Project Syndicate
10 Απριλίου 2025
Mariana Mazzucato
και
Rainer Kattel
Προσπαθώντας να λειτουργήσουν το κράτος σαν ιδιωτική επιχείρηση, ο Έλον Μασκ και άλλοι αντι-κρατικοί κύκλοι δημιουργούν ένα χάος που κάποιος άλλος θα κληθεί να καθαρίσει. Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις υπηρετούν ριζικά διαφορετικούς σκοπούς, λογοδοτούν σε διαφορετικά ακροατήρια και λειτουργούν σε εντελώς διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες.
ΛΟΝΔΙΝΟ – Σε όλο τον κόσμο, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους κατ’ εικόνα και ομοίωση των επιχειρήσεων. Η εκστρατεία DOGE του Έλον Μασκ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι απολύτως σαφής ως προς αυτό, όπως και ο πρόεδρος της Αργεντινής Χαβιέρ Μιλέι, με το αλυσοπρίονο στο χέρι. Παρόμοια ρητορική ακούγεται όμως και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο υπουργός του Cabinet Office, Πατ ΜακΦάντεν, θέλει η κυβέρνηση να καλλιεργήσει μια κουλτούρα «δοκιμής και μάθησης» και να στραφεί στη διοίκηση βάσει επιδόσεων.
Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις υπηρετούν ριζικά διαφορετικούς σκοπούς. Αν οι δημόσιοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρχίσουν να μιμούνται τους ιδρυτές επιχειρήσεων, θα υπονομεύσουν τη δική τους ικανότητα να αντιμετωπίζουν σύνθετες κοινωνικές προκλήσεις.
Για τις startups, η ύψιστη προτεραιότητα είναι η ταχεία επανάληψη, η τεχνολογικά καθοδηγούμενη ανατροπή και οι χρηματοοικονομικές αποδόσεις για τους επενδυτές. Η επιτυχία τους συχνά εξαρτάται από την επίλυση ενός στενά ορισμένου προβλήματος με ένα μόνο προϊόν ή μέσα σε έναν και μόνο οργανισμό. Οι κυβερνήσεις, αντίθετα, οφείλουν να αντιμετωπίζουν σύνθετα και αλληλένδετα ζητήματα, όπως η φτώχεια, η δημόσια υγεία και η εθνική ασφάλεια. Κάθε τέτοια πρόκληση απαιτεί συνεργασία μεταξύ πολλών τομέων και προσεκτικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η ιδέα της επίτευξης βραχυπρόθεσμων κερδών σε οποιονδήποτε από αυτούς τους τομείς δεν έχει καν νόημα.
Σε αντίθεση με τις startups, οι κυβερνήσεις οφείλουν να τηρούν νομικές εντολές, να διασφαλίζουν την παροχή βασικών υπηρεσιών και να επιβάλλουν την ίση μεταχείριση ενώπιον του νόμου – κάτι σήμερα πιο κρίσιμο από ποτέ. Δείκτες όπως το μερίδιο αγοράς είναι άσχετοι, διότι το κράτος δεν έχει ανταγωνιστές. Αντί να προσπαθεί να «κερδίσει», θα έπρεπε να επικεντρώνεται στη διεύρυνση των ευκαιριών και στην προώθηση της διάχυσης βέλτιστων πρακτικών. Πρέπει να σκέφτεται μακροπρόθεσμα, ενώ ταυτόχρονα να επιτυγχάνει ευέλικτες και προσαρμόσιμες δομές.
Η εισαγωγή μιας νέας ψηφιακής εφαρμογής υγείας σε ένα αδύναμο σύστημα περίθαλψης μπορεί να προσφέρει οριακές βελτιώσεις, αλλά δεν αντιμετωπίζει τα βαθύτερα συστημικά προβλήματα, όπως η έλλειψη υγειονομικού προσωπικού ή οι γεωγραφικές ανισότητες. Ακόμη χειρότερα, αν η λογική των startups εφαρμοστεί στις δημόσιες υπηρεσίες, μπορεί να οδηγήσει σε αποσπασματικές λύσεις που επιδεινώνουν τις υφιστάμενες αναποτελεσματικότητες. Για παράδειγμα, μια πόλη μπορεί να δημιουργήσει μια εφαρμογή για την αναφορά λακκουβών στους δρόμους, πετυχαίνοντας γρήγορα κέρδη στη συμμετοχή των πολιτών. Αυτό, όμως, δεν βοηθά την πόλη να εξετάσει πιο βιώσιμα συστήματα μεταφορών και χαμηλότερες εκπομπές άνθρακα που επηρεάζουν την υγεία των κατοίκων.
Η διαδικασία με την οποία οι κυβερνήσεις μαθαίνουν να επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα είναι βαθιά διαφορετική από εκείνη μιας startup. Αντί να υιοθετούν άκριτα την κουλτούρα των startups, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να εξετάσουν τις προηγούμενες προσπάθειες εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης των δημόσιων υπηρεσιών. Υπάρχουν πολλά διδάγματα που μπορούν να αντληθούν.
Πρώτον, ο δημόσιος τομέας χρειάζεται ένα νέο οικονομικό θεμέλιο. Το κυρίαρχο μοντέλο, με την έμφαση που δίνει στην «αποδοτικότητα», συχνά συγχέει τις εκροές (πόσα σχολικά γεύματα επιδοτήθηκαν;) με τα αποτελέσματα (πόσο θρεπτικά ήταν τα γεύματα και κατά πόσο προέρχονταν από βιώσιμες ή τοπικές πηγές;), ενώ βασίζεται και σε μια υπερβολικά απλουστευμένη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το αποτέλεσμα είναι μια υπερβολική εξάρτηση από επιφανειακά ευρετικά εργαλεία, όπως η ανάλυση κόστους-οφέλους, η οποία δεν μετρά κατ’ ανάγκην την πρόοδο προς τα επιθυμητά συστημικά αποτελέσματα.
Οι κυβερνήσεις χρειάζεται επίσης να βελτιώσουν τον τρόπο με τον οποίο αποτιμούν τη μακροπρόθεσμη αξία των δημόσιων επενδύσεων. Για παράδειγμα, η υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρέιτσελ Ριβς, ορθώς μετατοπίζει την έμφαση από το καθαρό δημόσιο χρέος στις καθαρές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα, κάτι που αναγνωρίζει καλύτερα την απόδοση των δημόσιων επενδύσεων, καθώς περιλαμβάνει μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού (όπως κρατικά δάνεια) και άλλες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (όπως ο νομισματικός χρυσός). Ωστόσο, το σχήμα της Ριβς εξακολουθεί να μην αποτυπώνει την αξία των μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (όπως η κρατική ιδιοκτησία υποδομών και κατοικιών), ενώ ο βραχυπρόθεσμος χρονικός του ορίζοντας δεν δημιουργεί κίνητρα για επενδύσεις μακράς πνοής.
Ένα δεύτερο δίδαγμα είναι ότι η ποικιλομορφία αποτελεί πλεονέκτημα και όχι άσκηση πολιτικής ορθότητας. Τον περασμένο αιώνα, ο δημόσιος τομέας επεδίωξε την καθολικότητα και την ομοιομορφία: οι υπηρεσίες έπρεπε να είναι εξίσου ποιοτικές και προσβάσιμες στις μικρές πόλεις όσο και στα πιο εύπορα αστικά κέντρα. Όμως, εξίσου σημαντικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο παρέχονται αυτές οι υπηρεσίες. Η δημιουργία ενός προσαρμοστικού δημόσιου τομέα, προσανατολισμένου στα αποτελέσματα, απαιτεί πιο πολυδιάστατο ανθρώπινο δυναμικό, συνεχή κατάρτιση, πολλαπλές αναλυτικές οπτικές και ένα χαρτοφυλάκιο παρεμβάσεων (καθώς δεν υπάρχουν «μαγικές λύσεις»).
Τρίτον, ο δημόσιος τομέας πρέπει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις πολιτικές του λειτουργίες, τη χάραξη πολιτικής και την ικανότητα υλοποίησης. Οι κυβερνήσεις δεν είναι απλώς διοικητικοί μηχανισμοί· χρειάζονται πολιτική ηγεσία, αίσθηση σκοπού και ικανότητα αναπροσαρμογής των πολιτικών τους. Πολύ συχνά, οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα επικεντρώνονται στην τεχνοκρατική αποδοτικότητα, παραμελώντας την ανάγκη διατύπωσης και υλοποίησης ενός οράματος που θα κερδίσει τη στήριξη της κοινωνίας.
Ορισμένοι δημοτικοί ηγέτες έχουν ήδη πρωτοπορήσει σε νέα μοντέλα. Αντί να εστιάζουν στην πολιτική της δυσαρέσκειας, για παράδειγμα, δήμαρχοι από τη Βαρκελώνη έως τη Μπογκοτά εξελέγησαν με προγράμματα αστικού μετασχηματισμού. Η επιτυχία τους υπογραμμίζει τη σημασία της ισορροπίας ανάμεσα σε ένα σαφές πολιτικό όραμα και την εφικτή εφαρμογή του.
Σε ευρύτερο επίπεδο, για να αποκτήσει ο δημόσιος τομέας τις ικανότητες που απαιτούνται ώστε να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις, οι κυβερνήσεις – και αυτό που ένας από εμάς έχει αποκαλέσει «επιχειρηματικά κράτη» – οφείλουν να καλλιεργήσουν έξι βασικές ικανότητες που θα τους επιτρέψουν να μαθαίνουν, να προσαρμόζονται και να αναθεωρούν την πορεία τους. Η πρώτη είναι η στρατηγική επίγνωση: η ικανότητα να εντοπίζονται έγκαιρα αναδυόμενες προκλήσεις και ευκαιρίες. Η δεύτερη είναι η προσαρμοστικότητα της ατζέντας, ώστε να εξισορροπούνται οι προτεραιότητες ακόμη και εν μέσω κρίσεων. Η τρίτη είναι η οικοδόμηση συμμαχιών και συνεργασιών, ώστε ο δημόσιος τομέας να ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ τομέων και με τις ίδιες τις κοινότητες.
Η τέταρτη ικανότητα είναι ο αυτομετασχηματισμός: η διαρκής ανανέωση των δεξιοτήτων, των οργανωτικών δομών και των επιχειρησιακών μοντέλων των δημόσιων φορέων. Αυτό προϋποθέτει μια πέμπτη ικανότητα: τον πειραματισμό και την επαναληπτική επίλυση προβλημάτων στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Και, τέλος, ο δημόσιος τομέας χρειάζεται εργαλεία και θεσμούς προσανατολισμένους στα αποτελέσματα.
Η οικοδόμηση τέτοιων ικανοτήτων σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα απαιτεί επανεξέταση της εκπαίδευσης των δημοσίων υπαλλήλων, των πλαισίων δεξιοτήτων και των οργανωτικών μοντέλων. Πάνω απ’ όλα, όμως, σημαίνει επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο μετράμε και αξιολογούμε το έργο του δημόσιου τομέα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, στο UCL Institute for Innovation and Public Purpose (IIPP), δημιουργούμε έναν Δείκτη Ικανοτήτων Δημόσιου Τομέα, με στόχο την αξιολόγηση των κυβερνητικών δυνατοτήτων σε επίπεδο πόλης. Τέτοια εργαλεία μπορούν να εντοπίσουν ελλείμματα σε δεξιότητες ή πόρους, συνδέοντας παράλληλα την ανάπτυξη ικανοτήτων με καλύτερα αποτελέσματα.
Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να διοικούνται σαν startups, διότι υπηρετούν ριζικά διαφορετικούς σκοπούς, λογοδοτούν σε διαφορετικά ακροατήρια και λειτουργούν σε εντελώς διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. Αντί να κυνηγούν το αντικατοπτρισμό της Silicon Valley, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής οφείλουν να επικεντρωθούν στη δημιουργία δομών και ικανοτήτων που καθιστούν τις κυβερνήσεις ευέλικτες, ανθεκτικές και αποτελεσματικές. (Παράλληλα με το έργο μας στο IIPP, και άλλοι, όπως η Jennifer Pahlka και ο Andrew Greenway στο Niskanen Center, έχουν διατυπώσει περαιτέρω οράματα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει αυτό.)
Η μεταρρύθμιση πρέπει να εδράζεται σε βαθιά κατανόηση της δυναμικής του δημόσιου τομέα και όχι στην επιθυμία μίμησης των «μονόκερων» που κυνηγούν την επόμενη μεγάλη ανατροπή – συνήθως πολύ λίγο και πολύ αργά. Και ναι, μαθαίνουμε πλέον σε πραγματικό χρόνο ότι η ανατροπή από μόνη της αποτελεί συνταγή καταστροφής.
Mariana Mazzucato
Γράφει στο PS από το 2015
Η Mariana Mazzucato είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Καινοτομίας και της Δημόσιας Αξίας στο University College London. Είναι ιδρυτική διευθύντρια του UCL Institute for Innovation and Public Purpose, συμπρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής για την Οικονομία του Νερού και συμπρόεδρος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Ομάδας Εργασίας της G20 για μια Παγκόσμια Κινητοποίηση κατά της Κλιματικής Αλλαγής. Υπήρξε πρόεδρος του Συμβουλίου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τα Οικονομικά της Υγείας για Όλους. Είναι συγγραφέας των βιβλίων The Value of Everything: Making and Taking in the Global Economy (Penguin Books, 2019), Mission Economy: A Moonshot Guide to Changing Capitalism (Penguin Books, 2022) και, πιο πρόσφατα, The Big Con: How the Consulting Industry Weakens Our Businesses, Infantilizes Our Governments and Warps Our Economies (Penguin Press, 2023). Μια επετειακή έκδοση για τα δέκα χρόνια του βιβλίου της The Entrepreneurial State: Debunking Public vs. Private Sector Myths κυκλοφόρησε από την Penguin τον Σεπτέμβριο.
Rainer Kattel
Γράφει στο PS από το 2021
Ο Rainer Kattel είναι αναπληρωτής διευθυντής και καθηγητής Καινοτομίας και Δημόσιας Διακυβέρνησης στο UCL Institute for Innovation and Public Purpose.


