3 Σεπτεμβρίου 2025 13:21
Δρ. Αναστάσιος Κων. Βαβούσκος
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Άρχων Ασηκρήτης της Μ.τ.Χ.Ε.
Προ ημερών, στις 29 Αυγούστου 2025, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε Ανακοινωθέν, διά του οποίου γνωστοποιήθηκε η απόφαση του για την έναρξη της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης: «…β) ἀπεφασίσθη ἡ ἔναρξις τῆς διαδικασίας πρός ἀναθεώρησιν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, κατά τόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ ἰσχύοντος τρόπον».
Είναι γεγονός, ότι η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου προκάλεσε συζήτηση, εν είδει απορίας, για ποιό λόγο ελήφθη αυτή η απόφαση, ποιά είναι τα θέματα, που χρήζουν νέας ρυθμίσεως, σε σχέση με την ρύθμιση που ήδη υπάρχει στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης (ΚΧΕΚ) και αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αρμόδιο για την τροποποίηση του ΚΧΕΚ.
Οφείλω να επισημάνω, ότι για τους γνωρίζοντες οι απαντήσεις είναι απλές και εύκολες.
Θα ξεκινήσω από το τρίτο ερώτημα.
Α. Η διαδικασία τροποποιήσεως του ΚΧΕΚ.
Κατά την ακροτελεύτια διάταξη του ΚΧΕΚ: «Τροποποίησις τοῦ παρόντος γίνεται μετά γνώμην τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης μετά τῆς Πολιτείας, ἐπί δέ κανονικῆς φύσεως ζητημάτων κατόπιν συνεννοήσεως καί μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτουν – καταρχήν – δύο συμπεράσματα, εκ των οποίων το ένα είναι ο «κανόνας» και το άλλο η «εξαίρεση».
Το πρώτο συμπέρασμα – ο κανόνας – είναι, ότι η τροποποίηση του ΚΧΕΚ γίνεται μετά από πρόταση («μετά γνώμην») της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης και σε συνεννόηση και συνεργασία με την Πολιτεία, δηλαδή την εκάστοτε Κυβέρνηση («μετά τῆς Πολιτείας»). Εδώ, συνεπώς, έχουμε δύο συνεργαζόμενους φορείς, της Εκκλησία της Κρήτης, η οποία εκπροσωπείται από την Ιερά αυτής Σύνοδο και την Ελληνική Πολιτεία, η οποία εκπροσωπείται από την εκάστοτε Κυβέρνηση. Ο πρώτος φορέας προτείνει στον δεύτερο και αμφότεροι συνεργάζονται για την επεξεργασία και έγκριση της προτάσεως.
Το δεύτερο συμπέρασμα – η εξαίρεση – είναι, ότι στην διαδικασία τροποποιήσεως του ΚΧΕΚ υπεισέρχεται και ένας τρίτο φορέας, που είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν η τροποποίηση αφορά σε ζητήματα κανονικής φύσεως (καί μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»). Στην περίπτωση αυτή, και πάλι η Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης είναι αυτή που κινεί την διαδικασία τροποποιήσεως με την πρόταση της, η οποία όμως στη συνέχεια διαμορφώνεται σε συνεργασία με την Κυβέρνηση αλλά πλέον και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αυτό εκπροσωπείται από την Αγία και Ιερά Σύνοδο αυτού.
Αυτή η διαδικασία προκύπτει από την συντακτική διατύπωση της ανωτέρω ακροτελεύτιας διατάξεως, αφού:
α) η πρόθεση «μετά» συντασσόμενη με αιτιατική πτώση δηλώνει τον χρόνο («μετά γνώμην»), δηλαδή πρώτα υποβάλλει την πρόταση η Εκκλησία της Κρήτης και μετά αρχίζει η συζήτηση, ενώ
β) η πρόθεση «μετά» με γενική πτώση («μετά τῆς Πολιτείας») ή (καί μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», δηλώνει την έννοια της συναποφάσεως και της συνεργασίας.
Βεβαίως, η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου προβλέπεται, όταν η προς τροποποίηση πρόταση αφορά σε ζητήματα κανονικής φύσεως. Ούτως, όμως, διατυπωμένη η διάταξη, εγείρει το εξής ερώτημα: Από την στιγμή, που ένας Καταστατικός Χάρτης ρυθμίζει τον τρόπο διοικήσεως μίας Εκκλησιαστικής περιφέρειας και τα θέματα διοικήσεως είναι κατά το Κανονικό Δίκαιο θέματα κανονικής τάξεως, τότε αυτονοήτως το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μετέχει υποχρεωτικώς σε κάθε διαδικασία τροποποιήσεως του ΚΧΕΚ;
Οπότε, η διάταξη αυτή φαίνεται, να είναι άνευ νοήματος, διότι εκ της φύσεως των πραγμάτων, οποιαδήποτε τροποποίηση και να προταθεί, αυτή – ως αφορώσα ζητήματα κανονικής φύσεως – θα συζητηθεί με τη συμμετοχή και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Συνεπώς, για να συνοψίσω, σε θεωρητικό επίπεδο και κατά την ακροτελεύτια διάταξη του ΚΧΕΚ, η διαδικασία τροποποιήσεως του κινείται από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και γίνεται και ολοκληρώνεται σε συνεργασία με την ελληνική Κυβέρνηση και την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τούτο σημαίνει, ότι – σε θεωρητικό πάντοτε επίπεδο – η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δείχνει λανθάνουσα, ανακοινώνοντας, ότι: «ἀπεφασίσθη ἡ ἔναρξις τῆς διαδικασίας πρός ἀναθεώρησιν τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, κατά τόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ ἰσχύοντος τρόπον». Διότι, αν ακολουθήσουμε «τόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ ἰσχύοντος τρόπον», τότε η πρωτοβουλία για την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως αναγνωρίζεται στην Εκκλησία της Κρήτης, η οποία και αποφασίζει για την τροποποίηση και υποβάλλει σχετική πρόταση στην Κυβέρνηση, και όχι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο όμως από την άλλη πλευρά, εκ των πραγμάτων – όπως προανέφερα – θα μετέχει πάντοτε στην διαδικασία και θα έχει λόγο επί της προτάσεως της Εκκλησίας της Κρήτης, αφού όλα τα θέματα που ρυθμίζει ο ΚΧΕΚ είναι εξ ορισμού κανονικής φύσεως.
Σε πρακτικό επίπεδο, όμως; Εδώ δεν μπορώ να δώσω απάντηση, καθόσον η πράξη πολλές φορές διαψεύδει την θεωρία.
Β. Οι πιθανές προς τροποποίηση διατάξεις του ΚΧΕΚ
Στο πρόσφατο παρελθόν, ανέκυψαν δύο κρίσιμα ζητήματα στην Εκκλησία της Κρήτης, τα οποία επηρέασαν και τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το ένα ζήτημα αφορούσε τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων στην Εκκλησία της Κρήτης. Το άλλο είναι το πολύ πρόσφατο ζήτημα της «δήθεν» απαγορεύσεως του μεταθετού στην Εκκλησία της Κρήτης.
Το ζήτημα της εκτάσεως της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων δημιουργήθηκε, όταν τον Αύγουστο του 2023 έλαβε χώρα η παύση από τον Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου του Ηγουμένου του πατριαρχικού Σταυροπηγίου της Μονής Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων, ο οποίος μάλιστα είναι και επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Με αφορμή την απόφαση περί παύσεως του Ηγουμένου της Μονής Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Δορυλαίου κ. Δαμασκηνού, τέθηκε ζήτημα ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 89 πργφ. 2 και ειδικότερα, τι σημαίνει η φράση «Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τά κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπί τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καί Σταυροπηγιακῶν Μονῶν», δηλαδή ποια είναι αυτά τα «ἀπαραμείωτα κανονικά δικαιώματα», που διατηρούνται και αν σ’ αυτά περιλαμβάνεται και η κανονική δικαιοδοσία – με όλα τα παρελκόμενα δικαιώματα – του Οικουμενικού Πατριάρχη επί των σταυροπηγίων και επί των μοναζόντων σ’ αυτά.
Για τον γράφοντα, το θέμα είναι ξεκάθαρο και οι απόψεις μου έχουν διατυπωθεί και εγγράφως. Από νομοκανονικής απόψεως, τα κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριάρχη, που διατηρούνται απαραμείωτα επί των πατριαρχικών σταυροπηγίων είναι ερμηνευτικώς με βάση την ελληνική νομοθεσία και τους ιερούς κανόνες τα εξής:
α) η έγκριση ανεγέρσεως και αυτονοήτως επεκτάσεως και πιθανής διαλύσεως αυτών (4ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου).
β) η μέριμνα και πρόνοια από τον Οικουμενικό Πατριάρχη γι’ αυτά (4ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου),
γ) ο έλεγχος και η εποπτεία των μοναχών και των μοναζουσών σ’ αυτά (8ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου),
δ) η έγκριση της εκλογής των ηγουμένων αυτών, άνευ της οποίας (εννοείται εγκρίσεως) δεν είναι έγκυρη η εκλογή τους (1ος της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου),
ε) η εγκατάσταση των ηγουμένων σ’ αυτά (2ος της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου)
στ) η έγκριση της μεταθέσεως των μοναχών και μοναζουσών σ’ αυτά λόγω ευλαβείας και σεμνότητας σε άλλη ιερά μονή (4ος της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής συνόδου) και
ζ) η κρίση υπό την ιδιότητα του εκκλησιαστικού δικαστή των παραπτωμάτων των μοναχών και μοναζουσών σ’ αυτά (8ος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου).
Η μη αναγνώριση και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της του Ι΄ Όρου της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, της οποίας ακριβές αντίγραφο αποτελεί η διάταξη του ΚΧΕΚ, των παραπάνω κανονικών δικαιωμάτων και η σαφής αμφισβήτηση τους, θέτει πράγματι ένα ζήτημα, ως προς την πληρότητα της διατάξεως του ΚΧΕΚ.
Έχω, λοιπόν, την αίσθηση, ότι η μία διάταξη που χρήζει καταρχήν τροποποιήσεως είναι αυτή του άρθρου 89 πργφ. 2 του ΚΧΕΚ, ώστε να αποσαφηνισθεί η έννοια του όρου «κανονικά δικαιώματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου», ώστε να λήξει αυτή η άνευ λόγου και αιτίας διαφωνία και αμφισβήτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, η διάταξη του άρθρου 89 πργφ. 2 θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
«1. Διατηροῦνται ἀπαραμείωτα τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου ἐπὶ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Πατριαρχικῶν καὶ Σταυροπηγιακῶν Μονῶν, ἤτοι:
α) ἡ μνημόνευσις εἰς αὐτά τοῦ ὀνόματός του,
β) ἡ ἔγκρισις ἀνεγέρσεως, ἐπεκτάσεως ἠ πιθανής διαλύσεως αὐτῶν,
γ) ἡ μέριμνα καί πρόνοια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου δι’ αὐτά,
δ) ὁ ἔλεγχος καί ἡ ἐποπτεία τῶν μοναχῶν καί τῶν μοναζουσῶν εἰς αὐτά,
ε) ἡ ἔγκρισις τῆς ἐκλογῆς καί η ἐγκατάστασις τῶν ἡγουμένων αὐτῶν, καθώς καί ἡ ἐνημέρωσις περί τῆς ἐκλογῆς τῶν νέων Ἡγουμενοσυμβουλίων αὐτῶν,
στ) ἡ ἔγκρισις τῆς μεταθέσεως εἰς ἑτέραν ἱεράν μονήν τῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν εἰς αὐτά λόγῳ εὐλαβείας καί σεμνότητος και
ζ) ἡ κρίσις τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων τῶν μοναχῶν καί μοναζουςῶν εἰς αὐτά.
- Κατά τά λοιπά, ἡ διοίκησις τῶν Πατριαρχικῶν Σταυροπηγίων, καθώς καὶ ἡ ἐν γένει διαχείρισις καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν ἔλεγχος ὑπάγονται ὑπό τήν ἄμεσον δικαιοδοσίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐφαρμοζούσης καί ἐπί τῶν Μονῶν τούτων τὰς ἰσχυούσας διά τάς λοιπάς ἐν Κρήτῃ Μονάς διατάξεις. Ἡ διάλυσις ὅμως τυχὸν ἢ ἡ συγχώνευσις Πατριαρχικῆς τινος Σταυροπηγιακῆς Μονῆς διενεργεῖται πάντοτε μετά προηγουμένην συνεννόησιν μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον».
Το δεύτερο ζήτημα, και πιο πρόσφατο, ήταν το αυτό της δήθεν απαγορεύσεως του «μεταθετού» στην Εκκλησία της Κρήτης, το οποίο ανέκυψε με την εκδημία του Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου κυρού Δαμασκηνού. Τυχαίο ή όχι, ο συγκεκριμένος Μητροπολίτης ήταν και το κύριο πρόσωπο στο πρώτο ζήτημα, το αφορών την παύση του Επισκόπου Δορυλαίου από τη θέση του Ηγουμένου, αφού αυτός αποφάσισε την παύση του.
Επί του θέματος αυτού ο γράφων έχει επίσης διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του. Είναι γνωστό, ότι η Κυβέρνηση ανέλαβε νομοθετική πρωτοβουλία, τροποποιώντας την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 20 του ΚΧΕΚ, χωρίς όμως να ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία αλλά – και το κυριότερο – χωρίς να απαγορεύσει τελικώς το «μεταθετό», αφού συν τοις άλλοις ο ΚΧΕΚ δεν προβλέπει, προφανώς από νομοτεχνική ατέλεια, το μεταθετό ως τρόπο πληρώσεως Ιεράς Μητροπόλεως. Οπότε, πώς να απαγορεύσεις αυτό, που δεν υπάρχει.
Έκτοτε, και παρά την ψήφιση της συγκεκριμένης τροποποιήσεως, η ψηφισθείσα διάταξη δεν έτυχε εφαρμογής, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν εξελέγη ακόμη ο νέος Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου. Κατάσταση, η οποία επιβεβαιώνει την άποψη του γράφοντος, ότι αν και η διάταξη που ψηφίσθηκε, διαφημίσθηκε ως απαγόρευση του μεταθετού, παρά ταύτα έγινε κατανοητό από όλους τους εμπλεκομένους, ότι τελικώς πράγματι δεν ψηφίσθηκε το αμετάθετο.
Έτσι, θα προκύψει προφανώς και το ζήτημα της τροποποιήσεως της επίμαχης διατάξεως του ΚΧΕΚ, αφού η πρόσφατη τροποποίηση δεν ήταν στην πραγματικότητα τροποποίηση.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα επαναλάβω την άποψη μου, για το πώς θα πρέπει να συνταχθεί η νέα διάταξη μετά την τροποποίηση της, προτείνοντας δύο επιλογές:
Πρώτη επιλογή με σκοπό τον αποκλεισμό της μεταθέσεως Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Κρήτης σε χηρεύουσα Ι. Μητρόπολη αυτής:
Άρθρο 21 πργφ. 11 (νέα): «Η διά μεταθέσεως πλήρωση χηρεύσουσας Μητροπόλεως στην Εκκλησία της Κρήτης απαγορεύεται».
Άρθρο 22 πργφ. 4: «Εκλόγιμοι για χηρεύουσα Μητρόπολη είναι και οι Βοηθοί Επίσκοποι, οι Τιτουλάριοι Επίσκοποι, οι Τιτουλάριοι Μητροπολίτες και οι Σχολάζοντες Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άνευ εγγραφής αυτών στον κατά το άρθρο τούτο κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων. αποκλειομένης της μεταθέσεως από Μητρόπολη σε Μητρόπολη».
Στην περίπτωση όμως αυτή, δηλαδή της απαγορεύσεως πληρώσεως χηρεύουσας Ι. Μητροπόλεως της Κρήτης με μετάθεση, η νομοθετική διάταξη θα ήταν αντισυνταγματική, διότι, ο θεσμός της μεταθέσεως – όπως προανέφερα – είναι και συνταγματικώς κατοχυρωμένος στο άρθρο 3 του Συντάγματος, ως διοικητικός θεσμός θεμελιώδους χαρακτήρα, προβλεπόμενος από τους ιερούς κανόνες.
Δεύτερη επιλογή με σκοπό την ρύθμιση του θέματος, συμφώνως προς το Σύνταγμα και τους ιερούς κανόνες και προς τα άρθρα 4 και 10 πργφ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης
Άρθρο 21 πργφ. 11 (νέα): «Η πλήρωση χηρεύσουσας Μητροπόλεως στην Εκκλησία της Κρήτης τελείται και διά μεταθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης αποφασίζει περί του μεταθετού με πλειοψηφία ¾ των μελών αυτής. Στη συνέχεια, η απόφαση υποβάλλεται προς έγκρισιν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εφόσον το Οικουμενικό Πατριαρχείο εγκρίνει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, αυτή στη συνέχεια προβαίνει στην πλήρωση της χηρεύουσας Μητροπόλεως διά μεταθέσεως. Σε περίπτωση, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν εγκρίνει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, η απόρριψη θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη, η δε Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης προχωρεί στην πλήρωση της χηρεύουσας Ι. Μητροπόλεως δι’ εκλογής».
Άρθρο 22 πργφ. 4: «Εκλόγιμοι για χηρεύουσα Μητρόπολη είναι και οι Βοηθοί Επίσκοποι, οι Τιτουλάριοι Επίσκοποι, οι Τιτουλάριοι Μητροπολίτες και οι Σχολάζοντες Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άνευ εγγραφής αυτών στον κατά το άρθρο τούτο κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, αποκλειομένης της μεταθέσεως από Μητρόπολη σε Μητρόπολη».
Αυτές κατά την άποψη μου, θεωρώ, ότι θα είναι οι διατάξεις, που θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής κατά την τροποποίηση του ΚΧΕΚ. Από εκεί και πέρα, δεν μπορώ, να σας βεβαιώσω, ότι δεν θα γίνουν και άλλες τροποποιήσεις.
Εάν αυτό συμβεί, εδώ είμαστε και θα τα λέμε.


