The Atlantic
Την τελευταία φορά που τόσος πλούτος ήταν δεμένος σε τόσο αδιαφανείς και αλληλοεπικαλυπτόμενες χρηματοοικονομικές διευθετήσεις, ήταν λίγο πριν από την οικονομική κρίση του 2008.
Του Rogé Karma
Εικονογράφηση ενός μπλε-πράσινου συμβόλου του δολαρίου φτιαγμένου από pixels
Εικονογράφηση: The Atlantic. Πηγή: Getty.
10 Δεκεμβρίου 2025
Ενημερώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2025, στις 10:15 π.μ. (ET)
Μια εταιρεία που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν καν ακούσει συγκαταλέγεται στις τεχνολογικές εταιρείες με τις καλύτερες επιδόσεις της χρονιάς — και αποτελεί σύμβολο των πολύπλοκων, αλληλένδετων και δυνητικά καταστροφικών τρόπων με τους οποίους δραστηριοποιούνται σήμερα οι εταιρείες Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η δημόσια εγγραφή της CoreWeave τον Μάρτιο ήταν η μεγαλύτερη που έχει πραγματοποιηθεί από τεχνολογική start-up από το 2021, ενώ η μετοχή της έκτοτε έχει υπερδιπλασιαστεί, ξεπερνώντας ακόμη και τις αποδόσεις των λεγόμενων «Magnificent Seven». Στη Wall Street, η CoreWeave αναφέρεται συχνά ως μία από τις πιο σημαντικές εταιρείες που τροφοδοτούν την επανάσταση της ΤΝ. Τους τελευταίους μήνες έχει ανακοινώσει συνεργασία ύψους 22 δισ. δολαρίων με την OpenAI, συμφωνία 14 δισ. δολαρίων με τη Meta και διευθέτηση 6 δισ. δολαρίων με τη Nvidia.
Καθόλου άσχημα για μια πρώην εταιρεία εξόρυξης κρυπτονομισμάτων που μετατράπηκε σε διαχειριστή data centers, με μηδενικά κέρδη και δισεκατομμύρια δολάρια χρέους στους ισολογισμούς της.
Το επιχειρηματικό μοντέλο της CoreWeave συνίσταται στην αγορά μεγάλων ποσοτήτων προηγμένων υπολογιστικών chips και στην κατασκευή ή ενοικίαση κέντρων δεδομένων για τη φιλοξενία τους. Στη συνέχεια ενοικιάζει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε εταιρείες ΤΝ που χρειάζονται υπολογιστική ισχύ, αλλά προτιμούν να μην επωμιστούν οι ίδιες το τεράστιο αρχικό κόστος.
Αν αυτό ακούγεται απλό, η χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας κάθε άλλο παρά τέτοια είναι. Η CoreWeave αναμένει έσοδα 5 δισ. δολαρίων φέτος, ενώ θα δαπανήσει περίπου 20 δισ. δολάρια. Για να καλύψει αυτή τη διαφορά, έχει αναλάβει χρέος 14 δισ. δολαρίων, σχεδόν το ένα τρίτο του οποίου λήγει μέσα στον επόμενο χρόνο. Πολλά από αυτά τα δάνεια έχουν χορηγηθεί από εταιρείες private equity με υψηλά επιτόκια και αρκετά βασίζονται σε σύνθετες μορφές χρηματοοικονομικής μηχανικής, όπως η διοχέτευση των κεφαλαίων σε νεοσύστατες νομικές οντότητες που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για να δανείζονται εξ ονόματος της CoreWeave. Παράλληλα, η εταιρεία αντιμετωπίζει και 34 δισ. δολάρια σε προγραμματισμένες πληρωμές μισθωμάτων, οι οποίες θα αρχίσουν να «τρέχουν» από τώρα έως το 2028.
Τα έσοδα που αποκομίζει η CoreWeave προέρχονται, στο μεταξύ, από ελάχιστες και στενά συνδεδεμένες πηγές. Ένας και μόνο πελάτης, η Microsoft, ευθύνεται για έως και το 70% των εσόδων της. Οι επόμενοι μεγαλύτεροι πελάτες της, η Nvidia και η OpenAI, ενδέχεται να καλύπτουν άλλο ένα 20%, αν και τα ακριβή στοιχεία είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Η Nvidia είναι επίσης ο προμηθευτής των chips της CoreWeave και ένας από τους βασικούς επενδυτές της, πράγμα που σημαίνει ότι η CoreWeave χρησιμοποιεί τα χρήματα της Nvidia για να αγοράζει chips της Nvidia και στη συνέχεια τα νοικιάζει πίσω στην ίδια τη Nvidia. Η OpenAI είναι επίσης σημαντικός επενδυτής της CoreWeave και διατηρεί στενές χρηματοοικονομικές συνεργασίες τόσο με τη Nvidia όσο και με τη Microsoft.
Όλα αυτά καθιστούν την CoreWeave ίσως την πιο «καθαρή» συμπύκνωση μιας τάσης που σαρώνει τον κλάδο της ΤΝ. Τους τελευταίους μήνες, τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Amazon, η Google, η Meta, η Microsoft και η Oracle πραγματοποιούν γιγαντιαίες επενδύσεις σε νέα κέντρα δεδομένων, δένουν τις τύχες τους μέσω κυκλικών χρηματοδοτικών συμφωνιών και συσσωρεύουν τεράστια χρέη από ελαφρά ρυθμιζόμενους δανειστές. Οι εταιρείες και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές τους υποστηρίζουν ότι αυτές οι συμφωνίες θα τους επιτρέψουν να αποκομίσουν τα απεριόριστα κέρδη της επερχόμενης επανάστασης της ΤΝ.
Όμως την τελευταία φορά που η οικονομία είδε τόσο πλούτο δεμένο σε τόσο αδιαφανείς και αλληλοεπικαλυπτόμενες διευθετήσεις ήταν λίγο πριν από την κρίση του 2008. Αν η επανάσταση της ΤΝ δεν υλοποιηθεί στην κλίμακα ή στο χρονοδιάγραμμα που αναμένει ο κλάδος, οι οικονομικές συνέπειες θα μπορούσαν να είναι εξαιρετικά άσχημες.
Η ακραία χρηματοοικονομικοποίηση του τομέα της ΤΝ αντικατοπτρίζει μια απλή πραγματικότητα: οι υποδομές που απαιτούνται για την εκπαίδευση και τη λειτουργία συστημάτων ΤΝ είναι τόσο ακριβές, ώστε ούτε καν οι μεγαλύτερες εταιρείες δεν διαθέτουν επαρκή ρευστότητα για να τις χρηματοδοτήσουν εξ ολοκλήρου. Οι δαπάνες για data centers εκτιμάται συντηρητικά ότι θα ξεπεράσουν τα 400 δισ. δολάρια φέτος — περίπου όσο το μέγεθος της οικονομίας της Δανίας — ενώ η McKinsey υπολογίζει ότι θα φτάσουν σχεδόν τα 7 τρισ. δολάρια έως το 2030. Δημιουργικές λύσεις είναι αναγκαίες για να πληρωθεί όλο αυτό το επενδυτικό κύμα.
Στο επίκεντρο όλων αυτών βρίσκεται η Nvidia, η πολυτιμότερη εταιρεία στον κόσμο. Οι εταιρείες που εκπαιδεύουν και λειτουργούν συστήματα ΤΝ, όπως η Anthropic και η OpenAI, χρειάζονται τα chips της Nvidia, αλλά δεν διαθέτουν τα μετρητά για να τα πληρώσουν. Η Nvidia, από την άλλη, έχει άφθονα μετρητά, αλλά χρειάζεται πελάτες που να συνεχίζουν να αγοράζουν τα προϊόντα της. Έτσι, τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν συνάψει μια σειρά συμφωνιών στις οποίες οι εταιρείες ΤΝ ουσιαστικά πληρώνουν τη Nvidia παραχωρώντας μερίδιο από τα μελλοντικά τους κέρδη υπό τη μορφή μετοχικού κεφαλαίου. Ο κατασκευαστής chips έχει συνάψει πάνω από 50 τέτοιες συμφωνίες φέτος, μεταξύ των οποίων επένδυση 100 δισ. δολαρίων στην OpenAI και (μαζί με τη Microsoft) επένδυση 15 δισ. δολαρίων στην Anthropic. Τυπικά, αυτές οι συναλλαγές δεν υποχρεώνουν τις εταιρείες ΤΝ να δαπανήσουν χρήματα για chips της Nvidia — εκπρόσωπος της εταιρείας δήλωσε στο Bloomberg ότι η Nvidia «δεν απαιτεί από καμία από τις εταιρείες στις οποίες επενδύουμε να χρησιμοποιεί τεχνολογία της Nvidia» — στην πράξη όμως, εκεί καταλήγουν τα χρήματα.
Η OpenAI έχει συνάψει και η ίδια μια σειρά από συμφωνίες, μεταξύ των οποίων συμβάσεις για την αγορά υπολογιστικής ισχύος ύψους 300 δισ. δολαρίων από την Oracle, 38 δισ. δολαρίων από την Amazon και 22 δισ. δολαρίων από την CoreWeave. Οι πάροχοι cloud, με τη σειρά τους, αποτελούν σημαντική αγορά για τα chips της Nvidia. Η OpenAI έχει επίσης επενδύσει σε αρκετές μικρότερες start-ups Τεχνητής Νοημοσύνης, οι οποίες σε αντάλλαγμα έχουν συμφωνήσει να πληρώνουν για εταιρικούς λογαριασμούς ChatGPT. Ακόμη και όταν αποτυπώνεται οπτικά, το προκύπτον πλέγμα αλληλοσυνδεόμενων σχέσεων είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθηθεί.
Συνολικά, αυτές οι διευθετήσεις ισοδυναμούν με έναν ολόκληρο κλάδο που παίζει «διπλό ή τίποτα» πάνω σε ένα προϊόν που απέχει πολύ από το να είναι κερδοφόρο. Μια και μόνο εταιρεία, η OpenAI, αποτελεί ταυτόχρονα σημαντική πηγή εσόδων και επενδύσεων για πολλές εταιρείες cloud και κατασκευαστές chips· στενό χρηματοοικονομικό εταίρο της Microsoft, της Oracle και της Amazon· σημαντικό πελάτη της Nvidia· και κορυφαίο επενδυτή σε start-ups ΤΝ. Κι όμως, η εταιρεία προβλέπεται να αποφέρει μόλις 10 δισ. δολάρια έσοδα φέτος — λιγότερο από το ένα πέμπτο όσων χρειάζεται ετησίως μόνο για να χρηματοδοτήσει τη συμφωνία της με την Oracle. Οδεύει προς ζημίες τουλάχιστον 15 δισ. δολαρίων μέσα στη χρονιά και δεν αναμένει να γίνει κερδοφόρα πριν από το 2029. Σύμφωνα με μία εκτίμηση, οι εταιρείες ΤΝ συνολικά θα παράγουν φέτος έσοδα 60 δισ. δολαρίων έναντι δαπανών 400 δισ. δολαρίων. Η μοναδική εταιρεία που κερδίζει πολλά χρήματα από την άνθηση της ΤΝ, η Nvidia, το κάνει μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι αγοράζουν τα chips της ελπίζοντας σε μελλοντικά κέρδη.
Οι εταιρείες ΤΝ και οι υποστηρικτές τους θεωρούν ότι πρόκειται για ένα ρίσκο που αξίζει να παρθεί. Η ζήτηση για υπηρεσίες ΤΝ, επισημαίνουν, αυξάνεται με εκθετικό ρυθμό. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Azeem Azhar, ενός αναλυτή του κλάδου της ΤΝ που συχνά επικαλείται η αγορά, τα άμεσα έσοδα από υπηρεσίες ΤΝ έχουν αυξηθεί σχεδόν εννιαπλάσια τα τελευταία δύο χρόνια. Αν αυτός ο ρυθμός συνεχιστεί, τότε είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι οι εταιρείες ΤΝ να αρχίσουν να καταγράφουν κέρδη-ρεκόρ. «Νομίζω ότι όσοι εστιάζουν υπερβολικά στο πώς ακριβώς χρηματοδοτούνται αυτές οι επενδύσεις είναι εγκλωβισμένοι σε έναν παρωχημένο τρόπο σκέψης», μου είπε ο Azhar. «Όλοι υποθέτουν ότι αυτή η τεχνολογία θα βελτιώνεται με γραμμικό ρυθμό. Όμως η ΤΝ είναι μια εκθετική τεχνολογία. Πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό παράδειγμα».
Αν όμως η ΤΝ δεν αποφέρει τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που οραματίζονται οι υποστηρικτές της — αν οι τεχνικές της εξελίξεις επιβραδυνθούν και οι επιπτώσεις της στην παραγωγικότητα αποδειχθούν απογοητευτικές, όπως υποδηλώνει ένα ολοένα αυξανόμενο σώμα ενδείξεων — τότε οι χρηματοοικονομικοί δεσμοί που συγκρατούν τον κλάδο ενωμένο θα μπορούσαν να εξελιχθούν στη συλλογική του καταστροφή. Η ακραία συγκέντρωση χρηματιστηριακού πλούτου σε μια χούφτα τεχνολογικών εταιρειών με βαθιές χρηματοοικονομικές διασυνδέσεις μεταξύ τους θα μπορούσε να καταστήσει μια κατάρρευση της ΤΝ ακόμη πιο οδυνηρή από το κραχ των dot-com της δεκαετίας του 2000.
Και μια διόρθωση στο χρηματιστήριο ίσως να είναι το μικρότερο από τα προβλήματα της Αμερικής. Όταν οι επενδύσεις σε μετοχές πηγαίνουν άσχημα, οι επενδυτές μπορεί να χάσουν τα πάντα, αλλά η ζημιά στην πραγματική οικονομία συνήθως παραμένει περιορισμένη. (Η κατάρρευση των dot-com, για παράδειγμα, δεν προκάλεσε μαζική ανεργία.) Όμως η οικοδόμηση των υποδομών ΤΝ είναι τόσο δαπανηρή που δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο με επενδύσεις σε μετοχικό κεφάλαιο. Για να καλύψουν τις επενδύσεις τους, οι εταιρείες ΤΝ έχουν αναλάβει χρέη εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων — ποσό που, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, αναμένεται να αυξηθεί στα 1,5 τρισ. δολάρια έως το 2028. Όταν ένας μεγάλος αριθμός υπερμοχλευμένων δανείων «σκάει» ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις μπορούν να διαχυθούν σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να πυροδοτήσουν μια μεγάλη ύφεση.
Το χρέος του κλάδου της ΤΝ, φυσικά, δεν είναι δεδομένο ότι θα εξελιχθεί σε προβληματικό. Ωστόσο, ο πολύπλοκος τρόπος με τον οποίο έχει διαρθρωθεί και «πακεταριστεί» δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, νωρίτερα φέτος η Meta αποφάσισε να κατασκευάσει ένα νέο κέντρο δεδομένων στη Λουιζιάνα, κόστους 27 δισ. δολαρίων. Αντί να αιτηθεί δάνειο από έναν παραδοσιακό δανειστή, συνεργάστηκε με την Blue Owl Capital, μια εταιρεία private equity, για να δημιουργήσει μια ξεχωριστή νομική οντότητα, γνωστή ως όχημα ειδικού σκοπού (special-purpose vehicle – SPV), η οποία θα δανειστεί τα χρήματα εξ ονόματος της Meta, θα κατασκευάσει το data center σύμφωνα με τις οδηγίες της και στη συνέχεια θα το εκμισθώσει πίσω στη Meta. Επειδή η Blue Owl είναι τυπικά ο πλειοψηφικός ιδιοκτήτης του έργου, αυτή η διάρθρωση κρατά το χρέος εκτός του ισολογισμού της Meta, επιτρέποντας στην εταιρεία να συνεχίσει να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια χωρίς να ανησυχεί για πλήγμα στην πιστοληπτική της αξιολόγηση. Άλλες εταιρείες, όπως η xAI, η CoreWeave και η Google, έχουν δανειστεί ή σκοπεύουν να δανειστούν τεράστια ποσά μέσω παρόμοιων μηχανισμών.
Η Meta έχει περιγράψει τη συμφωνία της με την Blue Owl ως μια «καινοτόμο συνεργασία» που είναι «σχεδιασμένη να υποστηρίζει την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούν τα έργα data centers της Meta». Όμως ο λόγος ύπαρξης του συστήματος πιστοληπτικής αξιολόγησης είναι ακριβώς να παρέχει σε δανειστές και επενδυτές μια σαφή εικόνα του ρίσκου που αναλαμβάνουν όταν χορηγούν ένα δάνειο. Υπάρχει μακρά ιστορία εταιρειών που προσπαθούν να παρακάμψουν αυτό το σύστημα. Στην περίοδο πριν από την οικονομική κρίση του 2008, αρκετά μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποίησαν SPVs για να κρατήσουν δισεκατομμύρια δολάρια σε χρέη νοικοκυριών εκτός των ισολογισμών τους. Η Enron, η ενεργειακή εταιρεία που κατέρρευσε το 2001 έπειτα από ένα τεράστιο λογιστικό σκάνδαλο, χρησιμοποίησε επίσης SPVs για να καλύψει αμφιλεγόμενες λογιστικές πρακτικές. «Όταν βλέπω τέτοιου είδους διευθετήσεις, είναι τεράστιο καμπανάκι κινδύνου», μου είπε ο Paul Kedrosky, διαχειριστικός εταίρος της SK Ventures και ερευνητικός συνεργάτης στο MIT, ο οποίος έχει γράψει εκτενώς για τεχνικές χρηματοοικονομικής μηχανικής. «Στέλνουν το μήνυμα ότι αυτές οι εταιρείες πραγματικά δεν θέλουν οι οίκοι αξιολόγησης να εξετάσουν πολύ προσεκτικά τις δαπάνες τους».
Τα SPVs δεν είναι το μοναδικό χρηματοδοτικό εργαλείο της εποχής πριν από το 2008 που κάνει την επανεμφάνισή του. Χρέος κέντρων δεδομένων ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων τεμαχίζεται σε «τίτλους με εξασφάλιση περιουσιακών στοιχείων» (asset-backed securities), οι οποίοι στη συνέχεια ομαδοποιούνται και πωλούνται σε επενδυτές. Αυτός δεν είναι από τη φύση του προβληματικός τρόπος χρηματοδότησης του δανεισμού των εταιρειών. Όμως, όπως υποστηρίζει ο Kedrosky, σε περιόδους έντονης κερδοσκοπίας αυτά τα οχήματα μετατρέπουν το χρέος σε χρηματοοικονομικό προϊόν, η αξία του οποίου αποσυνδέεται από την αξία του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου που εκπροσωπεί — κάτι που μπορεί να ενθαρρύνει απερίσκεπτη συμπεριφορά. «Οι επενδυτές βλέπουν αυτά τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα και λένε: δεν με νοιάζει τι συμβαίνει στο εσωτερικό — με νοιάζει μόνο ότι έχει υψηλή αξιολόγηση και υπόσχεται μεγάλη απόδοση», είπε ο Kedrosky. «Αυτό συνέβη το 2008. Και μόλις αυτός ο τρόπος σκέψης πάρει φόρα, γίνεται πραγματικά επικίνδυνος».
Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα δάνεια με εξασφάλιση GPUs. Αρκετοί κατασκευαστές κέντρων δεδομένων και πάροχοι cloud, μεταξύ των οποίων και η CoreWeave, έχουν εξασφαλίσει δάνεια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά chips, θέτοντας ως ενέχυρο τα ήδη υπάρχοντα chips τους — όπως ακριβώς πολλοί ιδιοκτήτες κατοικιών χρησιμοποίησαν τα σπίτια τους ως εγγύηση για να λάβουν δάνεια για δεύτερες και τρίτες κατοικίες τη δεκαετία του 2000. Όμως, όπως σημειώνει ο Advait Arun, αναλυτής στο Center for Public Enterprise, σε πρόσφατη έκθεσή του για τα οικονομικά του κλάδου της ΤΝ, το κατά πόσο αυτή η εξασφάλιση θα διατηρήσει την αξία της μόνο βέβαιο δεν είναι. Όταν κυκλοφορούν νέα μοντέλα chips, η αξία των παλαιότερων τείνει να μειώνεται. Σύμφωνα με τον Arun, αν η κατάρρευση των τιμών των chips ήταν αρκετά απότομη, θα μπορούσε να προκύψει ένας φαύλος κύκλος. Καθώς τα παλαιότερα chips χάνουν αξία, κάθε δάνειο που τα χρησιμοποιεί ως ενέχυρο καθίσταται ξαφνικά επισφαλές. Οι δανειστές ενδέχεται να αντιδράσουν ζητώντας πρόωρη αποπληρωμή, πριν οι εταιρείες αποκτήσουν τα έσοδα για να τους αποπληρώσουν. Σε εκείνο το σημείο, ο δανειστής μπορεί να προσπαθήσει να πουλήσει τα chips για να ανακτήσει την επένδυσή του, αλλά αυτό θα πλημμυρίσει την αγορά με ακόμη περισσότερα chips, πιέζοντας περαιτέρω τις τιμές, οδηγώντας και άλλους δανειστές να απαιτήσουν πρόωρη αποπληρωμή, και ούτω καθεξής. «Πριν από μερικούς μήνες θα σας έλεγα ότι όλο αυτό οδηγεί σε μια επανάληψη του κραχ των dot-com», μου είπε ο Mark Zandi, επικεφαλής οικονομολόγος της Moody’s Analytics. «Όμως όλο αυτό το χρέος και η χρηματοοικονομική μηχανική με κάνουν όλο και πιο ανήσυχο για ένα σενάριο τύπου 2008».
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντέδρασε στην κρίση του 2008 περιορίζοντας τη δυνατότητα των παραδοσιακών τραπεζών να αναλαμβάνουν μεγάλα και επικίνδυνα δάνεια. Έκτοτε, όμως, οι εταιρείες private equity, οι οποίες δεν υπόκεινται στον ίδιο βαθμό ρυθμιστικού ελέγχου με τις τράπεζες, έχουν εμπλακεί πολύ πιο ενεργά στη δανειοδοτική δραστηριότητα. Στις αρχές της φετινής χρονιάς, οι εταιρείες αυτές είχαν χορηγήσει περίπου 450 δισ. δολάρια σε λεγόμενη «ιδιωτική πίστωση» προς τον τεχνολογικό κλάδο, χρηματοδοτώντας και αρκετές από τις συμφωνίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Και, σύμφωνα με μία εκτίμηση, πρόκειται να δανείσουν άλλα 800 δισ. δολάρια μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. «Αν η φούσκα της ΤΝ σκάσει, αυτοί θα είναι που θα μείνουν να κρατούν τον λογαριασμό», μου είπε ο Arun.
Μια κατάρρευση της ιδιωτικής πίστωσης είναι σχεδόν σίγουρα προτιμότερη από μια τραπεζική κατάρρευση. Σε αντίθεση με τις τράπεζες, οι εταιρείες private equity δεν έχουν απλούς καταθέτες. Θεωρητικά, αν τα δάνειά τους αποτύχουν, εκείνοι που θα πληγούν περισσότερο θα είναι θεσμικοί επενδυτές, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία, πανεπιστημιακά κληροδοτήματα και hedge funds, περιορίζοντας τη ζημιά στην ευρύτερη οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν αυτό ισχύει. Η ιδιωτική πίστωση λειτουργεί ουσιαστικά ως «μαύρο κουτί». Σε αντίθεση με τις τράπεζες, αυτές οι οντότητες δεν υποχρεούνται να αποκαλύπτουν από πού αντλούν τα κεφάλαιά τους, πόσα δανείζουν, πόσα ίδια κεφάλαια διαθέτουν ή πώς εξελίσσεται η απόδοση των δανείων τους. Αυτό καθιστά αδύνατο για τις ρυθμιστικές αρχές να γνωρίζουν ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν στο σύστημα ή πόσο στενά συνδέονται με την πραγματική οικονομία.
Τα στοιχεία που δείχνουν ότι οι δεσμοί μεταξύ της ιδιωτικής πίστωσης και του υπόλοιπου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ισχυρότεροι απ’ ό,τι πιστευόταν μέχρι πρόσφατα πληθαίνουν. Προσεκτικές μελέτες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ εκτιμούν ότι έως και το ένα τέταρτο των τραπεζικών δανείων προς μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατευθύνεται πλέον σε εταιρείες ιδιωτικής πίστωσης (από μόλις 1% το 2013) και ότι μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες ζωής έχουν σχεδόν 1 τρισ. δολάρια δεσμευμένα στην ιδιωτική πίστωση. Αυτές οι διασυνδέσεις δημιουργούν το ενδεχόμενο μια μεγάλη κατάρρευση της ΤΝ να οδηγήσει σε κύμα αποτυχιών στην ιδιωτική πίστωση, που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν μεγάλες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, μου είπε η Natasha Sarin, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Yale και ειδική στη χρηματοπιστωτική ρύθμιση. «Δυστυχώς, συνήθως μόνο μετά από μια κρίση συνειδητοποιούμε πόσο αλληλοσυνδεδεμένα ήταν εξαρχής τα διαφορετικά κομμάτια του χρηματοπιστωτικού συστήματος», είπε.
Μια χρηματοπιστωτική καταστροφή που θα προκληθεί από την ΤΝ δεν είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, με δεδομένα τα προειδοποιητικά σημάδια, θα περίμενε κανείς η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κάνει ό,τι μπορεί για να μειώσει τον κίνδυνο μιας κρίσης. Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση Τραμπ κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που δίνει εντολή στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να χαλαρώσουν τους κανονισμούς, ώστε οι απλοί κάτοχοι λογαριασμών 401(k) να μπορούν να επενδύουν απευθείας σε «εναλλακτικά περιουσιακά στοιχεία», όπως — ναι — η ιδιωτική πίστωση, μια αλλαγή που θα μπορούσε να εκθέσει πολύ ευρύτερα στρώματα του κοινού στις συνέπειες αν τα δάνεια της ΤΝ αποδειχθούν προβληματικά. Ίσως αυτή να είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στο 2008 και το 2025. Τότε, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από την κατάρρευση· αυτή τη φορά, φαίνεται να τη φλερτάρει.
Το άρθρο αυτό αρχικά ανέφερε λανθασμένα το ύψος του χρέους που λήγει για την CoreWeave τον επόμενο χρόνο.
Η υποστήριξη για αυτά τα ρεπορτάζ παρασχέθηκε εν μέρει από το William and Flora Hewlett Foundation. Το The Atlantic διατηρεί πλήρη συντακτικό έλεγχο του περιεχομένου του.
Σχετικά με τον συγγραφέα
Rogé Karma
Ο Rogé Karma είναι συντάκτης (staff writer) στο The Atlantic.


