«Ο κίνδυνος το Qatargate να μετατραπεί σε φιάσκο, σε “Belgiangate” είναι υπαρκτός».

Qatargate: «Συλλήψεις, αμφιβολίες και διαρροές» – Η έρευνα για Βέλγους αξιωματούχους

facebook sharing button

Για «αμφιβολίες και διαρροές» κάνουν λόγο δημοσιεύματα, την ώρα που επεκτείνεται η έρευνα για τις μεθόδους της βελγικής δικαιοσύνης στην υπόθεση Qatargate. Τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, μετά από πολλές αναβολές, και αναμένεται να διαρκέσουν όλο τον Δεκέμβριο.

Την ίδια στιγμή, δημοσιεύματα της Corriere della Sera και του 21news για την έρευνα την Βελγικών Αρχών είναι αποκαλυπτικά.

Αδυναμίες και παρατυπίες, μια πιθανή έλλειψη αμεροληψίας και επανειλημμένες παραβιάσεις των διαδικασιών από σημαντικά πρόσωπα του αστυνομικού και δικαστικού συστήματος είναι μερικά από τα στοιχεία που φέρνει στο φως 21news.be. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «ο κίνδυνος το Qatargate να μετατραπεί σε φιάσκο, σε «Belgiangate» είναι υπαρκτός».

Από την πλευρά της, Corriere della Sera κάνει λόγο για «συλλήψεις, αμφιβολίες και διαρροές» και αναφέρει ότι τις τελευταίες ημέρες, έγγραφα από τον φάκελο της βέλγικης δικαιοσύνης έφτασαν στην Εισαγγελία του Μιλάνου σχετικά με τη σύλληψη ενός Βέλγου αστυνομικού που κατηγορείται για παραβίαση του απορρήτου της έρευνας και διαρροή πληροφοριών στον Τύπο.

Σύμφωνα με το 21news.be, «η βελγική δικαιοσύνη διεξήγαγε πράγματι μια έρευνα, με την κινητοποίηση μέσων και μια ασυνήθιστη δημοσιότητα, ωστόσο δεν φαίνεται να τήρησε όλους τους νομικούς και δεοντολογικούς κανόνες μιας άψογης έρευνας. Κάθε άλλο».

Στο επίκεντρο αυτής της υπόθεσης βρίσκονται δύο από τους κύριους υπεύθυνους της έρευνας, μεταξύ των οποίων και ο πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας καταπολέμησης της διαφθοράς (OCRC). Το δημοσίευμα του 21news τον χαρακτηρίζει μάλιστα «”βαθύ λαρύγγι” που λατρεύει τους δημοσιογράφους σε σημείο που έχει δημιουργήσει ένα πραγματικό εκτεταμένο δίκτυο μέσων ενημέρωσης για να τροφοδοτεί πολλά γαλλόφωνα και φλαμανδικά μέσα».

Σύμφωνα με πληροφορίες, από τη La Repubblica, μετά τις καταγγελίες που υπέβαλαν οι κατηγορούμενοι Εύα Καϊλή, Φραντσέσκο Τζόρτζι και Μαρία Αρένα σχετικά με παραβίαση του ανακριτικού απορρήτου και επανειλημμένες διαρροές πληροφοριών, άνοιξε φάκελος σε βάρος ορισμένων υψηλόβαθμων αξιωματούχων που συμμετείχαν στις εφόδους της 9ης Δεκεμβρίου 2022. Ο διευθυντής του βελγικού Γραφείου Καταπολέμησης της Διαφθοράς (Ocrc), Χιουγκ Τασιό, τέθηκε και επισήμως υπό έρευνα και απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του. Εξετάστηκε επίσης ο επικεφαλής των ερευνών, Μπρουνό Άρνολντ, ο οποίος μαζί με τον Τασιό φέρεται να εμπλέκει τον πρώην εισαγγελέα Ραφαέλ Μαλαγκινί.

Τα έγγραφα, σύμφωνα με την Corriere della Sera επικεντρώνονται στον Βέλγο επιθεωρητή που συνελήφθη πριν από μήνες και στην εσωτερική ανακατασκευή που πραγματοποίησε το πειθαρχικό γραφείο της βελγικής αστυνομίας. Ο επιθεωρητής είναι ύποπτος όχι μόνο για συστηματική διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά και για τη δημιουργία και διαχείριση ενός δικτύου δημοσιογράφων στους οποίους διαβιβάζονταν λεπτομέρειες της έρευνας — συμπεριλαμβανομένων εγγράφων που αφορούσαν άμεσα τις συλλήψεις των Τζόρτζι και Καϊλή.

Υπό εξέταση βρίσκονται η δράση των μυστικών υπηρεσιών, οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις της κοινοβουλευτικής ασυλίας και του ανακριτικού απορρήτου, η υπόνοια σύγκρουσης συμφερόντων που αφορούσε τον ανακριτή Μισέλ Κλέζ — ο οποίος στη συνέχεια υποχρεώθηκε να αποσυρθεί — καθώς και η αξιοπιστία των καταθέσεων του μεταμελημένου πρώην ευρωβουλευτή Πιερ Αντόνιο Παντσέρι. Αντιθέτως, εκτός του πεδίου επανεξέτασης παραμένει, αλλά εξακολουθεί να προκαλεί αντιδράσεις, η εκτεταμένη χρήση της προφυλάκισης.

«Μια έρευνα που βασίζεται σε διαρροές δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη. Πρέπει να υπάρχει πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων» ανέφερε σε δήλωσή του ο δικηγόρος του Φραντσέσκο Τζιόρτζι σύμφωνα με την Corriere della Sera.

Πώς λειτουργούσαν – Το δημοσίευμα του 21news

Όπως αναφέρει το 21news, με την άδεια των ανωτέρων του, δημιούργησε μια παράλληλη και ανεπίσημη ομάδα έρευνας, αποτελούμενη από δημοσιογράφους, ερευνητές, τον εισαγγελέα και ένα μέλος της Κρατικής Ασφάλειας.

Το δημοσίευμα μιλά για μια συστημική προσέγγιση της οργάνωσης και της χρήσης των διαρροών: «Φανταστικά chat, μυστικές ομάδες, κρυπτογραφημένα μηνύματα. Το «κρυφό» δίκτυο Medusa (το κωδικό όνομα αυτής της φανταστικής ομάδας) θα καθορίζει το χρονοδιάγραμμα των δημοσιεύσεων στον Τύπο, αλλά θα έχει και άμεση επίδραση στην πορεία της έρευνας. Αυτό καταγγέλλει η υπεράσπιση πολλών από τους κύριους κατηγορούμενους, προκειμένου να τερματιστεί η δίωξη».

«600.000 ευρώ, αλλά δεν έχουμε μετρήσει ακόμα τα χρήματα…»

Για το ευρύ κοινό, το Qatargate ξεκινά στις 9 Δεκεμβρίου 2022. Μια σειρά ερευνών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και σε σπίτια πολλών υπόπτων, η σύλληψη της αντιπροέδρου του Κοινοβουλίου, της Εύας Καϊλή, ενός Ιταλού ευρωβουλευτή, ενός πολύ επιφανούς πρώην ευρωβουλευτή, του Παντζέρι, και του κοινοβουλευτικού του βοηθού, Φραντσέσκο Τζιόρτζι, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον σύντροφο της Εύας Καϊλή.

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή, ωστόσο έρχεται στο φως η άκρη του νήματος της ομάδας που στήθηκε πίσω από την πραγματική έρευνα.

Μετά τις συλλήψεις, κατασχέθηκαν από το σπίτι της Καιλή οι περίφημες τσάντες που περιείχαν χαρτονομίσματα συνολικού ύψους 600.000 ευρώ σε μετρητά.

Λίγα λεπτά μετά το τέλος της επιχείρησης, τα κατασχεθέντα αντικείμενα (συμπεριλαμβανομένων όλων των μετρητών) μεταφέρθηκαν σε ασφαλές μέρος. Στα γραφεία του OCRC.

Η λογίστρια του Γραφείου Ελέγχου και Καταπολέμησης της Απάτης της αστυνομίας επιβεβαιώνει ότι βοήθησε τους ερευνητές να μεταφέρουν τις κατασχεθείσες τσάντες.

Ωστόσο, σύμφωνα με το δημοσίευμα, εκπλήσσεται όταν συγγενείς της μιλούν μαζί της και της αναφέρουν τα τεράστια ποσά που κατασχέθηκαν, καθώς και τη δημοσίευση άρθρων στον ηλεκτρονικό Τύπο που αναφέρουν το (ακριβές) ποσό των 600.000 ευρώ, «ενώ κανείς δεν είχε ακόμη μετρήσει τα χρήματα». Έκπληκτη, ρωτά τους συναδέλφους της, οι οποίοι της επιβεβαιώνουν ότι ορισμένοι από αυτούς μίλησαν στον Τύπο.

Οι μυστικές υπηρεσίες και το Κατάρ

Το σημείο εκκίνησης βρίσκεται στις μυστικές υπηρεσίες αρκετών ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία) που ειδοποιήθηκαν (πιθανώς από μια χώρα της Μέσης Ανατολής) για μια απόπειρα δωροδοκίας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών από το Κατάρ.

Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το 21news.be η προβολή που απολάμβανε το Κατάρ εκείνη την εποχή, ιδίως χάρη στη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου, πυροδότησε τη δυσαρέσκεια των άλλων χωρών του Κόλπου. «Ήταν απαραίτητο να καταστραφεί η φήμη του Κατάρ και οι μυστικές υπηρεσίες ενός κράτους του Κόλπου φέρεται να διέρρευσαν αυτές τις πληροφορίες στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις Βρυξέλλες, το επίκεντρο αυτής της υποτιθέμενης απόπειρας δωροδοκίας. Δεν σας διέφυγε το γεγονός ότι αυτή η επιχείρηση ξεκίνησε εν μέσω του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ, δέκα ημέρες πριν από τον μεγάλο τελικό». Ωστόσο σύμφωνα με το δημοσίευμα, αυτές οι υποθέσεις δεν έχουν επιβεβαιωθεί επίσημα.

Οι μυστικές υπηρεσίες διεξάγουν τις πρώτες έρευνες στα σπίτια ορισμένων υπόπτων, προκειμένου να βρουν αποδεικτικά στοιχεία που, κατά πάσα πιθανότητα, θα διαβιβαστούν σε Βέλγους δημοσιογράφους, κάτι που είναι σπάνιο, αλλά όχι παράνομο, σύμφωνα με το δημοσίευμα. Επιπλέον, όπως συνεχίζει, κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης, το «βαθύ λαρύγγι» ομολόγησε ότι οι δημοσιογράφοι είχαν πληροφορίες που οι Βέλγοι ανακριτές δεν είχαν (ακόμα) στη διάθεσή τους και ότι, «δεδομένου ότι το OCRC έχει έλλειψη προσωπικού κατά 40%, η βοήθεια των δημοσιογράφων» ήταν πολύτιμη.

Η έρευνα στην έρευνα

Μετά από όλες αυτές τις διαρροές, η πλευρά των κατηγορουμένων μιλά για «σκηνοθετημένη δίκη στα ΜΜΕ» με σκοπό να τους καταδικάσει η κοινή γνώμη.

Το 2023, ο Φραντσέσκο Τζιόρτζι, η Εύα Καϊλή, η Μαρί Αρένα και ο γιος της Ούγκο Λεμέρ, υπέβαλαν καταγγελία για παραβίαση του απορρήτου της ανάκρισης στο πλαίσιο της υπόθεσης «Qatargate». Η καταγγελία αυτή οδήγησε τον ανακριτή Ολιβιέ Ανσιό να ανοίξει έρευνα.

Οι πολιτικοί ενάγοντες καταγγέλλουν τότε «μαζικές διαρροές εμπιστευτικών πληροφοριών προς τον Τύπο, που συνέβησαν αμέσως μετά τις έρευνες της 9ης Δεκεμβρίου 2022, υποστηρίζοντας ότι αυτές οι αποκαλύψεις έπληξαν σοβαρά τη φήμη τους και το τεκμήριο αθωότητά τους».

Στην πραγματικότητα, όμως, η μυστική ομάδα εργάζεται ήδη επί αρκετές εβδομάδες πάνω σε αυτή την υπόθεση. Κατά τη διάρκεια μιας από τις ανακρίσεις του, το «βαθύ λαρύγγι» παραδέχεται ότι είχε συνάψει «συμφωνία» με τους δημοσιογράφους «για τον έλεγχο και την καθυστέρηση των δημοσιεύσεων». Παραδέχεται την ύπαρξη «άτυπης συμφωνίας» με δημοσιογράφους με σκοπό να «τους κρατήσει υπό έλεγχο» και να αναβάλει τη δημοσίευση άρθρων έως ότου η επιχείρηση ήταν έτοιμη. Για την πολιτική πλευρά, αυτό επέτρεπε κυρίως επιλεκτικές διαρροές όταν αυτό εξυπηρετούσε την έρευνα. Ήταν αυτός που έδινε προσωπικά το «πράσινο φως» για τη δημοσίευση όταν «όλα ήταν έτοιμα». Στο φανταστικό chat υπάρχουν επίσης μηνύματα σχετικά με «αλλαγή του σχεδίου μάχης», που δεν είναι άλλο από ένα αίτημα αναβολής της δημοσίευσης ενός φακέλου, σύμφωνα με το δημοσίευμα.

Παραβιάσεις δεοντολογίας… από τους ερευνητές

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, «είναι φανερό ότι η παραβίαση της δεοντολογίας βρίσκεται σαφώς από την πλευρά των ερευνητών» και σημειώνει επίσης ότι «οι δημοσιογράφοι δεν υπόκεινται στο απόρρητο της έρευνας, αλλά στο απόρρητο των πηγών τους. Και για τους ερευνητικούς δημοσιογράφους, το να έχουν πληροφοριοδότες αυτού του επιπέδου, βασικούς παράγοντες μιας έρευνας τόσο σημαντικής και με τόσο μεγάλη δημοσιότητα όπως το Qatargate, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία. Επιπλέον, δεν είναι ασυνήθιστο, προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη τέτοιων πηγών, οι δημοσιογράφοι και οι πληροφοριοδότες να συμφωνούν σχετικά με τους όρους δημοσίευσης, ιδίως το χρονοδιάγραμμα».

Εξάλλου, όπως τονίζεται, «η πηγή φαίνεται τόσο συνεργάσιμη και πλούσια σε χρήσιμες πληροφορίες, που ένας δημοσιογράφος προτείνει στο «βαθύ λαρύγγι» να του συστήσει συναδέλφους που εργάζονται σε άλλες ερευνητικές κατευθύνσεις, για να δουν σε ποιο βαθμό μπορεί να διευρυνθεί αυτή η «υγιής σχέση Τύπου-αστυνομίας» (sic)».

«Προφανώς, η δημοσιογραφική δεοντολογία μπορεί να ερμηνευθεί και εναπόκειται σε κάθε δημοσιογράφο να αποφασίσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η συνεργασία με έναν ερευνητή, να καθορίσει αν αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να περιορίσει την κριτική ματιά και, ενδεχομένως, το αποδεικτικό έργο. Και είναι προφανές ότι αν βρισκόμαστε σε ένα επίπεδο ενσωμάτωσης όπως αυτό που περιγράφεται στο «φανταστικό» chat μιας ιδιωτικής ανταλλαγής μηνυμάτων, ο δημοσιογράφος πρέπει να αναρωτηθεί για τον κίνδυνο χειραγώγησης ή απώλειας μέρους της ανεξαρτησίας του. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε απώλεια ελέγχου» σημειώνει το 21news.be.

Η απόρρητη έκθεση και οι ομολογίες

Τον Ιούνιο του 2024, ο φάκελος διαβιβάζεται στην Γενική Επιθεώρηση της Αστυνομίας (AIG) και παραδίδεται στον αστυνόμο Αλέξις Φορέ.

Εκείνος, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ανακαλύπτει την ύπαρξη μιας ξεχωριστής έκθεσης που αναφέρει παρόμοιες παραβιάσεις του απορρήτου της ανάκρισης. Η έρευνα διαπιστώνει γρήγορα ότι ένας πολύ περιορισμένος κύκλος υπαλλήλων είχε συμμετάσχει στις έρευνες του Δεκεμβρίου 2022 — μεταξύ των οποίων ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Διαφθοράς (OCRC), το «βαθύ λαρύγγι», ο οποίος από τότε έγινε ο κύριος ύποπτος.

Ακολουθούν έρευνες στο σπίτι του και στην έδρα του OCRC. Κατά την ανάκρισή του από τον δικαστή, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ποτέ επαφές με δημοσιογράφους, μια δήλωση που στη συνέχεια διαψεύστηκε επανειλημμένα.

Αργότερα την ίδια μέρα, μπροστά στον επίτροπο Φόρε, παραδέχεται ότι «έκανε λάθη» και δηλώνει ότι «σήμερα γίνονται πολλά για να καλυφθούν οι πληροφορίες που είχαμε». Αναφέρει επίσης την ύπαρξη «συμφωνίας» μεταξύ ορισμένων δημοσιογράφων και της ομοσπονδιακής εισαγγελίας.

Το δημοσίευμα, επικαλείται μάλιστα, τέσσερις επίσημες εκθέσεις από την ανάλυση του κινητού του τηλεφώνου, που έδειξαν ότι διατηρούσε τακτικές επαφές με αρκετούς δημοσιογράφους που είχαν γράψει τα άρθρα που καταγγέλλουν οι πολιτικοί ενάγοντες, οργανώνοντας μάλιστα συναντήσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις έρευνες.

Οι ανακριτές έγιναν «κύριοι ύποπτοι»

«Στις 12 Μαρτίου 2025, οι ανακριτές της υπόθεσης «Qatargate», συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της έρευνας, κλήθηκαν ως κύριοι ύποπτοι» αναφέρει το δημοσίευμα και συνεχίζει λέγοντας ότι άσκησαν το δικαίωμά τους να παραμείνουν σιωπηλοί. «Ωστόσο, ο επικεφαλής  υπέβαλε γραπτή δήλωση στην οποία επικρίνει έντονα την έρευνα, αναγνωρίζει ότι είχε όλο το χρόνο που χρειαζόταν για να διαγράψει το κινητό του τηλέφωνο και παρέχει έναν κατάλογο ατόμων που πρέπει να ανακριθούν, μεταξύ των οποίων οι ανακριτές και δύο ομοσπονδιακοί εισαγγελείς».

«Στις 17 Ιουνίου 2025, το «βαθύ λαρύγγι» θα τεθεί εκ νέου υπό κράτηση και η οικία του θα υποβληθεί σε έρευνα. Όταν ρωτήθηκε για τις σχέσεις του με τον Τύπο, για τις διαρροές και για την υποτιθέμενη «υγιή σχέση μεταξύ αστυνομίας και μέσων ενημέρωσης», είτε αρνήθηκε να απαντήσει είτε παρέπεμψε την ευθύνη στην ομοσπονδιακή εισαγγελία, δηλώνοντας: “Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ δημοσιογράφων και εισαγγελίας, ρωτήστε τον κύριο Malagnini (ομοσπονδιακό εισαγγελέα).”» σύμφωνα με όσα αναφέρει το δημοσίευμα.

«Την ίδια μέρα, ο ανώτερός του, επικεφαλής της έρευνας για το Qatargate, τέθηκε επίσης υπό κράτηση και υποβλήθηκε σε έρευνα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας στο γραφείο του, παραδέχτηκε ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις δεν ήταν εκεί, προσθέτοντας: “Αν δεν βρίσκονται στο γραφείο, τότε πρέπει να είναι στην ομοσπονδιακή εισαγγελία”» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η ομοσπονδιακή εισαγγελία, από την πλευρά της, φαίνεται να είναι ήρεμη σε σχέση με αυτά τα στοιχεία, όπως αναφέρει το 21news.be, επικαλούμενο επίσης την εφημερίδα Le Soir, σύμφωνα με την οποία η εισαγγελία εκτιμά ότι δεν υπάρχει κανένα σφάλμα που να αμαυρώνει την έρευνα.

Σε αυτό το πλαίσιο, το δημοσίευμα παρουσιάζει ένα μήνυμα που αντάλλαξε το «βαθύ λαρύγγι» με τον αρχηγό του, πολύ πριν τις αστυνομικές επιχειρήσεις, στις 28 Νοεμβρίου 2022. το οποίο όπως αναφέρει το δημοσίευμα «φαίνεται ιδιαίτερα σαφές και ανησυχητικό όσον αφορά τη μυστική συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών, της εισαγγελίας, της αστυνομίας και των δημοσιογράφων. Δημιουργείται μια πραγματική επιχειρησιακή ομάδα που συγκεντρώνει τον Τύπο, τους ανακριτές, τη δικαιοσύνη και τις μυστικές υπηρεσίες. Προγραμματίζεται μια συνάντηση. Οι δύο κύριοι ανακριτές έχουν ραντεβού με «τους τρεις δημοσιογράφους» την Παρασκευή στις 9:00 και τη Δευτέρα με τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα στις 11:00. Ένας από τους αστυνομικούς ζητά από τον συνάδελφό του να καλέσει σε αυτή τη συνάντηση τον P. C. της Υπηρεσίας Ασφάλειας του Κράτους (VSSE)».

«Οι δηλώσεις και οι ομολογίες των δύο ανδρών επιβεβαιώνουν παραβιάσεις της αρχής της αθωότητας και επανειλημμένες παραβιάσεις του κώδικα δεοντολογίας των αστυνομικών αξιωματικών, ο οποίος απαγορεύει αυστηρά κάθε ανεπίσημη επαφή με τον Τύπο» τονίζει το δημοσίευμα ενώ αναφέρει επίσης ότι το «βαθύ λαρύγγι» κατηγορήθηκε για παραβίαση του απορρήτου της ανάκρισης, παραβίαση του επαγγελματικού απορρήτου και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, μεταξύ των οποίων η απαγόρευση να εργαστεί ξανά στην υπόθεση Qatargate και να έχει πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσης.

«Η έρευνα, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, φέρνει στο φως μια συστηματική χαλάρωση των διαδικασιών στις ανώτατες αστυνομικές και δικαστικές αρχές και βαθιές δυσλειτουργίες στην ιεραρχία. Είναι προφανές ότι οι δικηγόροι των πολιτικών διαδίκων θα βασιστούν κυρίως σε αυτά τα πολλά στοιχεία για να ζητήσουν την απόρριψη της υπόθεσης» καταλήγει το δημοσίευμα.

Documento

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,200ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα