Καθώς οι ΗΠΑ αποτελούν τη δυτική κοινωνία εντός της οποίας έχει πραγματωθεί στον μέγιστο βαθμό η νεωτερικότητα, αποτελούν, παρά τις εθνικές τους ιδιομορφίες, μια πυξίδα που μας δείχνει προς τα πού βαδίζει ο δυτικός κόσμος συνολικά. Υπό την έννοια αυτή, ακόμα κι οι αμερικανικές εκλογές έχουν πάντοτε ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκφράζουν βαθύτερα κοινωνικά φαινόμενα και μάλιστα με τρόπο πιο καθαρό απ’ ό,τι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές – τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου αποτελούν μια πολύ καλή ευκαιρία για να υπογραμμίσουμε ορισμένες βασικές όψεις των αλλαγών στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η πολιτική εντός της Δύσης.

Η Δεξιά απέναντι στο meltingpot

Η παρανοϊκή στάση του Τραμπ που ευθύς εξαρχής, αλλά και για αρκετό καιρό μετά την ήττα του, συνέχισε να ισχυρίζεται πως η ήττα αυτή υπήρξε προϊόν μαζικής εκλογικής νοθείας, οργανωμένης από τους Δημοκρατικούς, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Πρώτον, διότι από καιρό προσπαθούσε να μπλοκάρει τη λεγόμενη επιστολική ψήφο, γνωρίζοντας πως θα την επέλεγαν κατά βάση ψηφοφόροι των Δημοκρατικών, οι οποίοι δεν αμφισβητούν την ύπαρξη του κορωνοϊού∙ δεύτερον και –βασικότερο–, επειδή πρόκειται για μια πιο γκροτέσκα και σουρεαλιστική εκδοχή της πάγιας στρατηγικής που ακολουθούν οι Ρεπουμπλικανοί εδώ και κάμποσα χρόνια. Όπως τονίζαμε πριν κάποιον καιρό, ως κόμμα που απευθύνεται πλειοψηφικά σε Λευκούς συντηρητικούς ψηφοφόρους, οι Ρεπουμπλικανοί αδυνατούν ν’ αντιμετωπίσουν εκλογικά την ολοένα και μεγαλύτερη μετατροπή των ΗΠΑ σε πολυεθνική κοινωνία. Απέναντι στην αύξηση της πληθυσμιακής βαρύτητας των μειονοτήτων, και δεδομένου ότι ως σήμερα τη μειονοτική ψήφο τη μονοπωλούν οι Δημοκρατικοί, έστησαν έναν ολόκληρο μηχανισμό, βασισμένο στην ιδέα της προληπτικής άμυνας απέναντι στα δήθεν σχέδια των Δημοκρατικών για οργάνωση καλπονοθείας, με στόχο τον αποκλεισμό πολλών μειονοτικών ψηφοφόρων.

Όχι μόνο παλιότερα οργάνωσαν οι ίδιοι νοθεία όπου χρειάστηκε (έτσι νίκησε ο Μπους τον Γκορ το 2004) και κέρδισαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις δίχως να έχουν κερδίσει τη λεγόμενη «λαϊκή ψήφο», μα τείνουν πλέον ν’ αποδέχονται και σε επίπεδο αρχών ότι μπορείς να κυβερνάς αρκεί να σε έχουν εκλέξει οι εκλέκτορες κι όχι η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Όπως τόνιζε πρόσφατα ένας γερουσιαστής από τη Γιούτα, «τελικός στόχος δεν είναι η δημοκρατία, αλλά ατομική ελευθερία, η ειρήνη και η ευημερία. Επιθυμούμε την πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπου, όμως η διεφθαρμένη δημοκρατία μπορεί να εμποδίσει τούτη την ανάπτυξη»[1]. Ο δε Τραμπ στήριξε την προεκλογική του καμπάνια αποκλειστικά και μόνο στην προσπάθεια να διασφαλίσει την ψήφο μιας Λευκής μειοψηφίας, φλερτάροντας γι’ αυτό ανοιχτά με την Ακροδεξιά.

Ωστόσο, όπως έχουν τονίσει ορισμένοι οξύνοες συντηρητικοί σχολιαστές, οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν πλέον ανάγκη να καταφεύγουν σε τέτοια τερτίπια: μια μερίδα από όσους σκοπίμως παραγκωνίζουν εκλογικά δείχνει πλέον να στρέφεται, αργά αλλά σταθερά, προς αυτούς. Όπως τονίζει ένας Αμερικανός μεγαλοδημοσιογράφος ινδικής καταγωγής και Δημοκρατικών πεποιθήσεων: «Ως μεγαλύτερη απογοήτευση θα πρέπει σίγουρα να λογίζεται το γεγονός πως, σε μια χρονιά που οι Δημοκρατικοί εγκολπώθηκαν πλήρως την ιδέα της πολυπολιτισμικότητας και στήριξαν κινήματα όπως το Black Lives Matter, ο Τραμπ δείχνει να κερδίζει μεγαλύτερο κομμάτι της μειονοτικής ψήφου απ’ οποιονδήποτε άλλο Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Πήρε τις περισσότερες αφροαμερικανικές ψήφους από το 1996 (παρ’ όλο που τον ψήφισαν μόνο περίπου 12% των Μαύρων ψηφοφόρων), ενώ μια μέτρηση δείχνει πως κέρδισε 35% της ψήφου των μουσουλμάνων ψηφοφόρων». Αντίστοιχα, ο Τραμπ ενίσχυσε το ποσοστό του εντός της ισπανόφωνης κοινότητας σε σχέση με τις εκλογές του 2016, ενώ το ίδιο συνέβη και με άλλες εθνοτικές ομάδες όπως οι ασιατικής καταγωγής Αμερικανοί.

Όπως σημειώναμε και με αφορμή τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και τη γενικότερη αστυνομική βία στις ΗΠΑ, η ιδέα πως τα μέλη των μειονοτήτων προσδιορίζοντα αποκλειστικά και μόνον ως Μαύροι, Ισπανόφωνοι, Ασιάτες, κ.ο.κ., τουλάχιστον πρωταρχικά, αποτελεί κομμάτι του αντιρατσιστικού ιδεολογήματος των Λευκών αριστερών διανοούμενων αλλά και των ανώτερων στρωμάτων της εκάστοτε μειονότητας, τα οποία, πολύ συχνά, χρωστούν την κοινωνική τους άνοδο είτε στις πολιτικές θετικών διακρίσεων του αμερικανικού κράτους είτε, γενικότερα, στη χρήση του αντιρατσισμού ως εργαλείου εξουσίας εντός της κοινότητας καταγωγής τους[2]. Για τον μέσο Αφροαμερικανό ή ισπανόφωνο Αμερικανό τα βασικά προβλήματα άπτονται περισσότερο ζητημάτων μισθού και καθημερινής επιβίωσης παρά φυλετικής ταυτότητας. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση ενός Λευκού εργάτη ή μικροαστού, μπορούν κι αυτοί με τη σειρά τους, για τους ίδιους ή παρεμφερείς λόγους, να γοητευτούν από την τραμπική ρητορική. Σε κάθε περίπτωση τέτοιου είδους αυταπάτες δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζουν ως κάτι το αδιανόητο: ο ρατσισμός του Τραμπ απασχολεί κυρίως τους Λευκούς αντιρατσιστές κι όχι τόσο τα μέλη των μειονοτήτων (και δη των χαμηλότερων, ταξικά, στρωμάτων τους), μιας και είναι παρών κυρίως στη ρητορική κι όχι στις συγκεκριμένες πολιτικές του, οι οποίες επηρεάζουν τη ζωή των δεύτερων[3].

Δυστυχώς, ακόμα και στις καλύτερες εκδοχές της, η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών είναι τόσο εμμονικά προσκολλημένη στον αντιρατσισμό, που αδυνατεί ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή. Όπως σωστά έχει ειπωθεί, «έγιναν κάποιες απόπειρες […], μέσω του κινήματος του Μπέρνι Σάντερς, για να διαμορφωθεί μια αριστερή πολιτική που θα λάμβανε υπόψη της την αποδοχή που έχει ο δεξιός ποπουλισμός. Ωστόσο, η βαρυτική έλξη της πολιτιστικής Αριστεράς ήταν τόσο δυνατή, που τράβηξε τον Σάντερς μακριά τόσο από τον σκεπτικισμό του απέναντι στην πολιτική ταυτοτήτων όσο και από το αρχικό του πολιτικό μήνυμα, σύμφωνα με το οποίο πρωτεύον ζήτημα είναι η οικονομία∙ τελικά τον οδήγησε προς έναν σοσιαλισμό της πολιτικής ορθότητας, τον οποίο απέρριψε τόσο η Λευκή εργατική τάξη όσο κι οι Αφροαμερικανοί ψηφοφόροι που αμφότεροι έδωσαν το Δημοκρατικό χρίσμα τον Μπάιντεν. Με την ήττα του Σάντερς και εκμεταλλευόμενη τη δύναμη που κατέχει μέσα σε θεσμούς της ολιγαρχίας και της δημόσιας διοίκησης, η Αριστερά στράφηκε σε πιο ανώδυνους στόχους, οι οποίοι βάζουν σε δεύτερο πλάνο την ταξική πολιτική».

Με τον τρόπο αυτό, άθελά της, η ταυτοτική Αριστερά απλώς οξύνει τις τάσεις που ευνοούν τη δεξιά ψήφο. Αναφερόμαστε στη νέου τύπου κοινωνική και γεωγραφική διαίρεση μεταξύ παγκοσμιοποιημένων πόλεων και αποβιομηχανοποιημένων μικρών πόλεων ή αγροτικής υπαίθρου. Από τη μια μεριά έχουμε πόλεις που αποτελούνται από τη Λευκή χίπστερ ολιγαρχία, η οποία συνδέεται άμεσα με την παγκοσμιοποιημένη οικονομία του τριτογενή τομέα κι έχει νεωτεριστικά και κοσμοπολίτικα γούστα – πρόκειται για «περιοχές που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα του ΑΕΠ της Αμερικής… περιοχές που είναι αισιόδοξες, πολυπολιτισμικές, δυναμικές και προοδευτικές» σύμφωνα με παλιότερες δηλώσεις της Χίλαρι Κλίντον[4]. Τόσο αυτή η ολιγαρχία κι οι ιδεολογικοί της ακόλουθοι όσο και οι μεταναστευτικές μειονότητες των μεγάλων πόλεων που, πολύ συχνά, αποτελούν το υπηρετικό της προσωπικό, ψηφίζουν Δημοκρατικούς. Αντίθετα, οι μεσαίες πόλεις και η ύπαιθρος επιλέγουν τους Ρεπουμπλικάνους. Είναι χαρακτηριστικό πως τα υψηλότερα ποσοστά του ο Τραμπ τα πήρε σε πολιτείες σαν το Ουάιομινγκ και την Ανατολική Βιρτζίνια, με την ιδιαίτερα χαμηλή τους αστικοποίηση, ενώ ακόμη και σε πολιτείες που κέρδισε με μεγάλη άνεση ο Μπάιντεν –και συνιστούν παραδοσιακά Δημοκρατικά προπύργια, σαν τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια και το Όρεγκον–, τη νίκη τη δώσανε οι πόλεις, μιας και στην ύπαιθρο επικράτησε ο Τραμπ.

Η πόλωση αυτή μεταξύ metro και retro (δηλαδή «μητροπολιτικής» κι «οπισθοδρομικής» ή ξεπερασμένης) Αμερικής[5] εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την αντίθεση μεγάλου μέρους των οπαδών του Τραμπ στα υγειονομικά μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων τύπου λοκντάουν. Προφανώς, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πίσω από την αντίθεση αυτή υπάρχει μια ολόκληρη συνωμοσιολογική παράδοση, ωστόσο εν προκειμένω υφίσταται και μια πολύ σημαντική ταξική παράμετρος. Όπως σωστά υπογραμμίζει ένας σχολιαστής που ήδη παραθέσαμε, «η ιστορία ξεκινά με τις εκκλήσεις της πολιτικής ηγεσίας και των ειδικών, τέλη άνοιξης-αρχές καλοκαιριού, για άνευ προηγουμένου θυσίες, με καραντίνες και κλεισίματα που επηρέασαν δυσανάλογα μικρές επιχειρήσεις, εκκλησίες και οικογένειες με παιδιά, δηλαδή συντηρητικές κοινωνικές ομάδες και θεσμούς. Αντίθετα, οι Προοδευτικοί εκπρόσωποι των εξειδικευμένων επαγγελμάτων, που συνέχιζαν να εργάζονται μέσω Zoom, βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη μοίρα, με τους ισχυρούς της Σίλικον Βάλεϊ μάλιστα ν’ αυξάνουν τον πλούτο και την επιρροή τους».

Είναι χαρακτηριστικό ότι μια πολιτεία που θεωρείται προπύργιο του αντι-τραμπικού αγώνα και η οποία έδωσε συντριπτική νίκη στον Μπάιντεν, η Καλιφόρνια, κέντρο της ψηφιακής οικονομίας, είναι ταυτοχρόνως χαρακτηριστικά νεοφιλελεύθερη στα οικονομικά θέματα, μιας και σε πρόσφατα δημοψηφίσματα καταψήφισε κοινωνικές πολιτικές σε μια σειρά ζητήματα. Ουσιαστικά αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της νοοτροπίας των σημερινών ολιγαρχιών: προοδευτική στα ήθη (και, κατά συνέπεια, Δημοκρατική και αντι-Ρεπουμπλικανή για λόγους πολιτιστικούς και φυλετικούς) αλλά νεοφιλελεύθερη στην οικονομία. Είναι αυτή η λιμπερτάριαν ολιγαρχία που στήριξε την Κάμαλα Χάρις, η οποία διατηρεί στενότατες σχέσεις με την Uber, στην οποία εργάζονται στενοί της συγγενείς.

Διόλου τυχαία –αρχής γενομένης από τη Χάρις– ο Μπάιντεν θα εφαρμόσει τον Προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό του περιστοιχιζόμενος από συμβούλους και υπουργούς προερχόμενους, συχνά, από μειονότητες αλλά και από τον γυναικείο πληθυσμό της χώρας: «Θα εκπροσωπεί την ποικιλομορφία των εθνοτήτων που απαρτίζουν τον πληθυσμό των ΗΠΑ […]. Κομβικές θέσεις αναλαμβάνουν γυναίκες και εκπρόσωποι της λατινόφωνης και της ασιατικής κοινότητας των ΗΠΑ». Γι’ αυτό και συχνά οι αναθέσεις πόστων, υπό την πίεση των σχετικών λόμπι και της κοινής γνώμης, γίνονται με αποκλειστικό κριτήριο την εθνοτική και φυλετική ποικολομορφία[6]. Χαρακτηριστικότερη, ίσως, ενσάρκωση τούτου του Προοδευτικού, αντιρατσιστικού νεοφιλελευθερισμού είναι ο βουλευτής της Λουιζιάνα, Σέντρικ Ρίτσμοντ, που θα λάβει θέση ανώτερου συμβούλου του Μπάιντεν: Αφροαμερικανός, που δεν διστάζει να εμφανίζεται με αθλητικά παπούτσια Air Jordan, άνθρωπος του πετρελαϊκού λόμπι, «από τους ελάχιστους Δημοκρατικούς που ψήφισαν υπέρ της επέκτασης του διαβόητου πετρελαϊκού αγωγού Keystone XL». Όπως γίνεται αντιληπτό, κύριο αφήγημα της κυβερνητικής πολιτικής θα είναι η εφαρμογή ενός αντιρατσιστικού προγράμματος με στόχο όχι μια σοσιαλδημοκρατικού τύπου προσπάθεια περιορισμού των κοινωνικο-οικονομικών και ταξικών ανισοτήτων, αλλά της άρσης των φυλετικών, έμφυλων και λοιπών «διακρίσεων»[7]. Μάλιστα ακόμα και η κεφαλαιώδης σημασία που αποδίδει ο Μπάιντεν στην καταπολέμηση του κορωνοϊού, παρ’ όλο που είναι καθ’ όλα εύλογη, εντός των αμερικανικών συμφραζομένων πρέπει να ερμηνευτεί και ως προφανέστατα ταξικά και πολιτιστικά προσδιορισμένη: κατά βάση εκφράζει τις προτεραιότητες των ανώτερων στρωμάτων, τα οποία μπορούν να συνεχίσουν να δουλεύουν αλλά και να κερδίζουν χρήματα ακόμη κι υπό συνθήκες καραντίνας, δίχως φυσικά ν’ ανησυχούν για το αν τα παιδιά τους διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για την παρακολούθηση μαθημάτων μέσω τηλεκπαίδευσης, όπως συμβαίνει με τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

Όπως είδαμε, όμως, παραπάνω, όσο κι αν το αντιρατσιστικό αφήγημα έχει αποδώσει καρπούς για τους Δημοκρατικούς κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σε εκλογικό και πολιτικό επίπεδο, σύντομα θα χάσει την αποτελεσματικότητά του, μιας κι οι μειονότητες δείχνουν πλέον να καταπίνουν με λιγότερη προθυμία το δόλωμα τα τελευταία δέκα χρόνια. Ίσως γι’ αυτό κι ορισμένοι συντηρητικοί να θέτουν πλέον ως στόχο τη δημιουργία ενός «πολυεθνικού συντηρητισμού». Αν αυτό επιτευχθεί, η αντιρατσιστική εμμονή της Αριστεράς δε θα έχει πλέον ιδιαίτερο νόημα.

Τσαρλατανισμός, συνωμοσιολογία και κριτική στις ελίτ της γνώσης

Ένα ακόμα στοιχείο που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι η τρανταχτή, πλέον, επιβεβαίωση όσων –μεταξύ των οποίων κι εμείς– παραμένουν σκεπτικοί απέναντι στα ευχολόγια περί του δήθεν απελευθερωτικού και χειραφετητικού ρόλου του διαδικτύου και της ψηφιακής τεχνολογίας, γενικότερα. Η συνωμοσιολογία (εξίσου με τον τσαρλατανισμό και τον κομπογιαννιτισμό) συνιστά βασική συνιστώσα της αμερικανικής πολιτικής ζωής, μιας κι αποτελεί τη σκοτεινή και παραληρηματική όψη μιας καθ’ όλα θεμιτής και ορθής δημοκρατικής καχυποψίας απέναντι στη μονοπώληση της γνώσης από τεχνοκρατικά κονκλάβια κι επαΐοντες κάθε είδους. Αποτελεί κομμάτι της λεγόμενης ποπουλιστικής παράδοσης, δηλαδή μιας πρωταρχικής και βαθιάς πίστης στις ικανότητες των απλών ανθρώπων, η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με τον λατινοαμερικανικό ή ευρωπαϊκό λαϊκισμό: δηλαδή με την τυφλή λατρεία «ηγετών» και «μεγάλων ανδρών», τουτέστιν λαοπλάνων που παρουσιάζονται ως φίλοι του λαού[8].

Είναι επίσης γνωστό ότι από τη δεκαετία του ’70 κι εξής, με την απομάκρυνση του Δημοκρατικού κόμματος από τη λαϊκή του βάση και τη σταδιακή κυριάρχησή του από τη Λευκή, σπουδαγμένη ολιγαρχία των πανεπιστημίων και των εξειδικευμένων επαγγελμάτων, ως κόμμα του λαού προβάλλονται πλέον οι Ρεπουμπλικανοί– ενάντια προφανώς σε κάθε οικονομική και κοινωνιολογική λογική. Όπως έξοχα συνοψίζει την κατάσταση ο Τόμας Φρανκ, «όταν οι Δημοκρατικοί εγκατέλειψαν την παράδοση της κοινωνικής πλειοψηφίας, οι Ρεπουμπλικανοί έσπευσαν να τη διεκδικήσουν. Για τα τελευταία 30 χρόνια ήταν η Δεξιά, όχι η Αριστερά, που διαμαρτυρόταν κατά των “ελίτ” και υποστήριζε τις λαϊκές αξίες σε πείσμα των διασήμων που τις χλεύαζαν. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, ήταν οι συντηρητικοί στην πραγματικότητα που ξεκίνησαν ένα κίνημα διαμαρτυρίας από το προαύλιο του χρηματιστηρίου του Σικάγο. Στην εκστρατεία τού 2016 χαρακτήρισαν τον αθυρόστομο ηγέτη τους, τον Τραμπ, ως τον “δισεκατομμυριούχο των εργατών”, συγγενή και προστάτη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων».

Κι επειδή ακριβώς πρόκειται για έναν ποπουλισμό που δεν έχει κανένα ταξικό έρεισμα –εφόσον ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα που προωθεί τα συμφέροντα των πλουσίων και καταργεί κάθε είδους κοινωνική προστασία της εργατικής τάξης και των αδυνάτων προσπαθεί να προσεταιριστεί τον λαό–, ο προσεταιρισμός αυτός γίνεται μέσω της ταυτοτικής και πολιτιστικής οδού, διαμέσου των περίφημων «πολιτιστικών πολέμων» (culture wars): αντί, με άλλα λόγια, η σύγκρουση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών να παίζεται στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, ασχολούμαστε με καθαρά συμβολικού τύπου ζητήματα όπως η οπλοκατοχή, οι αμβλώσεις, η θεωρία της εξέλιξης των ειδών, η χρήση μάσκας κ.ο.κ. Βασικό κομμάτι όμως τούτων των πολιτιστικών πολέμων είναι και μια παρανοϊκού τύπου συνωμοσιολογία, μέσω της οποίας ο νεοσυντηρητισμός αυτός προσπαθεί, κόντρα σε κάθε λογική, να εξηγήσει για ποιον λόγο πραγματικός εχθρός του λαού δεν είναι οι εκπρόσωποί του, ως οπαδοί της απελευθέρωσης της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης, αλλά οι liberals, που ζητούν την επιβολή σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών – τούτα τα ανθρωπόμορφα και διεφθαρμένα τέρατα που δεν σταματούν να εξυφαίνουν τις πιο τρελές συνωμοσίες ενάντια στον απλό λαό[9].

Υπό αυτή την έννοια, τόσο ο τραμπισμός, γενικώς, όσο κι οι αρνητές μάσκας συνιστούν φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης, ως συνέχεια των παλιότερων αντι-εμβολιαστικών θεωριών, του κινήματος ενάντια στη χλωρίωση του νερού ή των παρανοϊκών σεναρίων της δεκαετίας του ’90 σχετικά με το ζεύγος Κλίντον και φυσικά της άρνησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη αλλά και της σφαιρικότητας της γης από τους περίφημους οπαδούς της θεωρίας ότι ο πλανήτης μας είναι επίπεδος (flat-earthers)[10].

Η ψηφιακή τεχνολογία ως κατεξοχήν εργαλείο αλλοτρίωσης

Εγώ έχω δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Google!

Τζένι Μακάρθι

(Αμερικανίδα ηθοποιός και γνωστή αντι-εμβολιάστρια)

Ως νέο στοιχείο αυτής της ακατάσχετης συνωμοσιολογίας θα πρέπει να λογίζεται η ολοένα και μεγαλύτερη διάδοση τέτοιων θεωριών αλλά κι ο απενοχοποιημένα παρανοϊκός τους χαρακτήρας – με αποκορύφωμα την περίφημη αποκρυφιστική θεωρία QAnon, που μιλά για σατανιστικές σέχτες και πλανητικά δίκτυα παιδεραστίας των οποίων προΐστανται μεγαλόσχημοι Δημοκρατικοί σαν τον Ομπάμα και τη Χίλαρι. Πίσω από αυτή την εξέλιξη κρύβεται, φυσικά, το ίντερνετ, καθώς «μαζί με τη συνδρομητική τηλεόραση μάς επιτρέπει να ζούμε σε μια “φούσκα” η οποία φιλτράρει τις πληροφορίες και επιτρέπει να εισέρχονται μόνο αυτές με τις οποίες ήδη συμφωνούμε». Αυτό δεν ήταν δυνατό κατά την προδιαδικτυακή εποχή, όσο κι αν ο καθένας διάβαζε και τότε την εφημερίδα της προτίμησής του, άκουγε τον ραδιοφωνικό σταθμό που ταίριαζε περισσότερο με τις απόψεις του και παρακολουθούσε το αντίστοιχο κανάλι της εθνικής εμβέλειας, μη συνδρομητικής τηλεόρασης. Το διαδίκτυο, τέκνο της μεταμοντέρνας κοινωνίας, ευνοεί σε βαθμό αδιανόητο ως σήμερα τούτο τον ναρκισσισμό, διότι του επιτρέπει να λαμβάνει δημόσια έκφραση και απήχηση.

Την κατάσταση αυτή την εκμεταλλεύεται δεόντως τούτη η πιο μαχητική εκδοχή λαϊκιστικής Δεξιάς στην οποία βασίστηκε ο τραμπισμός. Άλλωστε κι ο ίδιος ο μεγάλος Ηγέτης είναι αρειμάνιος χρήστης των κοινωνικών δικτύων, τα οποία παρουσιάζει ως αντιστάθμισμα στην κυριαρχία του μηντιακού τοπίου από τα Προοδευτικά ΜΜΕ (ασχέτως αν στις ΗΠΑ το ραδιόφωνο κι η τηλεόραση ελέγχονται σε μεγάλο βαθμό από τη Δεξιά, μέσω δημοφιλέστατων παραγωγών σαν τον Ρας Λίμπο και καναλιών σαν το επάρατο Fox). Είναι στο διαδίκτυο που ευδοκίμησε κι ανδρώθηκε η περίφημη Alt Right, μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και παραληρηματικά βίντεο στο Youtube.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κίνημα QAnon, που, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, αποτελεί «ένα πολύ δραστήριο οικοσύστημα. Στα ηλεκτρονικά φόρουμ αφθονούν οι μαρτυρίες απελπισμένων Αμερικανών που έχασαν κάθε επαφή μ’ έναν οικείο τους που αφομοιώθηκε από τη “συνωμοσία”. Δίχως απαραιτήτως να το έχει επιδιώξει, ο “Q” [σ.σ.: ο ανώνυμος λογαριασμός που άρχισε να διαδίδει τη συγκεκριμένη συνωμοσιολογία] γέννησε μια θεωρία πλήρως προσαρμοσμένη στα κοινωνικά δίκτυα: ταυτοχρόνως συμμετοχική και οριζόντια, επιτρέπει στον καθένα να ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο το εκάστοτε μήνυμα. Ένα από τα συνθήματα του QAnon είναι το “Ψάξ’ το μόνος σου!”. Το κίνημα ανανεώνεται ασταμάτητα βάσει των “drops” και της επικαιρότητας, που προσφέρουν διαρκώς νέα σημάδια τα οποία πρέπει να ερμηνευτούν» .

Υπό αυτήν την έννοια, ένα από τα καλά τόσο της πανδημίας όσο και των αμερικανικών εκλογών είναι πως έδειξαν, μέχρι και στους πιο δύσπιστους, τον πραγματικό ρόλο της ψηφιακής τεχνολογίας: αποβλάκωση του πληθυσμού, ενθάρρυνση της αγελαίας συμπεριφοράς, αναπαραγωγή φημών, fake news και συνωμοσιολογιών κάθε είδους – υπό το επιχείρημα, μάλιστα, πως ξεσκεπάζουν το ψέμα των επίσημων ΜΜΕ και «του Συστήματος». Αν είσαι αριστερός, βέβαια, μπορείς ακόμη να εθελοτυφλείς και να θεωρείς ότι το πρόβλημα είναι απλά και μόνο οικονομικής φύσεως: τουτέστιν πρόβλημα που έχει να κάνει με το ποιος κατέχει κι ελέγχει την τεχνολογία κι όχι με την ενδογενή της φύση και τις τάσεις που προωθεί κι επιβάλλει το ίδιο το εργαλείο («Αν τα κράτη συνειδητοποιήσουν ότι όσο συμπεριφέρονται ως πρόθυμα πελατάκια τους θα τους καταπιούν τα αδηφάγα νέφη τους, ίσως αποφασίσουν να βάλουν φρένο και να αποδώσουν στην τεχνολογία τον αληθινά ανθρωπιστικό, απελευθερωτικό χαρακτήρα της»). Πρόκειται για την παλιά αφελή πίστη στην ουδετερότητα της τεχνικής – στην πίστη ότι ο τεϊλορισμός είναι σύστημα απάνθρωπο όταν το εφαρμόζει ο Φορντ αλλά καθίσταται απελευθερωτικό και «σοσιαλιστικό», όταν το εξυμνεί και το υιοθετεί ο Λένιν.

Δυστυχώς ακόμα και σοβαρές ελευθεριακές προσεγγίσεις δεν είναι απρόσβλητες από τις ψευδαισθήσεις αυτές. Διαβάζουμε, λ.χ., ότι στο Παρίσι, κατά τις διαδηλώσεις ενάντια στο κατάπτυστο «Άρθρο 24» του νομοσχεδίου περί «Συνολικής Ασφάλειας» –που ποινικοποιεί δρακοντείως τη βιντεοσκόπηση των οργάνων της τάξης–, συντελέστηκε ένας «εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας», καθώς «ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους και αντέδρασε και έτσι η τεχνολογία θα υπακούσει την κοινωνική επιταγή». Μπορώντας, δηλαδή, να τεκμηριώνουμε και να καταγγέλλουμε, μέσω βίντεο, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, χρησιμοποιούμε δήθεν με χειραφετητικό τρόπο μια τεχνολογία σχεδιασμένη για άλλους σκοπούς.

Προφανώς η κυκλοφορία βίντεο και εικόνων που στοιχειοθετούν την αστυνομική αυθαιρεσία είναι σημαντική – ειδικά σε μια χώρα σαν τη σημερινή Ελλάδα, με τον πλήρη έλεγχο της ενημέρωσης από το σύστημα Μητσοτάκη. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό αποκτά τέτοια σημασία ακριβώς επειδή βρισκόμαστε σε μια περίοδο βαθιάς κοινωνικής οπισθοδρόμησης και υποχώρησης του δημοκρατικού κινήματος, προσπαθώντας απλά ν’ αποφύγουμε τα χειρότερα. Άλλωστε, είναι αυτή η ίδια τεχνολογία που, σε μεγάλο βαθμό, ευθύνεται για την παθητικότητα και τον κυνισμό των πληθυσμών σήμερα, όπως επίσης και για μια σειρά παθογένειες εντός των κινηματικών μειοψηφιών, οι οποίες, με τη σειρά τους, οξύνουν το γενικότερο πρόβλημα.

Καθώς η τεχνική δεν είναι εργαλειακή, παρά συνιστά, κάθε φορά, ενσάρκωση συγκεκριμένων βλέψεων, η «εκτροπή» της χρήσης της προς πιο απελευθερωτικές κατευθύνσεις έρχεται πάντοτε με υψηλό τίμημα – στον βαθμό που είναι δυνατή. Εν προκειμένω, όλη αυτή η μανία με τη βιντεοσκόπηση, τις αναρτήσεις βίντεο και φωτογραφιών από πορείες και διαδηλώσεις συνιστά περισσότερο έκφραση ενός τεχνοφιλικού φετιχισμού που συχνά συνομιλεί με μια lifestyle επαναστατικότητα, παρά «αθώο» μέσο που επιβάλλει η πραγματική ανάγκη.

Τραμπισμός κι εναλλακτική Ακροδεξιά

Δεδομένων των ιδιομορφιών της αμερικανικής ιστορίας, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι από πολλές απόψεις πιο δημοκρατικό από τ’ αντίστοιχα των φιλελεύθερων ολιγαρχιών της Ευρώπης. Στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στα καθ’ ημάς, τα κόμματα δεν έχουν «λενινιστική» δομή. Αντιθέτως σ’ εμάς τέτοια δομή έχουν, πάνω κάτω, ακόμα και τα «αστικά» κόμματα, εφόσον βασίζονται στην κομματική πειθαρχία, τις διαγραφές και την απόλυτη αφοσίωση στον Ηγέτη. Αντιστοίχως, στις ΗΠΑ ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος δεν είναι απαραιτήτως και αρχηγός του κράτους, όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου, κατά κανόνα, μπορεί κανείς να είναι ταυτοχρόνως αρχηγός κόμματος, αρχηγός κράτους και κυρίαρχος μέσα στο νομοθετικό σώμα[11]. Η κατάσταση αυτή καθορίζει και τη στάση των ψηφοφόρων απέναντι στα κόμματα: περισσότερο «ατομικιστές» και πραγματιστές, οι Αμερικανοί αλλάζουν συχνά κομματική προτίμηση, αναλόγως των διακυβευμάτων και των υποψηφίων, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους για τους οποίους η κομματική προτίμηση παραμένει, σε σημαντικό βαθμό, και ζήτημα αξιακό. Υπό αυτή την έννοια, ένα εξαιρετικό δείγμα της αυξανόμενης πόλωσης της αμερικανικής κοινωνίας είναι το πέρασμα σ’ ένα μοντέλο «ευρωπαϊκό», όπου η κομματική προτίμηση συνιστά ζήτημα αρχών και συνολικής πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας – τη στιγμή, μάλιστα, που στην Ευρώπη, λόγω του προϊόντος κυνισμού των πληθυσμών αλλά και της διαφθοράς των πολιτικών, επικρατεί όλο και περισσότερο η λεγόμενη «ψήφος α λα καρτ».

Παρ’ όλα αυτά, ο υγιής αμερικανικός πολιτικός πραγματισμός δεν έχει πεθάνει. Έτσι, κρίσιμο κομμάτι της εργατικής τάξης που το 2016 ψήφισε Τραμπ, το έκανε για καθαρά ταξικούς λόγους, επειδή ήταν ο μόνος υποψήφιος που προεκλογικά μιλούσε ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Γι’ αυτό κι έχουν δίκιο όσοι τονίζουν ότι, «αν ο Τραμπ είχε κυβερνήσει ακολουθώντας τον οικονομικό ποπουλισμό στον οποίο βάσισε την προεκλογική εκστρατεία του 2016, πιθανότατα θα είχε επανεκλεγεί. Αντιθέτως, προτίμησε να υπαναχωρήσει στην παλιά, γνωστή Ρεπουμπλικανική συνταγή». Γι’ αυτό, επίσης, ο Μπάιντεν ανέκτησε την Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, παραδοσιακά Δημοκρατικές πολιτείες, των οποίων η εργατική τάξη είχε απορρίψει τον ανενδοίαστο Προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό της Χίλαρι: τούτη τη φορά οι ψηφοφόροι απέρριψαν τον Τραμπ, καθώς είδαν ότι οι προεκλογικές του διακηρύξεις ήταν απλά φούμαρα, επιστρέφοντας στις Δημοκρατικές τους συνήθειες.

Την ίδια στιγμή, προβεβλημένα στελέχη των Ρεπουμπλικανών, τα οποία το 2016 απέρριπταν την υποψηφιότητα του Τραμπ, πλέον τον στηρίζουν αναφανδόν, όπως και το σύνολο του κομματικού μηχανισμού. Αφενός πιστεύουν πως βρήκαν τον ιδεώδη ηγέτη που θα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν την εκλογική συμμαχία η οποία θα αντισταθεί στη μακροπρόθεσμη κυριαρχία των Δημοκρατικών, δεδομένων των πληθυσμιακών ανακατατάξεων της αμερικανικής κοινωνίας∙ αφετέρου αντιλαμβάνονται, επιπλέον, ότι η κοινωνική βάση του τραμπισμού είναι πλέον κυρίαρχη δύναμη μέσα και γύρω από το κόμμα.

Μέσα στα 74 εκατομμύρια που ψήφισαν υπέρ του Τραμπ –και τα οποία δεν είναι διόλου όλα τους «τραμπικά»– σταθεροποιείται ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών του φοροφυγά δισεκατομμυριούχου: κοινωνικά στρώματα τα οποία είναι πρωτίστως οπαδοί του και δευτερευόντως ψηφοφόροι ή υποστηρικτές των Ρεπουμπλικανών. Γι’ αυτό και πολύ συχνά εκπλήσσουν με τη συμπεριφορά και το ύφος τους ακόμα και το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος – όπως κι ο ίδιος ο Τραμπ άλλωστε[12]. Ιδού πώς συνοψίζει την κατάσταση ένας Αμερικανός δημοσιογράφος: «σύμφωνα με ορισμένους πολιτικούς επιστήμονες ο Τραμπ “ενδεχομένως να κομίζει κάτι νέο στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, κάτι που δεν είναι διόλου συντηρητικό […]”. Πρόκειται για μια προτίμηση για “σκληρούς, επιθετικούς, αδιάλλακτους ανθρώπους. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνήθως δεν είναι γνωρίσματα ούτε του συντηρητικού ούτε του προοδευτικού τρόπου σκέψης. […] Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα από τα εν λόγω γνωρίσματα τείνουν να τα μεταδίδουν και στα παιδιά τους, ενώ δείχνουν να είναι οι πιο αμετανόητοι οπαδοί του Τραμπ. […] Αυτό που έχει μεγάλο ενδιαφέρον είναι πως τα χαρακτηριστικά τους αυτά δεν έχουν καμία σχέση με άλλες πτυχές του συντηρητισμού, όπως π.χ. ο σεβασμός απέναντι στην παράδοση και τις παραδοσιακές ιεραρχίες”. Δεδομένου ότι οι πολιτικοί επιστήμονες που έκαναν τη σχετική έρευνα δεν “έχουν ξανασυναντήσει αυτές τις τάσεις, δε γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι αυτοί προέρχονται από τους Ρεπουμπλικάνους ή τους Δημοκρατικούς ή αν δεν ασχολούνταν καν με την πολιτική» .

Ανεξαρτήτως του αν ο Τραμπ επιδιώξει να ξαναεκλεγεί υποψήφιος για Πρόεδρος το 2024, η κοινωνική βάση που κατάφερε να συσπειρώσει έχει έρθει για να μείνει. Δεδομένου, άλλωστε, πως ηττήθηκε ακριβώς επειδή απώλεσε τη στήριξη του πιο ορθολογικού κομματιού των ψηφοφόρων του τού 2016 (όπως ένα κρίσιμο μέρος της εργατικής τάξης της «Ζώνης της Σκουριάς» που φέτος ξαναψήφισε Δημοκρατικούς), η βάση αυτή συγκεντρώνει τα πιο «ανορθολογικά» της κομμάτια – αυτά που κρίνουν αποκλειστικά με όρους ταυτοτικούς (και πολύ συχνά συνωμοσιολογικούς). Η μετατροπή αυτών των στοιχείων σε βασικά χαρακτηριστικά μιας νέας πολιτικής δύναμης συνιστά την καινοτομία της τρέχουσας περιόδου.

Το σημερινό πολιτικό διακύβευμα

Αν όλα αυτά έχουν κάποια σημασία είναι γιατί, τηρουμένων των αναλογιών, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικό, αλλά αφορά, αντιθέτως, το σύνολο της Δύσης. Η παλιότερη, φιλελεύθερη Δεξιά έχει υποσκελιστεί από μια «ταυτοτική», εθνικιστική Δεξιά, που προσδιορίζεται ως αντίπαλο δέος της παγκοσμιοποίησης και των πολιτιστικών της εκφράσεων: κοσμοπολιτισμός, πολιτική ορθότητα, προοδευτικές αξίες. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια λαϊκιστική Δεξιά, που παρουσιάζεται ως προστάτιδα των φτωχών και των κατατρεγμένων με όρους κατά κανόνα ταυτοτικούς-πολιτιστικούς. Σε κοινωνιολογικό επίπεδο συνιστά έκφραση ενός τυφλού κι ανορθολογικού θυμού και μιας αυτοκαταστροφικής, συχνά, απελπισίας.

Ένας από τους πιο οξυδερκείς αναλυτές των δημογραφικών μεταβολών που βρίσκονται πίσω από αυτές τις πολιτικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις, ο Κριστόφ Γκιλουί, δείχνει να πιστεύει ότι η διαμόρφωση τούτης της νέας Δεξιάς δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές πολιτικές απόψεις των υποστηρικτών της. Θεωρεί ότι τα λαϊκά στρώματα εκλέγουν συνειδητά, ως έσχατη αντίδραση, λαϊκιστές απατεώνες για να βραχυκυκλώσουν το «Σύστημα», δίχως όμως να πιστεύουν πραγματικά σε αυτούς. Το σενάριο αυτό μάς φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξο, καθώς παραβλέπει μια σειρά από κρίσιμους παράγοντες: την παρακμή της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών στρωμάτων –απότοκο της εξαφάνισης του εργατικού κινήματος, της μαζικής ανεργίας και της γενικότερης κοινωνικής αποσύνθεσης που πλήττει τα στρώματα αυτά- ή τον αποχαυνωτικό ρόλο της ψηφιακής τεχνολογίας – απότοκο της κοινωνίας της κατανάλωσης που αναδύεται σταδιακά κατά τον 20ό αιώνα κι επικρατεί πλήρως στις μέρες μας. Εντούτοις, και αληθές να ήταν το σενάριο αυτό, καταδεικνύει γλαφυρά το σύγχρονο πολιτικό αδιέξοδο: το μόνο που απομένει πλέον στα θύματα της παγκοσμιοποίησης είναι να στηρίζουν τις πιο ανορθολογικές και ψευτο-«αντάρτικες» μερίδες της ολιγαρχίας (όπως ο Τραμπ εν προκειμένω).

Αυτή είναι, σε κάθε περίπτωση, η νέα λαϊκή Δεξιά. Όχι ο φασισμός, αλλά η τάση να εκλέγουμε ηγέτες και κόμματα που δεν οδηγούν σε συνταγματική εκτροπή και «φασιστικοποίηση», μα κυβερνούν, αναλόγως των αντιστάσεων σ’ επίπεδο κοινωνίας και της ανθεκτικότητας των φιλελεύθερων ολιγαρχικών θεσμών, με τρόπο ολοένα και πιο συγκεντρωτικό, καθιστώντας την οικογενειοκρατία και τον νεποτισμό δομικά χαρακτηριστικά του τρόπου άσκησης της εξουσίας. Στις ΗΠΑ, με τη βαθιά δημοκρατική παράδοση, οι θεσμοί και οι συνταγματικές και άλλες δικλείδες ασφαλείας έδειξαν ν’ αντέχουν, ενώ κι η δεξιά στροφή του Μακρόν στη Γαλλία αντιμετωπίζει προς το παρόν αντιστάσεις από την πλευρά της κοινωνίας και του Τύπου. Σε χώρες που δεν χαρακτηρίζονται από τέτοια παράδοση, όπως η Ελλάδα, η Ουγγαρία ή η Πολωνία, η κατάσταση φαίνεται πολύ πιο δυσοίωνη.

Ένα είναι πάντως σίγουρο: ότι η άνοδος αυτής της νέας Δεξιάς/Ακροδεξιάς δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί, από την πλευρά των δημοκρατικών δυνάμεων, μέσα από την παρόξυνση των τάσεων που συνέβαλλαν στη γιγάντωσή της. Δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, της αντιαυταρχικής κι αποδομιστικής παράνοιας, της φοβίας απέναντι στον λαό και τα «σκουλήκια μικροαστούς» αλλά και της μετατροπής της πολιτικής σε ταυτοτικό κι «επιτελεστικό» χάπενινγκ που ενδιαφέρεται όχι ν’ αλλάξει την κοινωνία, μα να διατρανώσει την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα, αυξάνοντας την «ορατότητά» της. Το μόνο που κάνουν οι τάσεις αυτές –λογική κατάληξη των οποίων είναι η εκνευριστική συνήθεια ν’ αρνούμαστε να αναλύσουμε τα φαινόμενα που εδώ συζητάμε επαναλαμβάνοντας τσιτάτα περί «φασιστικοποίησης» ή/και «καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης»– είναι να ρίχνουν νερό στον μύλο τούτης της ταυτοτικής Δεξιάς. Η μετατροπή της πολιτικής σε πολιτιστικό πόλεμο υποτάσσει τις δημοκρατικές ιδέες στον Προοδευτικό νεοφιλελευθερισμό και δίνει ένα περαιτέρω άλλοθι στο νεοδεξιό παραλήρημα, αφήνοντας παράλληλα αναπάντητες τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και τη νεοτεχνολογική επέλαση που επ’ αφορμή του κορωνοϊού θα πλήξουν έτι παραπάνω τα πιο αδύναμα στρώματα.

(Το κείμενο γράφτηκε πριν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον και δημοσιεύθηκε λίγες ώρες πριν αυτά λάβουν χώρα. Εξ ου κι η έλλειψη κάθε σχετικής αναφοράς. Μόνον οι φωτογραφίες της δημοσίευσης κι η παρούσα διευκρίνιση προστέθηκαν κατόπιν εορτής.)


[1] Παρατίθεται από τον J. Bouie, “2020 Shows Why the Electoral College Is Stupid and Immoral”.

[2] Βλ. σχετικά την ανάλυση του Άντολφ Ριντ, «Μια νέα ερμηνεία της αφροαμερικανικής ιδιαιτερότητας», Πρόταγμα, τ. 11, Νοέμβριος 2018, σσ. 174-175, 198-199.

[3] Για παράδειγμα, η πολυθρύλητη νίκη του Μπάιντεν στη Γεωργία δεν ήρθε χάρις στις ψήφους των Αφροαμερικανών –η οποία παρουσίασε πτώση σε σχέση με το 2016– αλλά χάρις στις ψήφους των Λευκών, εύπορων προαστίων της Ατλάντα.

[4] Το αναφέρει ο Thomas Frank, «Ντινγκ-ντονγκ, ο βλαξ πάει. Όμως, διαβάστε προτού αναφωνήσετε “Αλληλούια”».

[5] Σύμφωνα με την έκφραση ενός θεωρητικού του μάνατζμεντ που παραθέτει ο Φρανκ: «Οι χίπστερ και οι τραπεζίτες θα πρέπει να είναι φίλοι», Πρόταγμα, τ. 10, Ιούνιος 2017, σ. 171.

[6] Όπως π.χ. στην περίπτωση του νέου υπουργού Υγείας, μαξικανικής καταγωγής, Χαβιέρ Μπεσέρα ή –ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα- στην περίπτωση του νέου υπουργού Άμυνας, του Αφροαμερικανού πρώην στρατηγού, Λόυντ Όστιν. Ο συγκεκριμένος διορισμός προκάλεσε πολιτικό αλλά και νομικό-συνταγματικό ζήτημα, μιας και πρόκειται για πρώην στρατηγό, τον δεύτερο που θα διοικήσει το συγκεκριμένο υπουργείο μέσα στα τελευταία 4 χρόνια, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο ο έλεγχος του συγκεκριμένου υπουργείου να περιέλθει στα χέρια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Παρ’ όλες τις αντιδράσεις, όμως, ο Μπάιντεν επέμεινε στην επιλογή κατά βάση επειδή ο Όστιν είναι Αφροαμερικανός.

[7] Για τον αντιρατσισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία αλλά και τη διαφορά μεταξύ ανισότητας και «διακρίσεων», βλ. το κείμενό μας, «Με αφορμή την αστυνομική βία στις ΗΠΑ…».

[8] Να υπενθυμίσουμε, επί τη ευκαιρία, πως όλοι αυτοί οι φιλελεύθεροι και νεοσυντηρητικοί πολέμιοι του λαϊκισμού (ή «εθνικο-λαϊκισμού»), εδώ στην Ευρώπη, στην πραγματικότητα εντάσσουν στο στόχαστρο της –αντιδημοκρατικής– κριτικής τους όχι μόνο τον λαϊκισμό μα και τον ποπουλισμό. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το τεχνοκρατικό δόγμα θεωρείται διολίσθηση προς τον λαϊκισμό και ως το πρώτο βήμα αντιδημοκρατικών εκτροπών.

[9] Στο βιβλίο του Τι διάολο συμβαίνει στο Κάνσας; Πώς έκλεψαν οι συντηρητικοί την καρδιά της Αμερικής; ο Φρανκ παρουσιάζει μια σειρά τέτοιων θεωριών κατά τις συζητήσεις του με φτωχούς Αμερικανούς από την πολιτεία του, οι οποίοι ψηφίζουν πλέον φανατικά τους Ρεπουμπλικανούς κόντρα στα στοιχειώδη ταξικά τους συμφέροντα.

[10] Όπως σημείωνε το National Geographic σ’ ένα παλιότερο άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Η εποχή της δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη», «η αποφυγή του εμβολιασμού γνωρίζει άνοδο στις ΗΠΑ: 46 πολιτείες αναγνωρίζουν τη δυνατότητα εξαίρεσης από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό για θρησκευτικούς λόγους, ενώ 19 πολιτείες για φιλοσοφικούς λόγους».

[11] Από την άποψη αυτή, ο καθαρά διακοσμητικός χαρακτήρας του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά και η ο μη διαχωρισμός των βουλευτικών εκλογών από τις εκλογές για την ανάδειξη του Πρωθυπουργού, καθιστούν το νεοελληνικό πολιτικό σύστημα εξόχως συγκεντρωτικό κι αντιδημοκρατικό, μιας κι ο πρόεδρος ενός κόμματος που κερδίζει τις εκλογές έχοντας την παντοδυναμία, κυβερνά ως απόλυτος άρχων, εφόσον ελέγχει πλήρως τόσο το κόμμα του όσο και το κράτος και τη Βουλή, δίχως να μοιράζεται την εξουσία με κανέναν σε θεσμικό επίπεδο. Ο συγκεντρωτισμός του περίφημου «επιτελικού (παρα)κράτους», που έχει στήσει η σημερινή κυβέρνηση και βάσει του οποίου τα πάντα υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Πρωθυπουργού και όλα λύνονται «με εντολή Μητσοτάκη», συνιστά την πιο ακραία εκδοχή αυτού του φαινομένου.

[12] Παραδοσιακού τύπου «συντηρητικοί» αστέρες των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Τεντ Κρουζ –που τώρα βέβαια πίνει νερό στο όνομα του Τραμπ– ή ο Τζεμπ Μπους κι ο Μάρκο Ρούμπιο, είχαν βιώσει στο πετσί τους τα νέα αυτά πολιτικά ήθη, έχοντας επανειλημμένως αποτελέσει στόχο προσβολών, ειρωνειών και, γενικώς, της απρεπούς συμπεριφοράς του Τραμπ κατά τη διάρκεια των ντιμπέιτ για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου κατά τις εσωτερικές εκλογές του κόμματος, πίσω στο 2016. Ο Τραμπ τούς αντιμετώπιζε τότε με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε στη συνέχεια τη Χίλαρι και τον Μπάιντεν.

Πολιτική ομάδα για την Αυτονομία

protagma.wordpress.com