του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Ο πατέρας της «Ατζέντας 2030του» που παραδέχεται ότι δεν είναι στην πραγματικότητα μια ολοκληρωμένη αμυντική στρατηγική, αναστατώνεται με όσους επισημαίνουν ότι η «Ατζέντα 2030» δεν είναι ακριβώς μια στρατηγική;
Ας το ξεκαθαρίσουμε.
Στο Υπουργείο Άμυνας, η προσέγγιση του Υπουργού κκ Ν. Δένδια για την «Ατζέντα 2030» έχει πυροδοτήσει συζήτηση, ιδιαίτερα σχετικά με το αν χαρακτηρίζεται ως πραγματική αμυντική στρατηγική ή αν πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα έγγραφο με πολιτικά κίνητρα. Έλληνες αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων υψηλόβαθμων μελών του αμυντικού συστήματος, είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν την «Ατζέντα» έναντι επικρίσεων -εμείς, προφανώς, μεταξύ αυτών των επικριτών- που υποστηρίζουν ότι δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα μιας πραγματικής στρατηγικής.
Αλλά, ενδιαφέρον είναι ότι οι υποστηρικτές του Υπουργείου έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι η «Ατζέντα 2030» δεν είναι ακριβώς μια στρατηγική. Αντίθετα, διατυπώνεται περισσότερο ως εργαλείο προσέγγισης, ένας τρόπος για την ενίσχυση της εθνικής ενότητας, τον καθησυχασμό των συμμάχων και την επισήμανση των προτεραιοτήτων ασφαλείας της Ελλάδας σε ένα ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον. Είναι ένα διπλωματικό άνοιγμα προς τις ξένες κυβερνήσεις, ένας τρόπος για να συγκεντρωθεί πολιτική και οικονομική υποστήριξη τόσο από εγχώριους ενδιαφερόμενους φορείς όσο και από διεθνείς εταίρους. Το έγγραφο αποτελεί επίσης μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί η δημόσια υποστήριξη για την αύξηση των αμυντικών δαπανών σε μια εποχή αυξανόμενων ανησυχιών για την ασφάλεια στη Μεσόγειο.
Με άλλα λόγια, η «Ατζέντα 2030» αφορά περισσότερο την εξασφάλιση πολιτικής αποδοχής και την ενίσχυση της αμυντικής θέσης της χώρας με την ευρεία έννοια, παρά την προσφορά ενός λεπτομερούς, εφαρμόσιμου οδικού χάρτη για στρατιωτική εμπλοκή. Προσφέρει ένα όραμα υψηλού επιπέδου για τις αμυντικές δυνατότητες της Ελλάδας, χωρίς να αναφέρεται σαφώς στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δυνατότητες θα εφαρμοστούν σε απάντηση σε συγκεκριμένες απειλές ή εξελισσόμενες περιφερειακές προκλήσεις.
Το πρόβλημα με αυτήν την προσέγγιση, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι ότι μπορεί να αφήσει την στρατιωτική ηγεσία και την ευρύτερη στρατηγική κοινότητα με ελάχιστη πνευματική καθοδήγηση για τις καθημερινές επιχειρησιακές αποφάσεις. Οι στρατηγικές προτεραιότητες της Ελλάδας, ειδικά όσον αφορά την ασφάλεια στη θάλασσα και τις σχέσεις με τους γείτονές της, μπορεί να μην είναι τόσο πλήρως καθορισμένες όσο θα μπορούσαν, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί δαπανηρό σε μια περιοχή όπου η αβεβαιότητα και ο ανταγωνισμός βρίσκονται σε άνοδο.
Μια σύντομη ανασκόπηση για την «Ατζέντα 2030»
Καταρχάς, ναι, έχω επισημάνει ότι η «Ατζέντα 2030» λειτουργεί περισσότερο ως στρατηγική έννοια παρά ως ολοκληρωμένη στρατηγική. Πρόκειται περισσότερο για σημασιολογικό παρά για ουσιαστικό ζήτημα. Μια στρατηγική έννοια έχει τη θέση της, δηλαδή δίνει μια γενική αίσθηση κατεύθυνσης, ένα πλαίσιο υψηλού επιπέδου. Ο αείμνηστος, σπουδαίος στρατηγιστής Σάμιουελ Χάντινγκτον υποστήριξε ότι τα έθνη χρειάζονται στρατηγικές έννοιες σε καιρό ειρήνης ή σε περιόδους αβεβαιότητας, για να παρέχουν πνευματική δομή στις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Η «Ατζέντα 2030» παρέχει μια χρήσιμη έννοια για να συσπειρώσει το έθνος, ακόμη και αν δεν ανέλθει στο επίπεδο μιας πραγματικής, εκτελέσιμης στρατηγικής.
Δεύτερον, υπάρχουν πολλά αξιέπαινα στοιχεία όσον αφορά τη συνολική κατεύθυνση του εγγράφου. Η «Ατζέντα 2030» τονίζει τη δέσμευση της Ελλάδας στην περιφερειακή ασφάλεια και κυριαρχία, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο. Εστιάζει στην ενίσχυση των αμυντικών συνεργασιών εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα τονίζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού του στρατιωτικού εξοπλισμού και προετοιμασίας για αναδυόμενες απειλές όπως ο υβριδικός πόλεμος και οι προκλήσεις στον κυβερνοχώρο. Είναι προσανατολισμένη στο μέλλον και, σε κάποιο επίπεδο, πρακτική. Ωστόσο, η έλλειψη εξειδίκευσης σχετικά με το πώς θα επιτευχθούν αυτοί οι υψηλοί στόχοι, πώς θα υλοποιηθεί στην πράξη ο εκσυγχρονισμός της άμυνας τα επόμενα χρόνια, παραμένει ένα σημαντικό κενό.
Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα: ορισμένες από τις επιπτώσεις της «Ατζέντας 2030» μπορεί να μην έχουν κατανοηθεί πλήρως ή εκτιμηθεί από τους συντάκτες της. Η έννοια της κοινής αμυντικής ευθύνης είναι ευγενής, ειδικά καθώς η Ελλάδα επιδιώκει να εξισορροπήσει τις εθνικές της προτεραιότητες με τις διεθνείς δεσμεύσεις της. Ωστόσο, ο συντονισμός των αμυντικών προτεραιοτήτων μεταξύ πολλαπλών κρατών μελών της ΕΕ, συμμάχων του ΝΑΤΟ και γειτονικών κρατών παρουσιάζει διπλωματικές και στρατηγικές προκλήσεις. Με απλά λόγια, η έννοια της «κοινής θαλάσσιας ασφάλειας» στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστεί από ό,τι να γραφτεί σε χαρτί. Το στρατηγικό έγγραφο μπορεί να υποτιμά αυτές τις προκλήσεις, ειδικά υπό το φως των αυξανόμενων εντάσεων με την Τουρκία και της περίπλοκης ενεργειακής πολιτικής στην περιοχή.
Τέλος, και ίσως το πιο κρίσιμο, υπάρχει ένα επίμονο ερώτημα σχετικά με το εάν η Ελλάδα καλλιεργεί πραγματικά την επόμενη γενιά στρατηγικών στοχαστών εντός του αμυντικού της κατεστημένου. Δίνεται στους αξιωματικούς, τους αναλυτές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ο χρόνος και οι πόροι για να εμβαθύνουν σε στρατηγικές μελέτες, ενώ παράλληλα διαχειρίζονται τον έντονο επιχειρησιακό ρυθμό που συνοδεύει την ασφάλεια μιας ασταθούς περιοχής; Οι πιέσεις της ρουτίνας της στρατιωτικής θητείας συχνά παραγκωνίζουν ένα τέτοιο μακροπρόθεσμο πνευματικό έργο, και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει την ανάπτυξη των βαθιών στρατηγικών γνώσεων που απαιτούνται για την καθοδήγηση της εφαρμογής της «Ατζέντας 2030».
Η πρόσφατη έμφαση που δίνει το Υπουργείο στην ενίσχυση της στρατηγικής σκέψης εντός των ενόπλων δυνάμεων είναι ενθαρρυντική. Ωστόσο, η πραγματική επιτυχία θα εξαρτηθεί από το αν η Ελλάδα μπορεί να καλλιεργήσει μια γενιά στρατιωτικών επαγγελματιών που είναι εξοπλισμένοι όχι μόνο με τακτικές γνώσεις αλλά και με την ικανότητα να πλοηγούνται σε σύνθετα γεωπολιτικά περιβάλλοντα. Μια «στρατηγική επιχείρηση», όπως θα λέγαμε, που ενθαρρύνει την κριτική σκέψη και τον βαθύ στοχασμό σχετικά με τον εξελισσόμενο ρόλο της Ελλάδας στη Μεσόγειο και πέρα από αυτήν.
Συμπεράσματα
Τελικά, η «Ατζέντα 2030» δέχεται μια πολυεπίπεδη κριτική, η οποία φαίνεται να συνοψίζεται σε μερικά βασικά ζητήματα:
- Στρατηγική Ταυτότητα : Η Ατζέντα είναι ένα σημαντικό έγγραφο, αλλά δεν είναι στρατηγική με την πιο αγνή έννοια. Αντίθετα, διατυπώνεται ως έννοια, ένα εργαλείο επικοινωνίας που στοχεύει στη συγκέντρωση εγχώριας και διεθνούς υποστήριξης για τις προτεραιότητες της Ελλάδας. Αλλά αυτό δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα ένταση: όταν ένα στρατηγικό έγγραφο προορίζεται περισσότερο για προσέγγιση, πολιτικούς ελιγμούς και διαχείριση αντιλήψεων παρά για άμεση καθοδήγηση στρατιωτικών επιχειρήσεων ή διατύπωση σαφών, εφαρμόσιμων στόχων, μπορούμε ακόμα να το ονομάσουμε στρατηγική; Ή μήπως είναι απλώς ένα διπλωματικό ή πολιτικό εργαλείο ντυμένο με στρατηγική γλώσσα;
- Στρατηγική Σκέψη έναντι Επιχειρησιακών Προτεραιοτήτων : Ο Υπουργός αμφισβητεί κατά πόσον οι Ένοπλες Δυνάμεις καλλιεργούν πραγματικά στρατηγικούς στοχαστές μεταξύ των αξιωματικών του. Το προσωπικό των κλάδων είναι τόσο υπερφορτωμένο με επιχειρησιακές απαιτήσεις που υπάρχει λίγος χρόνος για μακροπρόθεσμη, εννοιολογική εργασία. Αυτό θίγει ένα βασικό ζήτημα: μπορεί κανείς να διαμορφώσει μια αποτελεσματική στρατηγική χωρίς ένα αφοσιωμένο σύνολο στρατηγικών στοχαστών που ασχολούνται ενεργά με το πνευματικό έργο της στρατηγικής, μελετώντας τα κλασικά, προβλέποντας μελλοντικές απειλές και διατυπώνοντας απαντήσεις; Η απουσία τέτοιων στοχαστών μπορεί να εξηγήσει γιατί στρατηγικά έγγραφα καταλήγουν περισσότερο ως πολιτικά υποκινούμενες δηλώσεις παρά ως σοβαρά στρατηγικά πλαίσια.
- Η Φύση των Συνεργασιών στην Ασφάλεια στη Θάλασσα : Η απογοήτευση μας φαίνεται να πηγάζει επίσης από τις προκλήσεις της επίτευξης μιας συλλογικής προσπάθειας. Εάν οι Ελλάδα επιχειρεί να μετατραπεί από μονομερή ναυτική δύναμη σε κάτι πιο συνεργατικό, η δυσκολία ευθυγράμμισης των εταίρων με ανταγωνιστικά εθνικά συμφέροντα θα μπορούσε τελικά να καταστήσει την προσπάθεια μη βιώσιμη. Αυτό είναι ένα σημαντικό διπλωματικό και υλικοτεχνικό εμπόδιο που μια «στρατηγική» θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο και φαίνεται ότι μπορεί να υπήρξε υποεκτίμηση αυτών των πολυπλοκοτήτων.
Η «Ατζέντα 2030» μπορεί να ήταν το καλύτερο βήμα προς τα εμπρός δεδομένων των συνθηκών, αλλά στην ουσία της, είναι περισσότερο ένας συμβιβασμός παρά μια καθαρή στρατηγική.
Αυτό, φυσικά, εγείρει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: πώς μπορεί το Ναυτικό η Αεροπορία και ο Στρατός Ξηράς, να αναπτύξουν μια πραγματική στρατηγική σε έναν κόσμο όπου το γεωπολιτικό περιβάλλον μεταβάλλεται συνεχώς και οι πόροι είναι λιγότεροι από ποτέ; Και σε ποιο βαθμό αυτό αφορά τον εσωτερικό αναστοχασμό της κουλτούρας στρατηγικής σκέψης;
Ας ελπίσουμε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες προκλήσεις της Μεσογείου με σαφή κατεύθυνση και την πνευματική δύναμη για να την υποστηρίξει.
Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).



Καλά τα γράφετε κύριε Τσαϊλά αλλά θέλουμε απάντηση στο εύλογο και ανησυχητικό ερώτημα των πατριωτών Ελλήνων.
”Μειώνεται με αυτήν την ατζέντα 2030 η μαχητική ικανότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων και η ικανότητα αποτροπής ελληνοτουρκικού πολέμου ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ Ή ΔΕΝ ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ.;;;.
Όλα τα άλλα -τα δικά σας και των άλλων αναλυτών- αποτελούν στήριξη ή απαξίωση του ΥΕΘΑ κ. Δένδια για λόγους κομματικής σκοπιμότητος και ιδιοτέλειας ατόμων και ”μηχανισμών”.
Στρατιωτικός τίμιος είστε ,”μιλήστε μας καθαρά” -έστω γιαυτά που εκτιμάτε-, γιατί πληροφορίες δεν έχετε. .
Προσωπικώς δεν αμφιβάλλω ότι η σημερινή πολιτική και φυσική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ ενήργησαν και στην περίπτωση αυτή τα βέλτιστα ,αλλά θα κριθούν -όπως πάντα- από τα αποτελέσματα το 2030.
ΩΣ ΤΟΤΕ ΜΙΑ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΟΛΩΝ ΜΑΣ -για την απόρριψή τους- ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ.
Αν λάβουμε υπόψη ότι μέρος της ατζέντας 2030 είναι η Ταξιαρχία των Σερρών και η κατάργηση του Δ σώματος στρατού είναι εύκολα αντιληπτό ότι ούτε ως κείμενο επικοινωνίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Περισσότερο είναι ένα κείμενο δημοσιογραφικό τύπου συνέντευξης που απαντά στην ερώτηση πώς θα βλέπατε τις ένοπλες δυνάμεις σε 5 χρόνια όπου γράφει τις ιστορίες του.
Ένα αλυσιτελές κείμενο που διανθίζεται με ωραίες λέξεις όπως καινοτομία, drones, θόλος, ιδιωτικοποίηση του στρατού, φιλανδικό μοντέλο θητείας, κλπ.
Τα αποτελέσματα εισαγωγής των στρατιωτικών σχολών έδειξαν ότι οι νέοι αποστρέφονται την ατζέντα 2030 . Πιθανόν θα δοθεί λύση με ένα μη κρατικό ΑΕΙ που θα βγάζει στρατιωτικούς.
Ο Μητσοτάκης πάντως έβαλε καπέλο στην ατζέντα 2030 και στον υπουργό με την δημιουργία της γενικής γραμματείας άμυνας στο Μαξίμου.