Ο Κάντ και το πρόγραμμα της νεωτερικότητας (μέρος α, Γνωσιολογία)

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Ο Καντ, ο σπουδαιότερος μάλλον φιλόσοφος της νεωτερικότητας, είναι γνωστός για την λεγόμενη «κοπερνίκεια επανάσταση», που επέφερε στη φιλοσοφία. Πιο συγκεκριμένα, πριν από αυτόν, οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν πώς ο νους μας προσαρμόζεται στα πράγματα- πώς δηλαδή ο νους μας μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια. Ο Καντ -και αυτό το στοιχείο είναι πολύ χαρακτηριστικό για την νεωτερικότητα- προβληματοποιεί την ίδια την έννοια της αλήθειας. Αυτό με το οποίο ασχολείται, αναποδογυρίζοντας τα πράγματα, είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να γνωρίζουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, σε συνάρτηση με την εμπειρία, ώστε να οικοδομηθεί η τελική κοσμοαντίληψή μας.

Στην πραγματικότητα, όπως έχει παρατηρηθεί, ο Καντ κάνει το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Κοπέρνικος: ο τελευταίος, βλέποντας πως δεν μπορούν οι κινήσεις των πλανητών να εξηγηθούν, αν θεωρήσουμε ότι ο παρατηρητής μένει προσκολλημένος στο κέντρο του κόσμου, τον υποβιβάζει σε ένα απλό ον που κινείται γύρω από τον ήλιο. Ο ρόλος του παρατηρητή είναι να ψάξει απλώς να βρει πώς δημιουργούνται, εφόσον και ο ίδιος κινείται γύρω από τον ήλιο, οι φαινόμενες κινήσεις των πλανητών, που ειναι διαφορετικές από τις πραγματικές. Ο Καντ όμως αντιθέτως τοποθετεί τον παρατηρητή – δηλαδή το υποκείμενο – στο κέντρο της γνώσης, η οποία τώρα πια σημαίνει τον τρόπο που ο παρατηρητής προσλαμβάνει τον κόσμο υπό τις δικές του a priori (=εκ των προτέρων) συνθήκες.

Ο Καντ δεν φαίνεται να πολυσκοτίζεται γι’ αυτό. Όπως και ο ίδιος παραδέχεται, οι δικές μας a priori συνθήκες πρόσληψης του κόσμου, π.χ. ο χώρος και ο χρόνος, δεν αντιστοιχούν σε καμία πραγματικότητα «εκεί-έξω», στον εξωτερικό κόσμο. Είναι καθαρά υποκειμενικές μορφές σχηματισμού της εποπτείας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κατηγορίες. Για το ίδιο το πράγμα καθεαυτό δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτε. Η αλήθεια προβληματοποιείται και σχετικοποιείται: ο Καντ δεν την αναζητεί πια.

Άραγε γιατί έτσι; Ο Καντ εργάζεται σε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος έχει πια καταστεί το κέντρο του κόσμου, αφού εξοβέλισε τον Θεό από αυτή τη θέση. Αισθάνεται ότι μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, δεδομένου ότι η Δυτική Εκκλησία, στον ύστερο Μεσαίωνα, είχε αφόρητα καταπιέσει το ποίμνιό της. Και χαίρεται για το καινούργιο του προνόμιο, να είναι αυτός το κέντρο του κόσμου – από την Αναγέννηση και πέρα, και ως αντίδραση στον σχολαστικισμό, η δίψα για την αλήθεια θεωρούνταν πια ως άγονος συναισθηματισμός. Τόσες έρευνες του σχολαστικιστικού παρελθόντος δεν είχαν άλλωστε οδηγήσει πουθενά. Γι’ αυτό και τώρα, εξοβελίζοντας στην ουσία το θείο, ο μεταγεννησιακός άνθρωπος ελπίζει ότι θα αποκαταστήσει τα πράγματα, αν απομεταφυσικοποιήσει τον κόσμο.

Η διδασκαλία του Καντ είναι πράγματι περίεργη: συλλογιζόμαστε όλοι, όπως γνωρίζουμε, γιατί προσπαθούμε να γνωρίσουμε τη φύση του κόσμου, μαζί και του εαυτού μας. Ο άνθρωπος «φύσει» επιθυμεί να γνωρίζει, είπε ο Αριστοτέλης. Αν ο παρατηρητής των πραγμάτων διαπιστώσει ότι ο τρόπος με τον οποίον είναι δομημένες οι γνωστικές του ικανότητες, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα του έξω κόσμου, τόσο το χειρότερο για τον παρατηρητή. Θα αναγκαστεί να ερευνήσει πια ως προς τι ακριβώς η δική του παρέμβαση αλλοιώνει τη φύση των πραγμάτων και προξενεί την βαθύτερη αναντιστοιχία με τον έξω κόσμο – και αν ακόμη η δική του «εσωτερική αίσθηση», η αυτοσυνείδηση, διαστρεβλώνει και αυτή τον τρόπο που είναι δομημένος ο αληθής εαυτός μας, και πάλι το υποκείμενο θα πρέπει να ψάξει να βρει σε τι ακριβώς έγκειται αυτή η διαστρέβλωση. Ο Καντ όμως δεν νοιάζεται, όπως είπαμε, για όλα αυτά: η έρευνά του αρχίζει και τελειώνει στον τρόπο που ο παρατηρητής, με τις a priori συνθήκες της γνωστικής του λειτουργίας, προσλαμβάνει τον κόσμο. Όταν λέγει π.χ. ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν υφίστανται πραγματικά, δεν κάνει καμιά περαιτέρω έρευνα για να ανακαλύψει πώς είναι πραγματικά ο αληθής κόσμος. Λέγει μάλιστα ότι είναι αδύνατον να γνωρίσουμε το «πράγμα καθεαυτό», το πράγμα δηλαδή όπως είναι στην πραγματικότητα. Και μένει πολύ ευχαριστημένος με αυτή του τη δήλωση: για τον πραγματικό κόσμο, δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτε.

Γιατί, μπορούμε να ρωτήσουμε σήμερα, για τον πραγματικό κόσμο δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτε; Η σύγχρονη επιστήμη, π.χ. η Φυσική, με τις θεωρίες της σχετικότητας και την κβαντική μηχανική, έχει κάνει πολλές προόδους ως προς την κατανόηση του χώρου και του χρόνου- και θεωρεί φυσικά ότι ο χώρος και ο χρόνος υπάρχουν πραγματικά. Γι’ αυτό και εξάλλου γίνονται περαιτέρω έρευνες, ώστε η επιστήμη να εμπλουτιστεί με μια ακόμη βαθύτερη γνώση για το πώς είναι πραγματικά ο κόσμος. Αυτό το οποίο όμως αποστρέφεται ο Καντ είναι στην πραγματικότητα η αλήθεια.

Η αλήθεια, ήδη από τον καιρό του Πλάτωνα και πιο πριν, ήταν ένα ερωτικό γεγονός. Στις παραδοσιακές ελληνικές και μετέπειτα θεωρίες, τουλάχιστον στις περισσότερες, επικρατούσε η αντίληψη ότι η γνώση μας για τον κόσμο αντιστοιχεί στον τρόπο που αυτός είναι κατασκευασμένος. Για να το πούμε αλλιώς, οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι, όταν π.χ. κοιτάζουμε ένα δέντρο, αυτό που βλέπουμε ειναι πράγματι το δέντρο, και όχι ότι προσλαμβάνουμε απλώς κάποια «αισθητηριακά δεδομένα» (sense data), τα οποία, επεξεργαζόμενα κατόπιν από τις δικές μας a priori δομές της γνωστικής λειτουργίας, μας δίνουν την ψευδαίσθηση – γιατί περί αυτού πρόκειται, αν εμβαθύνει κανείς στην καντιανή θεωρία και παραμερίσει τις στρογγυλοποιήσεις και τους εξωραϊσμούς- του «δέντρου ως φαινόμενου». Αυτό που θα έπρεπε να διερευνήσει ο Καντ είναι το πώς το δέντρο καθεαυτό σχετίζεται με το δέντρο ως φαινόμενο. Αλλά αποφεύγει αυτό το ερώτημα, θεωρώντας το άλυτο, γιατί θα τον ανάγκαζε να διερωτηθεί για την άμεση σχέση μας με τον κόσμο- και αυτό το αποφεύγει.

Γενικά, ο μεταναγγενησιακός άνθρωπος, αφού εγκατάλειψε την προσπάθεια να γνωρίσει τον Θεο, απεφάνθη γρήγορα ότι είναι αδύνατον να σχετιστούμε και με τον κόσμο, όπως πραγματικά αυτός είναι. Στην πραγματικότητα, απεφάνθη ότι δεν μπορούμε να σχετιστούμε ούτε καν και με τον εαυτό μας- η «εσωτερική αίσθηση», ο τρόπος δηλαδή που έχουμε για να αποκτούμε πρόσβαση στα πράγματα του εσωτερικού μας κόσμου, μπορεί και αυτός να μας ξεγελά, δεδομένου ότι ο πραγματικός εαυτός μπορεί να είναι διαφορετικός από τον εαυτό μας ως «φαινόμενο»- όπως αυτός δηλαδή φαίνεται σε μας. Και δεν έχουμε και πάλι πρόσβαση σε αυτόν τον πραγματικό εαυτό.

Παρά την τεράστια φήμη που απέκτησε ο Καντ -και κόντρα στο δεδομένο  ότι η σύγχρονη επιστήμη προχωρεί τελείως αντίθετα με τις θεωρίες του-, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα της πρώιμης χρησιμοθηρίας και προσπάθειας για μια δίχως μεταφυσική σκέψη αποτελεσματικότητα, που κατέλαβε τον δυτικό κόσμο, όπως είπαμε, μετα-αναγεννησιακά. Ο Καντ υπήρξε πάνω από όλα ένας ηθικολόγος, ένας φιλόσοφος ο οποίος είχε, δεδομένου και της ευσεβιστικής καταγωγής του, άσχημη σχέση με τον πραγματικό, ιστορικό χριστιανισμό και την ιστορική Εκκλησία. Τον ενδιέφερε, πάνω απ’ όλα, όπως λέγει ο φιλόσοφος Tristram Engelgardt, ο ορίζοντας της «επιγειότητας», ήθελε κυρίως να εξοβελίσει το υπερβατικό (δες, «Τα Θεμέλια της Βιοηθικής», Εκδ. «Αρμός», Αθήνα 2007, σελ. 121-133), να συμμορφωθεί με αυτό που έκανε η δυτική κουλτούρα εδώ και μερικούς αιώνες: «είχε αποστραφεί την αναζήτηση του Θεού και του βάθους της υπάρξεως και είχε στραφεί προς την υλοποίηση των ανθρώπινων και εγκόσμιων βλέψεων» (ό.π. σελ. 123). Αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος ειναι ένα «πεπερασμένο» ον και ζητεί να αναδιαμορφώσει την έννοια της γνώσης  «με όρους κοσμικούς και επίγειους». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση για να πούμε ότι, πιθανόν η θεωρία του Καντ ότι δεν ερχόμαστε σε επαφή με το «πράγμα καθεαυτό», να φαίνεται κάπως εύλογη. Για παράδειγμα, όταν βλέπουμε ένα δέντρο, θα μας έλεγαν οι καντιανοί – που δεν μπορούν πια βέβαια να ισχυριστούν ότι ο χρόνος και ο χώρος δεν υπάρχουν πραγματικά κ.λπ.- ότι αυτό που συμβαίνει είναι απλούστατα πως το φως στέλνει στο μάτι μας μια ορισμένη ακτινοβολία και μεταφέρει έτσι μια «εικόνα» του δέντρου σε μας, χωρίς πράγματι να «αδράχνουμε» το ίδιο το «πράγμα καθεαυτό». Η θεωρία του κοινού νου, ότι δηλαδή αυτό που βλέπουμε είναι πράγματι το ίδιο το δέντρο, έχει τύχει ευτυχώς αντικείμενο επιτυχημένης φιλοσοφικής υπεράσπισης, π.χ. από τον Austin, στο βιβλίο του «Sense and Sensibilia». Είμαστε και εγώ και το δέντρο δύο έγχρονα και χωρικά όντα, ενώ το φως, για το οποίο δεν γνωρίζουμε παρά ακόμη ελάχιστα πράγματα, είναι το μέσον διά του οποίου βλέπουμε τα πράγματα, έστω και αν η Φυσική το αντιμετωπίζει ως μια απλή «ακτινοβολία». Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Ζούμε και κινούμαστε μέσα στον πραγματικό κόσμο.

****************

Ο Καντ προχωρεί ακάθεκτος προς το να διαμορφώσει μια γνώση που δεν έχει τελικό σημείο αναφοράς, που είναι στην πραγματικότητα δίχως θεμέλιο. Στο έργο του βέβαια φαίνεται ότι υπάρχουν, όπως επανειλημμένα είπαμε, οι ατομικές δομές πρόσληψης της γνώσης (χώρος-χρόνος, κατηγορίες), αλλά αυτές είναι καθαρά υποκειμενικές και δεν αντανακλούν τον πραγματικό κόσμο. Και εφόσον δεν προχωράμε πέρα από αυτές, γιατί κάτι τέτοιο είναι «αδύνατον», έπεται ότι στην πραγματικότητα η γνώση δεν έχει θεμέλιο. Ένας κόσμος δίχως θεμέλιο θα φαινόταν αποκρουστικός στους μέχρι τότε φιλοσόφους- πλην των μηδενιστών και των σχετικιστών. Η φιλοσοφία ξεκινά με τους προσωκρατικούς στοχαστές, που όλοι αναζητούν το θεμέλιο του κόσμου, και συνεχίζεται με τον Σωκράτη και τον μαθητή του Πλάτωνα που προσπαθούν ακριβώς να «ορίσουν» τις έννοιες: να ανακαλύψουν την αληθινή φύση των πραγμάτων. Η θεωρία ότι μπορούμε να έχουμε μια γνώση δίχως μεταφυσικό θεμέλιο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι μπορούμε να προχωρήσουμε, να είμαστε «αποτελεσματικοί», όπως είπαμε, και χρήσιμοι μόνο μέσα στα όρια της πιθανής εμπειρίας. Όπως παρατηρεί και πάλι ο καθηγητής Tristram Engelgardt, «η γνώση γενικώς και η επιστήμη ειδικότερα ανατοποθετούνται έτσι, ώστε να μπορούν να αποτελέσουν συνεκτική εμπειρία των πεπερασμένων λογικών υποκειμένων. Η αντικειμενικότητα ως συμφωνία με το αντικείμενο όπως είναι καθεαυτό, θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την αντικειμενικότητα ως διυποκειμενικότητα. Η επιστημονική αντικειμενικότητα έγινε η συμπαγής γνώση που μπορούν να μοιράζονται τα λογικά υποκείμενα που ζουν στον χωρο-χρόνο» (ό.π. σελ. 125).

Κατά μια αντίληψη, ο Καντ δίνει χώρο στην αντικειμενικότητα, εφόσον εντέλει μιλά για τον «Λόγο» – ο οποίος μάλιστα βοηθά και το άτομο να ελευθερωθεί από τις όποιες δεσποτείες και γνωστικές εξαρτήσεις του και «να σκεφθεί για τον εαυτό του». Είναι η περίφημη καντιανή αυτονομία. Η σχέση του Καντ με τον Λόγο ειναι επαμφοτερίζουσα: από την μια ο Λόγος καθίσταται απλή γνωστική λειτουργία και από την άλλη γίνεται κάτι σαν ένας διυποκειμενικός -ας τολμήσω να πω τη λέξη- παγκόσμιος Κοινός Νους, που εξασφαλίσει την αντικειμενικότητα της εμπειρίας. Εν πρώτοις, πράγματι ο Λόγος ειναι απλή γνωστική λειτουργία, έστω και ανώτερης μορφής: είναι μια βασική ικανότητα του νου, αποτελεί την πηγή των τριών βασικών Ιδεών, δηλαδή της ψυχής, του κόσμου ως ολότητας και του Θεού ως του τελείου Όντος, των οποίων όμως το αντικείμενο δεν μπορεί να δοθεί σε καμιά εμπειρία. Θα εξηγήσουμε σύντομα τι σημαίνει αυτό. Μέχρι τώρα ο Καντ μας είχε μιλήσει για το πράγμα καθεαυτό, τα αισθητηριακά δεδομένα, τον χώρο και τον χρόνο, την διάνοια και τις κατηγορίες της κ.λπ., όλα αυτά όμως φαίνονται πολύ φτωχά ώστε να δώσουν κάποια αξία στην όλη γνωστική λειτουργία. Μέσω αυτών, που στο κάτω κάτω εν μέρει αποτελούν και υποκειμενικές συνθήκες που δεν βοηθούν στο να συλλάβουμε το πράγμα καθεαυτό, μένουμε περικλεισμένοι στο θλιβερό γήινο παρόν μας- ο Διαφωτισμός και η αυτονομία συνυπήρξαν με μια θλιβερή ιστορία αιματοχυσιών και μεγάλου σκοταδισμού (καθιερώθηκαν ως και γιορτές του Λόγου κ.λπ.). Οι τρεις αυτές Ιδέες, λέγει ο Καντ, η αθάνατη ψυχή, ο άπειρος κόσμος και ο τέλειος Θεός, που βέβαια δεν συλλαμβάνονται από την εμπειρία, δεν αποτελούν φαινόμενα αλλά πράγματα καθεαυτά και οδηγούν την ατομική διάνοια στην ολότητα και την πληρότητά της, παίζοντας έναν κανονιστικό και ρυθμιστικό ρόλο. Μέσα μας υπάρχει ο Λόγος- εξ ου και κάθε άνθρωπος συλλαμβάνει τις τρεις αυτές Ιδέες και τον κανονιστικό τους ρόλο, προπαντός όμως στην ηθική (τι είδους ηθική μπορεί να υπάρξει δίχως αυτές τις έννοιες; Ο Καντ δεν είχε φθάσει ακόμη στις σύγχρονες μωρολογίες). Συνοχή και ενότητα της γνώσης εξασφαλίζονται περαιτέρω μέσω αυτών των Ιδεών, οι οποίες, αν λείψουν, θα κάνουν την όποια γνώση «αποσπασματική και ανώφελη για τον ανώτατο σκοπό». Ο Λόγος λοιπόν επεκτείνει την διάνοια, γι’ αυτό και η διάνοια ποθεί τον Λόγο. Στο σημείο αυτό θα περιμέναμε ότι ο Καντ θα έκανε μια προσπάθεια να αποδείξει διά του Λόγου τις τρεις αυτές ιδέες, δηλαδή την ύπαρξη της ψυχής, του κόσμου ως ολότητας και της ύπαρξης του Υψίστου Όντος, του Θεού ή τουλάχιστον να δώσει περί την ύπαρξη αυτών κάποιες ενδείξεις. Ο Καντ όμως κάθε άλλο παρά καταφεύγει σε αυτήν την προσπάθεια. Δεν θέλει με τίποτε να παραδεχτεί ότι μπορούμε να απαντήσουμε σε τέτοια μεταφυσικά ερωτήματα, μολονότι οι προαναφερθείσες Ιδέες είναι, όπως λέγει, αιτήματα του Λόγου. Γι’ αυτό και αποφαίνεται ότι τελικά ο Λόγος μπορεί να παραπλανηθεί – πώς είναι όμως  δυνατόν να παραπλανηθεί ο Λόγος, αυτή η υπέρτατη γνωστική λειτουργία, που θέτει ως θεμέλια τις Ιδέες; Θα έπρεπε να υπάρχει μια διαύγεια του Λόγου όσον αφορά τον εαυτό του- εξάλλου πώς να εγγυηθεί κανείς ότι η «Κριτική» του Λόγου δεν μπορεί να παραπλανηθεί και αυτή με τη σειρά της; Και πώς κρίνει η «Κριτική» αν όχι διά του Λόγου; Θα κρίνουμε λοιπόν τον Λόγο διά του ιδίου του Λόγου; Αυτό δεν συνιστά παρά παρωδία Κριτικής. Εν πάση περιπτώσει, ο Καντ δίνει παραδείγματα «αντινομιών», όπου για τις τρεις αυτές Ιδέες είναι δυνατόν να υποστηριχτούν από τον Λόγο και οι θέσεις και οι αντιθέσεις τους. Δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ περισσότερο, θα ήταν αρκετό να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα: Σύμφωνα με την πρώτη αντινομία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο κόσμος έχει μία αρχή στο χρόνο, ενώ ως προς το χώρο γνωρίζει κάποια όρια. Αυτό μπορεί να το αποδείξει κανείς, όσον αφορά τον χρόνο, καθότι, αν ο κόσμος δεν γνώριζε πράγματι μία χρονική αρχή, αυτό θα σήμαινε ότι σε κάθε δεδομένη στιγμή -ας πούμε τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές- ,θα είχε παρέλθει μία άπειρη σειρά καταστάσεων, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα της αιωνιότητας, ως μίας άπειρης σειράς η οποία δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί μέσω διαδοχικής σύνθεσης. Όσον αφορά τον χώρο, ο κόσμος γνωρίζει επίσης κάποια όρια, γιατί, αν ο κόσμος ήταν χωρικά άπειρος, τότε θα έπρεπε να προϋποθέσουμε έναν άπειρο χρόνο, ο οποίος θα μας χρειαζόταν για να τον «διανύσουμε» με την σκέψη μας, προκειμένου να τον συλλάβουμε στην ολότητά του.

Αλλά μπορούμε να υποστηρίξουμε ελλόγως και το τελείως αντίθετο: ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή στον χρόνο, ούτε ότι είναι άπειρος στο χώρο. Και αυτό γιατί αν ο κόσμος είχε μία αρχή σε μία συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο, αυτό θα σήμαινε ότι πριν από αυτήν θα πρέπει να υπήρχε ένας κενός, ομοιογενής χρόνος, στον οποίο δεν θα συνέβαινε τίποτα, και έτσι δεν θα περιείχε κανένα διαφοροποιητικό μέτρο σύγκρισης, που να εξηγεί το γιατί ο κόσμος άρχισε την συγκεκριμένη στιγμή και όχι κάποια άλλη, σύμφωνα με το αίτημα του αποχρώντος λόγου. Όσον αφορά τo επιχείρημα της αντίθεσης υπέρ του κόσμου ως χωρικά απείρου είναι με συντομία το εξής: εάν ο κόσμος ήταν περατός, είχε δηλαδή όρια στον χώρο, αυτό θα σήμαινε ότι όχι μόνο βρίσκεται μέσα στον χώρο, αλλά ότι επιπλέον έχει και μία είδους χωρική σχέση με τον χώρο, πράγμα που φαίνεται ότι δεν έχει νόημα.

Ο Λόγος έτσι παραδόξως «αποδεικνύει» και την θέση και την αντίθεση – αυτό στην πραγματικότητα θα σήμαινε κατάρρευση του Λόγου. Ο Καντ το κατανοεί, αλλά δεν ενδιαφέρεται σχετικά, έτσι όπως είναι απορροφημένος στο να αποκλείσει από την γνώση οποιοδήποτε υπερβατικό, δηλαδή μεταφυσικό, θεμέλιο. Και υπονομεύοντας και τον Λόγο –μαζί μ’ αυτόν και την περίφημη αυτονομία- , καθιερώνει έναν γνωσιολογικό αγνωστικισμό όσον αφορά στον Θεό, στην ελευθερία και στην αθανασία της ψυχής, όπως λέγει και πάλι ο Tristram Engelgardt (ό.π. σελ. 126).

Και μ’ όλα αυτά ο Καντ ολοκληρώνει το πρόγραμμα της νεωτερικότητας, όσον αφορά την γνωσιολογία: μένουμε μόνο στην εμπειρία, μοιραζόμαστε με την κοινότητά μας και τις εγκόσμιες επιδιώξεις της, μια κοινή περί του κόσμου αντίληψη, που για να λειτουργεί εύρυθμα, θα πρέπει να ενεργούμε σαν ο Θεός να υπήρχε. Αλλά μόνο «σαν». Και όλο αυτό, γιατί στην πραγματικότητα ο Καντ είναι ένας ηθικολόγος. Με την ηθική του θα ασχοληθούμε στο β μέρος της εργασίας μας.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Ο Καντ με τους φίλους του στο τραπέζι”, 1892) είναι έργο του, γερμανού, Emil Doerstling.

antifono.gr

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα