Τα τελευταία χρόνια και το τελευταίο διάστημα ιδιαίτερα τα συστημικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας έχουν αρχίσει να κάνουν λόγο για την «επικίνδυνη άνοδο του λαϊκισμού» στην Ευρώπη, αλλά και την Αμερική. Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, το δημοψήφισμα αποχώρησης του ΗΒ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ή άνοδος – όπως δείχνουν έρευνες και δημοσκοπήσεις – της Ακροδεξιάς, αλλά και τμήματος της Αριστεράς στην Ευρώπη είναι τα σημάδια «της επέλασης του λαϊκισμού». Ο κ. Μητσοτάκης σε πρόσφατη δημόσια εμφάνισή του χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα «λαϊκιστή». Λαϊκιστής είναι και ο Ν.Τραμπ, η Τερέζα Μέι, οι Ποδέμος, η Χρυσή Αυγή, ο Γκερτ Βίλντερς, το Alternative for Germany, σύμφωνα με μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ. Τι κοινό όμως έχουν όλοι αυτοί μεταξύ τους, ποιος ορίζει ποιος είναι λαϊκιστής και ποιος όχι και τι τελικά είναι λαϊκισμός;

Ο λαϊκισμός ως ρητορική

Ο όρος λαϊκισμός δεν είναι νέος στην πολιτική. Τις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε συνηθίσει να μιλάμε για «λαϊκίστικες πολιτικές» που «χαϊδεύουν τα αυτιά του λαού» και να μιλούν πάντοτε εξ ονόματός του και υπέρ του (δήθεν) συμφέροντός του. Ο «λαϊκισμός» ήταν μια κατηγορία κατά πολιτικών που σε γενικές γραμμές υιοθετούσαν μια γραμμή (εν πολλοίς ανέφικτης) παροχολογίας και υποσχέσεων που ποτέ δεν υλοποιούνταν, ή – αν υλοποιούνταν – αυτό ήταν σε βάρος ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδιασμού και υπέρ ατομικών, πρόσκαιρων οφελών σε βάρος της πλειοψηφίας. Στην ουσία ο λαϊκισμός ήταν ένα συνώνυμο της δημαγωγίας. Πρόσφατα, όμως τείνει να αποκτήσει ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό περιεχόμενο με διαφορετικές και – ενδεχομένως – επικίνδυνες χρήσεις.

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όταν κάνει λόγο για λαϊκισμό, αναφέρεται κυρίως στην άνοδο του λόγου μίσους από την ξενόφοβη ακροδεξιά. Το κείμενο κάνει λόγο για τον κίνδυνο που αποτελεί αυτός ο λόγος για τα δικαιώματα, είτε των μειονοτήτων, είτε γενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. «Ισχυριζόμενοι ότι μιλούν εξ ονόματος του λαού, αντιμετωπίζουν τα δικαιώματα ως εμπόδιο για την αντίληψή τους περί βούλησης της πλειοψηφίας, ένα άχρηστο εμπόδιο για την υπεράσπιση του έθνους από ό,τι θεωρούν απειλή,» γράφει ο Κένεθ Ροθ.

«Αντί να δέχονται ότι τα δικαιώματα προστατεύουν όλους, προφασίζονται τα δεδηλωμένα συμφέροντα της πλειοψηφίας ενθαρρύνοντας τον λαό να υιοθετεί την επικίνδυνη αντίληψη ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί ποτέ να διεκδικήσει τα δικαιώματά του απέναντι σε μια υπερ-εκτεταμένη  κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι λειτουργεί στο όνομά του,» συνεχίσει ο αναλυτής. Αυτού του είδους τον λαϊκισμό βλέπουμε στην Τουρκία σήμερα. Οι τροποποιήσεις που προωθεί η κυβέρνηση στο Σύνταγμα της χώρας θα οδηγήσουν σε μια υπερ-διεύρυνση των εξουσιών του Προέδρου χωρίς τα θεσμικά αντίβαρα για τον έλεγχό του μέσα στα πλαίσια της Δημοκρατίας. Η πλευρά των υποστηρικτών της τροποποίησης βασίζεται στο επιχείρημα ότι σε κάθε περίπτωση αυτό θα εκφράζει τη «λαϊκή βούληση». Η ταύτιση βέβαια της «λαϊκής βούλησης» με τη ρουσσωϊκή «γενική βούληση» και κατόπιν με ένα εκλογικό αποτέλεσμα, αποτελεί όχι απλά διαστροφή των όρων αλλά εξόφθαλμη δημαγωγία.Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί σχεδόν εξίσωση της δημοκρατίας με την τυραννία.

Αυτού του είδους η ερμηνεία αποτελεί και μια αρκετά καθαρή άποψη για το τι είναι ο λαϊκισμός, αποχρωματισμένη από ιδεολογικές αφετηρίες. Ο λαϊκισμός είναι ένα επικίνδυνο φαινόμενο δημαγωγίας, αλλά τίποτα παραπάνω. Ο Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να κατηγορηθεί για λαϊκισμό, όπως και ο Αλέξης Τσίπρας, Η Μαρίν Λεπέν επίσης, αλλά το ίδιο και ο κ. Μητσοτάκης, ο Φ.Ολάντ, ο Τ. Κάμερον, ο Μ.Ομπάμα και καθένας πολιτικός, λιγότερο ή περισσότερο, σε στιγμές της πολιτικής του σταδιοδρομίας, όπου οι πολιτικές θέσεις και η ιδεολογία αντικαθίστανται από την προσωπολατρία, την παροχολογία και τον οπορτουνισμό.

Αριστερός και Δεξιός λαϊκισμός

Ο Ρόμπερτ Μπορν στο άρθρο του «Μαθήματα για την Ευρώπη» στο The European, γράφοντας για τον λαϊκισμό στη Νότια Αμερική, προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «Ο λαϊκισμός μπορεί να είναι συντηρητικός ή φιλελεύθερος. Γενικά οι Αριστεροί λαϊκιστές θα τον συνδυάσουν με κάποια μορφή σοσιαλισμού, ενώ οι Δεξιοί με τον εθνικισμό. Ο πρώτος είναι πιο διαδεδομένος στη Νότια Ευρώπη, ενώ ο δεύτερος στη Βόρεια.» Ο Μπορν, μιλώντας για τη Νότια Αμερική γράφει ότι «είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τον λαϊκισμό στη Νότια Αμερική γιατί ο όρος σπανίζει.» Και αυτό γιατί στον πολιτικό διάλογο, ο λαϊκισμός ως μέρος της ρητορικής, αποτελεί κομμάτι του «πολιτικού οπλοστασίου» των δυτικών πολιτικών με τις ανά χώρα ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες του. Αν και αναπόφευκτα μπορεί η ρητορική των πολιτικών ανά την υφήλιο να «λαϊκίζει», η ανάδειξή της ως «λαϊκισμός» είναι καθαρά δυτικό φαινόμενο. 

Ο Σαντιάγκο Ζαμπάλα, καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πομπέου Φαμπρά, στη Βαρκελώνη γράφει στο Αλ Τζαζίρα ότι υπάρχει μια διάκριση μεταξύ δεξιού και αριστερού λαϊκισμού. Ο αριστερός λαϊκισμός, γράφει, επικαλείται την ελπίδα, ο δεξιός τον φόβο. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτή την ιδέα στη θέση περί θετικής και αρνητικής ελευθερίας όπως είχε εκφραστεί από τον Ι.Μπερλίν, με την Αριστερά να υιοθετεί μια στάση θετικής ελευθερίας και τη Δεξιά μιας στάση αρνητικής.

Ο Ζαμπάλα κάνει μια ανάλυση που τοποθετεί το σύγχρονο φαινόμενο του λαϊκισμού στη μεταπολεμική «συναίνεση». «Με τη νίκη του “ελεύθερου κόσμου”», γράφει «επί του κομμουνισμού, η καθολικοποίηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η παγκοσμιοποίηση των εμπορικών συμφωνιών οδήγησαν τα παραδοσιακά κόμματα να  πιστέψουν ότι όλα μπορούσαν να ξεπεραστούν μέσω του συμβιβασμού.» Επικαλούμενος τον κοινωνιολόγο Άντονυ Γκίντενς, επιχειρηματολογεί ότι η υιοθέτηση του νέο-φιλελευθερισμού από το Κέντρο οδήγησε σε μια πολιτική ορθότητα όπου κανένα επίπεδο ιδεολογικής σύγκρουσης δεν ήταν αποδεκτό, παρά μόνο διαρκείς συμβιβασμοί και συναινέσεις. «Ως αποτέλεσμα των παγιδευμένων δημοκρατιών, ο λαϊκισμός έγινε η μόνη παραγωγική μορφή που λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις του κόσμου και προωθεί τη συλλογική συμμετοχή,» υπογραμμίζει. Με λίγα λόγια ο Ζαμπάλα αποδέχεται τον λαϊκισμό ως κάτι περισσότερο από μια ρητορική – τον δέχεται ως μια κινηματική διαδικασία με πολιτικά ερείσματα τόσο στην Αριστερά όσο και τη Δεξιά – και κατηγορεί τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση για την άνοδό του.

Εμείς κι Αυτοί

Παραπέμποντας στη θεωρητικό της δημοκρατίας Σαντάλ Μούφ και τον θεωρητικό τη ηγεμονίας Ερνέστο Λακλώ, ο Ζαμπάλα γράφει ότι «ο λαϊκισμός είναι ένας τρόπος κατασκευής του πολιτικού στη βάση της έγκλησης των ασθενέστερων και της κινητοποίησής τους ενάντια στο κατεστημένο.» Αυτό γίνεται στη βάση της δημιουργίας ενός ιδεολογικού διπόλου «εμείς» εναντίον «αυτών» και στη βάση της ηθικοποίησης της πολιτικής (καλό-κακό).

Το δίπολο αυτό παίρνει τη μορφή «ο αγνός λαός» ενάντια στις «διεφθαρμένες ελίτ» αναλύει ο Ολλανδός κοινωνιολόγος Κας Μουντ, που θεωρείται από αρκετούς ως ειδικός επί του λαϊκισμού.

«[…] ο λαϊκισμός ορίζεται καλύτερα ως μια αβαθής ιδεολογία (thin-centered ideology) που θεωρεί ότι η κοινωνία είναι πλήρως διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά σύνολα, τον «αγνό λαό» και τις «διεφθαρμένες ελίτ», και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα έπρεπε να είναι η έκφραση της γενικής θέλησης (volonté générale) του λαού. Αυτό σημαίνει ότι ο λαϊκισμός είναι μια συγκεκριμένη άποψη σχετικά με το πώς είναι η κοινωνία και πώς θα πρέπει να είναι δομημένη, αλλά ασχολείται μόνο με ένα μικρό μέρος της ευρύτερης πολιτικής ατζέντας. Για παράδειγμα, λέει ελάχιστα σχετικά με το ιδανικό οικονομικό ή πολιτικό σύστημα που πρέπει να διαθέτει ένα (λαϊκιστικό) κράτος. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι: ηθική και μονισμός. Το βασικό σημείο είναι ότι ο λαϊκισμός θεωρεί και τα δύο σύνολα ομοιογενή, δηλαδή, χωρίς θεμελιώδεις εσωτερικές διαιρέσεις, και πιστεύει ότι η ουσία του διαχωρισμού μεταξύ των δύο συνόλων είναι ηθική. Κατά συνέπεια, οι βασικοί του αντίπαλοι είναι ο ελιτισμός και ο πλουραλισμός. Ο ελιτισμός πιστεύει στον ίδιο σημαντικό διαχωρισμό, αλλά θεωρεί ότι η ελίτ είναι αγνή και ο λαός διεφθαρμένος. Ο πλουραλισμός διαθέτει μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεώρηση συγκριτικά με τον ελιτισμό και τον λαϊκισμό, και θεωρεί ότι η κοινωνία διαιρείται σε διάφορα σύνολα με διαφορετικά συμφέροντα, και είναι υπέρ μιας πολιτικής που βασίζεται στη συναίνεση μεταξύ αυτών των συνόλων.»

«Αντίθετα από ό,τι ενδεχομένως ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι και οι επικριτές του, ο λαϊκισμός δεν είναι ούτε η ουσία ούτε η άρνηση της δημοκρατίας. Με απλά λόγια, ο λαϊκισμός είναι υπέρ της δημοκρατίας, αλλά κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Υποστηρίζει τη λαϊκή κυριαρχία και τον κανόνα της πλειοψηφίας, αλλά απορρίπτει τον πλουραλισμό και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ο λαϊκισμός μπορεί να θεωρηθεί η μισαλλόδοξη δημοκρατική απάντηση στα προβλήματα που δημιούργησε ένας αντιδημοκρατικός φιλελευθερισμός. Επικρίνοντας την τάση της τελευταίας δεκαετίας να αποπολιτικοποιούνται τα επίμαχα ζητήματα μέσω της απομάκρυνσής τους από την εθνική δημοκρατική (δηλαδή την εκλογική) σφαίρα, και μέσω της μεταφοράς τους στη δικαιοδοσία υπερεθνικών θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ή (νεο-)φιλελεύθερων θεσμών, όπως τα δικαστήρια και οι κεντρικές τράπεζες, οι λαϊκιστές ζητούν την επαναπολιτικοποίηση ζητημάτων όπως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων ή η μετανάστευση.» (Απόσπασμα από το ευσύνοπτο κείμενο περί του θέματος στο socialactivism.gr)

Ο κίνδυνος της ιδεολογικοποίησης του λαϊκισμού

Κατά τη γνώμη μας, το επίμαχο σημείο είναι η αναγωγή του λαϊκισμού σε ιδεολογία – έστω και αβαθή. Από τη μία μεριά μπορεί να μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το φαινόμενο με περισσότερους τρόπους. Λόγου χάρη να ερευνήσουμε τι κοινό έχει ο ξενοφοβικός και ισλαμοφοβικός λόγος του Τραμπ με εκείνον του Αlternative for Germany ή του Γεέρτ Βίλντερς. Ή ακόμα να επιχειρηματολογήσουμε εάν το Μπρέξιτ έχει κοινά χαρακτηριστικά επιστροφής στον προστατευτισμό με την εσωστρέφεια που φαίνεται να υιοθετούν οι ΗΠΑ.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στο Economist γράφει ότι δεν μπορείς να είσαι λαϊκιστής και συντηρητικός υπέρμαχος των ελεύθερων αγορών ταυτόχρονα. Αναφερόμενος ο συγγραφέας στη Βρετανή πρωθυπουργό Τερέζα Μέι και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, γράφει ότι οι δύο ηγέτες θα βρεθούν μπροστά σε ένα δίλημμα. Είτε θα υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους απέναντι στους ψηφοφόρους, είτε θα κάνουν το χατίρι των ελεύθερων αγορών, απλούστατα γιατί τα δύο είναι ασυμβίβαστα. Η παγκοσμιοποίηση, η ελεύθερη αγορά και απορρύθμιση δεν συνάδουν με το κοινωνικό κράτος, τους δασμούς στις εισαγωγές, την επιστροφή των εταιρειών στον τόπο τους  και τον έλεγχο του κράτους στον ιδιωτικό τομέα. «Εν ολίγοις,» καταλήγει το άρθρο, «οι αγορές πιστεύουν ότι τόσο η Μέι όσο και ο Τραμπ θα είναι συντηρητικοί τύπου Θάτσερ/Ρήγκαν. Οι ψηφοφόροι τους πιστεύουν το αντίθετο. Μια από τις μεγαλύτερες μάχες των επόμενων τεσσάρων χρόνων θα είναι ο τετραγωνισμός αυτού του κύκλου.»

Όμως η ιδεολογικοποίηση του λαϊκισμού από την άλλη μπορεί να τον καταστήσει ένα επικίνδυνο θεωρητικό εργαλείο στα χέρια των άνευ όρων υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού.

Χωρίς να θέλουμε να υποστηρίξουμε ή να καταρρίψουμε εδώ το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο αποχαρακτηρισμός της πολιτικής από τα αριστερά ή δεξιά της χαρακτηριστικά οδηγεί σε μια επικίνδυνη ομογενοποίηση όπου ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα, είναι το ίδιο πράγμα, στη βάση του λαϊκισμού. Δεδομένου ότι το βασικό κριτήριο για να είναι κάποιος λαϊκιστής είναι η οικοδόμηση ενός αντισυστημικού «εμείς», οποιαδήποτε πολιτικήεναντιώνεται στην κυρίαρχη πολιτική γίνεται αυτομάτως και «λαϊκιστική».

Χαρακτηριστική αυτού του τύπου είναι η ανάλυση του Αυγούστου 2016 από το Harvard Kennedy School, με τίτλο, «Ο Τραμπ, το Μπρέξιτ και η άνοδος του λαϊκισμού: Οι μη έχοντες και η πολιτιστική ανάκρουση»από τους Ρ.Ίνγκλχαρτ και Π.Νόρις. Πολύ συνοπτικά, η εργασία υποστηρίζει ότι τα πολιτικά κόμματα κινούνται στους άξονες αριστερά (κρατισμός. Αναδιανομή, κράτος πρόνοιας, συλλογικότητα) – δεξιά(ελεύθερη αγορά, μικρό κράτος, απορρύθμιση, χαμηλή φορολόγηση, ατομικισμός) και λαϊκισμός(αντισυστημικότητα, ισχυρή ηγεσία, λαϊκή βούληση, εθνικισμός, παραδοσιακές αξίες) – κοσμοπολίτικος φιλελευθερισμός (πλουραλιστική δημοκρατία, ανεκτικότητα, πολυπολιτισμικότητα, προοδευτικές ιδέες).

Στην ουσία αποσυνδέει παραδοσιακές αριστερές και δεξιές αξίες από την Αριστερά και τη Δεξιά και τις καθιστά νέες κατηγορίες. Αιτία του φαινομένου προσδιορίζει είτε την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων αυτών των χωρών, είτε την βαθμιαία πολιτισμική μετατόπιση των κομμάτων που αποξένωσε τους παραδοσιακούς τους ψηφοφόρους. Οι ερευνητές προκρίνουν τη δεύτερη ερμηνεία ως πιο πιθανή.

Σύμφωνα με τους τέσσερεις άξονες δημιουργείται ένας πολιτικός χάρτης όπου κάθε κόμμα εμπίπτει σε ένα από τα τέσσερα σχηματικά τεταρτιμόρια (λαϊκίστικη Αριστερά, λαϊκίστική Δεξιά, κοσμοπολίτικη φιλελεύθερη Αριστερά (sic), κοσμοπολίτική φιλελεύθερη Δεξιά. Η «αριστεροσύνη» η «δεξιοφροσύνη» κάθε κόμματος όπως και ο «λαϊκισμός» ή «φιλελευθερισμός», ποσοτικοποιούνται και είναι μετρήσιμοι και κατατάξιμοι. Δεν είναι της παρούσης η αξιολόγηση της 53σέλιδης μελέτης, ωστόσο προς γνώσιν (και τέρψιν) του αναγνωστικού κοινού παραθέτουμε πίνακα από τη μελέτη (με στοιχεία του 2014), σύμφωνα με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ είναι εξίσου λαϊκίστικα κόμματα και η Χρυσή Αυγή και οι ΑΝΕΛ ανήκουν στη λαϊκίστικη Αριστερά (!)…

Λαϊκισμός και παγκοσμιοποίηση

Ειδικά, στην Ευρώπη ο λαϊκισμός τείνει να ταυτιστεί με τον ευρωσκεπτικισμό. Πράγμα που κινδυνεύει να σημαίνει ότι θα υπάρχουν μόνο δύο πολιτικές εκδοχές στα μάτια της Ευρώπης: Η «κοσμοπολίτικη» που θέλει την φιλελεύθερη Ευρώπη των ανοιχτών αγορών, συνόρων, ιδεών κ.λπ. και η «λαϊκιστική» που είναι ξενοφοβική, ισλαμοφοβική, εθνικιστική και υπέρ του προστατευτισμού. Οποιοσδήποτε δεν κολλάει στο κυρίαρχο αφήγημα θα χαρακτηρίζεται ως λαϊκιστής, άσχετα με το ποια ακριβώς είναι η διαφοροποίησή του από τον «κοσμοπολιτισμό» και αυτό είναι λάθος.

Είναι άλλο πράγμα να μιλάμε για λαϊκισμό της Δεξιάς και της Αριστεράς εννοώντας την ακατάσχετη ρητορική και άλλο πράγμα να μιλάμε γενικά για λαϊκισμό, όπου ο φασισμός και ο σοσιαλισμός είναι τελικά το ίδιο πράγμα. Για τους υπέρμαχους της παγκοσμιοποίησης, οποιαδήποτε φωνή εναντίωσης είναι πράγματι το ίδιο και για την παγκοσμιοποίηση η εναντίωση δεν έχει διαφορά από πού προέρχεται. Αντίθετα, βοηθά στον προσδιορισμό του «εχθρού», του «άλλου» και ως εκ τούτου στον αυτοπροσδιορισμό και στην καλύτερη οργάνωση απέναντί του. Υπό αυτήν την έννοια η αναγωγή του λαϊκισμού σε ιδεολογία αποτελεί και η ίδια φαινόμενο λαϊκισμού που δημιουργεί δύο στρατόπεδα: «εμείς» και οι «λαϊκιστές».

Κυρίως όμως στερεί από προοδευτικές, αντισυστημικές δυνάμεις τον αυτοπροσδιορισμό μέσα από τηδιαφοροποίηση από τον κυρίαρχο λόγο. Γιατί μπορεί να υπάρχει ένας αντισυστημικός λόγος που δεν θα είναι αναγκαστικά λαϊκίστικος. Ένας λόγος που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις του απλού κόσμου χωρίς να του χαϊδεύει αυτιά με ψεύτικες υποσχέσεις και που δεν θα δρα αυταρχικά στο όνομά του, αλλά θα εξασφαλίζει την κυριαρχία του με διαφανείς και συμμετοχικές διαδικασίες, αντί δι’ αντιπροσώπων. Ένα όραμα για μια Ευρώπη των λαών με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπου η ευρωπαϊκή ταυτότητα θα αποτελεί κομμάτι της εθνικής ταυτότητας και η θρησκευτική ταυτότητα μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής και πνευματικής παράδοσης και σημεία προσέγγισης, όχι απόκλισης. Με πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων και όχι μια αλληλεγγύη μόνο μεταξύ των τραπεζών. Αυτόν τον Λόγο είναι ανάγκη να αρθρώσουμε σήμερα.

http://newpost.gr/politiki/586545/la-kismos-ena-epikindyno-ideologiko-ergaleio-me-dyo-k-opseis