ΙΝΓΚΟ ΣΟΥΛΤΣΕ: “Ο περιορισμός του διαλόγου είαι η μεγαύτερη απειλή για τη δημοκρατία”

Συνέντευξη στον Γιώργο Παππά για το “Int”
Η συνάντηση, για έναν καφέ, στο αίθριο της «Bundespressekonferenz», το Κέντρο Τύπου στο Βερολίνο, ήταν τη Δευτέρα το απόγευμα. Μία ημέρα πριν την, ιστορική στο μεταξύ, συνεδρίαση του Μπούντεσταγκ και την επεισοδιακή, μετ΄εμποδίων στη δεύτερη ψηφοφορία, εκλογή του χριστιανοδημοκράτη νέου καγκελάριου της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς.
Στην κυβέρνησή του διόρισε νέο υπουργό Πολιτισμού, τον εκδότη Βόλφραμ Βάιμερ, επιλογή που αντιμετωπίστηκε επικριτικά από μέρους του πνευματικού κόσμου της Γερμανίας. Ήθελα οπωσδήποτε τη γνώμη του Ίνγκο Σούλτσε για αυτό.
Αλλά η συζήτηση με έναν από τους σημαντικότερους, σύγχρονους συγγραφείς της Γερμανίας, τον γεννημένο στη Δρέσδη το 1962 Ινγκο Σούλτσε, δεν μπορούσε να περιοριστεί στα επίκαιρα. Με ενδιέφερε πώς αποτιμά το παρελθόν, τί σκέφτεται για το παρόν, πώς βλέπει το μέλλον ένας συγγραφέας με το βιωματικό φορτίο και το συγγραφικό έργο του Σούλτσε.
Με πρόλαβε, αρχίζοντας να μου μιλά για τη μεγάλη του αγάπη και σεβασμό για το Μίκη Θεοδωράκη. Μέσα από τη μουσική του οδηγήθηκε στο Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, το Γιώργο Σεφέρη. Στο Γυμνάσιο είχε αρχαία Ελληνικά, στη Δρέσδη είχε επαφή με Έλληνες που είχαν μεταφερθεί εκεί πρόσφυγες του Εμφυλίου Πολέμου. «Είχα την τύχη», λέει, «να γνωρίσω τον μουσικολόγο και μεταφραστή, Πέτερ Τσάχερ, που έφερε το Θεοδωράκη στη DDR».
Το 1980 είχε αρθεί η απαγόρευση του Θεοδωράκη στην κομμουνιστική DDR εξαιτίας της κριτικής του στη βίαιη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας. Ο Σούλτσε με τη σχολική του χορωδία συμμετείχαν με τραγούδια του Θεοδωράκη στο «Φεστιβάλ Πολιτικού Τραγουδιού».
Στην πρεμιέρα του «Άξιον Εστί» στη Δρέσδη το 1982 υπηρετούσε τη θητεία του, αλλά με πρόσκληση του Τσάχερ «Ο Μίκης Θεοδωράκης επιθυμεί να σας δει» πήρε ειδική άδεια.
«Ήμουν φυσικά πανευτυχής», λέει, «μάλιστα ο Θεοδωράκης χρειάστηκε κάποια στιγμή ΤΑΧΙ. Αλλά επειδή ΤΑΧΙ δεν υπήρχε έγινα εγώ ο οδηγός του στη Δρέσδη. Ακόμα και τώρα ανατριχιάζω στην ανάμνηση αυτή, διότι με το Θεοδωράκη είναι τόσο πολύ ιστορία, λογοτεχνία, ποίηση συνδεδεμένη», λέει ο Σούλτσε.
Λογοτεχνικά επεξεργάζεται το κεφάλαιο αυτό στο δοκίμιο «νεανικές αναμνήσεις ενός παλιού συγγραφέα της πόλης», που περιλαμβάνεται στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: «Επισκέπτης στη Δύση», «Καταγραφές από την περιοχή του Ρουρ» („Zu Gast im Westen, Aufzeichnungen aus dem Ruhrgebiet“, Wallstein Verlag, Göttingen 2024).
Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη τα βιβλία του «Καινούριες ζωές», «Το κινητό», «Αδάμ και Έβελιν».
Ο Ίνγκο Σούλτσε, με σπουδές φιλοσοφίας στην Ιένα, έζησε πρακτικά δύο ζωές: μία στην κομμουνιστική DDR, και μία στην επανενωμένη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Έγινε συγγραφέας, γιατί ο μόνος τρόπος να ξεφύγει στο ανελεύθερο κομμουνιστικό καθεστώς ήταν να γίνει διάσημος, λέει μειδιώντας. Σήμερα ζει στο Βερολίνο. Αλλά με τί συναισθήματα ανατρέχει σήμερα στο μισό κομμάτι της ζωής του στη Δρέσδη και τη DDR;
Ινγκο Σούλτσε: «Είναι δύσκολο να γενικευτεί. Ήταν ένας διαφορετικός κόσμος τότε, ένας κόσμος που, από τη σημερινή οπτική γωνία, φαίνεται σαφής και σχετικά ορθολογικός, παρόλο που διαμορφώθηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο και τον ανταγωνισμό των συστημάτων. Από τη σημερινή οπτική γωνία, ωστόσο, μου φαίνεται ότι πάντα ζούσαμε με την προσδοκία της αλλαγής. Το μέλλον είχε θετικό πρόσημο, παρά τον φόβο ενός πυρηνικού πολέμου. Και το αργότερο με τον Γκορμπατσόφ, δηλαδή από το 1985, ήταν σαφές ότι θα άλλαζε κάτι θεμελιώδες. Τόσο ως φοιτητής όσο και αργότερα στο θέατρο, υπήρχαν τριβές, αντιπαραθέσεις που έβρισκα ουσιαστικές».
Με τί προσδοκίες συνδέατε εκείνη την εποχή την αλλαγή με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος της DDR;
Μολονότι είχαμε πιστέψει στις αλλαγές, εμείς ως κοινωνία ήμασταν ελάχιστα προετοιμασμένοι γι’ αυτές. Ήταν μια σπουδαία πράξη αυτοδιάθεσης, εκείνο το φθινόπωρο του 1989. Αυτές οι χωρίς βία διαδηλώσεις, οι οποίες υποστηρίχθηκαν και αγκαλιάστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία, οδήγησαν όχι μόνο στο άνοιγμα των συνόρων προς τη Δύση, αλλά και σε συγκεκριμένες αλλαγές, σχεδόν σε κάθε χώρο εργασίας. Οι ιεραρχίες σε επιχειρήσεις, ινστιτούτα, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία κ.λπ. αμφισβητήθηκαν και σε πολλές περιπτώσεις εκλέχθηκαν νέες ηγεσίες που θεωρούνταν ικανές και ακέραιες. Η πολιτική επανάσταση δεν υπαναχώρησε μπροστά στην οικονομία. Ζητούμενο ήταν ο δημοκρατικός σοσιαλισμός. Και αυτό εκείνη την εποχή, μου φαινόταν όχι μόνο επιθυμητό, αλλά και απολύτως αναπόφευκτο.
30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία παραμένει διχασμένη στη συνείδηση των ανθρώπων και στον δημόσιο διάλογο μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας. Για πόσο ακόμα;
Δυστυχώς, το 1990 και τα χρόνια που ακολούθησαν, έγιναν σκόπιμα αλλά και ακούσια πολλές λανθασμένες επιλογές, οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να διορθωθούν σήμερα. Ένα πρόβλημα είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Δεν υπάρχει άλλη περιοχή στην Ευρώπη, όπου ο πληθυσμός που ζει εκεί να κατέχει τόσο λίγη γη, επιχειρήσεις και ακίνητα, όσο στην ανατολική Γερμανία. Σ΄αυτό αθροίζεται ότι οι Ανατολικογερμανοί υπο-εκπροσωπούνται αισθητά στα ηγετικά κλιμάκια. Αυτό συμβαίνει και στα μέσα ενημέρωσης. Η εμπειρία της ανατολικής Γερμανίας δεν θεωρείται αυτονόητη, αλλά αντιμετωπίζεται ως ιδιαιτερότητα με την οποία «πρέπει κάποιος να ασχοληθεί, κάποια στιγμή».
Το μυθιστόρημά σας «Καινούριες Ζωές» χαρακτηρίστηκε ως «το απόλυτο μυθιστόρημα» για την αλλαγή με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Ποιός είναι ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η λογοτεχνία στην υπέρβαση του χάσματος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας;
Αυτό εξαρτάται από αυτούς που διαβάζουν τα βιβλία. Κατά τη γνώμη μου, είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης να χρειαζόμαστε ιστορίες για να επικοινωνούμε μεταξύ μας, να κατανοούμε τον εαυτό μας, να αποκτούμε συνείδηση της ύπαρξής μας. Αυτό ισχύει για μεμονωμένα άτομα, αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Πάντα υπάρχει ένας αγώνας για την εικόνα που θέλει να έχει για τον εαυτό της μια χώρα, μια κοινωνία. Είναι ένας αγώνας για την ηγεμονία στην ερμηνεία του παρελθόντος και του παρόντος. Και η λογοτεχνία, κατά τη γνώμη μου, παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό.
Στα μυθιστορήματα και τα δοκίμιά σας ασχολείστε συνεχώς με ιστορίες Ανατολής-Δύσης, αλλά δεν θέλετε να σας θεωρούν ως τη «φωνή της Ανατολής». Παίζει η αντιπαράθεση ανατολικής – δυτικής Γερμανίας ρόλο και στην προσωπική σας ζωή;
Ναι, παίζει μόνο και μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι η γυναίκα μου κατάγεται από το Παλατινάτο στη νοτιοδυτική Γερμανία. Και θα έλεγα ότι είμαστε ευτυχισμένα παντρεμένοι. Είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία και φυσικά συνειδητοποιούμε, ότι κουβαλάμε ένα φορτίο διαφορετικών εμπειριών και επιρροών. Ωστόσο, αυτό που αντιμετωπίζεται ισότιμα σε ιδιωτικό επίπεδο, είναι δύσκολο να επιτευχθεί στη δημόσια σφαίρα. Αυτό σχετίζεται επίσης με μια αλλαγή γενιάς. Μολονότι και παλαιότερα οι περισσότεροι δημοσιογράφοι προέρχονταν από τη δυτική Γερμανία, εξακολουθούσαν να έχουν προσωπική σχέση με την ανατολή Γερμανία, ανεξαρτήτως τρόπου είχαν άμεση γνώση, τι συνέβαινε εκεί. Σήμερα, είναι συχνά ένα μείγμα σχολικών γνώσεων και μιας οπτικής, στην οποία η ανατολική Γερμανία εξακολουθεί να εμφανίζεται ως κάτι ξένο, μάλιστα συχνά ακόμη και ως μια περιοχή με αμφισβητήσιμες συμπεριφορές λόγω επιρροών του παρελθόντος. Γι’ αυτό, πολλοί άνθρωποι στην ανατολική Γερμανία αισθάνονται ξένοι στην ίδια τους τη χώρα.
Μπορούσατε να φανταστείτε τη δεκαετία του 1990 ότι, 30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ένα δεξιό ριζοσπαστικό κόμμα θα γινόταν η ισχυρότερη δύναμη στην Ανατολική Γερμανία;
Τα πράγματα είναι πιο εμφανή στην ανατολική Γερμανία παρά στη δυτική, αλλά τα προβλήματα δεν είναι ανατολικά. Στις δημοσκοπήσεις, το AfD είναι το ισχυρότερο ή δεύτερο ισχυρότερο κόμμα στη Γερμανία. Γι’ αυτό είναι επικίνδυνο να μεταθέτουμε τα προβλήματα στην ανατολική Γερμανία. Όταν ιδρύθηκε στη Δρέσδη το «Pegida», αυτό το εθνικιστικό, εν μέρει ρατσιστικό κίνημα διαμαρτυρίας, προφανώς υπήρχαν σκέψεις να μην ονομαστεί «Πατριώτες Ευρωπαίοι κατά του Εξισλαμισμού της Δύσης», όπως ήταν ο τελικός τίτλος του, αλλά να αντικατασταθεί η λέξη «Εξισλαμισμός» με τη λέξη «Αμερικανισμό», ώστε να τονίζεται η αντιδυτική προδιάθεση της ανατολικής Γερμανίας. Αυτή η διάχυτη ορισμένες φορές ανατολική αυτοεπιβεβαίωση, δεν πρέπει να συγχέεται με μια αντιδημοκρατική ή αντιφιλελεύθερη στάση. Δυστυχώς, το AfD κατάφερε να αυτοπροβληθεί ως ανατολικογερμανικό κόμμα, παρόλο που δεν είναι τέτοιο, ούτε ως προέλευση ούτε ως πλειοψηφία της ηγεσίας του. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών στην ανατολική Γερμανία δεν διαφέρουν και τόσο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τραμπ, Πούτιν, Τσι, Ερντογάν, αλλά και Όρμπαν, Μελόνι, Λεπέν: Ζούμε την επέλαση και το θρίαμβο του σύγχρονου αυταρχισμού;
Το ερώτημα είναι μάλλον, γιατί είναι τόσο επιτυχημένοι. Και επ΄αυτού απαιτείται αυτοκριτική, διότι με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολούθησαν τόσο οι Χριστιανοδημοκράτες όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν καταστρέψει πολλά. Η κοινωνική ανασφάλεια και η ιδιώτευση έχουν ενισχυθεί σημαντικά. Και με το «έθνος», η ακροδεξιά ευαγελίζεται ένα ιδανικό της κοινωνίας, που εδράζεται στην ταυτότητα μέσω του αποκλεισμού των άλλων. Αλλά για πολλούς, αυτή είναι μια στόχευση, με την οποία μπορούν να ταυτιστούν θετικά, ενώ οι πολιτικές προτάσεις άλλων πολιτικών χώρων απευθύνονται περισσότερο σε επιτυχημένους ή απαιτούν αυτοκριτική στάση (αποικιοκρατία, χάσμα Βορρά-Νότου, κ.λπ.). Χρειαζόμαστε επειγόντως επενδύσεις προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, όπως προσιτά ενοίκια και μεταφορές, δωρεάν σχολικά γεύματα, ολοκληρωμένη φροντίδα και εκπαίδευση παιδιών, ένα σύστημα υγείας, που δεν εξαρτάται από το πορτοφόλι του καθενός.
Στο μεταξύ όμως ο σύγχρονος αυταρχισμός ως πολιτική αντίληψη και διαχειριστική πρόταση επιδιώκει και την πολιτισμική ηγεμονία. Οι ΗΠΑ βιώνουν ήδη έναν πολιτισμικό πόλεμο. Θα έρθει και στην Ευρώπη;
Αυτό δεν μπορεί να μεταφερθεί εύκολα, αν και υπάρχει μεγάλη κινητικότητα και στη Γερμανία. Είναι δύσκολο να εκτιμήσω, τι θα αλλάξει με τη νέα κυβέρνηση. Τα τελευταία χρόνια, έχουν συχνά διακηρυχθεί ευγενή ιδανικά: ελευθερία των τεχνών, αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση. Αλλά οι δημόσιες αντιπαραθέσεις ήταν μονόπλευρες, είτε αφορούσαν την πανδημία του κορονοϊού, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την κοινωνική ανισότητα, την εσωτερική ασφάλεια, τη μετανάστευση είτε την προστασία του περιβάλλοντος. Στην καλύτερη περίπτωση, υπήρχε πάντα στις εκπομπές μόνον ένας εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης θέσης, ο οποίος στη συνέχεια δεχόταν επίθεση από τους υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένων των συντονιστών της συζήτησης.
Ζήσατε στην Αγία Πετρούπολη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Πώς βιώσατε τη Ρωσία τότε; Και πόσο άλλαξε έκτοτε η χώρα;
Έγραψα το πρώτο μου βιβλίο για αυτήν την περίοδο, “33 Στιγμές ευτυχίας” όχι μυθιστόρημα, αλλά μάλλον μια συλλογή διηγημάτων. Έζησα στην Αγία Πετρούπολη το 1993. Εκείνη την εποχή, μπορούσε κανείς κυριολεκτικά να βιώσει τον αναβρασμό της κοινωνίας. Υπό τον Γέλτσιν, ο οποίος εκλέχθηκε δημοκρατικά, η χώρα πουλήθηκε στους μεταγενέστερους ολιγάρχες και η Δύση επωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτό. Η πλειοψηφία βίωνε τη δημοκρατία και την ελευθερία ως αυθαίρετα δικαιώματα, ως δικαίωμα του ισχυρότερου και ως κοινωνική απειλή. Αυτό ήταν δραματικό. Ακολούθησε μια σταθεροποίηση, η οποία διαταράχτηκε εκ νέου με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1998. Σε αυτό το σημείο ήρθε ο Πούτιν και πέτυχε μία σταθεροποίηση. Από τότε και στο εξής, τα πράγματα βελτιώθηκαν οικονομικά, αλλά τα πολιτικά και πολιτιστικά περιθώρια ελιγμών άρχισαν να στενεύουν όλο και περισσότερο.
Είναι ο πόλεμος του Πούτιν κατά της Ουκρανίας εκτός όλων των άλλων και ένα πολιτισμικό ρήγμα μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης;
Έτσι φαίνεται αυτήν τη στιγμή. Αυτό θα συνιστούσε μεγάλη απώλεια για τη Ρωσία, αλλά και για όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πιστεύω ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ή να είχε τερματιστεί μέσω διαπραγματεύσεων μετά από μερικές εβδομάδες. Κάθε μέρα που διαρκεί, τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Η Ρωσία δεν θα εξαφανιστεί από τον χάρτη. Δεν μπορούμε τίποτα άλλο να κάνουμε, παρά να βρούμε τρόπους να συμβιώσουμε ειρηνικά. Πρέπει να φροντίσουμε, ώστε να μην εμβαθύνουμε περαιτέρω το πολιτισμικό χάσμα, αυτό θα ήταν ζωτική απειλή. Διότι η πολιτισμική ρήξη έγκειται επίσης στο γεγονός ότι ο σημερινός πόλεμος έχει επαναφέρει ξανά τον πόλεμο ως μέσο επίλυσης διαφορών.
Η ελευθερία και η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητα αγαθά, αλλά κατακτήσεις που πρέπει να προστατεύονται συνεχώς. Είχε νιώσει άνετα η Δύση μετά τη νίκη επί του κομμουνισμού στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου;
Στην ερώτησή σας υπάρχει ήδη μία απάντηση. Η αυτο-απελευθέρωση της Ανατολής ερμηνεύτηκε ως νίκη της Δύσης. Λόγω της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και του κράτους της Κίνας εκείνη την εποχή, η Δύση περιέπεσε σε μία αλαζονεία που την τύφλωσε ως προς τις δικές της αντιφάσεις και την ίδια της την ιστορία. Οι έννοιες της εποχής, όπως το «τέλος της ιστορίας» και η «σύγκρουση των πολιτισμών» (που έβλεπαν τη νίκη της Δύσης ως φυσική), το καταδεικνύουν περίτρανα.
Έχετε στιγματίσει τη «δημοκρατία που υποτάσσεται στην αγορά», υπερθεματίζοντας την «τη συμμόρφωση των αγορών στη δημοκρατία». Πόσο μακριά είμαστε από αυτό με τον Ελον Μασκ στο Λευκό Οίκο;
Είναι ένας διαρκής αγώνας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, γιατί επιτρέπουμε σε ανθρώπους και εταιρείες να επιτυγχάνουν τέτοια οικονομική κυριαρχία, την οποία στη συνέχεια να μπορούν σχετικά εύκολα να τη μετατρέψουν σε πολιτική εξουσία. Αυτό δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των πολύ-δισεκατομμυριούχων. Διότι αυτό θα υποβάθμιζε τη δημοκρατία σε παραλογισμό. Υπάρχουν όμως και άλλες, εντελώς διαφορετικές πτυχές. Πιστεύω, για παράδειγμα, ότι ο νόμος για την αλυσίδα εφοδιασμού είναι πολύ σημαντικός. Αλλά αμφισβητείται ξανά και θεωρείται γραφειοκρατικός. Απαιτείται μια προσεκτική εξέταση της προέλευσης των πρώτων υλών, των ενδιάμεσων προϊόντων και άλλων πραγμάτων.
Πόσο ανθεκτικές μπορούν να είναι οι δημοκρατίες;
Η δημοκρατία υπάρχει μόνο όταν εφαρμόζεται. Η προσέλευση των ψηφοφόρων στη Γερμανία ήταν 82,5%, η υψηλότερη που έχει σημειωθεί ποτέ από την ένταξη. Το ερώτημα είναι ποιες ευκαιρίες συμμετοχής υπάρχουν στο μεσοδιάστημα των εκλογών και σε ποιό βαθμό αισθάνονται οι πολίτες ότι εκπροσωπούνται. Οι ευκαιρίες για συμμετοχή υπάρχουν. Γνωρίζω πολλές πρωτοβουλίες που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την ευθύνη τους, ειδικά σε μικρότερες πόλεις και κοινότητες. Η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία, κατά τη γνώμη μου, είναι ο περιορισμός του διαλόγου.
Η Γερμανία απέκτησε νέα κυβέρνηση και νέο υπουργό Πολιτισμού. Ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς ανέθεσε το χαρτοφυλάκιο στον εκδότη Βόλφραμ Βάιμερ, με σαφώς συντηρητικό-φιλελεύθερο προφίλ, που αντιμετωπίστηκε επικριτικά από παράγοντες του πολιτισμού. Τί γνώμη έχετε εσείς;
Καταρχάς, θα ήθελα να σχηματίσω μια εικόνα από αυτά που θα κάνει στο πόστο του. Δεν χρειάζεται δα να συμφωνείς με τις προσωπικές του απόψεις, και οι τριβές μπορεί να είναι και εποικοδομητικές. Θα προτιμούσα να κρίνω τις αποφάσεις του, παρά τις μέχρι τώρα δηλώσεις του. Σημαντικό είναι να υποστηρίξει δυναμικά τα ιδρύματα που χρηματοδοτεί εν μέρει ή στο σύνολό τους. Η οικονομική κατάσταση για πολλούς πολιτιστικούς «φάρους» είναι εξαιρετικά δύσκολη, επομένως υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν.
Είστε Πρόεδρος της «Γερμανικής Ακαδημίας Γλώσσας και Λογοτεχνίας» από τον Νοέμβριο του 2023. Πώς αντιμετωπίζετε στην αυξανόμενη επιρροή των αγγλικών στη γερμανική γλώσσα;
Η Ακαδημία παρακολουθεί κριτικά τη χρήση της γλώσσας, αλλά δεν θεσπίζει κανονιστικές προδιαγραφές. Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, η Ακαδημία, μαζί με την Ένωση Ακαδημιών Επιστημών, θα παρουσιάσει την τέταρτη έκθεσή της για την κατάσταση της γερμανικής γλώσσας. Αυτή τη φορά θα επικεντρωθεί στη γερμανική γλώσσα στο εξωτερικό, δηλαδή στη γερμανική γλώσσα πέρα από τα σύνορα της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ελβετίας.
Η προηγούμενη έκθεση ασχολήθηκε με τα γερμανικά στα σχολεία. Αυτές είναι σημαντικές αξιολογήσεις που συζητούνται πολύ ενεργά στο δημόσιο διάλογο. Βρισκόμαστε επίσης στη διαδικασία να θέσουμε μια παλαιότερη πρωτοβουλία σε ευρύτερη βάση: το «Φόρουμ για την Κριτική της Γλώσσας», στο οποίο εξετάζουμε κριτικά τη χρήση της γλώσσας μας, είτε σε επιφυλλίδες, κείμενα διαλόγων, δοκίμια, δηλαδή, δημοσιευμένες αποτιμήσεις της χρήσης γλώσσας.
Θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη η επιρροή της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας στον αιώνα της Τεχνητής Νοημοσύνης;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που σχετίζεται επίσης με το πολιτικό και οικονομικό βάρος του αγγλόφωνου κόσμου. Το παρατηρώ ιδιαίτερα στη γλώσσα των παιδιών μου, που τώρα είναι στις αρχές της δεκαετίας των είκοσι. Χρησιμοποιούν τις αγγλικές λέξεις εντελώς αυτονόητα, πιστεύω ότι πια δεν το καταλαβαίνουν καν. Μετά βεβαιότητας θα ενισχυθεί και ο ρόλος της κινεζικής γλώσσας. Ωστόσο, στις αναγνώσεις στην Κίνα υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που γνωρίζει γερμανικά.
Κύριε Σούλτσε, σας ευχαριστώ πολύ για αυτήν τη συζήτηση.
spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα