Άλλος ένας από τους σημαντικούς της ελληνικής διανόησης έφυγε, ο Γιώργος Δερτιλής. Τον γνώρισα μέσα από το δίτομο έργο του Ιστορία του Eλληνικού Kράτους (1830-1920) (εκδόσεις ΜΙΕΤ, 2004). Έργο κλασικό γιατί στη θέση της προγονολατρίας και ενός παρωχημένου εθνικισμού που έφτασε να σημαίνει τον φυλετισμό, όπου ο όρος “ελληνική ιστορία” ταυτιζόταν με τη Σαλαμίνα, τον Μαραθώνα και το 1821, έφερνε τη γνώση της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας η οποία –όπως γράφει και ο ίδιος– παρέμενε άγνωστη σε πολλά σημεία της και εν πολλοίς ανερμήνευτη καθ’ εαυτή.
Με τη μελέτη αυτή ο Δερτιλής προσπάθησε να ερμηνεύσει την ιστορία του ελληνικού κράτους, το οποίο δημιουργείται το 1830 εκ του μηδενός. Και παρόλα αυτά και παρά τις κοινωνικές δυσπλασίες, η Ελλάδα καταφέρνει να αναπτύξει μια οικονομία, που επιτρέπει τη συμμετοχή της στις κοσμογονικές αλλαγές που θα γίνουν κατά την ύστερη περίοδο κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την άνοδο στην οθωμανική εξουσία των ακραίων εθνικιστών, των Νεότουρκων.
Βέβαια τώρα και με απόσταση μιας μεγάλης χρονικής περιόδου γνωρίζουμε ότι οι εσωτερικές αντινομίες που υπήρχαν στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους ήταν τέτοιου βάθους και καταστροφικής έντασης, που αρκούσαν κάποιες εξωτερικές συνθήκες να δημιουργήσουν ένα σχετικό πλαίσιο. Και τότε βρισκόμασταν μπροστά στον ανορθολογισμό της αυτοϋπονόμευσης των ίδιων των κρατικών γεωπολιτικών συμφερόντων, όπως έγινε με την ήττα του 1922, με την απαξίωση και την περιφρόνηση μεγάλου τμήματος του ελληνικού έθνους, που θεωρήθηκε δυνάμει ανταγωνιστικό.
Αν ο Δερτιλής μας δίνει μια πλήρη ιστορία του ελληνικού κράτους, μας λείπει η αντίστοιχη ιστορία του “άλλου μισού” του Ελληνισμού. Αυτού που παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και άνθισε οικονομικά και πολιτισμικά την περίοδο που εγκαινίασαν οι μεγάλες οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Υπάρχουν κάποια αποσπασματικά στοιχεία σε διάφορες μελέτες όπως αυτή των D. Gontikas, Ch. Issawi (Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999) ή του Βασίλη Νότη (Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1986) κ.ά.
Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Από τα αποσπασματικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν το 1914 φαίνεται ότι ήταν περί τα 2.200.000 (1.800.000 στη Μικρά Ασία και 400.000 στην Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10.000.000. Η οικονομική τους ισχύ ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής τους αναλογίας. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά, υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1921, στην Κωνσταντινούπολη, τα 171 από τα 257 εστιατόρια ανήκαν σε Έλληνες, όπως και οι 444 από 471 ποτοποιίες και οι 528 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου.
Έτσι δημιουργήθηκε εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια ακμαία ελληνική αστική τάξη, συμβατή με τη δυτική τυπολογία, που αντίστοιχή της απουσίαζε από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Αυτό ερμηνεύει γιατί οι Έλληνες όπως και οι Αρμένιοι μπήκαν στο στόχαστρο της κριτικής των Γερμανών από τις αρχές του 20ου αιώνα και γιατί οι Νεότουρκοι προέβησαν στις πρώτες μεγάλες Γενοκτονίες του 20ου αιώνα.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου για την τουρκική καπιταλιστική ανάπτυξη προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τη βίαιη μεταφορά κεφαλαίου και πόρων από τους ραγιάδες στον κεμαλικό στρατιωτικό και διοικητικό μηχανισμό. Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι Έλληνες ιστορικοί, συνεργαζόμενοι με Τούρκους συναδέλφους τους θα καταφέρουν να καλύψουν το κενό αυτό στη γνώση της οικονομικής ιστορίας του εκτός Ελλάδος Ελληνισμού….
“…γιατί στη θέση της προγονολατρίας και ενός παρωχημένου εθνικισμού που έφτασε να σημαίνει τον φυλετισμό…”
Εμ βέβαια, άμα έχεις τέτοια κολλήματα να μην σε πουν “φυλετιστή”, εύκολα απομακρύνεσαι από την αρχαία και βυζαντινή κληρονομιά και από εκεί και πέρα η αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι ένα τσιγάρο δρόμος…
Λες και τα ιστορικά έθνη πλάστηκαν από κεντρικό σχεδιασμό του πολίτ μπιρό.
Έχει δικαιολογήσει ποτέ στον εαυτό του ο Αγτζίδης πώς, μετά από τέτοιον πνευματικό κόπο που έχει καταθέσει για την διατήρηση της μικρασιατικής μνήμης, αποδέχτηκε να γίνει μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που θεωρεί ότι στην Μικρασία δεν έγινε γενοκτονία αλλά μόνον εθνοκάθαρση;
Βλάση Αγτζίδη, κάνε αυτοκριτική. Την Ελλάδα πρώτα, όχι τα ιδεολογήματα του ένδοξου αριστερού παρελθόντος.
Μα συγνώμη τώρα, υποτίθεται ότι ένας Αγτζίδης θα έπρεπε να γνωρίζει τι σημαίνει φυλετισμός και ότι κακώς τον μπερδεύουν με τον ρατσισμό (αντιδάνειο από την λαττινική), ο οποίος έχει αρνητική έννοια.
Φυλετισμός είναι η θεωρεία που δέχεται ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των διαφόρων φυλών. Έτσι τα έφτιαξε η φύση, έτσι είναι. Δεν μιλά για ανώτερες οι κατώτερες φυλές, αλλά απλώς διαφορετικές.
Γνωρίζει, αλλά η αριστεροφροσύνη του τον κάνει να μασάει τα λόγια του. Πήρε αυτός και οι λοιποί το σλόγκαν του Σβορώνου περί ζωολογίας και το έκαναν καραμέλα. Ο Αγτζίδης στην αρχή είχε μία αξία κατά την δική μου αντίληψη, ιδίως στο γεγονός ότι ανέδειξε πόσο λυσσαλέα οι δυνάμεις του μικροελλαδισμού χτύπησαν τον Οικουμενικό ελληνισμό και επιδόθηκαν ακόμα και σε βίαιες καταδιώξεις κατά των προσφύγων (στην Ελλάδα μετά το ’22), φοβούμενοι μήπως τους χαλάσουν την εκλογική σούπα λόγω της φιλοβενιζελικής τους στάσης.
Από εκεί και ύστερα, σε σύγκριση με την εποχή που ήταν στην γραμμή του ΑΡΔΗΝ, ο Αγτζίδης έπαθε μετάλλαξη (μόνον αυτός; είδαμε και τον Ζουράρι και άλλους… ). Έτσι τελικά υπερασπίστηκε την Συμφωνία των Πρεσπών και έβαλε δις υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Προσωπικά, πλέον δεν ανέχομαι τα ημίμετρα. Εάν ένας ιστορικός ή ιστοριογράφος (ο Αγτζίδης βέβαια είναι κατά βάση μαθηματικός) δεν αποδέχεται ή σχετικοποιεί:
α) την καταγωγική – φυλετική συνέχεια του ελληνικού λαού και εν γένει των αρχαίων εθνών
β) την διαχρονία της εθνικής μας συνείδησης και του ελληνικού πολιτισμού
γ) τα ιστορικά δικαιώματα του Ελληνισμού στην προσπάθειά του για εθνική ολοκλήρωση,
για μένα πλέον απορρίπτεται κατά βάση. Μπορώ μεν να ασχοληθώ με επιμέρους προσεγγίσεις του, αλλά με πολύ σκληρό φίλτρο. Οι εκπτώσεις τελείωσαν.