Λευτέρης Τσουλφίδης: οι κερδισμένοι, οι χαμένοι και η επόμενη μέρα

 10.06.25 16:00

Το ζήτημα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της Ουκρανίας αναδεικνύεται θεμελιώδες. Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται σε φάση σταθεροποίησης, η διεθνής κοινότητα καλείται να σχεδιάσει την «επόμενη μέρα». Η σκέψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς παραμένει επίκαιρη: οι νικητές ενός πολέμου αποζημιώνουν τους ηττημένους, καθώς η οικονομική κατάρρευση των δεύτερων υπονομεύει τη θέση των πρώτων.

Οπόλεμος στην Ουκρανία δεν αποτελεί μόνο μια τεράστια ανθρωπιστική τραγωδία· είναι ταυτόχρονα ένα γεγονός με βαθιές γεωπολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις. Πέρα από τις άμεσες καταστροφές, ο πόλεμος αναδιαμορφώνει το διεθνές περιβάλλον, αναδεικνύοντας νέους κερδισμένους και χαμένους. Ειδικότερα: Οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να επωφελούνται σημαντικά από την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε ο πόλεμος. Εγιναν οι κύριοι εξαγωγείς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) προς την Ευρώπη, αντικαθιστώντας τις ρωσικές εισαγωγές. Εταιρείες όπως η Cheniere Energy και η ExxonMobil σημείωσαν εντυπωσιακά κέρδη. Η ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία ενισχύει περαιτέρω τη στρατηγική επιρροή των ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές ενίσχυσης της σχιστολιθικής εξόρυξης ξεκίνησαν το 2015 (επί Ομπάμα) και επιταχύνθηκαν στη διάρκεια της πρώτης προεδρίας Τραμπ μεταμορφώνοντας τις ΗΠΑ από καθαρό εισαγωγέα σε μεγάλο εξαγωγέα πετρελαϊκών προϊόντων.

Η αυξημένη ζήτηση για όπλα και πυρομαχικά αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο για χώρες με ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Σημειωτέον ότι μέρος των πυρομαχικών που δόθηκαν στην Ουκρανία ήταν ληγμένα ή πεπαλαιωμένα, πρώην σοβιετικά και απαιτούσαν άμεση αντικατάσταση. Πράγμα που οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση των παραγγελιών στην πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ και σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Aντονι Μπλίνκεν, είχε δηλώσει ευθέως ότι οι στρατιωτικές δαπάνες για την ενίσχυση της Ουκρανίας «επιστρέφουν» στην αμερικανική οικονομία με τη μορφή νέων θέσεων εργασίας και εισοδήματος, υπογραμμίζοντας έτσι τη διττή φύση της στρατιωτικής βοήθειας: γεωστρατηγική και οικονομική (Reuters).

Οπλα και σπάνιες γαίες

Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αύξησαν τις αμυντικές τους δαπάνες πέραν του 2% του ΑΕΠ, ανταποκρινόμενες στις πιέσεις των ΗΠΑ και στη μεταβαλλόμενη γεωπολιτική συγκυρία. Η Γερμανία, αν και παραδοσιακά διστακτική ως προς τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού, έχει στραφεί πλέον στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και στην επέκταση των εξαγωγών. Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση εξετάζει την αποστολή προηγμένων πυραυλικών συστημάτων με αυξημένη ακτίνα δράσης στην Ουκρανία. Πέραν της Ευρώπης, η Τουρκία και η Νότια Κορέα έχουν ενισχύσει τη θέση τους στον παγκόσμιο τομέα των εξοπλισμών. Η Τουρκία έχει εξελιχθεί σε κορυφαίο εξαγωγέα μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), αξιοποιώντας την αυξημένη ζήτηση για ευέλικτες και οικονομικά αποδοτικές λύσεις. Η Νότια Κορέα, από την πλευρά της, έχει αυξήσει σημαντικά τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία, μέσω τρίτων χωρών, ενισχύοντας τη διεθνή της παρουσία στον αμυντικό τομέα.

Η Κίνα, παρότι «στρατηγικός ανταγωνιστής» των ΗΠΑ, επωφελείται έμμεσα από τη σύγκρουση. Εισάγει ρωσικά ενεργειακά προϊόντα και σπάνιες γαίες σε μειωμένες τιμές, προσφέροντας στη Ρωσία πολύτιμη ρευστότητα. Παράλληλα εδραιώνει τον έλεγχό της στην κρίσιμη εφοδιαστική αλυσίδα σπάνιων γαιών. Η Ρωσία, αν και έχει πληγεί σοβαρά από τις κυρώσεις, εξακολουθεί να διατηρεί έσοδα από εξαγωγές μέσω δευτερογενών αγορών όπως η Ινδία και η Κίνα. Παράλληλα, προωθεί την οικονομική της αυτάρκεια και περιορίζει την εξάρτησή της από τις δυτικές αγορές. Η στρατηγική της συμμαχία με την Κίνα και άλλες χώρες που αμφισβητούν την αμερικανική ηγεμονία ενισχύεται σταδιακά.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργεί, τελικά, ως επιταχυντής βαθιών γεωοικονομικών ανακατατάξεων. Η «επόμενη μέρα» αναδεικνύεται πιο πολυπολική, περισσότερο στρατιωτικοποιημένη και λιγότερο προβλέψιμη. Ο πρόεδρος Τραμπ αντιμετωπίζει με αυξανόμενη ανησυχία την ενίσχυση της Κίνας και την ταυτόχρονη κάμψη της αμερικανικής ηγεμονίας. Η εξωτερική του πολιτική φαίνεται προσανατολισμένη στην ανατροπή της παγκόσμιας ισορροπίας, μέσω επαναπροσδιορισμού των σχέσεων με μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Ινδία και το Ιράν.

Συμπεράσματα

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αποτελεί απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά έναν καταλυτικό παράγοντα μετασχηματισμού της παγκόσμιας τάξης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύουν προσωρινά τη γεωπολιτική τους θέση, αξιοποιώντας την αυξημένη εξάρτηση της Ευρώπης από το αμερικανικό LNG, ενώ παράλληλα ωφελείται σημαντικά η στρατιωτική-βιομηχανική τους βάση. Από την άλλη πλευρά, η Κίνα, αν και διατηρεί μια στάση επίσημης ουδετερότητας, επωφελείται έμμεσα από τη σύγκρουση, μέσω της αποδυνάμωσης της δυτικής ενότητας και της προσέγγισης της Ρωσίας προς τη δική της σφαίρα επιρροής. Είναι πιθανό η Ρωσία να εξελιχθεί σε εμπορική πλατφόρμα διείσδυσης κινεζικών προϊόντων στην Ευρασία.

Οι μεγαλύτερες απώλειες του πολέμου καταγράφονται μεταξύ των Ουκρανών και των Ρώσων πολιτών. Η Ουκρανία υφίσταται τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες, ενώ η ρωσική κοινωνία επηρεάζεται από τις διεθνείς κυρώσεις, την οικονομική απομόνωση και τη μακρόχρονη στρατιωτική κινητοποίηση. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες υφίστανται επίσης σοβαρές συνέπειες: ενεργειακή αβεβαιότητα, πληθωριστικές πιέσεις, επιβράδυνση της ανάπτυξης και αύξηση των αμυντικών δαπανών. Η Ρωσία, παρότι διατηρεί στρατηγικά κέρδη στο άμεσο μέλλον, αντιμετωπίζει σημαντικές μακροπρόθεσμες προκλήσεις: αποεπένδυση, τεχνολογική απομόνωση, δημογραφική συρρίκνωση και απώλεια κρίσιμων αγορών και εταίρων. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης της Ουκρανίας αναδεικνύεται θεμελιώδες. Καθώς ο πόλεμος εισέρχεται σε φάση σταθεροποίησης, η διεθνής κοινότητα καλείται να σχεδιάσει την «επόμενη μέρα». Η σκέψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς παραμένει επίκαιρη: οι νικητές ενός πολέμου αποζημιώνουν τους ηττημένους, καθώς η οικονομική κατάρρευση των δεύτερων υπονομεύει τη θέση των πρώτων. Το παράδειγμα της Γερμανίας είναι διδακτικό. Οι απαιτήσεις των Γάλλων και των Αγγλων για μεγάλες αποζημιώσεις στη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν τη Γερμανία σε υπερπληθωρισμό, μαζική ανεργία, κοινωνική αποδιάρθρωση και συνέβαλαν στην άνοδο του ναζισμού και τελικά στη νέα παγκόσμια σύρραξη. Αντιθέτως, το Σχέδιο Μάρσαλ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εδραίωσε τη ριζοσπαστική λογική του Κέινς: στήριξη των πρώην αντιπάλων ως μέσο διασφάλισης της διεθνούς ειρήνης και οικονομικής σταθερότητας.

Σήμερα, αντίστοιχα ερωτήματα εγείρονται για την Ουκρανία: ποιος θα αναλάβει το κόστος της ανοικοδόμησης; Η δέσμευση ευρωπαϊκών κρατών να εξετάσουν το ενδεχόμενο αξιοποίησης παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, ύψους άνω των 300 δισ. δολαρίων, συνιστά ριζοσπαστικό βήμα. Η ιδέα χρήσης των αποθεμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας μπορεί να προσφέρει άμεση ρευστότητα, αλλά ενέχει σοβαρούς κινδύνους: δημιουργεί προηγούμενο που ενδέχεται να πλήξει την εμπιστοσύνη στο διεθνές νομισματικό σύστημα και την ακεραιότητα των κρατικών αποθεματικών. Μια πιθανή αναδιάρθρωση της διεθνούς χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής θα επηρεάσει την εμπιστοσύνη χωρών όπως η Κίνα και κρατών του Παγκόσμιου Νότου προς τα δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η μεταπολεμική διαχείριση της Ουκρανίας θα αποτελέσει, τελικά, κρίσιμη δοκιμασία για την ευρωπαϊκή συνοχή και τη σταθερότητα του διεθνούς οικονομικού συστήματος.

*Αφ. καθηγητής ΠΑ.ΜΑΚ.

efsyn.gr

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα