Άρθρο γνώμης του Σινάν Τζίντι και του Γουίλιαμ Ντόραν, Washington Examiner • 19 ώρες πριν
Με την περίοδο κατάρτισης του αμυντικού προϋπολογισμού σε πλήρη εξέλιξη στο Καπιτώλιο, η παροχή στρατιωτικής βοήθειας στην Τουρκία δεν θα ήταν παρά επιβράβευση των απειλών του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά των συμμάχων της Ουάσινγκτον, θα επιδείνωνε τη συνοχή του ΝΑΤΟ και θα ενίσχυε περαιτέρω τη διολίσθηση της Τουρκίας προς τον αυταρχισμό.
Μέλη του Κογκρέσου βρίσκονται στη διαδικασία κατάθεσης πολυαναμενόμενων τροπολογιών στον Νόμο περί Εθνικής Άμυνας για το 2026. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται προγράμματα για την ενίσχυση του συντονισμού ασφάλειας με τους μεσογειακούς συμμάχους της Ουάσινγκτον, η διερεύνηση της ειδικής σχέσης της Τουρκίας με τη Χαμάς και η επιβολή κυρώσεων για την οικτρή αντιμετώπιση των πολιτών της Τουρκίας αλλά και των επίσημων συμμάχων της Άγκυρας από τον Ερντογάν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τελευταίου έτους, η διεθνής συμπεριφορά του Ερντογάν δείχνει ξεκάθαρα τη διάθεσή του να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ σε κάθε ευκαιρία. Από την ένταξη της Τουρκίας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης μέχρι τις ναυτικές ασκήσεις κατά της ελληνικής θαλάσσιας κυριαρχίας, ο Ερντογάν δεν τηρεί ούτε τα προσχήματα σεβασμού προς τη Συμμαχία.
Ταυτόχρονα, η απόπειρά του να οδηγήσει τη δημοκρατία της Τουρκίας σε οικονομική και θεσμική καταστροφή, με ακόρεστη δίψα να καταστείλει και να φυλακίσει πολιτικούς αντιπάλους και απλούς πολίτες, μετατρέπει τον αυταρχισμό σε πλήρη απολυταρχία. Παρά το οικτρό του παρελθόν, η Άγκυρα συνεχίζει να επιδιώκει την απόκτηση στρατηγικών οπλικών συστημάτων από την Ουάσινγκτον — και συγκεκριμένα του μαχητικού πολλαπλών ρόλων F-35.
Κατά τη θερινή περίοδο, ο Ερντογάν επένδυσε πολιτικό κεφάλαιο στην αποσύνθεση αυτού που έχει απομείνει από την τουρκική δημοκρατική αντιπολίτευση. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Μάρτιο, όταν το δικαστικό σώμα — ελεγχόμενο από τον Ερντογάν — απομάκρυνε δια της βίας τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, από το αξίωμά του. Ο Ιμάμογλου, ο οποίος αναμενόταν ευρέως να ανακηρύξει την υποψηφιότητά του για την προεδρία εκ μέρους του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), υπήρξε ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος του Ερντογάν από το 2003. Σήμερα βρίσκεται στη φυλακή, χωρίς ουσιαστικές πιθανότητες αποφυλάκισης.
Η φυλάκιση του Ιμάμογλου αποτέλεσε σημείο καμπής. Αποκάλυψε την ετοιμότητα του Ερντογάν να εργαλειοποιήσει τη δικαιοσύνη ώστε να εξουδετερώσει τον αντίπαλο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες να τον νικήσει το 2028. Η Τουρκία πλέον μοιάζει με τη Ρωσία, όπου οι ικανοί υποψήφιοι αντιμετωπίζονται ως απειλές ακριβώς επειδή είναι ικανοί.
Η καταστολή δεν σταμάτησε εκεί. Ο Ερντογάν στοχεύει πλέον τον πρόεδρο του CHP, Οζγκιούρ Οζέλ, ο οποίος οδήγησε το κόμμα στη νίκη στις δημοτικές εκλογές του 2024. Ο πρόεδρος κινείται για την επαναφορά του πρώην προέδρου Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, του οποίου οι επανειλημμένες αποτυχίες, ιδίως το 2023, δεν συνιστούν καμία απειλή για την εξουσία του Ερντογάν.
Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, η εκστρατεία του Ερντογάν για την αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης είχε ενταθεί. Τον Ιούλιο, οι δήμαρχοι των Αδάνων, Αντιγιαμάν και Αττάλειας συνελήφθησαν με αμφιλεγόμενες κατηγορίες για διαφθορά. Τον Αύγουστο, εννέα περιφερειακοί δήμαρχοι του CHP προσχώρησαν στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν. Στις 7 Ιουνίου, το AKP υπέβαλε αίτημα στο Κοινοβούλιο για την άρση της ασυλίας 61 από τους 135 βουλευτές του CHP, εκθέτοντάς τους σε ένα πειθήνιο δικαστικό σύστημα. Η επίθεση κορυφώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, όταν δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης διέλυσε την εκλεγμένη επαρχιακή ηγεσία του CHP, αντικαθιστώντας την με διορισμένους από το καθεστώς επιτρόπους. Πολλοί αναμένουν ότι αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για την αποπομπή του Οζέλ, παγιώνοντας την προσπάθεια του Ερντογάν να μετατρέψει την αντιπολίτευση σε θεσμικά ανύπαρκτη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τώρα μια στιγμή αλήθειας. Ο Ερντογάν δεν υπονομεύει απλώς τη δημοκρατία της Τουρκίας — αποδυναμώνει την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ μετατρέποντας την Τουρκία σε απολυταρχικό κράτος εντός της Συμμαχίας. Η Ουάσινγκτον έχει ένα στενό παράθυρο ευκαιρίας, σε αυτήν τη νομοθετική περίοδο, να επιβάλει ουσιαστικές συνέπειες. Η αδράνεια θα ισοδυναμεί με σιωπηρή αποδοχή του θανάτου της δημοκρατίας σε κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Διακομματικές τροπολογίες που επισημαίνουν την αντιδημοκρατική συμπεριφορά της Άγκυρας είναι κρίσιμες για την επιβολή των δεσμεύσεων της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ και υπενθυμίζουν στον Ερντογάν το κόστος του αυταρχισμού του. Ξεκινώντας από την πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, οι νομοθέτες έχουν προτείνει πολλά μέτρα στο πλαίσιο του NDAA για να περιορίσουν την περιφερειακή επιθετικότητα της Τουρκίας.
Πρώτο μεταξύ αυτών είναι η πρόταση για ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα της αντιτρομοκρατίας στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης «3+1» μεταξύ ΗΠΑ, Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου. Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός κοινού προγράμματος αντιτρομοκρατίας με την ονομασία CERBERUS, το οποίο θα εκπαιδεύει τις δυνάμεις των τεσσάρων χωρών για μελλοντικές απειλές. Η έντονη υποστήριξη του Ερντογάν προς τη Χαμάς μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023 καταδεικνύει ξεκάθαρα την προβληματική στάση της Τουρκίας στο πεδίο της αντιτρομοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπό το πρίσμα της γνωστής στήριξης της Άγκυρας σε τζιχαντιστικές πολιτοφυλακές και των ανοιχτών απειλών κατά των εταίρων των ΗΠΑ στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, το πλαίσιο συνεργασίας 3+1 προσφέρει σοβαρές δυνατότητες.
Η ναυτική συνεργασία αποτελεί επίσης αναγκαία ενίσχυση της ασφάλειας των συμμάχων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Το προτεινόμενο πρόγραμμα TRIREME συμπληρώνει τις αντιτρομοκρατικές προσπάθειες μέσω εκπαίδευσης των ακτοφυλακών και ναυτικών δυνάμεων των τεσσάρων χωρών στη ναυτική βάση της Σούδας, στην Κρήτη. Η ανοχή της Ουάσινγκτον στην τουρκική επιθετικότητα έχει επιτρέψει στον Ερντογάν να προωθεί το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» με ρητορική και ασκήσεις που απειλούν την ελληνική και κυπριακή θαλάσσια κυριαρχία. Με την εδραίωση κοινών ναυτικών ασκήσεων και εκπαιδεύσεων από τη Σούδα, η Ουάσινγκτον μπορεί να αποθαρρύνει ουσιαστικά τις πολεμικές κορώνες του Ερντογάν.
Τέλος — αλλά όχι λιγότερο σημαντικό — μέλη του Κογκρέσου ζητούν τη διερεύνηση της τουρκικής κακοδιοίκησης στη Μέση Ανατολή και τον περιορισμό των εξαγωγών όπλων προς την Άγκυρα. Η βουλευτής Ντίνα Τίτους (Δημοκρατική, Νεβάδα) πρότεινε δύο βασικές τροπολογίες για το φετινό NDAA — μία για την ανάθεση έκθεσης πληροφοριών σχετικά με τη στήριξη της Τουρκίας προς τη Χαμάς και ένοπλες ομάδες στη Συρία, και μία άλλη για την επιβολή περιορισμών στις πωλήσεις όπλων προς την Τουρκία σε περίπτωση που ο Ερντογάν απειλήσει στρατιωτικά το Ισραήλ. Επιπλέον, πρόταση των βουλευτών Νταν Γκόλντμαν (Δημοκρατικός, Νέα Υόρκη) και Τζος Γκότχαϊμερ (Δημοκρατικός, Νιου Τζέρσεϊ) θα απαγορεύσει πλήρως κάθε εξαγωγή όπλων προς την Τουρκία έως ότου η κυβέρνηση Τραμπ επιβεβαιώσει ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν παραβιάζει πλέον την ελληνική ή κυπριακή κυριαρχία.
Ωστόσο, η παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία θα πρέπει να εξαρτάται όχι μόνο από τη διεθνή συμπεριφορά του Ερντογάν, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τους Τούρκους πολίτες και τη δημοκρατία. Οι θεμελιώδεις αξίες του ΝΑΤΟ — «οι αρχές της δημοκρατίας, της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου» — επιβάλλουν στα κράτη-μέλη του να αντιστέκονται στις απειλές που προέρχονται από τους εκφραστές του αυταρχισμού σε Ρωσία, Κίνα και Ιράν. Ο περιορισμός των αμυντικών δαπανών προς την αυταρχία του Ερντογάν είναι μια στάση που το Κογκρέσο οφείλει να υιοθετήσει, τόσο για χάρη των αρχών του ΝΑΤΟ όσο και για εκείνους που διώκονται επειδή πιστεύουν στη δημοκρατία στην Τουρκία.
Η ιδιότητα της Τουρκίας ως συμβαλλόμενου κράτους στη Συνθήκη του ΝΑΤΟ συνεπάγεται ευθύνη — δεν αποτελεί δικαιολογία για την ανοχή στις αυταρχικές πρακτικές του Ερντογάν ή στις αναίσχυντες απειλές του κατά ζωτικών συμμάχων των ΗΠΑ. Το Κογκρέσο θα πρέπει να εξετάσει αυτές τις προτάσεις με ιδιαίτερη προσοχή, εάν οι ΗΠΑ επιθυμούν πράγματι ένα πιο συνεκτικό ΝΑΤΟ, μια ασφαλέστερη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, και ένα πρότυπο δημοκρατικής ελευθερίας για τους πολίτες της Συμμαχίας.
*Ο Σινάν Τζίντι είναι ανώτερος ερευνητής και διευθυντής του Προγράμματος για την Τουρκία στο Foundation for Defense of Democracies. Ο Γουίλιαμ Ντόραν είναι ερευνητής στο ίδιο πρόγραμμα.



To Κογκρέσο εξετάζει τι συμφέρει τις ΗΠΑ (αυτή είναι η δουλειά του) και όχι σε ποιον πουλουν τι,
Άρχισε τα «δώρα» ο Ερντογάν στον Τραμπ με συμφωνία-μαμούθ