόνου, αφού απεικονίζεται η ταυτόχρονη παρουσία πολιτικών προσώπων που έδρασαν σε διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους. Έτσι, σε μία διαφορετική χωροχρονική διάσταση, τόσο η Πόλις, όσο και ο Ναός προσφέρονται από τους εκπροσώπους του λαού στην ένθρονη Θεοτόκο και τίθενται υπό την προστασία της. [3]
Καταλήγοντας, από τον Παρθενώνα προς τιμήν της προστάτιδας Αθηνάς της Παρθένου, μέχρι και την Αγία Σοφία ως προσφορά στην Αειπάρθενο Μαρία, η αρχιτεκτονική τέθηκε στην υπηρεσία ενός αδιαίρετου Πολιτισμού, που δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει την ευχαριστία του στο Υπερβατικό και να νοηματοδοτεί έτσι τον Τόπο του. Το ίδιο ευγενές Πνεύμα γέννησε την επιθυμία των Αγωνιστών του ’21 για την ανέγερση ενός ναού, ως πράξη ευγνωμοσύνης στο όνομα του Ελευθερωτού Σωτήρος, που έμεινε γνωστό ως “Τάμα του Γένους”. Και αν το ημιθανές ελλαδικό κράτος αδυνατεί έως σήμερα να το υλοποιήσει, είναι γιατί παραμένει ασύμβατο με τον βαθύ λαϊκό ψυχισμό. Γεγονός που υποδεικνύει, ότι η Επανάσταση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.