του Παντελή Σαββίδη
Η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης–Κύπρου–Ισραήλ θα μπορούσε, σε μια σοβαρή χώρα, να είναι υπόδειγμα στρατηγικής αυτονομίας. Στα χέρια της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης κατέληξε να συμβολίζει ακριβώς το αντίθετο: κοινωνικοποίηση ρίσκου υπέρ ιδιωτών, επιθετική ρητορική προς τη Λευκωσία και μια φοβική διαχείριση απέναντι στην Τουρκία που υπονομεύει την ίδια την έννοια της κυριαρχίας. Τρία επίπεδα, μία εικόνα: ένα κράτος που ζητά από τον πολίτη να προπληρώσει την αβεβαιότητα.

1) Ο λογαριασμός στον πολίτη για επένδυση ιδιώτη
Με ποια λογική οι πολίτες καλούνται να χρηματοδοτήσουν προκαταβολικά τα κόστη ενός έργου που υλοποιείται υπέρ ιδιωτικών και ημικρατικών συμφερόντων; Η κυβέρνηση προωθεί τον «επιμερισμό» του κόστους μέσω τιμολογίων, βαφτίζοντάς τον “ευρωπαϊκή πρακτική” και “στρατηγική αναγκαιότητα”. Στην πραγματικότητα, εφαρμόζει τον γνώριμο ελληνικό καπιταλισμό: ιδιωτικοποίηση κερδών – κρατικοποίηση ρίσκου. Ο καταναλωτής πληρώνει σήμερα για ένα έργο που ίσως λειτουργήσει αύριο, αν ολοκληρωθεί, αν δεν μπλοκαριστεί ενεργά επί του πεδίου, αν βγουν οι μελέτες, αν συμφωνήσουν οι εταίροι. Πόσα «αν» αντέχει ο οικογενειακός προϋπολογισμός;
Η κυβέρνηση προσποιείται ότι ο λαός “επενδύει” στο μέλλον. Δεν πρόκειται για επένδυση του πολίτη, αλλά για αντικατάσταση του ρίσκου του πραγματικού επενδυτή. Αν το έργο σκοντάψει –σε τεχνικά, οικονομικά ή γεωπολιτικά εμπόδια– ποιος αποζημιώνει τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις που θα έχουν προπληρώσει; Η σιωπή είναι εκκωφαντική. Και το χειρότερο: βαφτίζουμε «στρατηγική σημασία» κάθε τι που δεν στέκει σε καθαρή κοστολόγηση, για να κρύψουμε κάτω από το χαλί την αναντιστοιχία ρίσκου–απόδοσης για την κοινωνία.
2) Από εταίρος, “υπόλογος”: η ατεκμηρίωτη επίθεση στην Κύπρο
Η διασύνδεση αφορά τρεις χώρες, όμως το ελληνικό κυβερνητικό κέντρο επέλεξε να μετατρέψει την Κύπρο σε βολικό ένοχο για τις καθυστερήσεις. Η Λευκωσία εξέφρασε δημόσια τεκμηριωμένες επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα και τον τρόπο χρηματοδότησης (εξίσου για την προπληρωμή μέσω τιμολογίων και για τον κίνδυνο να διογκώνονται δαπάνες χωρίς διασφάλιση ολοκλήρωσης). Η ώριμη απάντηση θα ήταν πολιτική αξιοπρέπεια: διάλογος στα δεδομένα, σύγκριση μελετών, προσαρμογή όρων. Αντί αυτού, είδαμε επικοινωνιακές αιχμές, μισό-υπαινιγμούς και επιθετική γλώσσα περί «ευθυνών» της Λευκωσίας.
Είναι ανεύθυνο –και πολιτικά μικρό– να κατηγορείς έναν “αδελφό εταίρο” επειδή αρνείται να φορτώσει στους δικούς του πολίτες ένα ρίσκο που κι εσύ ο ίδιος δεν έχεις καταφέρει να τιθασεύσεις. Η Κύπρος δεν οφείλει να επιδοτήσει ελληνικές αστοχίες, ούτε να δεχτεί αδιαφάνεια ως «κανονικότητα». Όταν μάλιστα η συζήτηση αγγίζει και ευρωπαϊκά κονδύλια, ο ορθολογισμός και η τεκμηρίωση δεν είναι… αγενής επιφυλακτικότητα· είναι θεσμική υποχρέωση. Αν η Αθήνα θέλει να ηγηθεί, οφείλει πρώτα να πείσει –όχι να επιπλήξει.
3) Η φοβική αποδοχή του τουρκικού βέτο
Το τρίτο –και βαρύτερο– ατόπημα είναι γεωπολιτικό. Όλοι γνωρίζουν ότι η Άγκυρα αντιμετωπίζει καχύποπτα κάθε έργο στην Ανατολική Μεσόγειο που δεν περνάει από την έγκρισή της. Αυτό δεν είναι καινούριο. Και όμως, αντί η κυβέρνηση να οικοδομήσει συμμαχίες αποτροπής, να εξασφαλίσει εμπράκτως την ελευθερία κινήσεων, να θωρακίσει νομικά και επιχειρησιακά το έργο, επέλεξε την πολιτική της σιωπηλής προσαρμογής. Μπλοκάρισμα ερευνών; Χαμηλοί τόνοι. Ρητορική σύνεσης χωρίς κόκκινες γραμμές. Εν ολίγοις: η «Γαλάζια Πατρίδα» λειτουργεί de facto ως δόγμα αυτοπεριορισμού μας.
Όταν δεν υπερασπίζεσαι ενεργά το δικαίωμά σου να τοποθετήσεις ευρωπαϊκό έργο σε διεθνή ύδατα, στέλνεις μήνυμα αδυναμίας, όχι σύνεσης. Και όταν, παρά την αδυναμία αυτή, απαιτείς από την Κύπρο να προχωρήσει, ζητάς από τον εταίρο να πληρώσει το “ασφάλιστρο” της δικής σου γεωπολιτικής ατολμίας. Η ΕΕ και οι ΗΠΑ ίσως προτιμούν τη διαρκή διαμεσολάβηση της Τουρκίας στα ενεργειακά της περιοχής· αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να ορίζουμε τα του οίκου μας. Συμμαχίες χωρίς διεκδικητική στρατηγική καταλήγουν σε άλλοθι ακινησίας.
Το πολιτικό συμπέρασμα
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πουλήσει ένα τριπλό αφήγημα: ότι το έργο είναι στρατηγικό (άρα “δεν μιλάμε για λεφτά”), ότι η Κύπρος «οφείλει» να συμπράξει (άρα φταίει όποιος αμφισβητεί) και ότι η Τουρκία «δεν πρέπει να προκαλείται» (άρα σωπαίνουμε μέχρι να περάσει η μπόρα). Και στα τρία, η πραγματικότητα αρνείται να συμμορφωθεί. Στρατηγικό είναι ό,τι μειώνει ρίσκο και αυξάνει ισχύ – όχι ό,τι διογκώνει τιμολόγια και εκχωρεί βέτο στον απέναντι. Συμμαχικό είναι ό,τι σέβεται τον εταίρο – όχι ό,τι τον στοχοποιεί για να καλυφθούν οι δικές μας ανεπάρκειες. Υπεύθυνο είναι ό,τι υπερασπίζεται το δικαίωμα δράσης – όχι ό,τι το υποτάσσει σε τρίτους.
Η Ελλάδα χρειάζεται ενεργειακές διασυνδέσεις. Χρειάζεται και την Κύπρο, και το Ισραήλ, και την Ευρώπη. Πάνω απ’ όλα όμως, χρειάζεται κράτος που να σκέφτεται πριν πληρώσει ο πολίτης, που να συντονίζει πριν επιτεθεί στον εταίρο, και που να διεκδικεί πριν φοβηθεί τον γείτονα. Το καλώδιο μπορεί να είναι εργαλείο ισχύος. Με την παρούσα διαχείριση, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε εργαλείο εξευτελισμού: οι Έλληνες πληρώνουν, η Κύπρος λοιδορείται, η Τουρκία κερδίζει.
Αν κάτι αξίζει όντως να «διασυνδέσουμε» σήμερα, είναι η λογοδοσία με την πολιτική απόφαση. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να χτίζουμε «στρατηγικά οράματα» πάνω σε κοινωνικά τιμολόγια και γεωπολιτικά παραμύθια – μέχρι να πέσει ο γενικός.



O Έλληνας πολίτης θα έπρεπε να χαίρεται που συνεισφέρει οικονομικά στην ανάπτυξη του τόπου του. Η επικοινωνιακη διαχείριση στις διάφορες μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου θα μπορούσαν να είναι καλύτερη αλλά κάθε κράτος κοιτάει πρωτίστως τα συμφέροντα του. Είναι γνωστές οι θέσεις της Άγκυρας για την έναρξη πολέμου όταν θεωρήσει ότι απειλείται, οι συνετές ηγεσίες δεν ρισκάρουν τον πόλεμο για ένα καπρίτσιο.
Έχουμε αναλογιστεί τη διατάραξη που θα επιφέρει το έργο στην οικολογική ισορροπία των θαλάσσιων υδάτων της Μεσογείου;
Για ποιο … “καπρίτσιο” ακριβώς μιλάμε;
Ναι, οι … συνετές κυβερνήσεις, όπως αυτή τού Σημίτη, προτιμούν να δώσουν λίγο κώλο, παρά να έχομε φασαρίες, έτσι δεν είναι.
«Προσωπικά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να έχουμε μερικά στρέμματα γης λιγότερα από εκείνα που μας ανήκουν και να κοιμόμαστε τα βράδια ήσυχοι και ασφαλείς, παρά να έχουμε ό,τι μας ανήκει και να μη μπορούμε να κλείσουμε μάτι από τον κίνδυνο κάποιας ξαφνικής επίθεσης κακόβουλων γειτόνων εναντίον μας»
(Γ. Παπανδρέου, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης
Σημίτη, το 1999 στο Τορόντο, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου).
Ἡ θεωρία τῆς ἀνοησίας
Κύριε Σαββίδη,
Συμφωνώ απολύτως μ’ αυτά που γράφετε, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, με πολίτες με την νοοτροπία τού πρώτου σχολιαστή, ουδέν δύναται γενέσθαι των δεόντων. Τα έγραφα και χθές στον ναύαρχο Τσαϊλά. Θα είμαστε εσαεί χαμένοι, θαμμένοι στην ανικανότητα των κυβερνώντων και την τουρκοφοβία μας, μέχρι την πλήρη φινλανδοποίησή μας.
Για να μην κάνω άλλο χωριστό σχόλιο, σάς παραθέτω ένα ενδιαφέρον άρθρο τής Κύρας Αδάμ.
Θα συμφωνήσω μαζί σας αντί περαιτέρω σχολιασμού….για το σχόλιο του Παπανδρέου έχετε κάποια αναφορά?
Ασαφαλώς.
Αν και δεν υπάρχουν τα links στις αναφορές που είναι τόσο παλιές δεν έχω παρά να συμφωνήσω ότι ο συγκεκριμένος ήταν πολύ χαμηλότερος απόν τον πατέρα του….μισος Καναδος μην ξεχνάμε…βέβαια έζησε και ζει την dolce vita του λόγω ονόματος…αλλά δυστυχώς τα πλούτη πολλές φορές δεν συμβαδίζουν με την μόρφωση την δια γεια σκέψης το θάρρος και το όραμα….κατι που βλέπουμε και στον σημερινό ΠΘ…επιλεγμένοι και οι 2 από την πρεσβεία…..