Οι στρατιωτικές συνεργασίες ανάχωμα στην τουρκική επιθετικότητα

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του Δημήτρη Τσαϊλά*

Οι στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Αθήνας, του Καΐρου και της Ιερουσαλήμ υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ και από ευρωπαϊκά κράτη της Μεσογείου, αυξάνουν τις υπάρχουσες εντάσεις με την Άγκυρα και του αντι-τουρκικού άξονα. Μάλιστα έχει αρχίσει να εμβαθύνει η συνεργασία αυτή με αμυντικές συμφωνίες που συμβάλουν στις προσπάθειες για μείωση της αντιπαλότητας που προκαλείται από αυτόν τον ανταγωνισμό, προκειμένου να αποφευχθούν πρόσθετες περιφερειακές τριβές.

Όπως έχει γραφεί σε πολλές αναλύσεις, η συμφωνία οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου που υπεγράφη στις 6 Αυγούστου 2020 ήταν η άμεση αντίδραση στη παράνομη συμφωνία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ της Τουρκίας και της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας στη Λιβύη που υπεγράφη τον Νοέμβριο του 2019. Σηματοδότησε ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση ενός αντι-τουρκικού άξονα στη λεκάνη της νότιο-ανατολικής Μεσογείου θαλάσσης, τον οποίο απαρτίζουν η Ελλάδα, η Κύπρος, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, και υποστηρίζεται από τη Γαλλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο προκαλείται, αφενός από τα δικαιώματα χρήσης υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων, και αφετέρου τις ανταγωνιστικές επιθυμίες της Τουρκίας να λειτουργήσει ως περιφερειακός κόμβος ενέργειας. Πέραν τούτων τονίζει επίσης τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό στο σύμπλοκο της Μέσης Ανατολής και την ένταση μεταξύ των ρεαλιστικών αραβικών κρατών και των κρατών που υποστηρίζουν το πολιτικό Ισλάμ, με επικεφαλής την Τουρκία έχοντας συνεργασία με το Κατάρ. Η στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας με τις μεσογειακές χώρες που αναφέραμε σκοπό έχει να μειώσει τις γενικές εντάσεις και να διατηρήσει τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, προκειμένου να πραγματοποιήσει οικονομική συνεργασία με τους μεσογειακούς λαούς και να αποτρέψει την όποια περιφερειακή σύγκρουση.

Οι αυξημένες εντάσεις τους τελευταίους μήνες μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας σχετικά με τις διαφωνίες για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ  στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν αυξήσει τον κίνδυνο για θερμό επεισόδιο στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή. Τα τελευταία χρόνια το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» έχει κυριαρχήσει στον τουρκικό δημόσιο λόγο. Αυτό το δόγμα θεωρεί ότι τα θαλάσσια σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα βρίσκονται στο μεν Αιγαίο στον 25ο μεσημβρινό (το μισό Αιγαίο) ενώ στη Μεσόγειο θεωρούν ότι δεν έχουν επιρροή τα ελληνικά νησιά (Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος, Κρήτη και σύμπλεγμα της Μεγίστης) στις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου. Το κύριο σημείο της ελληνοτουρκικής διαμάχης αφορά το ζήτημα ότι τα κατοικημένα νησιά έχουν την ίδια επιρροή σε υφαλοκρηπίδα γύρω από αυτά με τα ηπειρωτικά εδάφη. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας από το 1982 υποστηρίζει σαφώς την ελληνική θέση, αλλά η πλήρης αποδοχή των ελληνικών νόμιμων απαιτήσεων θεωρείται πολύ προβληματική για τους Τούρκους, καθώς τους περιορίζει σχετικά την ΑΟΖ με αποτέλεσμα να θεωρούν την ελληνική κυριαρχία των νησιών ως “γεωγραφικό και ιστορικό σφάλμα”. Γι’ αυτό δεν παύουν να προκαλούν είτε με υβριδικές επιθέσεις ή με προβολή ισχύος, επιδιώκοντας τετελεσμένα με παράνομες έρευνες, εκτελώντας μάλιστα αεροναυτικές ασκήσεις παραβιάζοντας κατά κόρο τα κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού (Ελλάδας –Κύπρου) τα οποία πέραν του Κυπριακού ζητήματος είναι εν μέρει και μια αντίδραση στην ίδρυση του Φόρουμ για την Ανατολική Μεσόγειο για το φυσικό αέριο (EMGF) καθώς η Τουρκία είναι αποκλεισμένη πολιτικά και ούτε είναι μέλος αυτού του φόρουμ.

Η Αίγυπτος και το Ισραήλ μαζί με την Κύπρο βλέπουν τη συνεργασία με την Ελλάδα ως πρόσθετη ώθηση στους ακμάζοντες στρατηγικούς δεσμούς μεταξύ των κρατών. Επιδιώκουν να καθορίσουν ένα ανάχωμα στην τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, και να ορισθεί μια κόκκινη γραμμή στη Λιβύη. Οι εν λόγω συμφωνίες επιδιώκουν επίσης να επιτρέψουν στα κράτη να ασκήσουν το νόμιμο δικαίωμά τους να αντλήσουν τους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους και να προωθήσουν την τριμερή συμφωνία για τη σύνδεση των ηλεκτρικών δικτύων της Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Κύπρου, υπό το φως των παράνομων προσπαθειών Τουρκίας-Λιβύης να σχεδιάσουν θαλάσσιες ζώνες που δημιουργούν μια σφήνα σε όλα αυτά. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα των συμφωνιών από την άποψη του Ελληνισμού είναι ότι οποιαδήποτε τουρκική προσπάθεια να αμφισβητήσει, θα θέσει τώρα την Άγκυρα σε άμεση σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και με τις ΗΠΑ. Οι συμφωνίες επίσης συμβολίζουν τη δέσμευση των κρατών στο διεθνές δίκαιο, καθώς και την πίστη στον αντι-τουρκικό άξονα και την αποτροπή της Άγκυρας να θέσει αυτή τη παράνομη σφήνα στη Μεσόγειο.

Καμιά μεσογειακή χώρα  δεν ενδιαφέρεται για μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία και η Άγκυρα έχει επίσης τις επιφυλάξεις της για αντιπαράθεση με κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, όπως είναι η Ελλάδα. Παρόλα αυτά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια ποικιλία πιθανών σεναρίων στην περίπτωση στρατιωτικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία, συνεχίζοντας με μια έντονη διπλωματική εκστρατεία παράλληλα με την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ικανότητας, διαμορφώνοντας ρεαλιστικές αντιλήψεις μεταξύ των μερών. Αν και είναι σαφείς οι λόγοι για τις υποστηριζόμενες συνεργασίες, οι ευρύτερες συνέπειες του αντι-τουρκικού άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο εκτιμάται ότι δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί. Υπάρχει σαφής σκεπτικισμός για τα υπόλοιπα κράτη μέλη που προσελκύονται από την αποφυγή συμμετοχής στην ελληνοτουρκική σύγκρουση αλλά και στη σύγκρουση στη Λιβύη. Ως εκ τούτου  συμπεριλαμβάνεται η ανάγκη να εμβαθύνουμε τις συνεργασίες σε συμμαχίες στην περιοχή σε μια εποχή πολλαπλών εσωτερικών προκλήσεων που δημιουργήθηκαν από την πανδημία Covid-19, παράλληλα με τις ήδη υπάρχουσες προκλήσεις, αποδεχόμενοι την προϋπόθεση ότι η τουρκική προκλητική δραστηριότητα στην περιοχή θεωρείται αρνητική από όλους.

Είναι σαφώς προς το συμφέρον του Ισραήλ να εξομαλύνει τους δεσμούς με την Τουρκία, αλλά για την ώρα η ζυγαριά γέρνει προς την αντίθετη πλευρά, καθώς το Ισραήλ έχει και άλλα συμφέροντα,. Εκτιμάται ότι, το Ισραήλ δεν θα θυσιάσει τις σχέσεις του με τον Ελληνισμό (Ελλάδα-Κύπρος) για λόγους εύθραυστων δεσμών με την Τουρκία. Το Ισραήλ επένδυσε στην εδραίωση της στρατηγικής συνεργασίας Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου. Έχει επίσης επενδύσει πολύ στην προώθηση του Φόρουμ για το φυσικό αέριο της Μεσογείου, το οποίο εδρεύει στο Κάιρο. Εκτός από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αυτό το φόρουμ περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιταλία και την Ιορδανία. Δηλαδή χώρες στρατηγικά σημαντικές για το Ισραήλ. Και στο πνεύμα της προσέγγισης του Ισραήλ με τα κράτη του Κόλπου, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προσχώρησαν πρόσφατα στο φόρουμ ως παρατηρητής. Έτσι, καθώς η Χαμάς εξακολουθεί να βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, το Ισραήλ δεν βιάζεται να προσφέρει στον Ερντογάν δώρα.

Το Ισραήλ και η Αίγυπτος αποδίδουν αυξανόμενη σημασία στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω των πόρων φυσικού αερίου και λόγω της πολυδιάστατης στρατηγικής του σημασίας, και ως εκ τούτου ενδιαφέρονται για την πρόληψη κρίσεων στην περιοχή και τη διατήρησή της ως ειρηνικού χώρου (νησίδα ασφαλείας). Η δημιουργία σκληρού μπλοκ στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό μεταξύ Τουρκίας και της προτεινόμενης συμμαχίας ή μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία να οδηγηθεί σε διαπραγματεύσεις. Στην πρώτη περίπτωση οι βαθύτερες ρήξεις μεταξύ των ανταγωνιστικών στρατοπέδων, θα οδηγήσουν σε έναν επιταχυνόμενο αγώνα όπλων από τις περιφερειακές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις και θα προκαλέσουν αταξία στην ισορροπία δυνάμεων και τροφή για ενίσχυση της αστάθειας. Στη δεύτερη περίπτωση η ευρωπαϊκή διαμεσολάβηση στις συγκρούσεις Λιβύης και Τουρκίας-Ελλάδας φαίνεται να εξυπηρετούν κάποια συμφέροντα μάλλον ετεροβαρή για τον Ελληνισμό.

Η είσοδος του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο είναι μια ευκαιρία κατ’ αρχάς να ανοίξει μια νέα σελίδα στη διατλαντική σχέση. Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η έκταση της αναμενόμενης αλλαγής στην πολιτική των ΗΠΑ, αλλά αναμένεται ότι παράλληλα με τις διαφωνίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προσπαθήσουν να συντονίσουν τις θέσεις τους με την ΕΕ σε θέματα που θα διαμορφώσουν τη γεωστρατηγική πραγματικότητα της τις επόμενες δεκαετίες, μερικές από τις οποίες σχετίζονται ιδιαίτερα με τον Ελληνισμό και την ελληνοτουρκική διαφορά. Η Ελλάδα απαιτείται να λάβει υπόψη τις αναδυόμενες αλλαγές και να διαμορφώσει τις πολιτικές της αναλόγως, ιδίως δεδομένου ότι η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα παρουσιάσουν συντονισμένες θέσεις σε θέματα κρίσιμης σημασίας. Εκτιμάται ότι η διπλωματία μας θα πρέπει να ενθαρρύνει την Ουάσινγκτον να αυξήσει τη συμμετοχή της στις προσπάθειες διαμεσολάβησης και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, ιδιαίτερα τώρα με τη νέα αμερικανική διοίκηση.

*Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επι σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα