ΝΑ ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟ 1940

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

 

«ΤΗΣ ΤΑ ΕΔΩΣΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ»

Του Πλωτάρχου (ΠΝ) ε.α. Δημητρίου Ντούλια

Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουν στην Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικών ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.

Τότε, πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες, απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.

Το άγημα αποδόσεως τιμών στο χώρο του και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο και η ψυχή του ταράζεται για αυτό που θα σας πώ παρακάτω.

Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω το νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε, τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα. Και του είπε: «Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας;», «Δεν έχεις φιλότιμο;», κλπ. Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τί έγινε.

Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται. Σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τα δάκρυα του και με πολλή δύναμη των χεριών του (αυτά ήταν γερά) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη την ψυχή του, στο νεαρό αξιωματικό, δυνατά «Πώς να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δυο!» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από το γόνατο. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος, όπως και εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός.

Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιός ξέρει τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή πάντως έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ. Ο αξιωματικός σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλικίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς», που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, διότι της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.

Γι’ αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940. Για το καλό της Πατρίδας μας!

ΠΗΓΗ:

Περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τεύχος Οκτωβρίου 2011

Πανηγυρικός λόγος του Στράτη Μυριβήλη στην Ακαδημία Αθηνών

επί τῃ επετείω της 28ης Οκτωβρίου 1960

(αποσπάσματα)

******

Είχε οργανωθή, όπως θα θυμάστε, κατά τη διάρκεια του αγώνος υπηρεσία μεταγγίσεως αίματος, από τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος.

Είχα ένα φίλο γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και να τα πούμε.

Ο κόσμος έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώση το αίμα του για τους τραυματίες μας. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη σειρά τους.

Μια μέρα λοιπόν ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

– Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλεις εδώ;

Ο γέρος απάντησε δειλά:

– Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.

Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.

– Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως μου είπαν πως οι δυο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα μου, θα ’ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. «Άιντε, πήγαινε, γέρο μου», μου είπε «κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας». Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα.

******

Ένα επεισόδιο από το μέτωπο…

Επήγα να γνωρίσω ένα συνταγματάρχη που διοικούσε τον τομέα της μάχης που είχα επισκεφθεί. Ήταν ένας ωραίος τύπος ηρωικού πολεμιστή, απ’ αυτούς που είχαν διακριθεί στον αγώνα. Όλοι οι Αθηναίοι τον ξέρουμε.

Του έλεγα τις εντυπώσεις μου από τη γραμμή προκαλύψεως. Άκουσε σιωπώντας τα καταπληχτικά πράγματα που διηγόμουνα και κατόπιν είπε.

– Αν θέλεις να γνωρίσεις ένα σεμνό ήρωα, θα ανεβείς τη λαγκαδιά και θα ρωτήσεις στα πολυβόλα που είναι το αντίσκηνο του λοχαγού.

Τι έκαμε αυτός ο λοχαγός, ρώτησα.

– Θα σου πω αμέσως, απάντησε. Ένα βράδυ έγινε ανάγκη να στείλω ένα τμήμα για ενίσχυση στο δεξιό άκρο του τομέα μου. Όμως, για να το κάνω αυτό, θα ’πρεπε να αφήσω ακάλυπτες τις θέσεις που κρατούσε αυτό το τμήμα στη γραμμή μας. Ο εχθρός, όπως είδες, είναι πολύ κοντά μας. Αν εδοκίμαζε να εισβάλει από το κενό που θα δημιουργούσε στην παράταξή μας η απουσία του τμήματος που έγινε ανάγκη να στείλω στο δεξιό, υπήρχε φόβος να σπάσει η γραμμή. Φώναξα λοιπόν το λοχαγό που σου είπα, του εξήγησα την κατάσταση και τον ρώτησα.

– Μπορείς να μου κρατήσεις με τα πολυβόλα σου απόψε, όλη τη νύχτα ώσπου να ξημερώσει, αυτές τις θέσεις που μένουν ακάλυπτες; Ήταν ένα ανώμαλο ορεινό τόξο, κάπου 800 μέτρα. Ήταν μια νύχτα με παγερή χιονοθύελλα. «Μπορώ, συνταγματάρχα μου» απάντησε. «Μπορείτε να μείνετε ήσυχος». «Μα», του λέω, «ξέρω τις αποστάσεις. Θα πρέπει να τοποθετήσετε τα πολυβόλα σας σε πολύ αραιή παράταξη». «Ξέρω και εγώ τις θέσεις» μου απαντά, «ξέρω όμως και τους άντρες μου». «Πήγαινε, και ο Θεός βοηθός», του λέω. Άρχιζε να ξημερώνει η μέρα, όταν ξαναφάνηκε στη σκηνή μου ο λοχαγός. Όταν τον είδα, τον εγνώρισα αμέσως. Το πρόσωπό του, τα μουστάκια του, τα φρύδια του, τα ματόκλαδά του ήταν μια φριχτή προσωπίδα από παγωμένο χιόνι. Έβαλε το χέρι στο γείσο, χαιρέτισε και είπε: «Λαβάνω την τιμή να σας αναφέρω, κ. Συνταγματάρχα, η διαταγή σας εξετελέσθη».

Ήταν καταπληκτικός. Αν δεν ήταν η πειθαρχία στη μέση, θα τον αγκάλιαζα και θα τον φιλούσα. Ύστερα έμαθα τις λεπτομέρειες. Έμεινε άυπνος με τους πολυβολητές του όλη τη νύχτα στο ύπαιθρο μέσα στη χιονοθύελλα. Οι στρατιώτες, για να μην παγώσουν ακίνητοι τόσες ώρες, είχαν αρχίσει ένα δαιμονικό χορό γύρω στα πολυβόλα τους. Αν τους έβλεπε κανείς μέσα στη φοβερή εκείνη νύχτα να χοροπηδάνε εξάλλου, θα τους έπαιρνε για μανιακούς. Αυτός ο χορός βάσταξε ως το πρωί. Και όταν ο λοχαγός έβλεπε πως μπορεί να αχρηστευτούν τα χέρια τους από την παγωνιά, τους έλεγε.

– Άιντε τώρα παιδιά, να ρίξουμε καμμιά ταινία στο γάμο του καραγκιόζη να ζεστάνουμε τα δάχτυλα.

Και άρχιζαν να κακαρίζουν τα πολυβόλα, ώσπου ν’ ανάψη η κάνη τους, και οι φαντάροι, σταματούσαν το χορό και φούχτιαζαν το ζεστό σίδερο, να ξεμουδιάσουν τα δάχτυλα απ’ το κρύο.

Μαρτυρία Κων/νου Τσάτσου για την πρώτη επέτειο της 28ης/10/1941

[ «Λογοδοσία μιας ζωής» (αυτοβιογραφία), σελίδες 287-293 ]

Την Παρασκευή το πρωί 24 Οκτωβρίου τοιχοκόλλησα την ακόλουθη ανακοίνωση: «Την Τρίτην εικοστήν ογδόην Οκτωβρίου κωλύομαι να διδάξω». Υπογραφή ολόκληρη: Κωνσταντίνος Τσάτσος. Την ανακοίνωση αυτή την έκανα όταν πληροφορήθηκα ότι ήταν επιθυμία των φοιτητών με την αποχή από τα μαθήματα να φανερώσουν την ζωντανή παρουσία στη μνήμη τους της περυσινής 28ης Οκτωβρίου. Μου φάνηκε αλήθεια ο πιο σεμνός τρόπος να εορτασθεί χωρίς προκλητικότητα και με αξιοπρέπεια η μέρα αυτή.

Τη Δευτέρα στις 2 παρά τέταρτο με παίρνει στο τηλέφωνο ο Τζαβάρας για να μου διαβιβάσει την εντολή του πρυτάνεως την Τρίτη πρωί (28ης Οκτ.) να κάνω μάθημα και αν οι φοιτητές προβούν σε εκδηλώσεις, να εγκαταλείψω την αίθουσα. Απάντησα αμέσως ότι αύριο δεν θεωρώ πρέπον να γίνει μάθημα και παρακούω τις διαταγές της πρυτανείας, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες της ανυπακοής μου αυτής. Τότε ο Τζαβάρας μου συνέστησε να συνεννοηθώ απευθείας με τον Πρύτανη. Του απάντησα ότι δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω σε αυτά που του δήλωσα και περιττεύει η απευθείας συνεννόηση. Σε λίγα λεπτά με ξαναπαίρνει στη τηλέφωνο και μου επαναλαμβάνει την εντολή της Πρυτανείας, λέγοντάς μου να κάνω μάθημα, εκτός αν δω ότι θορυβούν οι φοιτητές. Απάντησα τότε ότι αυτό θα συμβεί εκατό τοις εκατό και έτσι δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να μην κάνω μάθημα. Αν όμως έκανα μάθημα και οι φοιτητές προέβαιναν σε εκδηλώσεις, δεν θα μπορούσα να φανώ δειλότερος από τους φοιτητές.

Στις 3 μ.μ., 27/10, είχα φροντιστήριο. Φθάνοντας στο Πανεπιστήμιο ήρθανε προς προϋπάντησή μου ο Δεσποτόπουλος, ο Καστοριάδης και ο Γόντικας, για να μου πουν ότι η αίθουσα του Κεντρικού Αμφιθεάτρου, όπου θα δίδασκα, ήταν ασφυκτικά γεμάτη και τα παιδιά με μεγάλες εκδηλώσεις περίμεναν να τους μιλήσω. Με πληροφόρησαν ότι και το πρωί έγιναν διάφορες εκδηλώσεις σε άλλους καθηγητές, αλλά δεν έγιναν μαθήματα. Μπήκα στο σπουδαστήριο όπου βρήκα ένα συνάδελφο, που μου συνέστησε να πω στα παιδιά μόνο τούτο: ότι για το καλό του Έθνους και του Πανεπιστημίου να μην προβούν σε καμιά εκδήλωση. Με συγκρατημένη οργή απάντησα πως τα παιδιά με το δίκιο τους ζητάνε κάποια συμμετοχή του καθηγητού στη συγκίνηση της ημέρας αυτής και δεν μπορούμε να φανούμε πιο φοβιτσιάρηδες από τους νέους. Του συνέστησα μάλιστα να μην περιορισθεί σε τέτοιες καθησυχαστικές εκφράσεις αλλά να πάει προς τα παιδιά με περισσότερη γενναιότητα, τότε μονάχα θα μπορούσε, άλλωστε, να βάλει σε κάποιο ρείθρο την ορμή τους, με θάρρος, με αξιοπρέπεια και μαζί χωρίς παράτολμα κινήματα.

Ύστερα μπήκα στην αίθουσα διδασκαλίας. Απάνω από 500, όρθιοι όλοι, μόλις μπήκα με χειροκρότησαν επί πολλά λεπτά της ώρας. Τα χέρια μου τρέμαν. Αμέσως ύστερα ψάλλανε τον Εθνικό Ύμνο με στεντορία φωνή, αλλά με συγκίνηση και με τέλεια –έτσι την αισθάνθηκα – ακρίβεια και μέτρο. Στο τέλος φώναξαν τα παιδιά «Ζήτω η Ελλάς». Και σήκωσα και εγώ το χέρι μου και φώναξα: «Ζήτω η Ελλάς».

Ύστερα έγινε ησυχία και είπα στα παιδιά – μέσα σε απόλυτη σιγή – αυτά τα λόγια απάνω κάτω. Η φωνή, θεληματικά, ήταν πολύ ήσυχη και συγκινημένη:

«Παιδιά, θα σας μιλήσω πολύ ήσυχα και θα μ’ ακούσετε κ’ εσείς πολύ ήσυχα». «Σαν αληθινοί Έλληνες», (διέκοψε μια φοιτήτρια). «Από μέρες τώρα διαλογίζομαι με αγωνία πώς θα σας αντικρύσω σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα. Σκέφτηκα πολύ. Σκέφτηκα εσάς, σκέφτηκα τη μέρα τούτη, σκέφτηκα πιο πέρα τη μοίρα του τόπου αυτού μέσα στα χρόνια και το πόρισμα όλης αυτής της σκέψης που έγινε, δε σας το κρύβω, σκέψη ολονύκτια, ήταν η απόλυτη, η ακλόνητη, η ατράνταχτη πίστη μου στο μεγαλείο του έθνους και στο μέλλον της φυλής μας. (Σ’ αυτό το σημείο τα παιδιά με χειροκρότησαν με ενθουσιασμό).

Μη νομίσετε πως το πόρισμα τούτο είναι γέννημα ενός τυφλού ενθουσιασμού. Στην ηλικία μου άλλες δυνάμεις κυριαρχούν εντός μας. Το πόρισμα τούτο βγαίνει από μιαν ήσυχη, αντικειμενική παρατήρηση της εθνικής μας ιστορίας. Τοποθετημένη στο σύνορο του ευρωπαϊκού πολιτισμού η φυλή μας δέχτηκε τις επιθέσεις συχνά των βαρβάρων που έρχονταν να τον καταλύσουν. Στην αρχαιότητα, με τους Μηδικούς Πολέμους, δεν έσωσε τον θησαυρό που ονομάζομε ευρωπαϊκό πολιτισμό; Είναι νοητός ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς μια ελεύθερη Αθήνα; Στους μέσους χρόνους, επί χίλια χρόνια έφραζε τις πύλες της νότιας Ευρώπης και προφύλαγε την αρχαία κληρονομιά ώσπου να ανδρωθούν άλλοι λαοί και να την αξιοποιήσουν. Και στους νέους χρόνους ανάλογους αγώνες αγωνίσθηκε η φυλή μας. Συχνά μέσα στους αγώνες αυτούς η χώρα ολόκληρη κατακτιόνταν και φαινόταν σαν να ήταν να σβήσει για πάντα πια το μεγάλο γένος. Και όμως, μέσα από την τέφρα αναζούσε πάντα ξανά ο φοίνικας της ψυχής μας, με τις ίδιες αρετές, τις ίδιες δυνάμεις και τις ίδιες κακίες και άρχιζε ξανά η εθνική ζωή προς καινούργια πεπρωμένα. Ό,τι τόσες φορές συνέβαινε στους αιώνες, γιατί ν’ αμφιβάλλομε πως θα συμβεί ξανά και τώρα;

Είστε μια ευλογημένη γενιά. Εμάς, μας μάρανε τα παιδικά χρόνια ο πρώτος πόλεμος. Ζήσαμε τα νιάτα μας μέσα στις ατασθαλίες και τις αμαρτίες της μεταπολεμικής περιόδου και τώρα, στα ώριμα χρόνια που θα ‘πρεπε να είμαστε εν πλήρει δράσει, βρισκόμαστε σκλάβοι, αδύναμοι να δώσομε ό,τι μας ανήκει να δώσομε. Εσείς, μόλις εγκαταλείψετε τα φοιτητικά εδώλια θα βρείτε μιαν ελεύθερη χώρα, ένα πιο αναπεπταμένο παρά ποτέ πεδίο δράσης. Όσα κατακτήσανε αυτοί που κοιμούνται στα χιόνια της Αλβανίας, αυτοί που γυρίζουν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, και χωρίς μάτια στους δρόμους, εσείς θα ‘χετε την τιμή και την ευτυχία να τα καρπωθείτε και να τα αξιοποιήσετε. Γι’ αυτό η θέση της γενεάς σας θα είναι σημαντική. Δεν πρέπει να σταθείτε στο επίπεδο των ενθουσιασμών· πρέπει ν’ ανεβείτε στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης. Έχοντας από τη μοίρα μια μεγάλη πολιτική αποστολή να εκπληρώσετε, πρέπει από νωρίς να ανδρωθείτε πολιτικά και με σοβαρότητα, και με ωριμότητα να αντιμετωπίζετε τα προβλήματα του κοινωνικού μας βίου και προ παντός με το βαθύ αίσθημα της ιστορικής ευθύνης που σας βαραίνει.

Επί του παρόντος, πρώτο καθήκον σας είναι η φυσική και ηθική επιβίωση της φυλής. Το να ζήσετε, εσείς προ παντός οι νέοι, μη νομίσετε πως είναι μια ιδιοτελής σκέψη. Το να ζήσει ο καθένας σας είναι εθνικό σας καθήκον. Χρειάζεστε όλοι για να επιτελέσετε αύριο τα πολλά, τα πολλά που έχετε να επιτελέσετε. Αν δεν πραγματοποιήσετε, ύστερα από τόσο αίμα που χάθηκε, μια πολιτειακή και μια διαπολιτειακή τάξη στηριγμένη στις αρχές της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε και όλος ο αγώνας του παρόντος κινδυνεύει να χάσει την αξία του. Αλλά είμαι βέβαιος πως αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ζείδωρος αύρα κιόλας αρχίζει να δροσίζει το μέτωπό μας. Από αυτές τις σκέψεις κινημένος σας συνιστώ αυτοσυγκράτηση και πειθαρχία. Αν σήμερα, τέτοια μέρα, σας μίλησα τόσο ήσυχα, δεν το έκανα από μια κακώς εννοούμενη φρόνηση. Το έκανα βοηθημένος από τη σταθερότητα της πίστης μου στην έκβαση του αγώνα και από τη βαθειά επίγνωση πως στην κρίσιμη ώρα η φυλή μας έκανε συνολικά το καθήκον της.

Γνωρίζοντας πως η αυριανή μέρα είναι και πρέπει να είναι ημέρα συλλογής, για τον καθένα μας, κιόλας από την Παρασκευή σας εγνωστοποίησα πως αύριο μάθημα δεν θα κάνω. Αλλά εσείς, σαν πιο νέοι, προτρέχετε μερικές ώρες και ζητάτε να μη γίνει μάθημα και σήμερα. Ε, παιδιά, ας μη γίνει και σήμερα!»

Συνοδευόμενος από τα ζωηρά χειροκροτήματα των παιδιών βγήκα από την αίθουσα με τη συναίσθηση ότι ήμουν άτονος συγκριτικά με τη στάση των παιδιών.

[…]

Βγαίνοντας έξω στο προαύλιο ήρθανε προς το εμένα μερικά παιδιά, που μου ‘σφιξαν το χέρι λέγοντάς μου πως είναι περήφανοι να είναι μαθητές μου. […] Μετά ξαναγύρισα στο σπίτι με τρεις δικούς μου. […] Εν τω μεταξύ ήρθε ο Κίτσος Μαλτέζος που μου είπε τα διατρέξαντα στον Λούβαρι που είχε μάθημα μια ώρα ύστερα από μένα. Όταν έφυγε ο Μαλτέζος άρχισα να τακτοποιώ μερικά βιβλία. Κατά τις 6 κουδούνισαν και με ζήτησε ένας, καθώς είπε, φοιτητής. Εγώ αρνήθηκα να τον δεχτώ. Αυτός επέμεινε αφού δήλωσε πως είναι αστυνομικός. Τότε βγήκα στο χωλλ και μου παρουσιάστηκε. «Ντυθείτε να φύγομε, σε λίγο θαρθούν να σας συλλάβουν. Για τρεις μέρες πρέπει οπωσδήποτε να κρυφτείτε». Φίλησα τα παιδιά που τα είχαν χαμένα και την Ιωάννα και έφυγα με τον αστυνομικό.

[…]

Την επομένη η Κυβέρνηση με απέλυσε από καθηγητή με ένα απλό Διάταγμα και με στερούσε από κάθε συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

Πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως
Κύριον Ἀλέξανδρον Κορυζήν

Ὁ υἱός μου, Εὐάγγελος Ἰ. Ἰωαννίδης, ἀπωλέσθη εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις τῆς Κλεισούρας.
Παρήγγειλα εἰς τοὺς τέσσαρας ἤδη ὑπηρετοῦντας υἱούς μου: Χρῆστον, Κώσταν, Γεώργιον καὶ Νίκον . Ἰωαννίδην, νὰ ἐκδικηθῶσιν τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ των.

Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καὶ Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδη, κλάσεων 1917 καὶ νεωτέρων.

Παρακαλῶ κληθῶσιν ὀνομαστικῶς καὶ οὗτοι, εἰς πάσαν περίπτωσιν ἀνάγκης τῆς Πατρίδος ἢ τυχὸν ἀπωλείας ἑτέρου τέκνου μου πρὸς ἐκδίκησιν ἐχθροῦ.
Γνωρίσατε Βασιλέα μας ὅτι ὕστατον ἐπιφώνημα θέλει εἶναι:

ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ!
Ἑλένη Ἰωάννου Ἰωαννίδου
Κυπαρισσία, 2 Φεβρουαρίου 1941

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΜΟΥΤΟΥΣΗ

ΧΙΙΙ Μεραρχία (Αρχιπελάγους)
Κρυσταλλοπηγή, 19 Νοεμβρίου 1940
Ώρα 03.00

Παρουσιασθείς σήμερον ανέλαβον την διοίκησιν της ΧΙΙΙ Μεραρχίας κατόπιν
διαταγής του Γ’ ΣΣ.
Άμα λήψει της παρούσης τα προς τα οπίσω τυχόν κινούμενα τμήματα να αγκιστρωθούν
επί του εδάφους με μέτωπον προς Μόροβαν, τα δε τυχόν εν επαφή μετά του εχθρού
άμα τη έω να επιτεθούν και εν αδυναμία να αμυνθούν επί τόπου.
Την επίθεσιν θα υποστηρίξω δια του βαρέως πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω
έφιππος εκ του σύνεγγυς.

Ο Μέραρχος,
Μουτούσης Σωτήριος
Υπγος (ΠΒ)

ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΣΛΑ

Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων.
Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω.
Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των.
Προμηνύεται λυσσώδης επίθεση του εχθρού,
η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθεί και θα συντριβεί.
Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως.
Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας,
όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας!

Ύψωμα 731, 09-03-1941

Τχης (ΠΖ)
Κασλάς Δημήτριος

 

 

spot_img

5 ΣΧΟΛΙΑ

  1. “Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καὶ Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδη, κλάσεων 1917 καὶ νεωτέρων.”

    αναρωτιέμαι, εάν οι γείτονες διαβάζοντας τέτοιες επιστολές σήμερα, θα συνέχιζαν να ερίζουν μεταξύ των για τον αριθμό των νησιών μας τα οποία θα καταλάβουν ή θα ήταν απλά ευτυχισμένοι που κρατούν ακόμα την Αδριανούπολη;…

    • Έχεις δίκιο, αλλά σήμερα δεν υπάρχουν μανάδες που να γράφουν τέτοιες επιστολές. Τότε οι φαντάροι πήγαιναν “με το χαμόγελο στα χείλη”, ενώ σήμερα κοιτάζουν πώς θα την ξεσκαπουλάρουν από την στρατιωτική θητεία. Πόσοι από τους 300 αλήτες τής Βουλής έχουν υπηρετήσει πλήρη θητεία;

  2. Για όσους ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν και να διαβάσουν για την περίοδο εκείνη, υπάρχει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στο Αντίβαρο, το πληρέστερο που έχω δει.

  3. Χρόνια πολλά κι ελεύθερα στην διαδικτυακή ομήγυρη!

    Για να δώσω έναν τόνο αισιοδοξίας, θα παραθέσω ένα βίντεο από την κρίση του Έβρου, τον Μάρτιο του 2020.
    https://www.youtube.com/watch?v=2uGLOj83a-c

    Ίσως από την υπερβολική μου ανάγκη να εντοπίσω οτιδήποτε ελπιδοφόρο για την συλλογική μας πορεία, αυτή η εικόνα με παρέπεμψε συνειρμικώς στην διήγηση της γιαγιάς μου, για το ξεπροβόδισμα των επιστρατευθέντων του χωριού της, που έφευγαν για το μέτωπο. Την θυμάμαι, δακρυσμένη από την αναπόληση, να τονίζει: “σαν να γινόταν πανηγύρι, όχι πόλεμος!”

    Νομίζω ότι ο Έβρος ανέδειξε έναν σύγχρονο ανάλογο εθνικό παλμό. Απλώς οι ταγοί μας δεν φρόντισαν να επενδύσουν στην αναπάντεχη ηθική ανάταση (ίσως και να μην την περίμεναν), ενώ η ολιγοπληθής, αλλά φωνασκούσα, 5η φάλαγγα εν Αθήναις έκανε το παν για να την υποβαθμίσει.

    Ας θυμηθούμε και τον ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά, που στον πρόλογο του έργου του “Η δόξα του ’40”, επισημαίνει πως η δική του γενιά (του 1912) θεωρούσε την νεώτερη (εκείνη του 1940) ανάξια της, αλλά η τελευταία τους διέψευσε πανηγυρικώς.

    Θέλω να πιστεύω, πως η αίσθηση του φιλοτίμου και της φιλοπατρίας είναι εγγενείς μας αρετές, χαραγμένες βαθιά στον ψυχισμό μας. Μπορεί να επισκιάζονται από άλλα ελαττώματά μας και να μην είναι ευδιάκριτες, αλλά αρκεί μια σπίθα για να τις αναδείξει ξανά!

Leave a Reply to Επισκέπτης Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα