Η τέχνη του παραγαδιού

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

Το μικρό πόνημά μου «Η τέχνη του παραγαδιού» δεν είναι ακριβώς … βιβλίο. Στην πραγματικότητα είναι ένα κείμενο που γράφτηκε σταδιακά και σε διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών, υπό μορφή σημειώσεων – υπενθυμίσεων, αρχικά σε διάφορα χαρτιά σκορπισμένα εδώ κι εκεί και στη συνέχεια σε μορφή ψηφιακών αρχείων, όταν στη ζωή μου μπήκε η πληροφορική.

Από τότε που βγήκα στη σύνταξη και ο ελεύθερος χρόνος μου μεγάλωσε … δραματικά, αποφάσισα να συγκεντρώσω όλα αυτά τα κείμενα, να τα αρχειοθετήσω και να τα συμπληρώσω, με ότι άλλο είχα στο μεταξύ αποκομίσει από τις ψαρευτικές μου εμπειρίες.

Σημείωση του υπογράφοντος:
Όσες ψαρευτικές … και όχι μόνο ιστορίες συμπεριλαμβάνονται στο δημοσιευόμενο κείμενο, είναι πέρα για πέρα αληθινές. Πρόκειται είτε για σταχυολογημένες προσωπικές εμπειρίες, είτε για έγκυρες διηγήσεις φίλων, τις οποίες επέλεξα να παραθέσω για να κάνω πιο ευχάριστο το ανάγνωσμα. Για λόγους ευνόητους, δεν θέλησα να συμπεριλάβω και τα πραγματικά ονόματα των προσώπων που παίρνουν μέρος. Οι τόποι όμως όπου εξελίσσονται τα όσα περιγράφω είναι οι πραγματικοί. Για το κείμενο αυτό δηλαδή, δεν ισχύει η ρήση του θείου μου Γιάννη Θεοδωράκη, που κατοικεί στη Θεσσαλονίκη, ότι «τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν το γάμο και μετά … το ψάρεμα!».

Το μικρό πόνημά μου «Η τέχνη του παραγαδιού» δεν είναι ακριβώς … βιβλίο. Στην πραγματικότητα είναι ένα κείμενο που γράφτηκε σταδιακά και σε διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών, υπό μορφή σημειώσεων – υπενθυμίσεων, αρχικά σε διάφορα χαρτιά σκορπισμένα εδώ κι εκεί και στη συνέχεια σε μορφή ψηφιακών αρχείων, όταν στη ζωή μου μπήκε η πληροφορική.

Από τότε που βγήκα στη σύνταξη και ο ελεύθερος χρόνος μου μεγάλωσε … δραματικά, αποφάσισα να συγκεντρώσω όλα αυτά τα κείμενα, να τα αρχειοθετήσω και να τα συμπληρώσω, με ότι άλλο είχα στο μεταξύ αποκομίσει από τις ψαρευτικές μου εμπειρίες.

Έτσι δημιουργήθηκε ένας αρκετά πλούσιος κατάλογος από μικρές «μελέτες» για όλα σχεδόν τα είδη ψαρέματος που έχω εξασκήσει στην ψαρευτική σταδιοδρομία μου, οι οποίες εκτός από κείμενα, έχουν πλέον εμπλουτισθεί και με διάφορα σχέδια και φωτογραφίες.

Το υλικό αυτό με διευκόλυνε πάρα πολύ, γιατί έπαψα πια να … απαντάω αναλυτικά στις πολλές ερωτήσεις που μου έκαναν κατά καιρούς διάφοροι φίλοι που ήθελαν να ασχοληθούν με τη θάλασσα και το ψάρεμα. Εδώ και κάμποσο καιρό, όταν κάποιος με ρωτάει για κάτι σχετικό με τη θάλασσα και το ψάρεμα, όπως π.χ. για τη συρτή βυθού, του στέλνω με email ή του τυπώνω στον εκτυπωτή μου το σχετικό κείμενο και του προτείνω να το μελετήσει και μετά να μου υποβάλει όσες και όποιες απορίες του απομένουν. Το γεγονός ότι σχεδόν κανένας δεν … επέστρεψε πίσω για να με ρωτήσει κάτι συμπληρωματικό, ήταν αυτό που μου έδωσε να καταλάβω ότι τα κείμενα αυτά είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστικά και επομένως χρήσιμα για τους ενδιαφερόμενους.

Έτσι αποφάσισα να εμπλουτίσω ακόμη περισσότερο τα κείμενά μου με κατάλληλα σχέδια και φωτογραφίες, να τους δώσω τη μορφή βιβλίου, αφού η δουλειά μου (γραφικές τέχνες) με είχε ήδη εξοπλίσει με όλες τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις γι’ αυτό και να τα δώσω στη δημοσιότητα μέσω του διαδικτύου, προς χρήση των όποιων ενδιαφερομένων.

Η παρούσα είναι η δεύτερη γραφή του κειμένου μου στην οποία συμπλήρωσα μερικά ακόμη πράγματα, όπως φωτογραφίες και σχέδια, κυρίως επειδή μου το ζήτησαν μερικοί από τους αναγνώστες του πρώτου κειμένου και λιγότερο επειδή εγώ θεώρησα ότι ήταν απαραίτητα. Για παράδειγμα, ενώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι κανείς δεν πρέπει να ασχοληθεί με το παραγάδι αν δεν έχει προηγουμένως μάθει να δένει τους διάφορους ψαρόκομπους που είναι απαραίτητοι για αυτό το ψάρεμα, σε αυτή τη γραφή συμπεριέλαβα μερικά σχέδια που αφορούν αυτό το θέμα, αν και εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός είναι ο δυσκολότερος τρόπος για να μάθει κανείς να δένει κόμπους.

Φυσικά δεν προσδοκώ, ούτε (πολύ περισσότερο) απαιτώ, κανενός είδους υλική ανταπόδοση από κανέναν. Η μόνη (τη θεωρώ ελάχιστη) ανταπόδοση που θα επιθυμούσα από τους αναγνώστες των όσων θα ακολουθήσουν, είναι η απλή αναφορά του πρώτου συντάκτη τους, σε περίπτωση αναδημοσίευσής τους, η επισήμανση των όποιων λαθών ή αβλεψιών επισημανθούν κατά τη μελέτη τους, καθώς και όλων των τυχόν γνώσεων που μου διαφεύγουν (κανείς δεν τα ξέρει όλα) και η γνωστοποίησή τους σε μένα, ώστε να μπορώ να τελειοποιώ διαρκώς και τα κείμενα που δημοσιεύω, αλλά και τις πρακτικές μου στο ψάρεμα, που είναι άλλωστε και το κυρίως ζητούμενο όλων μας, όπως θέλω να πιστεύω.

Οι λόγοι που το κάνω αυτό είναι τρεις:

Ο πρώτος είναι, ότι θεωρώ τις γνώσεις αυτές δανεικές και άρα όχι δικές μου, αφού σχεδόν όλες έχουν περάσει σε μένα από προηγούμενους λάτρεις της θάλασσας και του ψαρέματος. Επομένως θα ήταν αισχρή εκμετάλλευση να ζητήσω ανταπόδοση για κάτι το οποίο στην πραγματικότητα δεν μου ανήκει. Αντίθετα θεωρώ υποχρέωσή μου και ως κάποιου είδους φόρο τιμής προς όσους με προθυμία και αφιλοκερδώς με πληροφόρησαν στο παρελθόν, να συνεχίσω τη λογική τους, παραχωρώντας με τη σειρά μου, επίσης αφιλοκερδώς, όλα όσα έμαθα από αυτούς, συμπληρωμένα με ότι μπόρεσα και εγώ στο μεταξύ να ανακαλύψω, στους επερχόμενους νεότερους. Άλλωστε αυτό συμφωνεί και με τη γενικότερη φιλοσοφία μου, ότι η πρόσβαση στη γνώση πρέπει να είναι ελεύθερη για όλους, η δε μεταβίβασή της, ηθική υποχρέωση του κάθε γνώστη.

Ο δεύτερος, γιατί μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης με τη θάλασσα και το ψάρεμα, έμαθα και κάτι πολύ σπουδαίο. Έμαθα να χρησιμοποιώ περισσότερο το μυαλό και λιγότερο την όποια οικονομική μου δυνατότητα και θεωρώ αυτή τη γνώση πολύτιμη για να έχει κανείς επιτυχίες, όχι μόνο στο ψάρεμα, αλλά και στη ζωή. Στις εσωτερικές σελίδες του κειμένου μου θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό αναλυτικότερα, και

Ο τρίτος, γιατί και μόνο το γεγονός ότι μπορεί έστω και ένας, διαβάζοντας αυτά τα κείμενα, να … παρασυρθεί και να ασχοληθεί με τη θάλασσα και το ψάρεμα, αποτελεί για μένα την καλύτερη ανταμοιβή.

Μιχάλης Μαντάς
Καλοκαίρι του 2014

Επί του θέματος

Για να αποφασίσεις να ασχοληθείς με το παραγάδι, δυο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν:

–     Ή έχεις ολοκληρώσει ήδη μια αρκετά μεγάλη διαδρομή σαν ερασιτέχνης ψαράς και θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά με το δυσκολότερο και πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, είδος ψαρέματος, δηλαδή το παραγάδι.

–     Ή δεν έχεις πάρει καθόλου στα σοβαρά το ζήτημα του ψαρέματος και νομίζεις ότι μπορείς εύκολα και «με την πρώτη» να πιάσεις τα καλύτερα ψάρια.

Αν συμβαίνει το δεύτερο, καλύτερα άφησε αμέσως το διάβασμα αυτού του κειμένου και πήγαινε να αγοράσεις μια έτοιμη καθετή (ή κανένα πεταχτάρι ή καλάμι, αν δεν έχεις βάρκα) και λίγη καθαρισμένη και αλατισμένη γαρίδα και αφού «ανοιχτείς» με τη βάρκα σου καμιά εκατοστή μέτρα από την ακτή, άρχισε να παρακαλάς να έχει η περιοχή πέρκες και χάνους, για να «φέρεις και κάτι στο σπίτι».

Την επόμενη φορά, μπορείς να προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου μια καθετή ή να διαβάσεις κανένα σχετικό βιβλίο, για να δεις μήπως τα καταφέρεις να δοκιμάσεις κανένα πιο ενδιαφέρον ψάρεμα.

Όταν θα περάσουν πολλές, μα πάρα πολλές, τέτοιες επόμενες φορές, τότε μπορείς να αποφασίσεις να ασχοληθείς και με το παραγάδι, γιατί πιο νωρίς, είναι μάλλον μάταιος κόπος και κάμποσα πεταμένα στο βρόντο λεφτά.

Όπως θα κατάλαβες ήδη, όλα αυτά που σημειώνω πιο πάνω δεν σημαίνουν τίποτα άλλο, παρά το ότι το παραγάδι είναι το είδος του ψαρέματος που απαιτεί εξαιρετικά βαθιά γνώση πολλών ταυτόχρονα θεμάτων, από αυτά που μπορεί να απασχολήσουν τον καθένα, κατά την επαφή του με τη θάλασσα.

Πιο συγκεκριμένα, τα «προσόντα» που απαιτούνται για να μπορέσεις να ασχοληθείς σοβαρά με το παραγάδι, αφορούν πάρα πολύ καλή γνώση των εξής, επιγραμματικά:

–     Των ψαρότοπων της περιοχής που θα «δουλέψεις».

–     Της χρήσης των εργαλείων ανίχνευσης (χάρτες, βυθόμετρα, κ.λ.π.).

–     Των τοπικών καιρών.

–     Της επίδρασης των διαφόρων φυσικών παραγόντων (φεγγάρι, ήλιος, εποχές κ.λ.π.) στις συνήθειες των ψαριών.

–     Των χειρισμών του σκάφους που διαθέτεις.

–     Της διαχείρισης των εργαλείων ψαρέματος (πετονιές, αγκίστρια, παραμάνες, βαρίδια, φελλοί, κόμποι, μπερδέματα, κ.λ.π.).

–     Των διαφόρων δολωμάτων.

Με λίγα λόγια, για να μπορέσει κανείς να ψαρέψει με παραγάδι, πρέπει να ξέρει σχεδόν όλα όσα γνωρίζει ένας επαγγελματίας ψαράς, δηλαδή σχεδόν … «τα πάντα», σχετικά με τις διαδικασίες ψαρέματος στη θάλασσα, αλλιώς … άστο καλύτερα.

Στις επόμενες σελίδες, εγώ θα προσπαθήσω να σου μάθω τα σημαντικότερα από αυτά που χρειάζονται, σε … θεωρητικό όμως επίπεδο. Και λέω σε θεωρητικό επίπεδο, γιατί δυστυχώς στη θάλασσα, η πράξη και μόνο αυτή, είναι που μετράει στο τέλος.

Αυτό σημαίνει ότι όσο κι αν προσπαθήσω, η βοήθειά μου θα αποδειχθεί στο τέλος ελάχιστη, γιατί τα περισσότερα θα τα μάθεις στην πράξη και μόνος σου και αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να το αλλάξω.

Η καλύτερη ευχή που θα μπορούσα να σου δώσω, είναι να βρεθείς δίπλα σε κανέναν «εξπέρ» του είδους, για όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορείς. Αυτό είναι το άριστο. Δυστυχώς όμως, ελάχιστοι από αυτούς έχουν τη διάθεση να μοιραστούν με τον καθένα, αυτά που έμαθαν με πολύ δουλειά, επιμονή και κόπο.

Προφανώς, εγώ σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι «τα ξέρω όλα». Πιστεύω μάλιστα ότι κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό, όταν πρόκειται για … θαλασσινά ζητήματα. Μετά όμως από τόσα χρόνια συστηματικής και παθιασμένης ενασχόλησης με το σπορ του ψαρέματος, πιστεύω ότι μπορώ να ισχυριστώ πλέον … βάσιμα, ότι γνωρίζω αρκετά, τουλάχιστον για να μπορώ να καθοδηγήσω στα πρώτα τους βήματα, όσους ξεκινούν μόλις τώρα, αλλά και αρκετούς που ήδη έχουν διαγράψει μια πρώτη διαδρομή και θέλουν να προχωρήσουν παρακάτω. Και επειδή (όπως εξηγώ και στον πρόλογό μου) δεν είχα ποτέ την παραμικρή «αναστολή» στο να μοιραστώ με ευχαρίστηση και χωρίς κανενός είδους απαίτηση ανταπόδοσης, αυτές τις γνώσεις μου με όποιον τις έχει ανάγκη, τις εκθέτω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία σε δημόσια θέα, προς χρήση και απόλαυση των όποιων ενδιαφερομένων.

Τελειώνοντας αυτό το εισαγωγικό σημείωμα, θα ήθελα να συμπληρώσω και τα εξής:

Τα περισσότερα από όσα θα αναφέρω στο κείμενο που ακολουθεί, αποτελούν γνώσεις «δοκιμασμένης εμπειρίας», δηλαδή πράγματα που τα έχω δοκιμάσει και ο ίδιος στην πράξη, αφού προηγουμένως τα έμαθα, είτε εξερευνώντας από μόνος μου, είτε από κάποιον προηγούμενο γνώστη του θέματος. Προφανώς όμως, για να ολοκληρώσεις ένα κείμενο, που αφορά ένα συγκεκριμένο θέμα (εν προκειμένω το παραγάδι γενικώς), συνήθως δεν επαρκούν οι δικές σου γνώσεις και χρειάζεται να το συμπληρώσεις με γνώσεις που αντλείς και από διάφορες άλλες πηγές (βιβλία, αφηγήσεις προσώπων, συζητήσεις κ.λ.π.).

Για παράδειγμα το «παραγάδι από στεριά» (ή ανεμοπαράγαδο), παρά το ότι είναι κι αυτό παραγάδι, είναι μια τεχνική που δεν έτυχε ποτέ να δοκιμάσω ο ίδιος. Είδα βέβαια να ψαρεύουν με αυτήν δυο συγκεκριμένα φορές, μια στην Καλαμάτα και άλλη μια στην Ιεράπετρα Κρήτης, αλλά με το να δεις μια τεχνική ψαρέματος να εκτελείται στην πράξη, δεν σημαίνει ότι το κατέχεις κιόλας το … άθλημα.

Ένα ακόμη τέτοιο παράδειγμα είναι τα παραγάδια για το ψάρεμα του ξιφία, τα οποία τα έχω δει, έχω μάλιστα πάει μια μοναδική φορά στη ζωή μου ως φίλος – παρατηρητής με επαγγελματικό σκάφος σε ένα τέτοιο ψάρεμα, αλλά με μια βόλτα που έκανα τότε, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τα έμαθα όλα. Μια ιδέα πήρα μόνο.

Για όλα αυτά, εννοείται ότι στην πορεία προσπάθησα να συλλέξω όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσα από διάφορους συνομιλητές (υποτιθέμενους γνώστες) που είχα κατά καιρούς, αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν μηδαμινά, μάλλον γιατί οι περισσότεροι από αυτούς προτίμησαν να κρατήσουν τις όποιες γνώσεις κατείχαν, αποκλειστικά για … προσωπική τους χρήση. Όλοι όσοι ασχολούμαστε με το ψάρεμα, έχουμε συναντήσει κατά κόρον αυτή τη νοοτροπία και μάλλον η διαπίστωση αυτή είναι εντελώς κοινότυπη. Ελπίζω ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται ότι και μόνο με την «ελεύθερη» διάθεση αυτού του κειμένου σε όποιον ενδιαφέρεται σχετικά, προσωπικά διαφοροποιούμαι ριζικά από αυτή τη λογική, με την οποία προφανώς δεν συμφωνώ καθόλου.

Τέτοιες περιπτώσεις σε αυτό το μικρό πόνημα υπάρχουν αρκετές. Τις έχω συμπεριλάβει όμως και αυτές (αν όχι όλες, θα ήθελα να πιστεύω τις περισσότερες), για λόγους πληρότητας του υλικού που περιλαμβάνεται εδώ, αν και δεν τις γνωρίζω από προσωπική εμπειρία, γιατί όπως ήδη είπα, «κανείς δεν τα ξέρει όλα».

Κάθε φορά όμως που στο κείμενο συμπεριλαμβάνεται κάτι τέτοιο, υποσημειώνεται και του λόγου το αληθές, δηλαδή το γεγονός ότι η συγκεκριμένη γνώση δεν είναι «κατάκτηση» του γράφοντος, αλλά … μεταγραφή από άλλη πηγή.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά …

Οι απαραίτητες γνώσεις

Θέμα 1ο: Οι ψαρότοποι

Θεμέλιος λίθος της επιτυχίας του παραγαδιού είναι η άριστη γνώση των ψαρότοπων της περιοχής που μας ενδιαφέρει.

Ακόμη και αυτοί που έχουν ελάχιστες ψαρευτικές εμπειρίες, έχουν κιόλας καταλάβει ότι η θάλασσα «δεν είναι παντού ίδια». Για το παραγάδι, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ο λόγος είναι ότι το είδος του ψαρότοπου, καθορίζει και το είδος του παραγαδιού και του δολώματος που θα χρησιμοποιηθεί και το χρόνο του ψαρέματος (πρωί, μεσημέρι, νύχτα κ.λ.π.) καθώς και άλλες πολλές μικρότερες, αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως τον αριθμό τον αγκιστριών του παραγαδιού, το χρόνο που θα παραμείνει το παραγάδι στη θάλασσα και άλλα πολλά.

Τα σημαντικότερα θέματα που έχουμε να σκεφθούμε σε σχέση με τους ψαρότοπους είναι τα εξής:

–     Το είδος τους.

–     Το βάθος τους.

–     Η μορφολογία τους.

–     Οι τρόποι ανίχνευσής τους.

Τα είδη των ψαρότοπων

Το είδος των ψαρότοπων μας ενδιαφέρει, γιατί ανάλογα με αυτό είναι και τα είδη των ψαριών που συχνάζουν εκεί.

Π.χ. οι σαργοί, που είναι ένα από τα κυριότερα θηράματα του παραγαδιού, συχνάζουν σε ψαρότοπους που αποτελούνται από βράχια, πλάκες κ.λ.π., δηλαδή τις γνωστές μας «ξέρες».

Πολλές φορές τα παραγάδια με τα οποία ψαρεύουμε σαργούς, καλάρονται σε βάθη μικρότερα των 10 μέτρων, ακόμη και «κολλητά» στις στεριές.

Μαζί με τους σαργούς ψαρεύονται και μια σειρά άλλα γνωστά ψάρια, ανάλογα με τους ψαρότοπους, όπως τα μηλοκόπια, τα σκαθάρια, οι σπάροι, οι τσιπούρες, οι μουρμούρες κ.λ.π.

Για παράδειγμα οι μουρμούρες, συχνάζουν συνήθως σε αμμουδιές. Επομένως για να πιάσει κανείς σαργούς και μουρμούρες ταυτόχρονα, θα πρέπει το παραγάδι του να πέσει σε ψαρότοπο που να συνδυάζει βράχια και αμμουδιές, πράγμα όχι σπάνιο στις ελληνικές ακρογιαλιές.

Τα λυθρίνια, οι μπαλάδες, οι συναγρίδες, συναντώνται σε τόπους που λέγονται τραγάνες. Ο βυθός που αρέσει σε αυτά τα είδη, αποτελείται από μικρές πέτρες και διάφορα θαλάσσια είδη όπως τα κοράλλια κ.λ.π.

Τα λαβράκια συχνάζουν περισσότερο σε περιοχές που υπάρχουν βουρκάρια, δηλαδή λάσπες κ.λ.π.

Αρκετά ψάρια δεν πιάνονται με τα παραγάδια.

Π.χ. τα μπαρμπούνια είναι είδος που μόνο με το δίχτυ μπορεί να ψαρευτεί αν και καμιά φορά, σπανιότατα πάντως, μπορεί να δει κανείς και κάποιο μπαρμπούνι (κυρίως του είδους πετρομπάρμπουνο) στο αγκίστρι του παραγαδιού.

Επίσης ψάρια όπως οι σκορπίνες ή τα καπόνια, είναι σπανιότατα στο παραγάδι.

Άπιαστα για το παραγάδι είναι και τα περισσότερα ψάρια του αφρού, δηλαδή οι σαρδέλες, ο γαύρος, οι μαρίδες, οι μικρές γόπες, οι κολιοί, τα σκουμπριά κ.λ.π. τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως δόλωμα των παραγαδιών και όχι ως θήραμα.

Άγνωστα ακόμη για τα παραγάδια είναι και τα μεγάλα αφρόψαρα, όπως η παλαμίδα, το ρείκι, το μαγιάτικο, η λίτσα κ.λ.π. ενώ για μερικά από αυτά, όπως ο ξιφίας, ο τόνος, το μελανούρι, οι μεγάλες γόπες, υπάρχουν ειδικά παραγάδια, για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Βέβαια όλοι αυτοί οι κανόνες έχουν και συχνές εξαιρέσεις, γιατί στη θάλασσα μαθαίνει γρήγορα κανείς, ότι ο σιγουρότερος κανόνας, είναι μάλλον η … έκπληξη!

Επομένως, στο ζήτημα των ψαρότοπων, δεν μπορεί κανείς να μάθει σε κανέναν τίποτα, μέσα από ένα ανάγνωσμα. Ο τρόπος που μαθαίνει κανείς τους ψαρότοπους της περιοχής που τον ενδιαφέρει, είναι η συνεχής παρατήρηση της θάλασσας, είτε ψαρεύοντας με την καθετή, που είναι ένας άριστος «ανιχνευτής», είτε ρωτώντας άλλους παλιότερους, που έχουν τη διάθεση να μοιραστούν τις γνώσεις τους, είτε βοηθούμενος από τα σύγχρονα μέσα ανίχνευσης (χάρτες, βυθόμετρα κ.λ.π.).

Με λίγα λόγια δηλαδή, η γνώση των ψαρότοπων είναι μια διαρκής εμπειρία, αφού κάθε παραγάδι και κάθε καθετή που δουλεύουμε, μπορεί να μας μάθει και κάτι καινούργιο.

Εγώ ψαρεύω στην περιοχή Πόρτο Χέλι Ερμιονίδας από το 1981 και μετά, και παρά το ότι την έχω κυριολεκτικά «χτενίσει», δεν είναι λίγες οι φορές που το καλάρισμα ενός παραγαδιού με … πληροφορεί για κάτι εντελώς καινούργιο, που μέχρι τότε μου διέφευγε της προσοχής.

Σε γενικές γραμμές πάντως, μπορούμε να πούμε τα εξής:

–     Οι σαργοί, τα σκαθάρια και τα μυλοκόπια, συναντώνται συνήθως σε μέρη που έχουν βράχια σε συνδυασμό με φύκια.

–     Οι τσιπούρες συναντώνται σε μέρη όπου υπάρχουν πολλά όστρακα, γιατί είναι η κύρια τροφή τους.

–     Οι μουρμούρες συχνάζουν αποκλειστικά σχεδόν σε αμμώδεις βυθούς και μάλιστα όταν σε αυτούς συναντώνται και μικρά βραχάκια.

–     Οι σπάροι συχνάζουν σχεδόν παντού στις ελληνικές παραλίες, συχνότερα δε σε φυκιάδες συγκεκριμένου είδους.

–     Τα διάφορα μικρόψαρα, (χάνοι, πέρκες, γύλοι κ.λ.π.) ψαρεύονται μόνο ημέρα, ενώ τη νύχτα κυριολεκτικά εξαφανίζονται.

–     Στα ίδια περίπου μέρη που συναντώνται οι σαργοί και η … παρέα τους, βρίσκονται και τα μεγάλα ψάρια, όπως σφυρίδες, στήρες, ροφοί, συναγρίδες, αλλά ο τρόπος που ψαρεύονται είναι διαφορετικός.

Μια τελευταία σημαντική επισήμανση, είναι ότι με τα παραγάδια δεν ψαρεύονται ορισμένα θαλάσσια είδη, όπως τα παντός είδους καλαμάρια, οι σουπιές και τα χταπόδια. Συμβαίνει όμως ταχτικά, μερικά από αυτά, να πιαστούν εντελώς συμπτωματικά, όταν προσπαθώντας να … επωφεληθούν από κάποιο πιασμένο ψάρι … τρώνε το κεφάλι τους.

Και επειδή ένα ανάγνωσμα που έχει ως κύριο θέμα του τη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι ευχάριστο αν δεν εμπλουτιστεί και με τις ανάλογες … ιστορίες που σχετίζονται με το θέμα που πραγματεύεται, ας διηγηθώ την πρώτη ιστορία που επιβεβαιώνει τον κανόνα που σημείωσα παραπάνω, ότι δηλαδή στη θάλασσα ο σιγουρότερος κανόνας είναι η … έκπληξη.

Την ιστορία αυτή την άκουσα από επαγγελματία παραγαδιάρη ψαρά, πίνοντας ουζάκια στην παραλία της Αναβύσσου Αττικής.

O Παντελής, επαγγελματίας παραγαδιάρης, ξακουστός στην περιοχή του, είχε ρίξει ψιλό παραγάδι νύχτα και πηγαίνοντας το πρωί να το σηκώσει είδε από μακριά ότι το καλαδούρι κουνιόταν σαν τρελό, παρά το ότι η θάλασσα ήταν εντελώς μπουνάτσα. Προφανώς, όσο πλησίαζε, η απορία του (και ανυπομονησία μαζί) μεγάλωνε δικαιολογημένα, αφού για να φτάσει να ταρακουνιέται ένα καλαδούρι που απείχε από το πρώτο αγκίστρι του παραγαδιού που ακολουθούσε πάνω από 50 μέτρα απόσταση και στο μεταξύ μεσολαβούσε και ένα βαρίδι βάρους πάνω από 1 κιλό, ο λόγος του … ταρακουνήματος θα πρέπει να ήταν αρκούντως … σεβαστός, σκεφτόταν, αν και το μυαλό του ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί, αυτό που διαπίστωσε λίγες στιγμές αργότερα.

Πράγματι, όταν σήκωσε το καλαδούρι με το γάντζο και άρχισε να παίρνει στη βάρκα την καλούμα του, τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που έβλεπε. Περίπου 10 μέτρα πιο κάτω, ένας μικρός ξιφίας 5,5 κιλών είχε μπερδέψει το πριονωτό ρύγχος του με το λεπτό σχοινί και στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί είχε δημιουργήσει γύρω από τη μύτη του ένα ολόκληρο κουβάρι από σπάγκο. Το ψάρι χτυπιόταν ακόμη με δύναμη, πράγμα που σήμαινε ότι το … ατύχημα τού είχε συμβεί λίγο πριν φτάσει ο … τυχερός παραγαδιάρης. Προφανώς ο νεαρός ξιφίας πλησίασε τον σπάγκο του καλαδουριού, είτε για να παίξει, είτε από περιέργεια, είτε ποιος ξέρει για ποιον άλλο παράξενο λόγο κι έφαγε το κεφάλι του.

Απίστευτο και όμως αληθινό εγγυημένα, γιατί ο άνθρωπος που μου το διηγήθηκε είναι από τους λίγους ειλικρινείς και του οφείλω αρκετά από αυτά που γνωρίζω.

Το βάθος

Τα βάθη στα οποία «δουλεύονται» τα παραγάδια για τους σαργούς, τα σκαθάρια, τις τσιπούρες, τις μουρμούρες και τα μεγάλα ψάρια, όπως οι σφυρίδες, οι στήρες, οι συναγρίδες, τα λαβράκια κ.λ.π. δεν ξεπερνούν τα 100 το πολύ μέτρα.

Τα λυθρίνια και οι μπαλάδες συναντώνται συχνά και σε πιο βαθιά νερά, πάνω από 30-40 μέχρι και τα 200-300 μέτρα.

Ειδικά οι μπαλάδες, είναι ψάρια των πολύ βαθιών νερών και για το λόγο αυτό δεν ψαρεύονται συνήθως με παραγάδια, αλλά με ειδικές βαθιές καθετές, (μπαλαδοκαθετές), οι οποίες δουλεύονται με ειδικά ηλεκτρικά «μηχανάκια» (ανέμες), που ανεβοκατεβάζουν «ξεκούραστα» και «γρήγορα» τις πετονιές.

Σε πολύ βαθιά νερά (πάνω από 100 μέτρα, όχι όμως απαραίτητα) ψαρεύονται τα φαγκριά, (κυρίως τα μεγάλα), και οι μπακαλιάροι. Λόγω του μεγάλου βάθους στο οποίο φτάνουν τα παραγάδια για τα είδη αυτά, είναι απαραίτητα και εργαλεία, όπως ειδικά βίντσια (συνήθως υδραυλικά) για το σήκωμά τους, λόγω του μεγάλου βάρους τους.

Μαζί με τους μπακαλιάρους, τα φαγκριά και τους μπαλάδες, που ψαρεύονται σε πολύ βαθιά νερά, πιάνονται πολλές φορές και διάφορα άλλα σπανιότερα είδη, σε μικρότερες βέβαια ποσότητες, όπως οι σαλούβαρδοι, τα προσφυγάκια, κανένας γαλέος (είδος καρχαρία) κ.λ.π., τα οποία και αυτά είναι είδη των πολύ βαθιών νερών.

Η μορφολογία των βυθών

Η μορφολογία των βυθών είναι επίσης κεφαλαιώδους σημασίας για τον παραγαδιάρη, γιατί εκτός από το είδος των ψαριών, καθορίζει τις περισσότερες φορές, και το βαθμό δυσκολίας του ψαρέματος.

Πιο συγκεκριμένα, η μορφολογία των βυθών επηρεάζει καθοριστικά κυρίως τη διαδικασία του σηκώματος των παραγαδιών, γιατί ανάλογα με την ποσότητα και το είδος των βράχων ή των άλλων ανωμαλιών, που εμφανίζει ο βυθός, θα είναι και τα διάφορα «κολλήματα» που θα χρειαστεί να «αντιμετωπιστούν».

Βέβαια, βυθός χωρίς ανωμαλίες (και επομένως και χωρίς δυσκολίες), είναι συνήθως και πολύ «φτωχός» σε ψάρια και αυτός είναι ο λόγος που δυστυχώς δεν μπορούμε να αποφύγουμε εντελώς τις δυσκολίες του σηκώματος (λεβάρισμα) των παραγαδιών.

Σε τελευταία ανάλυση οι δυσκολίες αυτές, δηλαδή τα κολλήματα σε βράχια ή τα μπερδέματα σε διάφορες «σαβούρες» που βρίσκονται στους βυθούς, δυστυχώς δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποφευχθούν εντελώς, μπορούν όμως σε μεγάλο βαθμό να περιοριστούν, με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων» και εργαλείων, που μας βοηθούν στη «δουλειά» του παραγαδιού.

Τέτοιες τεχνικές είναι τα διάφορα μολύβια και φελλά που χρησιμοποιούνται, ώστε το παραγάδι να μην «πατώνει» εντελώς, κι έτσι να «προστατεύεται» κατά το δυνατόν από τα μπερδέματα, τα ενδιάμεσα καλαδούρια (πόδια), που δίνουν τη δυνατότητα να σηκώσουμε το κολλημένο παραγάδι από κάποιο άλλο σημείο, για να μην το χάσουμε ολοκληρωτικά, οι διάφορες «κουλούρες», (σιδερένιες ή και τσιμεντένιες) που βοηθάνε σημαντικά στο «ξεκόλλημα» των παραγαδιών κ.λ.π.

Όλα αυτά όμως είναι βεβαίως άκρως βοηθητικά, (θα τα δούμε αναλυτικά παρακάτω), σε καμία όμως περίπτωση δεν εκμηδενίζουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αυτός που θα αποφασίσει να ασχοληθεί με το παραγάδι, το οποίο για το λόγο αυτό, παραμένει μια από τις δυσκολότερες τεχνικές ψαρέματος.

Η εξαιρετικά δύσκολη (πολλές φορές βαριά και σκληρή) και κουραστική δουλειά, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του παραγαδιού, οι συχνές αποτυχίες, τα διάφορα απρόοπτα και άλλα πολλά, είναι οι λόγοι που απογοητεύουν τους συντριπτικά περισσότερους ερασιτέχνες, οι οποίοι συχνά καταλήγουν να παρατάνε ξεχασμένα σε κάποια γωνία της αποθήκης τους τα καλοπληρωμένα παραγάδια τους και να συνεχίζουν το χόμπι τους με … ελαφρότερα εργαλεία, όπως οι καθετές, το τσαπαρί, οι συρτές κ.λ.π.

Η γνώμη μου είναι, ότι ο καλός (δηλαδή ο … παθιασμένος) ερασιτέχνης, θα καταλήξει οπωσδήποτε κάποια στιγμή να ψαρεύει με παραγάδια, όχι βέβαια αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο μέρος των θαλάσσιων δραστηριοτήτων του.

Η ιδανική κατάσταση είναι να γνωρίζει κανείς καλά, με την έννοια ότι τα έχει ήδη δουλέψει αρκετά, πολλά είδη ψαρέματος, κατέχοντας ταυτόχρονα φυσικά και τα ανάλογα απαραίτητα εργαλεία, και να εφαρμόζει το καταλληλότερο κατά περίπτωση, γιατί όλα τα είδη και τεχνικές μπορούν κάποια στιγμή να γίνουν αποδοτικά και να μας δώσουν χαρά και ικανοποίηση, ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο, τους καιρούς και τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να συναντήσουμε στις εξορμήσεις μας.

Τα εργαλεία ανίχνευσης και η χρήση τους

Τις παλαιότερες εποχές, περίπου 30 χρόνια πριν, ο μόνος τρόπος που υπήρχε προκειμένου να ανιχνεύσει κανείς τα χαρακτηριστικά του τόπου ο οποίος τον ενδιέφερε … ψαρευτικά, δηλαδή το είδος του βυθού, τα βάθη κ.λ.π., ήταν η προσεκτική οπτική παρατήρηση, που μπορούσε να γίνει μόνο σε βυθούς μέχρι 10 το πολύ μέτρα, η βυθομέτρηση που γινόταν με το «σκαντάγιο», και η καθετή, με την οποία ψαρεύοντας μικρόψαρα ο έμπειρος ψαράς, μπορούσε να αντλήσει ακριβή συμπεράσματα για το είδος του βυθού.

Το σκαντάγιο ήταν ένα απλοϊκό εργαλείο, που αποτελείτο από ένα βαρίδι και αρκετή καλούμα που μερικές φορές ήταν και σημαδεμένη με κόμπους, όπως περίπου η κορδέλα της μετροταινίας. Ο ψαράς το έριχνε στη θάλασσα και όταν αυτό «έπιανε πάτο» άρχιζε να το σηκώνει μετρώντας τις οργιές που είχε αμολήσει ή τα μέτρα που ήταν σημαδεμένα πάνω στην καλούμα με τους κόμπους. Έτσι μάθαινε το βάθος του συγκεκριμένου σημείου. Με διαρκείς τέτοιες επίπονες βυθομετρήσεις, κατάφερνε να χαρτογραφεί τους βυθούς και να διευκολύνεται στη δουλειά του.

Το όλο σύστημα ολοκληρωνόταν «σημαδεύοντας» τα σημεία ενδιαφέροντος με διάφορες τεχνικές που συμπεριλάμβαναν απαραιτήτως σημάδια από τη στεριά, φάρους, δέντρα, φώτα κ.λ.π. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, την οποία οι σημερινοί ερασιτέχνες έχουν την … ευτυχία να αποφύγουν εντελώς, χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα μέσα ανίχνευσης, δηλαδή τους ναυτικούς βυθομετρικούς χάρτες, σε συνδυασμό με τα ηλεκτρονικά βυθόμετρα, των οποίων η χρήση έχει πλέον γενικευτεί.

Είναι ενδεικτικό το πόσο έχει … αλλοτριωθεί η κουλτούρα των παραδοσιακών ψαράδων από τότε που εμφανίστηκαν αυτά τα … διαβολικά μηχανήματα, αφού άνθρωποι που ήξεραν τη θάλασσα σαν την παλάμη τους, σήμερα δεν μπορούν ούτε να βγουν από το αραξοβόλι τους, αν δεν βάλουν πρώτα μπροστά το βυθόμετρο. (Ένα πολύ πετυχημένο και ταυτόχρονα ενδεικτικό υποκοριστικό του βυθομέτρου είναι «ρουφιάνος»).

Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της ευκολίας που έφερε η εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα αυτό, θα πω ένα μόνο παράδειγμα από τη δική μου εμπειρία.

Στην περιοχή μου υπάρχει ένας «ψαρότοπος» τον οποίο ψαρεύω συστηματικά. Πρόκειται για μια μικρή σχετικά ξέρα μήκους περίπου 500 και πλάτους 50 μέτρων σε μέσο όρο, που βρίσκεται σε βάθος 38-40 μέτρων και σε απόσταση περίπου 1.000 μέτρων από την κοντινότερη στεριά. Εκεί καλάρω ένα ψιλό παραγάδι των 100-150 αγκιστριών και συνήθως πιάνω 5-10 καλά ψάρια, σαργούς, μηλοκόπια και σκαθάρια, ενώ μια φορά έπιασα και ένα μαγιάτικο 2,5 κιλών, που είναι το μοναδικό μαγιάτικο που έχω πιάσει σε παραγάδι στη ζωή μου, (είπαμε η έκπληξη στη θάλασσα είναι κανόνας!).

Πριν εφευρεθούν και εκλαϊκευτούν (ώστε να μπορεί να τα αγοράσει ο καθένας) τα βυθόμετρα, ο τρόπος για να βρίσκω αυτή την ξέρα ήταν τα «σημάδια» που έβαζα στις πλησιέστερες στεριές, χρησιμοποιώντας κυρίως τα φώτα μεγάλων ξενοδοχείων που βρίσκονται εκεί.

Περιττό να περιγράψω την … πλάκα που έπαθα όταν κάποια εποχή τα ξενοδοχεία αυτά αντιμετώπισαν κρίση και έκλεισαν. Προφανώς μαζί με τα φώτα τους που έσβησαν, χάθηκαν και τα σημάδια και μαζί με αυτά και οι σαργοί, τα μηλοκόπια και τα σκαθάρια. Τα φώτα αυτά ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος να βρίσκεις αυτό το μέρος τη νύχτα, γιατί η απόστασή του από τη στεριά δεν άφηνε να διακρίνεται τίποτα άλλο, όπως δέντρα, κορυφές βουνών, σπίτια κ.λ.π. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός, ώσπου περίπου το 1995 η ξέρα ξαναβρέθηκε στην ψαρευτική μου εμβέλεια, με την αγορά του πρώτου μικρού βυθομέτρου που απόκτησα.

Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναλύσω συνοπτικά τον τρόπο που λειτουργούν αυτά τα συστήματα, αν και η πράξη είναι το καλύτερο για να τα εμπεδώσει κανείς.

Οι βυθομετρικοί χάρτες

Οι βυθομετρικοί χάρτες δεν έχουν δυστυχώς καμία σχέση με τους γεωγραφικούς χάρτες που γνωρίζουμε όλοι μας από το σχολείο. Είναι τελείως διαφορετικοί και γι’ αυτό θα χρειαστεί να μελετηθούν αρκετά από αυτόν που τους βλέπει για πρώτη φορά μέχρι να μπει στο νόημα, εκτός αν διαθέτει τεχνικές γνώσεις τοπογράφου ή πολιτικού μηχανικού ή κάποιου άλλου παρόμοιου επαγγελματία. Φυσικά όλοι οι ναυτικοί μπορούν και τους διαβάζουν με ευχέρεια.

Η κύρια χρήση τους είναι στην ναυσιπλοΐα, όπου χρησιμοποιούνται για να καθορίζουν την πορεία των πλωτών μέσων και να περιγράφουν – προειδοποιούν για τα διάφορα επικίνδυνα θαλάσσια εμπόδια (υφάλους κ.λ.π.).

Ο λόγος που οι χάρτες αυτοί χρησιμοποιούνται και από τους ψαράδες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, είναι γιατί σε αυτούς διακρίνονται με ευχέρεια και τα σημεία στα οποία οι βυθοί παρουσιάζουν ανωμαλίες (ξέρες, βράχους κ.λ.π.) που όπως και παραπάνω είπαμε είναι τα σημεία συγκέντρωσης των ψαριών. Οι έμπειροι ψαράδες, βλέποντας έναν τέτοιο χάρτη μπορούν να βγάλουν σημαντικά συμπεράσματα και για την περιεκτικότητα του τόπου, σε ότι αφορά τα είδη των υποψήφιων αλιευμάτων που συχνάζουν εκεί και για άλλες λεπτομέρειες.

Βλέποντας ο ψαράς τη θέση του ψαρότοπου στον βυθομετρικό χάρτη σε σχέση με τη στεριά και το σημείο από το οποίο ξεκινάει τη διαδρομή του, κατευθύνεται προς αυτή και όταν θεωρεί ότι βρίσκεται εκεί, μπορεί να χαρτογραφήσει την περιοχή με περισσότερη λεπτομέρεια χρησιμοποιώντας το βυθόμετρο που έχει τη δυνατότητα να περιγράψει το βυθό με ακριβέστερες λεπτομέρειες.

Αν ο τόπος δεν είναι κοντά στη στεριά αλλά ανοιχτά στο πέλαγος, όπου σήμερα έχουν τη δυνατότητα πολλοί να φτάσουν, με την εξέλιξη που έχουν πάρει οι μηχανές και τα σκάφη ερασιτεχνικής αλιείας, τότε θα χρειαστεί ενδεχομένως να κάνουν και μερικά μαθήματα ναυσιπλοΐας, ώστε να μάθουν να χαράσσουν πορείες, χρησιμοποιώντας και τα G.P.S. που πλέον είναι ενσωματωμένα στα περισσότερα βυθόμετρα.

Αυτά είναι όσα μπορώ εδώ να σημειώσω ώστε να δώσω μια ιδέα για το πώς σήμερα λειτουργούν αυτά τα βοηθητικά εργαλεία.

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ερασιτέχνης ψαράς σήμερα, εφόσον δεν αρκεστεί στο παράκτιο ψάρεμα και θέλει να ξανοιχτεί στα βαθιά, μαζί με τα έξοδα για την αγορά της βάρκας του, το τρέιλερ για τη μεταφορά της και όλα τα υπόλοιπα, πρέπει να συνυπολογίσει και τα έξοδα για την αγορά τουλάχιστον του χάρτη της περιοχής που τον ενδιαφέρει και ενός στοιχειωδών δυνατοτήτων βυθόμετρο με ενσωματωμένο G.P.S. Ευτυχώς οι μεν χάρτες κοστίζουν ελάχιστα πλέον αν τους αγοράσει κανείς σαν έντυπα, αν δε θέλει να ψαρεύει σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, μπορεί να τους έχει «φορτωμένους» στη μνήμη του βυθομέτρου του σε ψηφιακή μορφή, με μικρή σχετικά επιπλέον δαπάνη.

01

Αν βέβαια ψαρεύει, όπως εγώ, μόνιμα στην ίδια περιοχή, τότε θα του χρειαστεί ένας και μόνο χάρτης, που θα αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει για λίγο, στα πρώτα του αναγνωριστικά ψαρέματα και μετά θα τον αφήσει για πάντα στο σπίτι. Μιλάμε για δαπάνη της τάξεως των 10-20 ευρώ το πολύ.

Στην Εικόνα 1 παραθέτω ένα τμήμα του βυθομετρικού χάρτη της περιοχής που δραστηριοποιούμαι ψαρευτικά εγώ, όπου σημειώνω τα σημεία ψαρευτικού ενδιαφέροντος με τις κατάλληλες επεξηγήσεις, ώστε να βοηθηθεί ο πρωτόπειρος.

Τα βυθόμετρα (sonar)

Αποφεύγοντας τις πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, θα δώσω μια γενική και όσο μπορώ πιο περιεκτική περιγραφή των απαραίτητων αυτών εργαλείων.

Τα σύγχρονα βυθόμετρα αποτελούνται από δύο κύρια μέρη:

–     Την κεφαλή του βυθομέτρου, που είναι κάτι σαν μικρή τηλεόραση. (Βλέπε την Εικόνα 2).

–     Το «μάτι», που είναι ένα εξάρτημα που τοποθετείται σε κάποια θέση της βάρκας (συνήθως στη γάστρα ή την παπαδιά) ώστε να βρίσκεται συνεχώς μέσα στο νερό, γιατί αυτό είναι το καλύτερο.

Ο τρόπος λειτουργίας τους είναι ο εξής:

Αυτό το δεύτερο εξάρτημα (το μάτι) εκπέμπει έναν υπέρηχο ο οποίος κατευθύνεται προς το βυθό, «χτυπάει» σε αυτόν και επιστρέφει «κομίζοντας» τις πληροφορίες που μας ενδιαφέρουν. Αυτές είναι πρωτίστως το βάθος, το οποίο το μηχάνημα το βρίσκει υπολογίζοντας αμέσως τον χρόνο που κάνει ο υπέρηχος να πάει στο βυθό και να επιστρέψει, αλλά και άλλες πολύ χρήσιμες πληροφορίες, όπως το είδος του βυθού (βράχος, λάσπη, τραγάνα κ.λ.π.). Αν στην πορεία του συναντήσει κανένα ψάρι, τότε μπορεί να μας μεταφέρει και πληροφορίες που έχουν σχέση με το μέγεθός του, το βάθος που βρίσκεται, την ποσότητα των ψαριών ενός κοπαδιού και άλλα πολλά, ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει, γιατί δεν είναι όλα τα βυθόμετρα ίδια, αλλά, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν φτηνά, λίγο ακριβότερα και πολύ ακριβά, όπως σε όλα τα πράγματα.

Μια ακόμη χρήσιμη πληροφορία που δίνουν σχεδόν όλα τα βυθόμετρα, αφορά την θερμοκρασία του νερού και στην επιφάνεια αλλά και σε διάφορα σημεία (θερμοκλίνες) του χώρου που «βλέπουν».

02 smallΈνα πάντως είναι σίγουρο. Μέχρι στιγμής έχουν εφευρεθεί βυθόμετρα που μπορούν να σου ανακαλύψουν ακόμη και μικρά σαλιγκαράκια στο βυθό, αν τυχαίνει αυτό να σε ενδιαφέρει. Κανένα όμως ακόμη δεν έχει τη δυνατότητα να τα  πιάσει και να τα βάλει στο πιάτο σου. Αυτό ακόμη και σήμερα παραμένει υποχρέωση του ψαρά, είτε αυτός είναι ερασιτέχνης, είτε επαγγελματίας. Αν ποτέ το καταφέρουν κι αυτό τα εργαλεία από μόνα τους, τότε όλοι εμείς θα εκλείψουμε!

Εκτός από αυτές τις πληροφορίες τα σύγχρονα βυθόμετρα, από τότε που οι κατασκευαστές τα εξόπλισαν και με όλες τις ιδιότητες του σύγχρονου G.P.S., έχουν ακόμη περισσότερες δυνατότητες. Περιγράφω τις κυριότερες επιγραμματικά:

–     Έχουν δυνατότητα να δίνουν την ταχύτητα της βάρκας ανά πάσα στιγμή.

–     Μπορούν να αποθηκεύουν στίγματα, ώστε να μπορούμε εύκολα να ξαναβρίσκουμε όποιο σημείο της θάλασσας μας κάνει … κέφι, οποτεδήποτε.

–     Μπορούν να αποθηκεύουν ολόκληρες πορείες και να μας τις ξαναφέρνουν στην οθόνη τους, όποτε θελήσουμε να τις «ξαναπερπατήσουμε», π.χ. ρίχνοντας ξανά το παραγάδι στο ίδιο ακριβώς μέρος, που την προηγούμενη θριαμβεύσαμε ψαρευτικά.

–     Μπορούν να μας ειδοποιούν (σφυρίζοντας) για το πότε φθάσαμε σε αυτό που έχουμε ορίσει ως προορισμό μας.

–     Με παρόμοια σφυρίγματα και εικόνες στην οθόνη τους μπορούν να … ανακαλύπτουν για χάρη μας και όποιο ψάρι, μικρό ή μεγάλο … τολμήσει να βρεθεί κάτω από τη βάρκα μας.

–     Μπορούν να μας ειδοποιούν όταν πρόκειται να … πέσουμε σε ύφαλο.

Με άλλα λόγια μπορούν να μας κάνουν σχεδόν άριστους ναυτικούς, χωρίς να πατήσουμε ποτέ το πόδι μας σε καμιά σχετική σχολή.

Αυτό που ειλικρινά έχω απορία από τότε που έμαθα τις δυνατότητες που έχουν τα σύγχρονα αυτά μέσα ναυσιπλοΐας, έστω αυτά που χρησιμοποιούμε εμείς οι ερασιτέχνες, είναι πώς διάολο συμβαίνει τεράστια καράβια να πέφτουν σε υφάλους και να βυθίζονται, παρασέρνοντας στο βυθό και τόσες ανθρώπινες ζωές, όπως π.χ. το καράβι ΣΑΜΙΝΑ που βούλιαξε εντελώς χαζά(!) στην Πάρο ή το COSTA CONCORDIA που βούλιαξε ακόμη πιο χαζά(!) στην Ιταλία! Τέλος πάντων.

Όλα όσα περιέγραψα ότι πετυχαίνουν τα βυθόμετρα, γίνονται απλά, αρκεί να διαθέσει κανείς τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά τους. Τα βιβλία οδηγιών που τα συνοδεύουν, κατατοπίζουν αναλυτικότατα τον αγοραστή για την τοποθέτηση, τους χειρισμούς, τη συντήρηση, την κατά διαστήματα ενημέρωση του λογισμικού τους και για όλα, μα εντελώς όλα, όσα χρειάζονται.

Αν παρ’ όλα αυτά κανείς συναντήσει δυσκολίες, όλο και κάποιος φίλος ή γνωστός θα βρεθεί να τον βοηθήσει αφιλοκερδώς, άσε που το διαδίκτυο έχει γίνει πια από τα χρησιμότερα ψαρευτικά εργαλεία!

Η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του απαραίτητου θαλασσινού βοηθού, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να υπερβεί τα 1.000 το πολύ ευρώ, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε ερασιτέχνες και όχι επαγγελματίες. (Αυτό που έχω τώρα το έχω αγοράσει 580 ευρώ πριν 7 περίπου χρόνια). Αν όλα τα κάνουν τα μηχανήματα, τότε δεν θα μείνει τίποτα για μας, οπότε αναγκαστικά θα … κάτσουμε σπίτι μας.

Θέμα 2ο: Οι καιροί

Με τη λέξη «καιροί» εννοώ τους αέρηδες που εμφανίζονται στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, τις εποχές, χειμώνας – άνοιξη – καλοκαίρι – φθινόπωρο και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, δηλαδή το κρύο, τη ζέστη, τη διάρκεια ημέρας και νύχτας, τις βροχές, τις καταιγίδες κ.λ.π.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, το ψάρεμα του παραγαδιού, είτε θετικά, είτε αρνητικά, κατά περίπτωση.

Παρακάτω θα προσπαθήσω να περιγράψω τους ρόλους τους, όσο μπορώ πιο εμπεριστατωμένα.

Οι αέρηδες

Οι αέρηδες είναι φαινόμενα που εξελίσσονται είτε σε τοπικό, είτε σε υπερτοπικό επίπεδο. Π.χ. τα μελτέμια είναι αέρας υπερτοπικός, που σημαίνει ότι όταν εμφανίζεται θα φυσάει σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο ή τουλάχιστον σε μεγάλα τμήματα αυτού. Σε όλες αυτές τις περιοχές τα μελτέμια θα έχουν την ίδια κατεύθυνση, από βορά προς νότο, ενώ η έντασή τους μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο. Συνήθως οι μεγαλύτερες εντάσεις παρατηρούνται στις ανοιχτές θάλασσες, δηλαδή στα πελάγη.

Αντίθετα, οι διάφορες θαλάσσιες αύρες (μπουκαδούρες) καθώς και οι λεγόμενοι στεριανοί νυχτερινοί αέρηδες, είναι καιροί τοπικοί και έχουν κατεύθυνση και ένταση που εξαρτώνται άμεσα από την μορφολογία της συγκεκριμένης περιοχής στην οποία εξελίσσονται.

Γενικά πάντως το ψάρεμα του παραγαδιού θέλει σχετικά ήσυχους καιρούς, γιατί η διαδικασία κυρίως του σηκώματος (λεβάρισμα) δυσκολεύεται πολύ από τις φουρτούνες, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει ταυτόχρονα το σκάφος που διαθέτουμε να μην μας βοηθάει σχετικά.

Για παράδειγμα οι μικρές και ελαφρές πλαστικές βαρκούλες, με μήκη κάτω των 4-4,5 μέτρων και με εξωλέμβιες μηχανές, ενώ βολεύουν μια χαρά όταν η θάλασσα είναι ήσυχη, είναι εντελώς ακατάλληλες όταν ο κυματισμός ξεπερνάει τα 3-4 μποφόρ (και πολλά λέω).

Αντίθετα οι βαριές ξύλινες βάρκες, ιδιαίτερα των τύπων τρεχαντήρι ή γαΐτα, με τις επίσης βαριές και αργόστροφες εσωλέμβιες πετρελαιομηχανές, θεωρούνται αξεπέραστες σε ότι αφορά τη δυνατότητα να ανταπεξέρχονται με επιτυχία στις δυσκολίες που δημιουργούν οι αέρηδες. Τα σκάφη όμως αυτά, δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ερασιτέχνες, γιατί έχουν σοβαρότατες απαιτήσεις συντήρησης, τις οποίες οι ερασιτέχνες δύσκολα καλύπτουν.

Προσωπικά θεωρώ ως ιδανικό και «για όλες τις δουλειές» το σκαρί της υδραίικης «γιάλας», (βλέπε Εικόνες 3 και 4) μιας βάρκας που τείνει με τα χρόνια να εξαφανιστεί. Πρόκειται για έναν τύπο «παπαδιάς» με πολύ ανασηκωμένο όμως τον «καθρέφτη» της και με ασυνήθιστα μεγάλο φάρδος, το οποίο δημιουργεί επίσης φαρδιά και άνετη κουβέρτα, καθώς και σεβαστό αμπάρι – αποθήκη. Είχε κατασκευαστεί στο μακρινό παρελθόν, για να εξυπηρετεί παλαιούς ψαράδες παράκτιας αλιείας, οι οποίοι ψάρευαν ταυτόχρονα με όλα σχεδόν τα είδη ψαρεμάτων. Στη βάρκα τους εύρισκες παραγάδια, δίχτυα, κολοβρέχτες (είδος μικρής τράτας είναι αυτό το εργαλείο), καμάκια, γυαλί, πετονιές, καθετές, κολπάδες κ.λ.π. Συνήθως η βάρκα είχε και άλμπουρο και λόγω αυτού και τη δυνατότητα να «κάνει πανιά» του τύπου «λατίνι» με εξαιρετική πλεύση. Ο κινητήρας της βέβαια ήταν αποκλειστικά κάποια εσωλέμβια πετρελαιομηχανή, αφού την εποχή εκείνη οι εξωλέμβιες δεν είχαν ακόμη ούτε καν εφευρεθεί.

03

 

04

Για την ιστορία να σημειώσω ότι τη βάρκα αυτή την αντέγραψε και την παρήγαγε σε πλαστική εκδοχή κάποιο ναυπηγείο στο Κορωπί Αττικής (Νικήτας) σε τέσσερα μοντέλα, δύο μήκους 4,30 μ. με πιλοτίνα ή χωρίς και δύο μήκους 5,60 μ. επίσης με πιλοτίνα ή χωρίς, τα οποία σταδιοδρόμησαν για αρκετό διάστημα όχι μόνο στην ερασιτεχνική αλλά και στην επαγγελματική αλιεία, σταδιακά όμως το αγοραστικό τους ενδιαφέρον μειώθηκε, σε βαθμό που η παραγωγή τους εγκαταλείφθηκε, κυρίως γιατί οι μικρές ταχύτητες που είχαν δυνατότητα να αναπτύσσουν, θεωρήθηκαν σοβαρό μειονέκτημα από το αγοραστικό κοινό, που ήδη είχε κατευθυνθεί σε αγορές «γρήγορων» σκαφών, κυρίως φουσκωτών.

Αλλά, για να μη βγαίνουμε εντελώς εκτός θέματος, ας συνοψίσουμε για τους αέρηδες, καταλήγοντας ως εξής:

Για τον μέσο ερασιτέχνη, που συνήθως θα διαθέτει και ένα «μεσαίων» δυνατοτήτων αλιευτικό σκάφος, οι αέρηδες πάνω από 5 μποφόρ είναι ακατάλληλοι για ψάρεμα παραγαδιού από βάρκα.

Επομένως ένα πρώτο μέλημά μας, όταν θελήσουμε να ψαρέψουμε με παραγάδι, είναι να μάθουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις των ανέμων από τα δελτία καιρού της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, τα οποία μπορούμε να τα βρίσκουμε πλέον με άνεση και κάθε λεπτομέρεια στο διαδίκτυο, με ακριβή εξειδίκευση για κάθε τόπο και χρόνο, ακόμη και για συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.

Οι συνήθεις προβλέψεις έχουν χρονικούς ορίζοντες 3-4 και πολλές φορές ακόμη περισσότερες ημέρες και είναι αρκετά αξιόπιστες.

Ταυτόχρονα όμως με τις προβλέψεις αυτές, πρέπει να μάθουμε, αξιοποιώντας συνεχώς τις εμπειρίες μας, τους τοπικούς καιρούς της περιοχής που ψαρεύουμε, γιατί αυτοί τις περισσότερες φορές, εξελίσσονται ανεξάρτητα από τις γενικές προβλέψεις και πολλές φορές τις διαφοροποιούν με την επίδρασή τους σημαντικά.

Για παράδειγμα, εγώ ψαρεύω κυρίως στον Αργολικό κόλπο, όπου το μελτέμι (ο βοριάς) για να ενοχλήσει, πρέπει να υπερβεί τα 4-5 μποφόρ, λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας του τόπου. Ενώ δηλαδή μαθαίνω από τις προβλέψεις ότι στο Αιγαίο φυσούν αέρηδες 6-7 μποφόρ και επικοινωνώντας με φίλους μου που βρίσκονται στα νησιά και ιδιαίτερα στις Κυκλάδες, μαθαίνω ότι δεν μπορούν ούτε καν να … μπουν στη θάλασσα, εδώ την ίδια ώρα, ιδίως το καλοκαίρι, η θάλασσα μπορεί να είναι σχεδόν μπουνάτσα το πρωί και το απόγευμα να φυσούν μπουκαδούρες μόλις 2-3 μποφόρ, που αντί να με ενοχλούν, με δροσίζουν κιόλας.

Επίσης τα σημεία που θα επιλέγεις κάθε φορά για να καλάρεις, όταν θα φυσάει κάποιος αέρας, θα πρέπει να φροντίζεις να είναι πάντα στο σταβέντο (δηλαδή στο απάγκιο) του καιρού, ανάλογα με την κατεύθυνση που έχει ο αέρας κατά περίπτωση.

Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν τα παραγάδια που δουλεύονται από τη στεριά, τα οποία, όπως γνωρίζουν καλά αυτοί που τα δουλεύουν, όχι μόνο δεν επηρεάζονται αρνητικά από τους αέρηδες, αλλά ευνοούνται σημαντικά. Για το είδος αυτό παραγαδιών θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω, αν και είναι θέμα το οποίο δεν το κατέχω από προσωπική εμπειρία και οι γνώσεις που θα καταθέσω, είναι προφανώς μεταγραφή από διάφορες πηγές.

Οι νοτιάδες (σοροκάδες) που εμφανίζονται κυρίως τους χειμώνες, καθώς και οι πουνέντηδες (δυτικοί άνεμοι) είναι αέρηδες ακατάλληλοι για το ψάρεμα του παραγαδιού, γιατί εκτός του ότι συνήθως είναι πολύ ισχυροί, έχουν και την ιδιότητα να ανακατεύουν τη θάλασσα και να τη θολώνουν σε μεγάλο βαθμό, πράγμα που στα περισσότερα είδη παραγαδιών δεν ευνοεί.

Βέβαια, όσα γράφω παραπάνω, ισχύουν αποκλειστικά για ερασιτέχνες, για ανθρώπους δηλαδή που δεν … ζουν από το ψάρεμα. Οι επαγγελματίες είναι αναγκασμένοι να υπομένουν και να παλεύουν τις συνέπειες των αέρηδων, γιατί οι οικογένειές τους δεν … τρώνε μόνο όταν έχει μπουνάτσες!

Προσωπικά, ακόμη αναρωτιέμαι πώς κατάφερνε να ρίχνει χοντρό παραγάδι με ζωντανό μάλιστα δόλωμα, ο επαγγελματίας ψαράς και πατέρας συμμαθητή μου, που ένα απόγευμα του καλοκαιριού μας είχε πάρει μαζί, εμένα και το γιο του (13 χρονών τότε) στην 5μετρη γαΐτα του, που για το καλάρισμα του παραγαδιού ταξίδευε ανοίγοντας ένα λατίνι που χρειαζόταν πάνω από 4 μποφόρ για να φουσκώσει για τα καλά. Ο κ. Γιάννης καθόταν μέσα στο πρυμνιό «κωστάκι» έχοντας δίπλα του ένα ξύλινο βαρελάκι με ζωντανά μικρόψαρα (καλόγριες, χειλούδες, σπάρους κ.λ.π.) που πριν λίγο είχε πιάσει με τον κωλοβρέχτη (μικρή τράτα) και όπως η βάρκα έτρεχε γερμένη στο πλάι από την πλαγιοδρομία του λατινιού, αυτός την κουμαντάριζε έχοντας τη λαγουδέρα κολλημένη στο πλευρό του και απτόητος βούταγε κάθε τόσο μέσα στο πρόχειρο … ενυδρείο το χέρι του και πιάνοντας ένα – ένα τα ψαράκια, τα κάρφωνε από την ουρά και τα αμόλαγε στην θάλασσα. Δεν θυμάμαι ούτε μια στιγμή να του μπερδεύτηκε το παραγάδι. Τα παράμαλλα με τα χοντρά αγκίστρια έφευγαν το ένα πίσω από το άλλο στρωτά, καθώς η βαμβακερή καφετιά μάνα του παραγαδιού ξαμολιόταν από το καλαμένιο πανέρι στη θάλασσα.

Ήταν πολύ σκληροτράχηλοι αυτοί οι άνθρωποι. Οι παλάμες του κ. Γιάννη ήταν σκληρές σαν τσαρούχια και τα δάχτυλα των ποδιών του χοντρά και αραιά από την ξυπολησιά. Όλοι ήσαν απελπιστικά φτωχοί και θαλασσοπνιγόντουσαν για το μεροκάματο.

Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που ασχολείται εντατικά με το ψάρεμα, σταδιακά αναπτύσσει κάποιου είδους «ένστικτο» που τον βοηθάει να προβλέπει σε μεγάλο μέρος τους τις εξελίξεις των αέρηδων, πρωτίστως για την κύρια περιοχή δραστηριοποίησής του. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό πρέπει να είναι το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου η διαρκής παρατήρηση του καιρού γίνεται συνήθεια.

Εγώ, για παράδειγμα, τις εποχές που ψαρεύω εντατικά, πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου, βγαίνοντας το πρωί από το σπίτι μου, να κοιτάζω τον ορίζοντα, προσπαθώντας να «διαβάσω» την κατεύθυνση του αέρα και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του καιρού και αυτό γίνεται συνήθως ασυναίσθητα και ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται να πάω ή όχι για ψάρεμα. Όταν αυτό θα σου συμβεί, μάλλον θα είσαι πανέτοιμος για καλές παραγαδίσιες ψαριές και όχι μόνο.

Και εδώ ταιριάζει μια ακόμα ιστορία, που αυτή τη φορά θα είναι σχετική με αέρηδες και φουρτούνες. Πρόκειται για το πάθημα – μάθημα δυο φίλων μου, το οποίο ελπίζω να σου δώσει να καταλάβεις από πρώτο χέρι, ότι «με τους αέρηδες στη θάλασσα, δεν πρέπει να παίζει κανείς!».

Είμαστε κάπου στα μέσα της 10ετίας του 1980 (γύρω στα 1982-83 πρέπει να ήταν). Ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή μου που δεν διέθετα βάρκα και ψάρευα ελάχιστα, κυρίως με βάρκες φίλων. Ο λόγος ήταν ότι ήμουνα πολύ πιεσμένος επαγγελματικά, λόγω μεγάλου φόρτου δουλειάς, είχα μόλις αποκτήσει και τον γιο μου και ο χρόνος ήταν αυστηρά … μετρημένος.

Τρεις κολλητοί μου φίλοι και μαθητές μου στο ψάρεμα, αποφάσισαν να αγοράσουν συνεταιρικά μια μικρή (3,60 μ.) πλαστική βάρκα, με μια εξωλέμβια μηχανή, γύρω στους 10-15 ίππους, αν θυμάμαι καλά, και άρχισαν να ψαρεύουν με καθετές σε διάφορα μέρη της Αττικής, κουβαλώντας τη μικρή τους βάρκα με τρέιλερ. Κάποιο Σάββατο, οι δυο από αυτούς, με κάλεσαν να πάω μαζί τους για ψάρεμα το πρωί της Κυριακής, αφού ο τρίτος είχε δουλειά και η θέση … χήρευε. Η πρόταση ήταν εξαιρετικά δελεαστική, γιατί αφενός είχα πολύ καιρό να ψαρέψω λόγω δουλειάς και αφετέρου επειδή τα παιδιά αυτά ήταν πολύ καλή παρέα και κάθε φορά που πηγαίναμε μαζί περνάγαμε καλά. Από την άλλη όμως, η δουλειά με ήθελε στο πόδι και Κυριακές και γιορτές και μέρες και βράδια, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα.

Μετά από λίγη σκέψη, απάντησα ότι θα το σκεφτώ και θα απαντήσω αργότερα. Συγκεκριμένα είπα στους φίλους μου να μου τηλεφωνήσουν μόλις θα ξεκίναγαν από την Καισαριανή και αν αποφάσιζα να τους ακολουθήσω θα περνούσαν να με πάρουν από την Ηλιούπολη που έμενα τότε, για να πάμε να ψαρέψουμε κατά τη Βάρκιζα. Συνήθως ξεκινάγαμε γύρω στις 3 τη νύχτα, για να είμαστε στον τόπο κατά τις 5-6 το ξημέρωμα.

Πράγματι 3 η ώρα τη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο και ο Κώστας, που ήταν στην άλλη μεριά της γραμμής, με ρώτησε τι αποφάσισα τελικά. Του απάντησα να περιμένει και βγήκα για μια στιγμή στο μπαλκόνι του διαμερίσματος για να κοιτάξω τον ορίζοντα. Τώρα, τι θα έβλεπα νυχτιάτικα, ούτε κι εγώ ήξερα, έτσι μου ήρθε όμως στο μυαλό και του είπα, όπως ήμουνα αγουροξυπνημένος. Βγαίνοντας λοιπόν για λίγο στο μπαλκόνι, χάζεψα τον ουρανό και γυρίζοντας στο τηλέφωνο (τότε δεν υπήρχαν ασύρματα να τα παίρνεις μαζί σου) απάντησα στο φίλο μου ότι δεν μπορώ να τους ακολουθήσω. Αυτός με ρώτησε γιατί και ασυναίσθητα του απάντησα αυθόρμητα ότι «δεν μου αρέσει καθόλου ο καιρός».

Να σημειωθεί βέβαια ότι εκείνα τα χρόνια προβλέψεις καιρού για τους ερασιτέχνες ψαράδες, υπήρχαν μεν, το πολύ όμως για την επόμενη ημέρα και πολλές φορές έπεφταν τελείως έξω. Ο Κώστας προσπάθησε να με μεταπείσει, εγώ έμεινα σταθερός στην απόφασή μου κι έτσι για ψάρεμα πήγαν μόνο οι δυο τους.

Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ και να καταλάβω με ποιο τρόπο η παρατήρηση του καιρού με έκανε να αποφασίσω έτσι, δεδομένου ότι μέχρι εκείνη την ώρα έκλεινα περισσότερο προς το να πάω, το είχα μάλιστα ήδη συζητήσει νωρίτερα και με τη σύζυγό μου και της το είχα ανακοινώσει.

Εν τέλει την άλλη μέρα πρωί – πρωί, γύρω στις 7, ξεκίνησα για το γραφείο μου, όπου ήμουνα πνιγμένος κυριολεκτικά στη δουλειά, και δεν ξανασκέφτηκα τους φίλους μου, που εκείνη την ώρα θα ψάρευαν.

Η επαγγελματική μου στέγη ήταν τότε ένα ρετιρέ 6ου ορόφου στη οδό Σολωμού, δίπλα στο Πολυτεχνείο. Το δώμα αυτό είχε μπροστά του μια μεγάλη ελεύθερη ταράτσα, την οποία κάλυπτε μια μεγάλη τέντα, που όταν πήγα στο γραφείο την κατέβασα, για να προστατευτώ από τον ήλιο, που είχε ήδη ανατείλει, αφού ήταν ντάλα καλοκαίρι.

Κατά τις 10, καθώς δούλευα μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο, ακούω την τέντα να χτυπάει πάνω – κάτω δαιμονισμένα και έναν ισχυρό αέρα να φυσάει ξαφνικά πολύ δυνατά, κάτι σαν ανεμοστρόβιλος. Βγαίνω γρήγορα στην ταράτσα, ανεβάζω γρήγορα – γρήγορα την τέντα για να μην σκιστεί και γυρίζοντας στη θέση μου, τηλεφωνώ αμέσως στη σύζυγό μου και της ζητάω να ανεβάσει όλες τις τέντες του σπιτιού μας στην Ηλιούπολη, γιατί ήταν και αυτές μεγάλες και μόλις πριν λίγες μέρες εγκατεστημένες και αδοκίμαστες και φοβήθηκα ότι ο τόσο δυνατός αέρας θα μπορούσε φθάνοντας και εκεί να τους κάνει ζημιά.

Κατά τις 1 το μεσημέρι και ενώ ετοιμαζόμουνα να κατέβω να πάρω καμιά τυρόπιτα να κολατσίσω, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η σύζυγος ενός από τους δύο φίλους, η οποία ακούγεται πολύ ταραγμένη.

Μιχάλη, μου λέει, πριν από λίγο με πήρε ένας γείτονας και φίλος, (ερασιτέχνης ψαράς και αυτός με ένα μικρό φουσκωτό), και μου είπε ότι ήσαν κοντά – κοντά καμιά 10αριά βάρκες και ψάρευαν καθετή, (μαζί και με τη βάρκα των φίλων μου), όταν έπιασε ένας πολύ δυνατός αέρας και όλοι σήκωσαν τις άγκυρες και έφυγαν επί τροχάδην για την παραλία. Οι δύο φίλοι μου όμως δεν έφυγαν και παρέμειναν εκεί, πιστεύοντας ότι ο αέρας θα «κόψει». Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη και όταν πια αποφάσισαν να ξεκινήσουν για την παραλία, ήταν αδύνατο με τη μικρή πλαστική βάρκα να φτάσουν εκεί. Οι άλλοι που είχαν ήδη βγει έξω τους είδαν να αράζουν στο σταβέντο ενός μικρού νησιού, που απέχει από την παραλία περίπου 500 – 1000 μέτρα. Είναι αυτό το μικρό νησί που βλέπουμε στα ανοιχτά όταν περνάμε την τρύπα του Καραμανλή, για όσους γνωρίζουν την περιοχή Βούλας – Βουλιαγμένης στην παραλία της Αττικής.

Το ζήτημα λοιπόν στη συνέχεια εξελίχθηκε ως εξής:

Ο γείτονας που πρόλαβε και βγήκε έξω, είδε τους δυο φίλους μου που άραξαν στη νησί και μόλις βρήκε τηλέφωνο (τα σωτήρια κινητά δεν υπήρχαν τότε) ειδοποίησε τα σπίτια τους. Η σύζυγος του φίλου μου, μού τηλεφωνούσε για να με παρακαλέσει να πάρω το αυτοκίνητό μου, να περάσω να την πάρω από το σπίτι της και να πάμε μαζί προς τα εκεί που της είχε πει ο γείτονας ότι βρίσκονταν οι δυο φίλοι μου.

Έτσι κι έγινε. Όταν φτάσαμε εκεί μάθαμε ότι ήδη το λιμεναρχείο είχε ειδοποιηθεί και κινητοποιηθεί και πήγαμε για να ρωτήσουμε τι μέλλει γενέσθαι. Το πράγμα στο μεταξύ είχε πάρει πολύ σοβαρή τροπή, γιατί οι φίλοι μου δεν ήσαν οι μόνοι που είχαν ξεμείνει στη θάλασσα λόγω της φουρτούνας. Επρόκειτο για μπουρίνι με ανέμους 10-11 μποφόρ, που εμφανίστηκε τελείως ξαφνικά, με αποτέλεσμα να έχουν αιφνιδιαστεί αρκετοί. Το λιμεναρχείο καθησύχαζε τους διάφορους συγγενείς και φίλους των «ναυαγών» ότι τους έχει εντοπίσει όλους και πρόκειται να τους βγάλει σύντομα στη στεριά, αλλά ο κόσμος πού να ησυχάσει όταν έβλεπε ότι η ώρα περνούσε και τίποτα δεν γινόταν. Στο μεταξύ είχαν καταφθάσει και δημοσιογράφοι εφημερίδων, οι οποίοι ρωτάγανε πιεστικά όποιον εύρισκαν μπροστά τους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη κάμερες και κανάλια).

Τελικά, όταν είχε πια σχεδόν βραδιάσει, ένα μεγάλο αλιευτικό τρεχαντήρι εμφανίστηκε, έχοντας περισυλλέξει κάμποσους κατατρομαγμένους ερασιτέχνες ψαράδες, τραβώντας πίσω του και μερικές από τις βάρκες των ναυαγών. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και αστραπές από τα φλας των φωτογράφων, που τράβαγαν φωτογραφίες για δημοσίευση.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί είχε και την αστεία πλευρά της στη συνέχεια.

Ξεκινώντας να φύγουμε για τα σπίτια μας, πρότεινα να περάσουμε από το δικό μου για να βάλουμε ένα μεζεδάκι, να τσιμπήσουμε κάτι και να χαλαρώσουμε, ακούγοντας τις λεπτομέρειες της περιπέτειας από τους ίδιους τους παθόντες.

Έτσι κι έγινε. Την ώρα όμως που καθόμαστε στο τραπέζι και καλαμπουρίζαμε, παρατήρησα ότι οι δυο φίλοι μου δεν κοιταζόντουσαν, ούτε συνομιλούσαν, σαν να είχαν κάποιο πρόβλημα μεταξύ τους. Ρωτάω λοιπόν αυθόρμητα μεγαλοφώνως: «Ρε σεις, τι έχετε πάθει και κρατάτε μούτρα μεταξύ σας;». Αυτοί κοιτάχθηκαν για λίγο αμήχανα και μετά άρχισαν με τα κεφάλια κάτω, να μας διηγούνται το λόγο της μεταξύ τους ψυχρότητας, η οποία ήταν ολοφάνερη.

Όπως πολλοί από εμάς, έτσι κι αυτοί, πηγαίνοντας για ψάρεμα είχαν πάρει μαζί τους κάποιο κολατσιό. Τα γνωστά, λίγο ψωμί, τυρί, ελίτσες και καμιά ντομάτα. Όταν «ναυαγήσανε» στο νησί, ο Κώστας άρπαξε το κολατσιό και δεν το έδινε στο Γιάννη με κανένα τρόπο, λέγοντας ότι πρέπει να το φυλάξουνε γιατί κανείς δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να μείνουν εκεί. Ο Γιάννης επέμενε να του δώσει το κολατσιό ή τουλάχιστον το μερίδιό του, γιατί είχε πεινάσει, ο Κώστας όμως δεν του το έδινε με τίποτα και αντί να κοιτάνε πώς θα βγούνε από τη δύσκολη κατάσταση, αυτοί είχαν πιαστεί και καυγαδίζανε για ένα κομμάτι ψωμί και μια ντομάτα. Τόσο είχαν τρομοκρατηθεί από το πάθημά τους, ώστε ο πανικός να τους έχει αφαιρέσει τελείως τη δυνατότητα εκλογίκευσης της κατάστασης.

Το καλύτερο όμως της ιστορίας βγήκε την επόμενη μέρα.

Κάποιος δημοσιογράφος της «Ελευθεροτυπίας» είχε τραβήξει μέσα στο Λιμεναρχείο μια στάση, όπου ο Κώστας στεκόταν δίπλα σε μια άγνωστη κυρία με τέτοιο τρόπο που φαινόταν να αποτελούν … αντρόγυνο. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύθηκε στο πρωτοσέλιδο την επόμενη μέρα και το τι έγινε από τα τηλεφωνήματα των γνωστών και φίλων που έσπευσαν να ενημερωθούν για το υποτιθέμενο σκάνδαλο του Κώστα που δήθεν συνελήφθη στα πράσα να … τσιλημπουρδίζει δεν λέγεται. Βέβαια τα πράγματα σύντομα διευκρινίστηκαν και το θέμα ως προς αυτή την πλευρά έληξε συντομότατα. Ευτυχώς μετά τις αμοιβαίες εξηγήσεις έληξε και η μεταξύ τους παρεξήγηση για το κολατσιό και οι τότε φίλοι, εξακολουθούν να είναι καλοί φίλοι μέχρι και σήμερα. Η μικρή πλαστική βάρκα όμως πουλήθηκε άρον – άρον και κανείς από τους δυο τους δεν ξαναπήγε για ψάρεμα. Προφανώς ήσαν και οι δυο τους περιστασιακοί ψαράδες και όχι παθιασμένοι τρελοί σαν και ελλόγου μου, που μόνο … πνιγμένους μπορείς να τους βγάλεις από τη θάλασσα.

Το περίεργο είναι ότι ο τρίτος της παρέας, ο Γιώργος, λίγο μετά άνοιξε κατάστημα με είδη αλιείας που πολύ σύντομα το έκλεισε γιατί δεν πήγε καθόλου καλά και αυτή είναι η μία από τις δυο μου απορίες που μου έμειναν αναπάντητες από την ιστορία αυτή.

Η άλλη είναι τι ήταν άραγε αυτό που με έκανε νυχτιάτικα να προβλέψω αυτή την κακοκαιρία και να γλυτώσω την όλη ταλαιπωρία; Γιατί βαθιά μέσα μου το ξέρω ότι την πρόβλεψα κι ας μη μπορώ να το αποδείξω ούτε στον εαυτό μου. Το ίδιο μου έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις από τότε, αυτή όμως ήταν η πιο χαρακτηριστική.

Η επίδραση των αέρηδων πάντως, δεν είναι πάντα κακή. Κάτω μάλιστα από εξαιρετικά … σατανικές προϋποθέσεις, μπορεί να σου βγει και σε καλό. Βλέπεις η θάλασσα είναι για πάντα απρόβλεπτη, σε βαθμό που πολλές φορές, με κάνει να αναρωτιέμαι αν είναι αυτός άραγε ο λόγος που μας βαράει κατακούτελα και μας κάνει να τρέχουμε νυχτιάτικα μέσα σε χίλιες δυο κακουχίες, ελπίζοντας να φέρουμε στο σπίτι ένα – δυο κιλά σπαράκια τις περισσότερες φορές και δεν πάμε στην ψαραγορά, όπου μπορούμε να τα πάρουμε ακόμη και τσάμπα (που λέει ο λόγος) καμιά φορά. Άσε που αρκετοί από εμάς, δεν είναι ούτε καν ψαροφαγάδες και όταν πιάνουνε κάτι της προκοπής, αναγκάζονται να το χαρίζουν δεξιά κι αριστερά, για να μην πάει εντελώς χαμένο.

Η επόμενη ιστορία θα μας δείξει και αυτού του λόγου το αληθές.

Είναι καλοκαίρι απόγευμα, στο Πόρτο Χέλι Ερμιονίδας, όπου είναι το βασικό μου ψαρευτικό στέκι από το 1980 και μετά. Την εποχή που μιλάμε (τέλη 10ετίας του 1980) στην περιοχή αυτή υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να βγάζει κανείς καραβιδάκι (μαμούνι) σε κάποιο βιβάρι που υπάρχει εδώ και να μην το αγοράζει από πουθενά. Έτσι κι εγώ, ξεκινώντας περίπου από τις 4 μ.μ. μέσα στον ήλιο του ντάλα μεσημεριού, έχω πάει στη λίμνη (έτσι το λέμε εδώ το βιβάρι) με το φτυάρι και τη γκαγκάβα (πρόκειται για μεγάλη ειδικού σχήματος απόχη) και έχω … εξορύξει περίπου 300 καραβιδάκια, τα οποία λίγο μετά, στη βεράντα του σπιτιού μου, ξεκίνησα να τα δολώνω, πίνοντας απογευματινό καφέ. Την ώρα που κόντευα να τελειώσω το δόλωμά τους (περί την 8 μ.μ.) σε ένα 300άρι ψιλό παραγάδι, με «χτυπάει» στο πρόσωπο ένα ελαφρύ μεν, χαρακτηριστικό δε ρεύμα αέρα, που το «αλάνθαστο» (ναι, καλά …) ένστικτό μου … προέβλεψε ως προπομπό ενός επερχόμενου πουνέντη. Να σημειώσω ότι στην περιοχή αυτή ο πουνέντης (που κατά κανόνα βγαίνει εντελώς αιφνιδιαστικά) είναι κανονικό μπουρίνι και «βουλιάζει βαπόρια», πράγμα που σημαίνει ότι ούτε να το διανοηθείς να μπεις στη θάλασσα με τέτοιο καιρό.

Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, όταν ο πουνέντης είχε ήδη σηκώσει όλες τις ομπρέλες της παραλιακής πλαζ και με βαριά καρδιά, έσπρωξα το δολωμένο παραγάδι σε μια γωνιά της αποθήκης μου και άραξα στην τηλεόραση, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, ενώ τον άκουγα περίλυπος να βυσσοδομεί στην παραλία (το σπίτι μου είναι περίπου 50 – 100 μέτρα από τη θάλασσα).

Την εποχή εκείνη δεν είχα ακόμη μάθει ότι το καραβιδάκι μπορεί να ξεραθεί στον ήλιο και να πέσει στη θάλασσα κάποια άλλη μέρα, χωρίς σοβαρή απώλεια της … δελεαστικής του ικανότητας. Έτσι άρχισε αμέσως να με απασχολεί τι θα έκανα το δολωμένο παραγάδι, δεδομένου ότι 1-2 μέρες μετά το καραβιδάκι θα άρχιζε να βρωμάει ανυπόφορα. Αποφάσισα να πάω, μόλις θα έκοβε ο πουνέντης, να το καλάρω πρόχειρα στη θάλασσα, μόνο και μόνο για να αφαιρέσω από πάνω του τα βρώμικα πλέον καραβιδάκια και στη συνέχεια να το νετάρω.

Έτσι κι έγινε. Κατά τις 10 το πρωί της επομένης, ο πουνέντης είχε καλμάρει εντελώς και παρότι η θάλασσα ήταν ανακατεμένη σαν … γιαούρτι, εγώ μπήκα μέσα για να ρίξω το παραγάδι σε κάποια αμμουδιά ή φυκιάδα, ώστε να μην κολλήσει πουθενά, αλλά απλώς και μόνο για να το … ξανασηκώσω. Μόλις τελείωσα το καλάρισμα και έβαλα το καλαδούρι του τέλους, γύρισα στην αρχή και άρχισα να το σηκώνω σκεπτόμενος ότι δεν θα είναι απίθανο να βρω και κανένα χάνο πιασμένο στο μεταξύ.

Ω, του θαύματος όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Κάπου στα τελευταία 10 αγκίστρια το παραγάδι άρχισε να «βαραίνει» υπερβολικά, παρά το ότι το μέρος είχε βάθος 10-15 περίπου μέτρα και στο βυθό δεν υπήρχε βράχος ούτε για δείγμα. Σκέφτηκα ότι θα έχω πιάσει καμιά «πατσαβούρα» και άρχισα να καταριέμαι από μέσα μου την τύχη μου.

Η σφυρίδα που σήκωσα στο τρίτο από το τέλος αγκίστρι ήταν 6,5 κιλά! Από τις μεγαλύτερες που έχω πιάσει στη ζωή μου, είτε σε συρτή βυθού, είτε σε ζόγκα, είτε σε μολύβι φύλακα, είτε ακόμη και σε παραγάδι με ζωντανό. Το ακόμη εκπληκτικότερο ήταν ότι το ψάρι είχε καρφωθεί με το 14άρι αγκιστράκι του ψιλού παραγαδιού, σε μία λεπτή «πετσούλα» των χειλιών του, που παρόλα αυτά το είχε «κρατήσει» και το ακόμη πιο παράξενο, ότι το ζώο ήταν εντελώς ψόφιο και με την κύστη πεταγμένη έξω, σαν να είχε πιαστεί ώρες πριν και σε κάποιο σεβαστό βάθος, πάνω από 40-50 μέτρα, γιατί όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, από τέτοια βάθη και πάνω, η κύστη πετάγεται και προβάλει μέσα στο στόμα σαν μικρό μπαλόνι.

Οδηγώντας τη βάρκα στο αραξοβόλι της, προσπαθούσα να εξηγήσω πώς μπορεί να πιάστηκε αυτό το ψάρι. Σκεπτόμουνα ότι μπορεί να έφαγε κάποιο σπάρο ή γύλο που είχε πιαστεί στην καραβίδα και να την πάτησε. Όμως ο τρόπος που ήταν καρφωμένο δεν ταίριαζε με αυτό το σενάριο. Άλλωστε ούτε και στα εντόσθιά του, που τα έψαξα στη συνέχεια σχολαστικά, βρήκα κάτι τέτοιο. Προσπαθούσα επίσης να εξηγήσω γιατί ψόφησε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι ειδικά τα «μαύρα» ψάρια ζουν εκτός θάλασσας αρκετή ώρα, αν μάλιστα τα καταβρέχεις ταχτικά ή τα σκεπάσεις με καμιά βρεγμένη λινάτσα, μπορεί να φτάσουν μέχρι και τις 3-4 ώρες. Στην περίπτωσή μου όμως, από τη στιγμή που το συγκεκριμένο αγκίστρι έπεσε στη θάλασσα δολωμένο μέχρι τη στιγμή που ανασύρθηκε με το ψάρι πιασμένο, μεσολαβούσε χρόνος περί τα 30 – 45 λεπτά της ώρας το πολύ.

Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά τα είδα στον ύπνο μου, σε κάποιο τόσο έντονο όνειρο που μου έμεινε στη μνήμη σαν πραγματικότητα, με διαψεύδει όμως το … κρανίο της σφυρίδας, που η αδερφή μου (δεινή … σφυριδοφάγος) αφού το … έγλειψε από όλα όσα ήταν κολλημένα επάνω του, το έχει φυλαγμένο σαν αναμνηστικό και το επιδεικνύει στο τραπεζάκι του σαλονιού του σπιτιού της.

Ηθικό δίδαγμα: «Ο πουνέντης μπορεί να κάνει καμιά φορά καλό!».

Οι βροχές και οι καταιγίδες

Πολλά λέγονται για την επίδραση της βροχής στη γενική συμπεριφορά των ψαριών αλλά και ειδικότερα σε σχέση με το παραγάδι. Εγώ ομολογώ ότι τόσα χρόνια που ψαρεύω με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορώ να πω ότι έχω βγάλει κάποιο σταθερό συμπέρασμα σχετικά. Για μένα, όταν η βροχή με βρίσκει στη θάλασσα να ρίχνω ή να σηκώνω παραγάδι, το μόνο που σημαίνει είναι ότι πρέπει να φορέσω τη νιτσεράδα μου, για να μη γίνω … μούσκεμα.

Ακούω ακόμη ότι μετά τη βροχή τα ψάρια τσιμπάνε σαν τρελά, τέτοιο πράγμα όμως ο ίδιος δεν έτυχε ποτέ να διαπιστώσω.

Βέβαια οι περιπτώσεις που όταν η βροχή τελειώσει εμφανίζεται ένας λαμπερός ήλιος και σε συνδυασμό με την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα που ακολουθεί τη βροχή, σε αποζημιώνει για όλη την ταλαιπωρία, είναι από τις ομορφότερες στη θάλασσα.

Άλλο όμως η αθώα βροχή και άλλο οι ξαφνικές καταιγίδες που συνήθως συνοδεύονται και από ισχυρούς αέρηδες και τσουχτερό κρύο, ειδικά το χειμώνα. Αυτές είναι επικίνδυνο πράγμα και σημαίνουν την άμεση διακοπή όλων των ψαρευτικών δραστηριοτήτων. Όσες φορές έτυχε να με βρει τέτοια θεομηνία, χωρίς να προλάβω να σηκώσω το παραγάδι που είχα ρίξει τρεις – τέσσερις ώρες πριν, όταν στη συνέχεια κατάφερα να το σηκώσω λίγο αργότερα, διαπίστωσα ότι η επίδραση της κακοκαιρίας ήταν πάντα αρνητική.

Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι οι γρήγορες βάρκες με τις δυνατές εξωλέμβιες μηχανές, αποτελούν εγγύηση ασφάλειας απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις του καιρού, σε αντίθεση με τις αργές βάρκες με τις εσωλέμβιες πετρελαιομηχανές, που είναι η δική μου προτίμηση, που σε υποχρεώνουν να … «φας κατακέφαλα» όλο το μπουρίνι, αν δεν καταφέρεις με κάποιο τρόπο να το προβλέψεις. Όλες οι επιλογές έχουν βλέπεις τα θετικά και τα αρνητικά τους.

Οι εποχές

Προφανώς δεν έχω τη δυνατότητα να μιλήσω για όλες τις περιοχές της Ελλάδας, αφού οι τόποι που έχω ο ίδιος επισκεφτεί και ψαρέψει είναι ελάχιστοι μπροστά στο σύνολο του Ελλαδικού χώρου. Εκτός αυτού πολλές περιοχές έχουν και τις δικές τους ιδιαιτερότητες, που για να τις κατέχεις πρέπει να είσαι ή ντόπιος ψαράς ή μανιώδης επισκέπτης της. Αν εξαιρέσουμε πάντως αυτή την τελευταία κατηγορία, πάνω κάτω τα ίδια ισχύουν για τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας.

Οι γενικοί κανόνες που διέπουν την επίδραση των εποχών στην συμπεριφορά των διαφόρων αλιευμάτων είναι οι εξής:

Τους χειμερινούς μήνες, Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο που τα νερά στις ακρογιαλιές είναι κρύα, τα περισσότερα είδη οδεύουν προς βαθύτερα νερά. Στα ρηχά παραμένουν τα χταπόδια, οι σουπιές και μερικά μόνο είδη ψαριών, όπως τα κεφαλόπουλα, οι χειλούδες (λαπίνες), και κάποιοι γύλοι.

Επομένως και οι παραγαδιάρηδες, που στοχεύουν σε σαργούς, λυθρίνια κ.λ.π. πρέπει να τα αναζητήσουν στα βαθιά.

Με την έλευση της άνοιξης (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος) όλα τα είδη που είχαν απομακρυνθεί από τις παραλίες αρχίζουν σταδιακά να επιστρέφουν, ενώ τα περισσότερα αυτή την εποχή αποχύνουν τα αυγά τους και είναι εξαντλημένα, αδύνατα και πεινασμένα. Αυτή την εποχή τα παραγάδια μπορούν να δουλέψουν και σε μεσαία βάθη με καλή απόδοση.

Τους καλοκαιρινούς μήνες, που η θάλασσα κοντά στις ακτές είναι ζεστή, τότε αποδίδουν και παραγάδια που καλάρονται στα ρηχά. Εκεί βρίσκουμε κυρίως τους σαργούς, τους συκιούς ή παντελήδες, τα σκαθάρια, τους σπάρους, τις μουρμούρες, τα μελανούρια και τις τσιπούρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι στα βαθιά τα ψάρια χάνονται. Τα ίδια ισχύουν και για τα μαύρα ψάρια, δηλαδή τις σφυρίδες, στήρες, ροφούς κ.λ.π.

Το φθινόπωρο είναι η καλύτερη εποχή για το παραγάδι. Τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη, τα ψάρια είναι καρδαμωμένα και τσιμπάνε πολύ καλά.

Στις παραπάνω γενικεύσεις υπάρχουν, όπως σε όλα, και οι εξαιρέσεις:

Για παράδειγμα από την κατηγορία των μαύρων ψαριών ο βλάχος δεν βρίσκεται ποτέ στα ρηχά, αλλά αποκλειστικά στα βαθιά έως πολύ βαθιά νερά, ανεξάρτητα από την εποχή.

Τα λυθρίνια και τα φαγκριά επίσης δεν γιαλώνουν (έρχονται στα ρηχά) ποτέ. Για να τα πιάσουμε, κυρίως τα μεγάλα, πρέπει να καλάρουμε σε βάθη μεγαλύτερα των 30-40 μέτρων, ανεξάρτητα από τις εποχές.

Όλα τα παραπάνω είδη ανήκουν στην κατηγορία των μη μεταναστευτικών ψαριών. Αυτό σημαίνει ότι οι μετακινήσεις τους ανάλογα με τις εποχές είναι μικρές σε απόσταση.

Αντίθετα τα μεταναστευτικά ψάρια, δηλαδή οι κολιοί, τα σαβρίδια, τα κοκκάλια, οι παλαμίδες, οι τόννοι, οι γόπες, τα γοφάρια, τα μαγιάτικα, οι κυνηγοί, οι λούτσοι, οι λίτσες και τα υπόλοιπα αφρόψαρα, μερικά των οποίων ψαρεύονται με παραγάδια του αφρού (αφροπαράγαδα) διανύουν μεγάλες αποστάσεις και είναι περαστικά από τις διάφορες περιοχές, συγκεκριμένες εποχές του χρόνου.

Προσωπικά από αυτά τα είδη έχω ψαρέψει μόνο γόπες με αφροπαράγαδο, αποκλειστικά τους χειμερινούς μήνες, στην περιοχή μου. Όλα τα άλλα είδη τα ψαρεύω με άλλες τεχνικές.

Ακούω και διαβάζω για παραγάδια για κυνηγούς και άλλα πολλά, αλλά ομολογώ ότι δεν έχω ιδέα από αυτά τα ψαρέματα και αν κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο, θα ήμουνα υπόχρεος αν μπορούσε να μου εκθέσει τις γνώσεις του ώστε να τις συμπεριλάβω και αυτές στο γραπτό μου.

Σε ότι πάντως με αφορά, για τα είδη των παραγαδιών που δουλεύω περισσότερο εγώ, (ψιλά και μέτζα), βρίσκω το φθινόπωρο σαν την καλύτερη εποχή.

Σημείωσα παραπάνω ότι τα λυθρίνια και τα φαγκριά δεν γιαλώνουν ποτέ. Ακόμη πιο πάνω όμως είχα σημειώσει και το ότι ο γενικός κανόνας στη θάλασσα είναι … η εξαίρεση ή η έκπληξη. Η παρακάτω ιστορία, που είναι προσωπική μου εμπειρία, έχει σαν σκοπό να αποδείξει ακριβώς αυτό.

Για οικογενειακούς λόγους, κάποια εποχή στα τέλη της 10ετίας του 1980, μετακόμισα στην Κέρκυρα, με προοπτική να παραμείνω εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Για διάφορους προσωπικούς λόγους, τα σχέδιά μου αυτά ναυάγησαν και το διάστημα που έμεινα σε αυτό το νησί ήταν περίπου 6 μήνες, από Ιούνιο μέχρι Δεκέμβριο.

Φυσικά στην μετακίνησή μου αυτή είχα μαζί και την τότε βάρκα μου, μια πλαστική 4,30 μ. με εσωλέμβια βενζινομηχανή 7 ίππων (ποτέ στη ζωή μου δεν είχα εξωλέμβια μηχανή, αργότερα θα εξηγήσω γιατί) και όλα τα ψαρευτικά μου εργαλεία, παραγάδια, συρτές και πετονιές διαφόρων ειδών και φυσικά όποιες και όσες ώρες μου περίσσευαν τις διέθετα να εξερευνώ τις διάφορες περιοχές του νησιού για να μπορέσω να αρχίσω να ψαρεύω.

Το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί τότε ούτε βυθόμετρο είχα, ούτε και κανέναν γνωστό της περιοχής να με πληροφορήσει σχετικά. Γύριζα από δω κι από κει ψαρεύοντας με την καθετή και προσπαθώντας να δω τους βυθούς, όταν τα μέρη ήταν ρηχά και τα νερά καθαρά. Στις διαδρομές είχα πάντα ριγμένες δυο συρτές αφρού με κουταλάκια και κουδουνάκια και κάπου – κάπου έπιανα κανέναν κυνηγό και κανένα κοκκάλι. Τρεις φορές έριξα ψιλό παραγάδι σχεδόν «κουτουρού» και δεν έπιασα απολύτως τίποτα.

Ανοιχτά στην πλαζ που συνηθίζαμε να κάνουμε μπάνιο ήταν ένα μικρό νησί και είχα βάλει στο μυαλό μου κάποια στιγμή να το επισκεφτώ, μήπως και εύρισκα εκεί κανέναν ψαρότοπο της προκοπής. Πράγματι ένα πρωινό που η θάλασσα ήταν ήρεμη, πήγα εκεί (η απόσταση ήταν 2-3 μίλια, δηλαδή μισή περίπου ώρα με την αργή βάρκα μου) και κάνοντας βόλτα γύρω – γύρω είδα έναν καλό βυθό. Έτσι αποφάσισα με την πρώτη ευκαιρία να ρίξω εκεί παραγάδι. Λίγες μέρες αργότερα έφτασα εκεί απόγευμα με δολωμένα με γαρίδα δυο 200άρια ψιλά παραγάδια, τα οποία μόλις νύχτωσε τα καλάρισα γύρω από το νησί.

Γύρισα εκεί να σηκώσω τα παραγάδια γύρω στις 4 το πρωί και τέλειωσα το σήκωμα χωρίς απρόοπτα, αλλά και χωρίς ψάρια μετά 2 περίπου ώρες. Όλη η ψαριά ήταν ένας και μοναδικός σπάρος!

Επιστρέφοντας στην ακτή, όπου η παρέα μου έκανε το πρωινό της μπάνιο, είχα αμολήσει τις δυο συρτές μήπως και … ρεφάρω, αλλά που. Ούτε τσιμπιά. Πλησιάζοντας στην ακτή άρχισα να μαζεύω την πρώτη συρτή στο φελλό (εκείνη την εποχή δεν είχαμε καρούλια ακόμη) και όταν τελείωσα συνέχισα με τη δεύτερη. Προχωρώντας διαπίστωσα ότι ο βυθός ρήχαινε απότομα και δεν προλάβαινα να μαζέψω την πετονιά στο φελλό. Έτσι άρχισα να την μαζεύω γρήγορα ρίχνοντάς την στο κάθισμα της βάρκας κουλουριαστά. Όταν πλησίασα σε βάθος λιγότερο από 1 μ. και είχα τελειώσει και το μάζεμα, έριξα την αγκυρούλα και μπήκα στη θάλασσα για να βγω στην ακτή. Εκεί έμεινα μέχρι αργά το μεσημέρι, αφού μετά το μπάνιο φάγαμε στο παρακείμενο ταβερνάκι.

Ξεκινώντας να φύγουμε κώλωσα το τρέιλερ σε μια υποτυπώδη γλίστρα που υπήρχε για να βγάλω τη βάρκα και μπήκα πάλι στο νερό για να τη φέρω προς τα έξω. Τότε είδα την παρατημένη στο κάθισμα συρτή, οπότε αφού σήκωσα την άγκυρα έβαλα μπροστά τη μηχανή, για να κάνω μια μικρή βόλτα προς τα ανοιχτά, όπου απλώνοντας τη συρτή θα τη μάζευα ευκολότερα. Όταν η πετονιά έπεσε όλη στο νερό, άρχισα να την μαζεύω στο φελλό της, ενώ ταυτόχρονα γύρισα τη βάρκα προς την ακτή.

Το βάθος εκεί ήταν περίπου 3 μέτρα και τα νερά πεντακάθαρα και ήρεμα, ώστε ο βυθός φαινόταν καλά. Η συρτές μου είχαν 6 μολυβάκια των 30 γραμμαρίων ανά 8 μέτρα, οπότε το κουταλάκι που ήταν στο τέλος έφτανε περίπου σε αυτό το βάθος με την ταχύτητα των 3,5 περίπου μιλίων που πήγαινε η βάρκα. Έτσι, όταν ένιωσα το απότομο τράβηγμα ήμουνα σίγουρος ότι το κουταλάκι κόλλησε σε κάποιο βραχάκι και αμέσως πέταξα το φελλό στη θάλασσα για να μη μου κοπεί η πετονιά και τη χάσω. Κάνοντας μια μεγάλη στροφή με τη μηχανή στο ρελαντί, γύρισα να πιάσω το φελλό και να προσπαθήσω να … ξεκολλήσω την συρτή. Όμως όταν είδα το φελλό να … τρέχει τά ’χασα. Τον έπιασα γεμάτος απορία και αγωνία και άρχισα να σηκώνω. Το μικρό … «βραχάκι» έκανε κάτι τρελά κεφάλια κι όταν το πλησίασα μετά από πολύ προσπάθεια πιο κοντά, είδα το βυθό να έχει … χαθεί από τη θολούρα.

Η μεσηνέζα της συρτής ήταν Νο 60 και το παράμαλλο Νο 40 από απλή φυσικά πετονιά, αφού οι σημερινές ενισχυμένες δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί. Έκανα περίπου 45 λεπτά να φέρω το … βραχάκι κοντά στη βάρκα και να καταφέρω να το καρφώσω με το γάντζο. Το όλο … σκηνικό εξελισσόταν σε απόσταση μόλις 50 περίπου μέτρων από την παραλία και ο κόσμος που ήταν εκεί, μαζί και οι δικοί μου, καταλαβαίνοντας ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, είχαν μαζευτεί και χάζευαν τη βάρκα μου που πηγαινοερχόταν πέρα δώθε. Προφανώς ήμουνα φουσκωμένος σαν … διάνος όταν βγήκα στην παραλία, κρατώντας στα χέρια μου το 5,5 κιλών φαγκρί που σπαρτάριζε.

Το πράγμα ήταν εντελώς … κουφό.

Ο ταβερνιάρης μου είπε ότι είχαν χρόνια να δουν τέτοιου είδους ψάρι στην περιοχή αυτή.

Ο σπιτονοικοκύρης που μου νοίκιαζε το σπίτι που έμενα, όντας ψαροντουφεκάς και διευθυντής ενός μεγάλου ξενοδοχείου, μου ζήτησε να του το δώσω για να το δείξει στους φίλους του ψαροντουφεκάδες την άλλη μέρα, γιατί αν θα τους το διηγιόταν ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν θα τον πίστευε.

Όταν το έφερε πίσω, το κόψαμε φέτες και μαγειρέψαμε το σώμα του πλακί στο φούρνο και το φάγαμε και οι δυο οικογένειες μαζί. Λίγες μέρες αργότερα η οικογένειά μου έφαγε και μια πολύ ωραία ψαρόσουπα από το κεφάλι του.

Από τότε άρχισα να πιστεύω ότι «όλα στη θάλασσα είναι … πιθανά!».

Η διάρκεια ημέρας και νύχτας

Όσοι έχουν ήδη ασχοληθεί με το παραγάδι, γνωρίζουν ότι τα περισσότερα είδη παραγαδιών ψαρεύουν καλύτερα τη νύχτα. Επομένως όσο πιο μεγάλες είναι οι νύχτες, τόσο το καλύτερο για τους παραγαδιάρηδες.

Τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες, όσοι αντέχουν το κρύο, μπορούν να ρίξουν ψιλό παραγάδι στις … 5 το απόγευμα και να το σηκώσουν στις 8-9 το βραδάκι.

Το ίδιο μπορούν να το επαναλάβουν 12 ώρες αργότερα στις 5 το πρωί και στις 8-9 επίσης το πρωί.

Για τα παραγάδια βέβαια που δουλεύονται ημέρα, ισχύει το ακριβώς αντίστροφο, αφού οι μεγάλες ημέρες είναι το καλοκαίρι.

Άλλη επίδραση στο ψάρεμα του παραγαδιού δεν γνωρίζω να έχει η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και αν κανείς γνωρίζει κάτι περισσότερο, παρακαλείται να μου το γνωστοποιήσει για να το συμπεριλάβω την επόμενη φορά που θα συμπληρώσω, με ότι καινούργιο έχει στο μεταξύ συγκεντρωθεί, το γραπτό μου.

Ο Ήλιος και το φεγγάρι

Ο ήλιος και το φεγγάρι έχουν πολύ συγκεκριμένη επίδραση στην απόδοση του παραγαδιού, την οποία θα προσπαθήσω να περιγράψω αμέσως παρακάτω.

Σε ότι αφορά τον ήλιο, όλοι όσοι ψαρεύουμε είτε με παραγάδι, είτε με καθετή, είτε με τσαπαρί, ακόμη και μέ κάποια είδη συρτής, γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ότι οι ώρες που αυτός είτε εμφανίζεται (ανατολή), είτε εξαφανίζεται (δύση) είναι οι καλύτερες γι’ αυτές τις δραστηριότητες.

Η επίδραση του φεγγαριού είναι περισσότερο πολύπλοκη, γιατί το φεγγάρι δεν είναι τόσο απλό, όσο ο ήλιος.

Το φεγγάρι εκτός που αλλάζει συνεχώς σε μέγεθος, πράγμα που δεν συμβαίνει με τον ήλιο, έχει και περισσότερο … άτσαλες συνήθειες, σε ότι αφορά την ανατολή και τη δύση του.

Στις διάφορες ενημερωτικές ιστοσελίδες που αφορούν το ψάρεμα, μπορεί κανείς να βρει και πίνακες (ηλιοσεληνιακοί πίνακες) που αντιστοιχίζουν τις καλές και τις κακές ψαρευτικά ημέρες και ώρες, με τις διάφορες φάσεις του φεγγαριού.

Προσωπικά δεν έχω καταφέρει να … σταθεροποιήσω την άποψή μου για το θέμα αυτό. Έχω κάνει καλές ψαριές, τις δεδομένες ως κάκιστες (από πλευράς φάσης του φεγγαριού) ημέρες και κακές έως μηδενικές ψαριές, τις ημέρες που χαρακτηρίζονται ως άριστες.

Αν προσπαθήσει να κάνει κανείς κάποιου είδους … στατιστική, ρωτώντας τους ψαράδες σχετικά, αν βέβαια υποθέσουμε ότι θα πάρει ειλικρινείς απαντήσεις (πράγμα μάλλον απίθανο), πιστεύω ότι θα μπερδευτεί ακόμη περισσότερο.

Οι συστηματικοί και έμπειροι χρήστες συγκεκριμένων ειδών παραγαδιών, όπως και αυτοί που ψαρεύουν αποκλειστικά και μόνο άλλα συγκεκριμένα ψαρέματα, ίσως έχουν καλύτερες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.

Η δική μου απάντηση στο ερώτημα «πότε προτιμώ να πηγαίνω για ψάρεμα με παραγάδι», είναι: «όταν έχω χρόνο και ο καιρός το επιτρέπει»!

Θέμα 3ο: Το σκάφος και οι χειρισμοί του

Στο ερώτημα ποιο είναι το καταλληλότερο σκάφος για το ψάρεμα του παραγαδιού, οι απαντήσεις είναι πολλές. Ο λόγος είναι γιατί το είδος του σκάφους δεν το καθορίζει μόνο το είδος του συγκεκριμένου ψαρέματος, αλλά και άλλοι πάρα πολλοί παράγοντες. Το τι εννοώ, θα γίνει πιστεύω κατανοητό με όσα θα αναφέρω παρακάτω.

Αν π.χ. μας ενδιαφέρει να ψαρεύουμε με παραγάδι σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τότε σίγουρα το σκάφος που μας χρειάζεται θα πρέπει να είναι αρκετά ελαφρύ για να μπορεί να μεταφέρεται με τρέιλερ. Αυτό και μόνο, σχεδόν αποκλείει όλα τα ξύλινα σκάφη, που είναι κατά πολύ βαρύτερα από τα πλαστικά, όπως επίσης και τα κάπως μεγάλα σε μέγεθος, που ούτε μεταφέρονται, ούτε μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα εύκολα.

Αντίθετα, αν ψαρεύουμε μόνιμα σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, τότε οι επιλογές μας μπορούν να είναι πολύ περισσότερες, ανάλογα και με την οικονομική μας δυνατότητα.

Αν είμαστε μέλος μιας ψαρευτικής παρέας, τότε μπορούμε να ψαρεύουμε παραγάδι και με σκάφη που φέρουν εξωλέμβια μηχανή, πράγμα που δύσκολα θα το καταφέρουμε αν θελήσουμε να το πραγματοποιήσουμε μοναχικά.

Αντίθετα τα σκάφη με εσωλέμβιες μηχανές, μπορούν εύκολα να μας δώσουν τη δυνατότητα να ψαρεύουμε με παραγάδι και «κατά μόνας». (Μια τέτοια περίπτωση είμαι κι εγώ, που ψαρεύω μόνος τις συντριπτικά περισσότερες φορές κι έτσι υποχρεωτικά χρησιμοποιώ μια βαριά βάρκα με εσωλέμβια πετρελαιομηχανή, που μου δίνει άνετα αυτή τη δυνατότητα).

Σε τελευταία ανάλυση, ιδανικό σκάφος, με το οποίο να μπορεί κανείς ταυτόχρονα να ψαρεύει άνετα με παραγάδι είτε μόνος του, είτε με παρέα, και ψιλό και χοντρό σε μεγάλα βάθη, που να είναι και μόνιμο αλλά και να μπορείς να το κουβαλάς δώθε κείθε με ευχέρεια, δεν υπάρχει. Για το λόγο αυτό ο καθένας από εμάς πρέπει πρώτα να καταλάβει και να αποφασίσει τι θέλει να κάνει στη θάλασσα και μετά να φροντίσει να αποκτήσει το σκάφος που θα μπορεί να το κάνει, αν βέβαια τα οικονομικά του καλύπτουν τις επιθυμίες του, γιατί αν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να … συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο.

05

Σε γενικές πάντως γραμμές, σε σχέση με τη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του παραγαδιού, τα σκάφη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

Αν εξαιρέσουμε τη δυνατότητα της μεταφοράς σε διάφορους τόπους, τότε τα καταλληλότερα για το ψάρεμα του παραγαδιού, είναι τα βαριά ξύλινα σκάφη, όχι ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους. Τέτοια σκάφη, όπως και στα προηγούμενα έχω αναφέρει, είναι τα τρεχαντήρια, οι γαΐτες, η υδραίικη γιάλα καθώς και οι πλαστικές απομιμήσεις τους σε μεγέθη των 5 έως 7 μέτρων το πολύ. Τα σκάφη αυτά μπορούν με άνεση να ψαρέψουν όλα τα είδη παραγαδιών, ψιλά, μέτζα, χοντρά, είτε για μεσαία βάθη, είτε για πολύ βαθιά νερά που χρειάζονται υδραυλικό βίντσι για το λεβάρισμά τους, ακόμη και παραγάδια για ξιφίες.

Το ελάττωμα των σκαφών αυτών είναι ότι βρίσκονται συνεχώς μέσα στη θάλασσα και για το λόγο αυτό χρειάζονται βαριά και πολυδάπανη συντήρηση, ενώ κατά κανόνα είναι αργοκίνητα και επομένως περιορισμένης χωρικής εμβέλειας.

Οι λόγοι αυτοί, σχεδόν αποκλείουν τη χρήση τέτοιων σκαφών από τους ερασιτέχνες, οι οποίοι αναγκαστικά επιλέγουν ελαφρύτερα σκάφη, μειώνοντας ταυτόχρονα ανάλογα και τις ψαρευτικές τους απαιτήσεις.

06

Επόμενες επιλογές είναι οι διάφοροι τύποι πλαστικών σκαφών με μήκη μέχρι 5 μέτρα που έχουν και δυνατότητα εύκολης μεταφοράς. Μερικά από τα σκάφη αυτά έχουν δυνατότητα να φέρουν εσωλέμβια πετρελαιομηχανή που είναι μεν σταθερότερη και πολύ οικονομικότερη αλλά και πολύ αργότερη σε ταχύτητα συγκριτικά με τις εξωλέμβιες.

Τα σκάφη με εξωλέμβιες μηχανές έχουν την … ευλογία των γρήγορων μετακινήσεων, είναι όμως πολυδάπανα σε καύσιμα και θέλουν οπωσδήποτε δύο χέρια στη βάρκα για να καταφέρουν να ψαρέψουν παραγάδι, εκτός αν ο χρήστης είναι ταυτόχρονα και… Τιραμόλας. Την κατάσταση με τα καύσιμα σώζουν κάπως οι βοηθητικές μικρές εξωλέμβιες, που τα περισσότερα από αυτά τα σκάφη διαθέτουν, με την προϋπόθεση ότι ο καιρός θα είναι ήσυχος και όχι ανταριασμένος.

Τέλος, ένας πολύ καλός τύπος σκάφους για το ψάρεμα όλων των ειδών των παραγαδιών και όχι μόνο, είναι κάποιο είδος «Λάντζας», ένας τύπος ταχύπλοης παπαδιάς, με βρεχάμενα σχήματος συνήθως ανοιχτού V, που διαθέτει πιλοτήριο πολύ κοντά στην πλώρη του σκάφους, σε τρόπο ώστε να αφήνει πολύ ελεύθερο χώρο πίσω και κινείται με εσωλέμβια ισχυρή μηχανή, που μπορεί να του δώσει ταχύτητα μέχρι και 20 μίλια την ώρα.

Δυστυχώς το σκάφος αυτό υπάρχει μόνο σε αρκετά μεγάλο μέγεθος κι έτσι η εύκολη μεταφορά του είναι αδύνατη. Λόγω όμως της αρκετά μεγάλης ταχύτητας που μπορεί να αναπτύσσει, έχει ικανοποιητική ακτίνα δράσης, προσφέροντας ταυτόχρονα μεγάλες ανέσεις και σταθερότητα σε όσους το χρησιμοποιούν. Αυτοί οι λόγοι κάνουν και αρκετούς επαγγελματίες να το χρησιμοποιούν. Πρόκειται βέβαια για επιλογή που αφορά μόνο «γερά πορτοφόλια».

Οι πρωτόπειροι πρέπει να ξεκινούν με μικρά, μέχρι 100 αγκίστρια παραγάδια, τα οποία μπορούν να τα καλάρουν σε ρηχά μέρη, χωρίς πολλά βράχια. Τέτοια μέρη είναι οι φυκιάδες που «κρατάνε» σπάρους, οι αμμουδιές που βόσκουν οι μουρμούρες, ακόμη και πετρώδεις ακρογιαλιές με μικρά όμως βραχάκια, όπου μπορούν να πιάσουν μικρούς σαργούς, σκαθάρια και άλλα μικρόψαρα.

Τις πρώτες φορές και το καλάρισμα και το λεβάρισμα, καλό είναι να γίνει με τα κουπιά, οπότε στη βάρκα θα πρέπει να βρίσκονται τουλάχιστον 2 άτομα και ο καιρός να είναι καλός, δηλαδή, αν είναι δυνατόν, τελείως μπουνάτσα.

Με αυτόν τον τρόπο θα τους δοθεί η ευκαιρία να ανιχνεύσουν σταδιακά τις διάφορες δυσκολίες που έχει αυτό το ψάρεμα και είτε από μόνοι τους, είτε με τη συνδρομή φίλων, να αρχίσουν σιγά – σιγά να τις αντιμετωπίζουν.

Το καλάρισμα του παραγαδιού με τα κουπιά γίνεται ως εξής:

Ο κωπηλάτης κάθεται στο μέσον της βάρκας έχοντας την πλάτη του προς την πλώρη και αυτός που καλάρει το παραγάδι στο πίσω μέρος της, ακουμπώντας το πανέρι (τώρα πια λεκάνη) με το παραγάδι πάνω στο πίσω κάθισμα. Ο πρώτος λάμνει αργά και ο δεύτερος αφήνει το παραγάδι να φεύγει από τη λεκάνη ομαλά. Όταν συμβεί μπέρδεμα, τα κουπιά πρέπει να κάνουν «σία», ώστε να προλάβουν να το αντιμετωπίσουν και να συνεχίσουν. Έτσι σιγά – σιγά όλο το παραγάδι θα πέσει στη θάλασσα χωρίς πρόβλημα.

Το λεβάρισμα του παραγαδιού θα γίνει 2-3 ώρες μετά ως εξής:

Ο κωπηλάτης θα κάθεται και πάλι στο μέσον της βάρκας με την πλάτη του αυτή τη φορά προς την πρύμνη και αυτός που θα μαζεύει το παραγάδι θα κάτσει μπροστά. Όταν αρχίσει να σηκώνει το παραγάδι, αυτός που χειρίζεται τα κουπιά θα πρέπει να τον παρακολουθεί συνέχεια και να κατευθύνει τη βάρκα προς τα εκεί που τον «οδηγεί» η μάνα του παραγαδιού. Έτσι σιγά – σιγά θα κουλουριάσουν το παραγάδι στη λεκάνη και στη συνέχεια θα το νετάρουν στο σπίτι.

Αργότερα μπορούν να επιχειρήσουν να καλάρουν το παραγάδι με τη μηχανή στο ρελαντί και ακόμη πιο μετά να το μαζέψουν, επίσης με τη μηχανή.

Όταν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν και αυτό το σημείο χωρίς σοβαρά προβλήματα, είναι η ώρα που μπορούν να αρχίσουν να ξανοίγονται, ψάχνοντας για καλύτερους βυθούς και μεγαλύτερα ψάρια.

Έκανα αυτή την … πρόωρη νύξη για το ρίξιμο και σήκωμα του παραγαδιού, για να συσχετίσω στο μυαλό του αναγνώστη αυτές τις διαδικασίες με το είδος του σκάφους που διαθέτει για να τις εκτελέσει. Στα παρακάτω κείμενα θα δοθούν και άλλες πολλές βοηθητικές λεπτομέρειες για τις διαδικασίες αυτές. Ως τότε … υπομονή!

Θέμα 4ο: Η διαχείριση των εργαλείων ψαρέματος

Η γνώμη μου είναι ότι αν θέλει κανείς να ασχοληθεί με επιτυχία με το παραγάδι, πρέπει πρώτα να μάθει να το κατασκευάζει μόνος του και όχι να το αγοράζει έτοιμο. Οι λόγοι είναι πολλοί.

Ο πρώτος και σπουδαιότερος είναι το γεγονός ότι το παραγάδι μετά την κάθε χρήση του θέλει σημαντικότατες επισκευές, τις οποίες πραγματοποιούμε με το λέντισμα ή νετάρισμά του (τελείωμα σημαίνει αυτή η λέξη). Οι επισκευές αυτές μπορεί να σημαίνουν από την απλή αντικατάσταση μερικών αγκιστριών, που χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας, μέχρι και την ανακατασκευή ολόκληρων τμημάτων του παραγαδιού, που χάθηκαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς από τα κολλήματα σε βράχια και ανωμαλίες του βυθού. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που μεγάλα τμήματα του παραγαδιού χάνονται για πάντα. Όσοι ασχολούνται με τις καταδύσεις το γνωρίζουν καλά αυτό, γιατί περιδιαβαίνοντας στις ξέρες, βλέπουν το τεράστιο πλήθος χαμένων παραγαδιών, που σαπίζουν κολλημένα εκεί. Επομένως κανείς για να μπορεί να χρησιμοποιεί το παραγάδι, πρέπει να γνωρίζει και να το επισκευάζει, πράγμα που σημαίνει στην ουσία και να το κατασκευάζει εξ ολοκλήρου.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι σταδιακά κάθε παραγαδιάρης θα καταλήξει να έχει ακριβώς τα παραγάδια που του χρειάζονται, ανάλογα με τις προτιμήσεις του στο ψάρεμα, τους τόπους που ψαρεύει και μια σειρά άλλους παράγοντες, που συνήθως τους γνωρίζει μόνο ο ίδιος ο ερασιτέχνης. Επομένως κανένα κατάστημα δεν μπορεί να τον «καλύψει» ακριβώς, εκτός και εάν δέχεται παραγγελίες παραγαδιών. Βέβαια για τους … τεμπέληδες, υπάρχει όχι μόνο αυτό, αλλά και καταστήματα και μεμονωμένοι ιδιώτες, που κάνουν επ’ αμοιβή και την κατασκευή και το νετάρισμα, ακόμη και το δόλωμα των παραγαδιών.

Ο τρίτος λόγος είναι ο οικονομικός παράγοντας, που κατά τη γνώμη μου είναι και ο σπουδαιότερος, όχι μόνο γιατί κανείς μπορεί να μην είναι … παραλής.

Κατά τη γνώμη μου σε όλες τις θαλασσινές μας δραστηριότητες, πρέπει να μας διακρίνει ένα πνεύμα οικονομίας, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να απολαύσουμε το χόμπι αυτό.

Θα χρησιμοποιήσω ένα ακραίο παράδειγμα για να εξηγήσω αυτόν μου τον ισχυρισμό.

Αν ένας ορειβάτης διαθέτει αρκετό χρήμα, ώστε να βάλει αρκετούς προπομπούς που θα … εξομαλύνουν την πορεία του, εξαλείφοντας τις δυσκολίες, τότε προφανώς «θα χάσει» όλη την απόλαυση της ορειβασίας, που δεν είναι άλλη από την ικανότητα να υπερβαίνει κανείς μονάχος του τις όποιες δυσκολίες.

Κάτι ανάλογο ισχύει και στις θαλασσινές δραστηριότητες. Τα απρόοπτα και οι πολλές φορές ανυπέρβλητες δυσκολίες, είναι αυτό που δίνει την ικανοποίηση της υπέρβασής τους, όταν το κατορθώνουμε, καθώς και το απαραίτητο συναίσθημα του σεβασμού προς το υγρό στοιχείο, όταν μας βάζει κάτω και μας … χτυπάει σαν χταπόδια.

Αν … φυγομαχήσουμε, προσπαθώντας να τα υπερνικήσουμε όλα αυτά χρησιμοποιώντας τη δύναμη που δίνει το χρήμα, είτε αγοράζοντας όλο και ισχυρότερα σκάφη, είτε ανακαλύπτοντας εργαλεία που μπροστά τους τα επαγγελματικά είναι απλές … κουβαρίστρες, τότε η χαρά που δίνει η … ταλαιπωρία της θάλασσας χάνεται.

Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, ο και «πατέρας του πολέμου» αποκαλούμενος, ο πασίγνωστος Ουίνστον Τσόρτσιλ, ήταν μανιώδης ψαράς, λένε οι βιογράφοι του. Αν όμως διαβάσει κανείς προσεκτικότερα τη βιογραφία του και μάθει πως ακριβώς ψάρευε αυτός ο μάστορας της πολιτικής, ίσως αλλάξει γνώμη.

Πήγαινε, λέει, με ένα πολύ μεγάλο και ισχυρό σκάφος, το οποίο βεβαίως διέθετε και πλήρωμα αρκετών ανδρών και ίσως και γυναικών. Άλλοι από αυτούς του μαγείρευαν το φαγητό του και του σέρβιραν τον καφέ του, άλλοι του έφτιαχναν τις πετονιές και ότι του χρειαζόταν για να ψαρέψει και άλλοι κυβερνούσαν, βεβαίως, το σκάφος.

Ο ίδιος, όπως ήταν και χοντρός, ξάπλωνε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και περίμενε να τον φωνάξουν, όταν το πλήρωμα που ψάρευε, έπιανε κανένα μεγάλο ψάρι. Τότε του έδιναν την πετονιά και αυτός απλά … το σήκωνε.

Είναι νομίζω προφανές ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήθελε να ψαρεύει, αλλά να έχει διαρκώς την ψευδαίσθηση έστω, ότι ήταν συνεχώς … νικητής, γιατί αυτό που έκανε δεν ήταν ψάρεμα, αλλά κάτι άλλο, που είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.

Ας επανέλθω όμως στο θέμα μας.

Η αρχική μου πεποίθηση την οποία διατηρώ ακόμη, είναι ότι αν κανείς δεν έχει μάθει ακόμη να δένει κόμπους σε αγκίστρια και πετονιές, δεν είναι ακόμη ώριμος για να ασχοληθεί με το παραγάδι.

Σε κανένα χόμπι δεν πρέπει κανείς να ξεκινάει από τα … δύσκολα. Η σωστή πορεία είναι πρώτα τα εύκολα και μετά τα δύσκολα. Βήμα προς βήμα. Και το παραγάδι, όπως είπαμε, αν δεν είναι το δυσκολότερο, είναι οπωσδήποτε από τα δυσκολότερα ψαρέματα.

Με βάση αυτή μου τη λογική, στην πρώτη γραφή αυτού του κειμένου, δεν παράθεσα καθοδηγητικά σχέδια για την κατασκευή των διάφορων κόμπων που χρειάζονται για το παραγάδι.

Σε αυτή τη δεύτερη γραφή του κειμένου μου, αν και δεν έχω, όπως ήδη προείπα, μετακινηθεί από την αρχική λογική μου, θα παραθέσω σχηματικά σκαριφήματα, επιβοηθητικά για την εκμάθηση των βασικών κόμπων που χρειάζονται, μόνο και μόνο για να κάνω τη … χάρη μερικών αναγνωστών της πρώτης γραφής του κειμένου μου, που μου ζήτησαν περισσότερη και λεπτομερέστερη ανάλυση.

Πάντως, προκειμένου για το παραγάδι, οι κόμποι που χρειάζεται να γνωρίζει κανείς δεν είναι πολλοί, αλλά μόνο τέσσερις. Βέβαια για τον καθένα από αυτούς υπάρχουν πολλές εκδοχές, ιδιαίτερα από τότε που στη ζωή μας μπήκε το διαδίκτυο και έχουμε πια τη δυνατότητα να βλέπουμε και κόμπους που συνηθίζονται στην … Ινδία ή και από τους … Εσκιμώους του Βόρειου Πόλου. Εγώ σε αυτό το κείμενο θα παραθέσω μόνο τους κόμπους που έμαθα από … τα νιάτα μου και από τότε δεν τους άλλαξα ποτέ, όχι γιατί είναι «και καλά» οι καλύτεροι, αλλά γιατί έχω πια και κάποιο συναισθηματικής φύσης … δέσιμο μαζί τους. Ο φιλομαθής αναγνώστης μπορεί φυσικά να διερευνήσει και άλλες δυνατότητες. Από τη μεριά μου εγώ, το μόνο για το οποίο μπορώ να τον διαβεβαιώσω, είναι το ότι οι κόμποι τους οποίους έμαθα και χρησιμοποιώ μέχρι και σήμερα, δεν με … πρόδωσαν ποτέ!

07

Ο πρώτος κόμπος είναι για το δέσιμο των αγκιστριών στη μεσηνέζα. (Εικόνα 7). Στα χρόνια τα δικά μου οι ψαράδες που μου έμαθαν αυτόν τον κόμπο τον έλεγαν «οχταράκι», μάλλον επειδή το σχήμα του μοιάζει λίγο με το «8».

Ο δεύτερος είναι για το δέσιμο των παράμαλλων πάνω στη μάνα του παραγαδιού. (Εικόνα 8). Αυτό που προσπαθεί να πετύχει αυτός ο κόμπος είναι αφ’ ενός να δέσει το παράμαλλο γερά πάνω στη μάνα του παραγαδιού ώστε αυτό να μην «τσουλάει» (σέρνει), αφ’ ετέρου να μην «τσακίσει» τη μάνα και την καταστήσει ευάλωτη σε τάσεις. Η «κόντρα» θηλιά που δείχνεται στο σκίτσο, έχει σαν στόχο να διατηρήσει το παράμαλλο σε θέση κάθετη ως προς τη μάνα, ώστε αυτό να μην «στρίβει» (βιρινιάζει) πάνω της.

08

Ο τρίτος είναι για το δέσιμο της μεσηνέζας, όταν αυτή κόβεται ή τελειώνει και πρέπει να συνεχιστεί, (Εικόνα 9), και

Ο τέταρτος είναι ο κόμπος που δένει τη μεσηνέζα με παραμάνες ή αγκίστρια που διαθέτουν κρίκο. (Εικόνα 10).

Παρά το ότι έχω ήδη παραθέσει τα σκαριφήματα που απεικονίζουν την κατασκευή των τεσσάρων κόμπων που χρειάζονται για το παραγάδι, θα … επιμείνω στην άποψή μου ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς αυτούς τους κόμπους, είναι να συμβουλευτεί κάποιον γνώστη, γιατί η ανάγνωση βιβλίων που προσπαθούν να τους υποδείξουν σχεδιαστικά, είναι μάλλον ο δυσκολότερος. Αφού του υποδειχθούν βέβαια οι κόμποι, στη συνέχεια πρέπει να ακολουθήσει … σκληρή προπόνηση, ώστε να φτάσει να τους δένει με κλειστά τα μάτια, αν είναι δυνατόν. Αν δεν φτάσει προηγουμένως σε αυτό το στάδιο, είναι μάλλον πρόωρο να ασχοληθεί κανείς με το παραγάδι.

Εκτός από τη μάθηση των κόμπων, θα χρειαστούν και μια σειρά υλικά, τα οποία θα καταγράψω εδώ επιγραμματικά.

Η υπόλοιπη διαχείρισή τους θα αναλυθεί στο παρακάτω κείμενο, όπου θα καταπιαστώ με τη διαδικασία κατασκευής και λεντίσματος (νεταρίσματος) του παραγαδιού.

09

Τα υλικά που θα χρειαστούν είναι:

–     Οι ειδικές πλαστικές λεκάνες, που έχουν εδώ και χρόνια αντικαταστήσει τα παραδοσιακά καλαμένια πανέρια που βλέπουμε πια μόνο σε … φωτογραφίες από ψαρέματα του μακρινού παρελθόντος.

–     Το ειδικό πλαστικό κορδόνι που τοποθετείται στην καταλληλη υποδοχή της λεκάνης και έχει αντικαταστήσει τον παραδοσιακό φελλό για το κάρφωμα των αγκιστριών.

–     Μεσηνέζες διαφόρων διαμέτρων, άλλες κατάλληλες για μάνα παραγαδιού και άλλες για παράμαλλα.

–     Αγκίστρια διαφόρων μεγεθών για ψιλά, μέτζα και χοντρά παραγάδια.

–     Παραμάνες δυο ειδών, με τις οποίες θα καταργήσουμε τα διάφορα δεσίματα που κάνουμε κατά το ρίξιμο ή τα λυσίματα κατά το μάζεμα του παραγαδιού, αλλά και για τον εύκολο «εξοπλισμό» του παραγαδιού με φελλά και μολύβια όπου αυτό χρειάζεται.

–     Καλούμα ικανού μήκους για τα καλαδούρια (σημαδούρες) με τα οποία θα ξαναβρίσκουμε τα παραγάδια που ρίχνουμε.

–     Αρκετά καλαδούρια, ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις τακτικές, που θα καταλήξουμε να δουλεύουμε.

10

–     Βαρίδια διαφόρων ειδών, άλλα για να πατώνουν τα καλαδούρια και άλλα για να «κρατιέται» στον πάτο η μάνα του παραγαδιού και να μην παρασύρεται από τα θαλάσσια ρεύματα.

–     Γάντζος που θα μας χρησιμεύσει είτε για να πιάνουμε εύκολα τα καλαδούρια, είτε για να καρφώνουμε τα μεγάλα ψάρια.

–     Απόχη που θα κάνει περίπου την ίδια δουλειά με το γάντζο, όταν τα ψάρια είναι μικρότερα ή τυχαίνει στο παραγάδι να πιαστεί κανένα χταπόδι ή καλαμάρι.

–     Μερικές χούφτες χαλικάκια, μεγέθους μικρής στρογγυλής καραμέλας ή μεγάλου ρεβιθιού, που θα τα μαζέψουμε στην παραλία που κάνουμε μπάνιο. (Έχω δει ότι κατάλληλα χαλίκια … πωλούνται στα καταστήματα με είδη αλιείας. Αν καταντήσουμε να αγοράζουμε ακόμη και τα … χαλίκια, τότε καλύτερα να αφήσουμε το χόμπι για άλλους εργατικότερους. Έλεος!).

–     Ένα καλό ανοξείδωτο μαχαίρι, που θα το έχουμε συνεχώς δίπλα μας διαθέσιμο, σε κάθε παραγαδιάρικη δραστηριότητα.

–     Ένα «μέρος» για να βάζουμε τα ψάρια, το οποίο μπορεί να είναι ψυγείο με παγοκύστες, καλαμένιο πανέρι ή καλαθάκι, μικρό ή μεγάλο τελάρο (ανάλογα με τις προσδοκίες μας), μια πάνινη τσάντα που δεν πιάνει και πολύ χώρο όταν είναι άδεια (εγώ αυτό προτιμώ) κ.λ.π.

–     Η βάρκα μας πρέπει επίσης να διαθέτει ικανοποιητικό σύστημα φωτισμού, που θα μας χρησιμεύσει και στο ρίξιμο και στο σήκωμα του παραγαδιού τη νύχτα.

–     Ένας ισχυρός προβολέας, που είναι απαραίτητος για να βρίσκουμε τα καλαδούρια τη νύχτα. (Αρκετοί για να αποφύγουν το ψάξιμο χρησιμοποιούν «σπίθες», αλλά όλα αυτά θα τα δούμε παρακάτω αναλυτικά).

Θέμα 5ο: Τα δολώματα και η διατήρησή τους

Σοβαρότατο ζήτημα για τον παραγαδιάρη αποτελεί το δόλωμα που χρησιμοποιεί σε κάθε είδος παραγαδιού που «δουλεύει» κατά περίσταση.

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να αξιολογήσουμε τα διάφορα δολώματα είναι:

–     Η ελκυστική τους ικανότητα, δηλαδή η προτίμηση που τους δείχνουν τα … υποψήφια θύματα.

–     Το κόστος τους.

–     Η ευκολία στην ανεύρεσή τους.

–     Η ευκολία στη χρήση τους.

–     Η καταλληλότητά τους, για τη συγκεκριμένη περιοχή.

Παλαιότερα οι επιλογές δεν ήταν τόσες πολλές που είναι σήμερα, η κατάσταση όμως ήταν ευκολότερα αντιμετωπίσιμη, γιατί ούτε τα ψάρια ήταν τόσο … ιδιότροπα όσο είναι σήμερα. Οι παλαιότεροι δόλωναν κυρίως ψαροδόλια, δηλαδή τεμάχια μικρών ψαριών και κεφαλόποδα, δηλαδή καλαμάρια, σουπιές και χταπόδια, κομμένα σε κομμάτια ανάλογα με το μέγεθος των αγκιστριών των παραγαδιών.

Σήμερα ο κατάλογος των χρησιμοποιούμενων δολωμάτων έχει μακρύνει αρκετά. Θα τα περιγράψουμε ένα – ένα, σημειώνοντας τα θετικά και τα αρνητικά τους.

Τα ψαροδόλια

Εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, η χρήση τους όμως έχει περιοριστεί σε μέτζα και χοντρά παραγάδια και όχι σε ψιλά. Τα είδη των ψαριών που χρησιμοποιούνται είναι η σαρδέλα, ο γαύρος, η φρίσσα, ο κολιός, το σαβρίδι, το σαμπανιό (μικρό σαβρίδι), το γοπαρέλι (μικρή γόπα) κ.λ.π.

Από όλα αυτά τα ψαροδόλια … ψηφίζω ως καλύτερο το σαμπανιό, γιατί είναι το σκληρότερο και αντέχει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο αγκίστρι. Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια το ψάρι αυτό δεν βρίσκεται πια εύκολα, όπως παλιά, όπου το παίρναμε συνήθως δωρεάν από τις τράτες.

Μερικά από τα ψάρια αυτά (σαρδέλες, φρίσσες και γαύρος) είναι καλύτερα να αλατιστούν πριν δολωθούν, ώστε να σκληρύνουν, για να αντέξουν περισσότερο στο αγκίστρι.

Το αλάτισμα (πάστωμα) ειδικά στη σαρδέλα, τον γαύρο και τη φρίσσα είναι και ένας τρόπος διατήρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.

11Μια εποχή που ψάρεψα για λίγο διάστημα στα Μεσοχώρια, ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Εύβοιας στο ύψος του Αλμυροπόταμου, αυτοί που με είχαν οδηγήσει εκεί και φυσικά γνώριζαν και τις ιδιαιτερότητας του τόπου, μου είχαν συστήσει για δόλωμα στα χοντρά και μέτζα παραγάδια, σαρδέλα παστωμένη ως εξής:

Σε έναν γκαζοντενεκέ έβαζα διαδοχικές στρώσεις σαρδέλας και χοντρού αλατιού. Όταν ο ντενεκές γέμιζε, τον σφράγιζα και τον άφηνα εκτεθειμένο στον ήλιο για λίγες ημέρες. Φυσικά όταν τον άνοιγα για να πάρω σαρδέλες να δολώσω, είτε ολόκληρες στα χοντρά, είτε κομματιασμένες στα μέτζα, η βρώμα που ανέδιδε το εντός του ντενεκέ μείγμα ήταν ανυπόφορη. Τα φαγκρόπουλα όμως, που ήταν το κυριότερο θήραμα σε εκείνο το μέρος, δεν έδειχναν να … ενοχλούνται. Το αντίθετο μάλιστα.

Δυστυχώς στο μέρος αυτό, παρά το ότι την εποχή εκείνη (αρχές 10ετίας του 1970), τα ψάρια ήταν … χύμα, δεν κατάφερα να ψαρέψω, παρά ελάχιστες φορές, αν και βρέθηκα εκεί αρκετές. Ο λόγος ήταν ότι εκεί σπάνια ο καιρός σε άφηνε να μπεις στη θάλασσα και ακόμη ότι πουθενά δεν υπήρχε λιμάνι για να προστατευτείς, όταν ο καιρός αγρίευε. Με λίγα λόγια το μέρος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, πράγμα φυσικό άλλωστε, αφού ήταν πολύ κοντά στο πασίγνωστο Κάβο Ντόρο.

Ανάλογα με το είδος του παραγαδιού που θα δολώσουμε, τα ψαροδόλια είτε είναι μικρά κομμάτια ή μπορεί και ολόκληρο το ψάρι. (Βλέπε Εικόνα 11). Σε αυτή την περίπτωση τα καρφώνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να «αγκαλιάσουμε» το κεντρικό κόκαλο για να «κρατηθεί» το δόλωμα στο αγκίστρι όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο. Όταν είναι φιλέτο περνάμε το αγκίστρι μια – δυο φορές για τον ίδιο λόγο.

Τα κεφαλόποδα

Τα διάφορα κεφαλόποδα, (χταπόδια, μοσχοχτάποδα, μοσχιοί, σουπιές, καλαμάρια και θράψαλα) χρησιμοποιούνται κι αυτά ακόμη ως δόλωμα των παραγαδιών, πολλές φορές όμως, όχι φρέσκα, αλλά κατεψυγμένα. Τα δολώματα αυτά έχουν το πλεονέκτημα ότι αντέχουν στο αγκίστρι ικανοποιητικά, τα βρίσκουμε εύκολα και οικονομικά, οι περισσότεροι ερασιτέχνες όμως δεν τα προτιμούν, γιατί τα θεωρούν υποδεέστερα από τα «ακριβά» δολώματα που θα περιγράψουμε παρακάτω.

Ο τρόπος που δολώνονται τα κεφαλόποδα είναι ο ίδιος με αυτόν που δολώνονται τα ψαροδόλια, δηλαδή τα κόβουμε σε φιλέτο ανάλογο με το μέγεθος του αγκιστριού και περνάμε το αγκίστρι μια – δυο φορές.

Αν πρόκειται για μικρά καλαμάρια, στα χοντρά παραγάδια μπορούν να δολωθούν και ολόκληρα.

Σε αυτό το είδος δολώματος όπως και στο επόμενο (γαρίδα) είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν έχει προηγηθεί κάποιου είδους επεξεργασία κατά την οποία έχουν προστεθεί συντηρητικά. Αν αυτό συμβαίνει, τότε ενδεχομένως το είδος αυτό δεν είναι κατάλληλο για δόλωμα, γιατί τα ψάρια οσμίζονται και αποφεύγουν αυτές τις ουσίες.

Ειδικά για το χταπόδι, σε συζήτηση που έγινε στο διαδίκτυο, μου υποδείχθηκε ένας τρόπος προετοιμασίας του τον οποίο εκθέτω εδώ γιατί μου φάνηκε καλός, αλλά με την υποσημείωση ότι εγώ δεν τον έχω δοκιμάσει και επομένως δεν μπορώ να εγγυηθώ για το αποτέλεσμα.

Βάζουμε νερό σε μια κατσαρόλα και όταν αυτό αρχίσει να βράζει ρίχνουμε μέσα το φρέσκο χταπόδι και το αφήνουμε για λίγο (μετράμε μέχρι το 30). Όταν το βγάλουμε, το χταπόδι ξεπετσιάζεται εύκολα, έτσι ώστε να απομείνει άσπρο. Τότε το τεμαχίζουμε σε κομμάτια κατάλληλου μεγέθους, ανάλογου με τα αγκίστρια του παραγαδιού και το δολώνουμε.

Η γαρίδα

Η γαρίδα, φρέσκια ή κατεψυγμένη, την οποία χρησιμοποιούμε ως δόλωμα καθαρισμένη και αλατισμένη κατάλληλα, είναι πολύ δημοφιλές δόλωμα, γιατί είναι φθηνή, εύκολη στη χρήση και την εξεύρεσή της και διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ψυγείο ή και εκτός αυτού, ώστε να την έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας. Στο παραγάδι δεν αντέχει όμως για πολύ στο αγκίστρι (θεωρείται μαλακό δόλωμα).

Τα κομμάτια της αλατισμένης γαρίδας δολώνονται καρφώνοντάς τα απλά στο αγκίστρι, όπως μας βολεύει καλύτερα, ανάλογα και με το σχήμα τους.

Η επεξεργασία και το αλάτισμα της γαρίδας, ώστε να τη διατηρήσουμε για μεγάλο διάστημα, γίνεται ως εξής:

Οι γαρίδες που θα προμηθευτούμε πρέπει να είναι μικρού μεγέθους, ιδιαίτερα αν πρόκειται με αυτές να δολώσουμε ψιλά παραγάδια. Αν είναι κατεψυγμένες τις αφήνουμε να ξεπαγώσουν. Στη συνέχεια τις καθαρίζουμε από το κέλυφος και τα κεφάλια τα οποία πετάμε. Όπως είναι καθαρισμένες, τις ανακατεύουμε καλά με μπόλικο χοντρό μαγειρικό αλάτι και τις τοποθετούμε σε ένα σουρωτήρι σαν κι αυτό που σουρώνουμε τα μακαρόνια μετά το βράσιμο. Εκεί τις αφήνουμε περίπου ένα 24ωρο να στραγγίσουν. Καλό είναι αυτή η δουλειά να μην γίνεται μέσα στο σπίτι, γιατί το υγρό που στάζει μυρίζει πολύ άσχημα. Μετά το στράγγισμά τους οι γαρίδες θα έχουν σφίξει (σκληρύνει) αρκετά. Τις τινάζουμε ελαφρά για να φύγουν τα πολλά αλάτια, τις συσκευάζουμε σε ένα μπολ και τις διατηρούμε στην κατάψυξη για όσο διάστημα θέλουμε.

Αντί να τις βάλουμε στο τρυπητό για να στραγγίξουν μπορούμε να τις απλώσουμε πάνω σε εφημερίδες ή χαρτί κουζίνας και να τις αφήσουμε για λίγη ώρα στον ήλιο του καλοκαιριού. Θα γίνει ακριβώς το ίδιο στράγγισμα με το τρυπητό.

Μερικοί τους προσθέτουν και ζάχαρη για να … γλυκάνουν, εγώ δεν το συστήνω γιατί δεν νομίζω ότι τα ψάρια προτιμούν τα … γλυκά. Πιστεύω ότι η ζάχαρη σε αυτή την περίπτωση κάνει απλώς την ίδια δουλειά που κάνει και το αλάτι, δηλαδή σαν υγροσκοπική ουσία απορροφάει τα υγρά της γαρίδας και την αφυδατώνει με αποτέλεσμα να σκληραίνει.

Άλλοι πάλι προσθέτουν λίγο λάδι για να μην γίνεται το δόλωμα πολύ αφυδατωμένο. Αν και εγώ πιστεύω ότι ούτε κι αυτό είναι σωστό και προσθέτει κάτι το θετικό, ο καθένας μπορεί να δοκιμάσει ώστε να διαμορφώσει τη δική του άποψη.

Το καραβιδάκι (μαμούνι)

Το καραβιδάκι ή μαμούνι (είδος μικρής καραβίδας που υπάρχει σε δύο είδη, το πράσινο και το κόκκινο) τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται τεχνητά και γι’ αυτό βρίσκεται εύκολα και φτηνά. Το θεωρώ εξαιρετικό δόλωμα (για τα ψιλά παραγάδια όταν είναι μεσαίου ή μικρού μεγέθους και για τα μέτζα παραγάδια, όταν είναι πολύ χοντρό), γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα ακόμη και ως κατεψυγμένο, αρκεί να έχει καταψυχθεί ζωντανό και όχι σάπιο.

Με δυο τεχνικές που θα περιγράψω αμέσως παρακάτω μπορούμε να διατηρήσουμε το καραβιδάκι για αρκετό καιρό και αφού το δολώσουμε στο παραγάδι.

Η πρώτη είναι να εκθέσουμε το παραγάδι, αφού το δολώσουμε, στον ήλιο μέχρι που το καραβιδάκι να ξεραθεί εντελώς, έτσι ώστε όταν το πιάνουμε να τρίβεται και να διαλύεται. Αυτό μπορούμε δυστυχώς να το πετύχουμε μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο ήλιος είναι δυνατός. Το χειμώνα αν το κάνουμε, το καραβιδάκι αντί να ξεραθεί σαπίζει και βρωμάει απαίσια. Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που κάνουν όσοι ξεραίνουν χταπόδια, σκουμπριά, παλαμίδες κ.λ.π. Αυτό το ξεραμένο καραβιδάκι, εκτός του ότι μπορεί να παραμείνει αρκετό καιρό χωρίς να πάθει τίποτα, έχει και μια άλλη ευεργετική ιδιότητα. Όταν καλάρουμε το παραγάδι δεν πηγαίνει αμέσως στον βυθό, αλλά για αρκετή ώρα παραμένει λίγο ψηλότερα (αιωρείται). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κρατάει περισσότερη ώρα, γιατί αποφεύγει τα σκουλήκια και τα διάφορα μαμούνια που το καταστρέφουν όταν πατώσει. Με αυτή τη μέθοδο, έχω διαπιστώσει ο ίδιος, ότι πράγματι το δόλωμα αυτό «δουλεύει» κανονικά, αν και στην αρχή δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Μου το είχαν μάθει όταν κάποια φορά βρέθηκα για 10 μέρες στη Σκόπελο.

Μία άλλη μέθοδος για τη διατήρηση αυτού του δολώματος, είναι αφού το δολώσουμε στο παραγάδι να βράσουμε νερό σε μια μεγάλη κατσαρόλα και με ένα μικρό μπρίκι να περιχύσουμε λίγο – λίγο όλο το κρεμασμένο στο χείλος του πανεριού καραβιδάκι, μέχρι που αυτό να γίνει κόκκινο, σχεδόν όπως οι βρασμένες γαρίδες και καραβίδες που σερβίρουν στα τσιπουράδικα.

Όταν γίνει αυτό μπορούμε να κρατήσουμε για αρκετές μέρες το παραγάδι χωρίς να το καλάρουμε, με μικρή απώλεια της δελεαστικής ικανότητας του δολώματος αυτού. Και αυτό το έμαθα στην ίδια επίσκεψή μου στη Σκόπελο.

Όπως είπα και παραπάνω και τις δυο αυτές μεθόδους τις έχω δοκιμάσει κατ’ επανάληψη με επιτυχία. Είναι πολύ χρήσιμες σε αυτούς που δεν έχουν πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, γιατί τους βοηθάνε να αποσυνδέσουν τους χρόνους του δολώματος και του καλαρίσματος του παραγαδιού, πράγμα πολύ σημαντικό.

12Επίσης πολύ βοηθούν αυτοί οι τρόποι διατήρησης και όταν για κάποιο λόγο αφού δολώσουμε το παραγάδι μας δεν καταφέρουμε να το καλάρουμε στο χρόνο που θα θέλαμε λόγω κάποιας ξαφνικής φουρτούνας ή κάποιου έκτακτου προσωπικού γεγονότος.

Οι ιδιότητες αυτές κάνουν το καραβιδάκι να πλεονεκτεί σοβαρά, έναντι πολλών άλλων δολωμάτων. Βεβαίως όταν κανείς μπορεί με άνεση να το βρει και να το δολώσει ζωντανό είναι το άριστο χωρίς δεύτερη συζήτηση. Το ζωντανό είναι πάντα το άριστο, χωρίς καμιά αμφιβολία.

Το καραβιδάκι δολώνεται στο αγκίστρι καρφώνοντάς το από την ουρά και «σουβλίζοντάς» το, μέχρι το αρπάδι μας να συναντήσει το σκληρό μέρος του κεφαλιού του. (Βλέπε Εικόνα 12). Αυτό το τελευταίο κάρφωμα θα το κρατήσει πάνω στο αγκίστρι για κάποιο διάστημα, όχι πάντως μεγάλο, γιατί θεωρείται μαλακό δόλωμα και αυτό ίσως είναι το μόνο του μειονέκτημα.

Εάν η περιοχή στην οποία ψαρεύουμε διαθέτει καραβιδάκι, δεν είναι και πολύ δύσκολο να το βγάλουμε οι ίδιοι, (αν βέβαια μιλάμε για μικρή ποσότητα), αν και το ύψος της σημερινής του τιμής στην αγορά δεν μπορώ να πω ότι δικαιολογεί τον κόπο που χρειάζεται να καταβάλουμε. Επειδή όμως μπορεί να βρεθούμε κάπου όπου το δόλωμα αυτό μπορεί να μην διατίθεται ως εμπόρευμα, καλό είναι να γνωρίζουμε πώς το βρίσκουμε στη θάλασσα.

Η δουλειά μπορεί να γίνει μόνο αν είμαστε τουλάχιστον δυο άτομα. Θα μας χρειαστεί ένα ειδικό φτυάρι του είδους «πατητό» και μια απόχη με ψιλό μάτι, γιατί το καραβιδάκι είναι μικρό. Τα μέρη στα οποία βρίσκεται είναι αμμώδη βουρκάρια στα οποία η ύπαρξή του προδίδεται από τις πολλές τρύπες που φαίνονται στο βυθό. Το νερό θα πρέπει να είναι ρηχό 40-50 πόντους το πολύ.

Χώνουμε το πατητό φτυάρι στην άμμο και το κουνάμε μπρος – πίσω δυο – τρεις φορές. Τα καραβιδάκια που βρίσκονται χωμένα στην άμμο θα πεταχτούν αμέσως έξω από τις τρύπες τους αλλά εμείς δεν θα τα βλέπουμε γιατί στο μεταξύ το νερό θα έχει θολώσει τελείως.

Ο … βοηθός μας θα πρέπει τη στιγμή που εμείς κουνάμε το φτυάρι να περιφέρει με γρήγορες κινήσεις την απόχη γύρω – γύρω από το σημείο που χώθηκε το φτυάρι, για 2-3 λεπτά. Μετά θα πάμε σε άλλο σημείο λίγο πιο πέρα. Αν η περιοχή διαθέτει σεβαστή ποσότητα αυτού του είδους, με κάθε αποχιά μπορεί να έχουμε 5-10 καραβιδάκια.

Πάντως η μέθοδος αυτή είναι πολύ κουραστική, ιδιαίτερα αν τα χώματα της περιοχής είναι σκληρά, και σε αυτήν θα καταφύγουμε μόνο σε περίπτωση … έκτακτης ανάγκης. Αν έχουμε ανάγκη από μεγάλες ποσότητες αυτού του δολώματος και δεν μπορούμε για κάποιο λόγο να τα προμηθευτούμε από το εμπόριο, τότε αναπόφευκτα θα πρέπει να οργανωθούμε καλύτερα με τα κατάλληλα εργαλεία για να μπορούμε να το αλιεύουμε.

Το τι ακριβώς θα μας χρειαστεί θα εξαρτηθεί από τη διαμόρφωση του τόπου στον οποίο φωλιάζει και αναπαράγεται το καραβιδάκι. Αν είναι στα ρηχά, θα μας χρειαστεί γκαγκάβα (ειδική απόχη), δονητής που χώνεται στην άμμο και ταρακουνάει τα καραβιδάκια κ.λ.π. Αν τα νερά είναι βαθειά, θα χρειαστεί ένα είδος τσουγκράνας με ενσωματωμένη απόχη, χοντρό βαρίδι και μακρύ κοντάρι.

Η γνώμη μου είναι ότι ο ερασιτέχνης σήμερα δεν μπορεί να κάνει τέτοιες δουλειές στη θάλασσα, γιατί σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας μπορεί να βρει με σχετική ευκολία και αρκετά προσιτή τιμή κάποιου είδους καλό δόλωμα για να κάνει το χόμπι του.

Οι μικρές γαρίδες

Τις βρίσκουμε στις παραλίες, είναι δόλωμα εφάμιλλο της καραβίδας, αλλά είναι πλέον εξαιρετικά δυσεύρετο και για τούτο η χρήση του για το παραγάδι, όπου χρειάζονται μεγάλες ποσότητες, έχει τελείως εγκαταλειφθεί.

Οι μικρές γαρίδες, αν καταφέρουμε να τις αποκτήσουμε, δολώνονται ακριβώς όπως το καραβιδάκι. Σε μικρές πάντως ποσότητες μπορούμε να τις αλιεύσουμε σε μώλους με φακό και απόχη την νύχτα και σε βουρκάρια με τον γαριδολόγο, ένα είδος επίπεδης απόχης που αφήνεται να καθίσει στο βυθό ενώ στο κέντρο της έχουν τοποθετηθεί δολώματα τύπου μαλάγρας (κοπανισμένοι αχινιοί, κοχύλια, μικρόψαρα κ.λ.π.). Μετά από παραμονή κάποιας ώρας, η απόχη ανασύρεται απότομα στην επιφάνεια και μαζί της παρασύρονται και οι γαριδούλες που έχουν σπεύσει εκεί για … κολατσιό. Οι γαρίδες που συλλαμβάνονται με αυτούς τους τρόπους θεωρώ ότι είναι από τα καλύτερα δολώματα γι’ αυτούς που ψαρεύουν με πεταχτάρια τη νύχτα λαβράκια κ.λ.π. γιατί δολώνονται τελείως ζωντανές και επομένως εξαιρετικά … ελκυστικές.

Τα οστρακοειδή

Τα διάφορα όστρακα, όπως καρτσίνες, πεταλίδες, πορφύρες, μύδια κ.λ.π. είναι πολύ καλά δολώματα και το κυριότερο διατίθενται δωρεάν από τη «μαμά θάλασσα», αφού δεν πωλούνται πουθενά, αλλά τα βρίσκουμε μόνοι μας ψάχνοντας στις διάφορες παραλίες. Είναι όμως πολύ δύσχρηστα, γιατί χρειάζονται μεγάλη διαδικασία για την συλλογή και το καθάρισμά τους από τα όστρακα που τα περιβάλλουν και αυτό κάνει την πλειοψηφία των ερασιτεχνών να τα αποφεύγει.

Οι καρτσίνες δολώνονται όπως το καραβιδάκι. Τα υπόλοιπα οστρακοειδή δολώνονται καρφώνοντας τη σάρκα τους με το αγκίστρι, όπως μας βολεύει.

Κάποτε προσπάθησα να διατηρήσω καρτσίνες ζωντανές βάζοντάς τες σε έναν μπέντουλα που τον κρέμασα από τη βάρκα μου στη θάλασσα. Την άλλη μέρα που πήγα να τις πάρω για να δολώσω όλα τα όστρακα ήταν άδεια, γιατί τα ζωύφια που ήταν μέσα την είχαν κοπανήσει. Τότε έμαθα ότι η καρτσίνα δεν έχει δικό της όστρακο αλλά μπαίνει μέσα σε όποιο βρει άδειο στη θάλασσα. Μεγαλώνοντας αλλάζει συνεχώς … κατοικία, τρέχοντας σαν τρελή να καλύψει τη γύμνια της μέχρι να βρει κάτι για να χωθεί μέσα του.

Το αγγούρι της θάλασσας (Ολοθούριο)

Ένα πολύ καλό και επίσης δωρεάν δόλωμα, είναι το αγγούρι της θάλασσας ή σούρος ή ψολιάγκος ή ψόλος ή ολοθουρία, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία. Το ζώο αυτό υπάρχει σε συγκεκριμένα σημεία της θάλασσας σε μεγάλες ποσότητες, (κυρίως σε αμμουδερούς βυθούς), προκειμένου όμως να δολωθεί στο αγκίστρι του παραγαδιού, χρειάζεται εκτός από τη συλλογή του και σοβαρή κατεργασία για το καθάρισμα και το παραγούλισμά του, μέχρι να γίνει κατάλληλο για δόλωμα, οπότε μπορεί να διατηρηθεί και για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κατάψυξη.

13

Πρόκειται για σκληρό δόλωμα, που ψαρεύει πολλές ώρες ακόμη και ημέρα σε ψιλά παραγάδια, με πολύ καλές αποδόσεις. Η επεξεργασία του είναι αρκετά πολύπλοκο ζήτημα και γι’ αυτό δεν θα την περιγράψω εδώ. Αν κάποιος ενδιαφέρεται να την μάθει, μπορεί να απευθυνθεί σε γνώστες ή να καταθέσει σχετική ερώτηση σε κάποιο από τα πολλά φόρουμ που λειτουργούν στο διαδίκτυο με σχετικές συζητήσεις. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει πολύ περισσότερες απαντήσεις από αυτές που θα … αναμένει.

Στην Εικόνα 13 που παρατίθεται πιο κάτω, φαίνεται πώς είναι το ζώο αυτό όταν το βγάζουμε από τη θάλασσα και το εσωτερικό του όταν το ανοίγουμε για να βγάλουμε την εσωτερική του επιφάνεια (πέτσα) που είναι περίπου σαν γλοιώδες έντερο. Όταν αυτό παραγουλισθεί, σφίγγει και γίνεται ένα από τα σκληρότερα δολώματα που μπορεί να κρατηθεί για πολλές ώρες αλώβητο στο αγκίστρι του παραγαδιού, πράγμα που είναι και το βασικό του προσόν.

Τα κομμάτια του σούρου δολώνονται όπως τα ψαροδόλια ή το τσουτσούνι που αναφέρω παρακάτω.

Τα ακριβά δολώματα

Το τσουτσούνι, οι μάνες, οι σωλήνες, ο ακροβάτης και το φαραώ είναι τα δολώματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι ερασιτέχνες και καθόλου μα καθόλου οι επαγγελματίες ψαράδες. Ο λόγος είναι ότι τα δολώματα αυτά δεν βρίσκονται με την ίδια ευκολία σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και είναι πολύ ακριβά, σε βαθμό που το κόστος τους να μην … αποσβαίνεται εύκολα.

Η γνώμη μου είναι ότι η χρήση αυτών των δολωμάτων πρέπει να περιοριστεί μόνο στην καθετή, τα πεταχτάρια και τα ψαρέματα από τη στεριά με καλάμι, που δεν καταναλώνουν ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες και όχι για το παραγάδι. Έχω ήδη διατυπώσει την άποψή μου, ότι στην εξάσκηση του χόμπι αυτού πρέπει να μας διακρίνει και ένα πνεύμα οικονομίας και αυτός είναι ο λόγος που το συστήνω αυτό.

Για τα δολώματα αυτά μπορούμε να πληροφορηθούμε τα σχετικά με τον τρόπο δολώματος, τη διατήρηση και γενικά για τις λεπτομέρειες στη διαχείρισή τους, από τον ίδιο τον προμηθευτή τους.

Τα μικρόψαρα

Δόλωμα για τα χοντρά παραγάδια αποτελούν και όλα σχεδόν τα μικρόψαρα, όπως σπάροι, χάνοι, πέρκες, καλόγριες, χειλούδες κ.λ.π. αλλά μόνο όταν είναι ζωντανά, πράγμα που για τον ερασιτέχνη είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί χρειάζονται ειδικά εργαλεία για τη σύλληψή τους (γρίπος ή κωλοβρέχτης που είναι μια μικρή τράτα και απαγορεύεται αυστηρά για τους πάντες και διαφόρων ειδών κοφινέλα (είδος μικρών κιούρτων) τα οποία είναι πολύ δύσκολα στη χρήση τους).

Το ζωντανό δολώνεται στο αγκίστρι με διάφορους τρόπους. (Βλέπε Εικόνα 14). Το καρφώνουμε είτε από την ουρά, είτε από το μάγουλο, είτε στη ράχη, ανάλογα και με το είδος του ψαριού. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε το τραύμα που θα του επιφέρουμε να είναι όσο το δυνατό μικρότερο ώστε να καταφέρει να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.

Σε συζητήσεις που παρακολούθησα στο διαδίκτυο είδα να κατατίθεται η άποψη ότι το … τεχνικό τύφλωμα αυτών των δύστυχων πλασμάτων, συμβάλει δραστικά στην βελτίωση της ελκυστικότητάς τους. Αυτοί που το κάνουν αυτό υποστηρίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο τα ψαράκια αυτά κινούνται πολύ … δραστήρια και προσελκύουν ενεργότερα τους θύτες τους, αφού ούτε το πού θα μπορούσαν να κρυφτούν για να αποφύγουν το μοιραίο, μπορούν να δουν.

14

Μιας και εδώ είναι ο ιδιωτικός μου χώρος και μπορώ να γράφω ότι θέλω, θα ήθελα να εκφράσω την απέχθειά μου προς όσους χρησιμοποιούν τέτοιες τακτικές. Όταν το άκουσα αυτό, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν το πόσο σαδιστής θα πρέπει να είναι κάποιος για να σκεφτεί κάτι τέτοιο.

Οι προτιμήσεις των ψαριών

Για να ολοκληρώσουμε όσα πρέπει να γνωρίζει ο ερασιτέχνης σχετικά με τα δολώματα, πρέπει εδώ να σημειώσουμε και τα εξής:

Τα ψάρια συνηθίζουν να τρώνε αυτό που βρίσκεται σε αφθονία στην περιοχή που ζουν. Στο θέμα αυτό συμπεριφέρονται περίπου όπως οι άνθρωποι. Όσοι από εμάς έχουμε συνηθίσει να τρεφόμαστε με λάδι, δεν συνηθίζουμε εύκολα το βούτυρο και το αντίστροφο.

Επομένως, αν δεν έχουμε μόνιμη περιοχή ψαρέματος, θα πρέπει κάθε φορά που επισκεπτόμαστε ένα καινούργιο μέρος, να φροντίζουμε να μαθαίνουμε και για τα δολώματα που χρησιμοποιούντα εκεί.

Σχετικές με αυτό είναι οι δυο παρακάτω προσωπικές μου εμπειρίες, που κατά τη γνώμη μου αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τις αναφέρω και τις δυο γιατί εξελίχθηκαν σε συνεχόμενους χρόνους:

Εντελώς συμπτωματικά, ακριβώς την ημέρα που στην Αθήνα εξελίσσονταν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, δηλαδή την 17 Νοεμβρίου 1973, εγώ ταξίδευα με τη βάρκα μου, μια δικής μου κατασκευής ξύλινη 4,30 μ. με εσωλέμβια μηχανή, από τον Άγιο Κοσμά για την Πάχη Μεγάρων. Την αλλαγή αυτή με είχε συμβουλέψει να την κάνω ένας γέρος τυπογράφος, πάρα πολύ καλός άνθρωπος, που ψάρευε εκεί χωρίς δική του βάρκα, αλλά με τα καΐκια με τα οποία τότε μπορούσες να πας μαζί με άλλους για ψάρεμα καθετής πληρώνοντας ένα μικρό ποσό.

Ο κ. Γιάννης μου είχε πει ότι αν πήγαινα τη βάρκα μου εκεί θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε μαζί κι έτσι ξεκίνησα το ταξίδι το οποίο δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, γιατί ξεκινώντας στις 11 το πρωί έφτασα 10 το βράδυ στην Πάχη. Βλέπεις η βάρκα μου πήγαινε με ταχύτητα 4-5 μιλίων την ώρα. Όταν έφτασα, άραξα και επέστρεψα στην Αθήνα με το λεωφορείο γιατί τότε ούτε ΙΧ είχαμε.

Όπως ήταν φυσικό τις επόμενες μέρες κανονίστηκε το πρώτο ψάρεμα στην νέα περιοχή. Εγώ έπρεπε να βρω τρόπο να πάω νυχτιάτικα από την Ηλιούπολη στο Αιγάλεω, όπου έμενε ο κ. Γιάννης και από εκεί με το ΙΧ του αδελφού του θα πηγαίναμε στην Πάχη, όπου θα έπρεπε να φτάσουμε χαράματα. Πραγματικός αγώνας δρόμου.

Το προηγούμενο βράδυ τηλεφωνηθήκαμε για να κανονίσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες, οπότε εγώ έκανα αναφορά και στο δόλωμα που θα χρησιμοποιούσαμε. Η απάντηση ήταν κάθετη: Γαρίδα, μου είπε ο κ. Γιάννης.

Εγώ στα μέχρι τότε ψαρέματά μου, που γίνονταν κυρίως στις Φλέβες στα ανοιχτή της Βούλας, χρησιμοποιούσα αποκλειστικά καραβιδάκι και μόνο σε εφεδρεία είχα γαρίδα. Ο λόγος ήταν γιατί με τη γαρίδα η απόδοση ήταν ελάχιστη. Παρ’ όλα αυτά την παίρναμε πάντα μαζί, γιατί τότε το καραβιδάκι ήταν αρκετά ακριβό και δεν μπορούσες εύκολα να αγοράσεις μεγάλη ποσότητα ώστε να είσαι καλυμμένος 100%. Έτσι απάντησα αμέσως στον κ. Γιάννη: Δεν είσαι καλά που θα πάω με γαρίδα στο πρώτο ψάρεμά μου στη νέα περιοχή. Θα πάω με το ταξί στις Τζιτζιφιές (από εκεί ψωνίζαμε τότε το καραβιδάκι) και θα πάρω μπόλικο καραβιδάκι.

Όπως θα το φέρεις έτσι θα το πάρεις πίσω, γιατί στο καραβιδάκι δεν τσιμπάει τίποτα, μου απαντάει ο έμπειρος κ. Γιάννης.

Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι τα ψάρια θα αδιαφορούσαν για το ολοζώντανο καραβιδάκι και θα προτιμούσαν τη γαρίδα. Έτσι, σκεπτόμενος ότι ο κ. Γιάννης μάλλον θέλοντας να μου κάνει οικονομία μου πρότεινε αυτό που μου πρότεινε, πήγα την άλλη μέρα στις Τζιτζιφιές και αγόρασα μπόλικο καραβιδάκι πληρώνοντας και κάμποσα χρήματα, όχι μόνο για το δόλωμα, αλλά και για την επιπλέον κούρσα του ταξί.

Δεν φτάνει που έδωσα όλα αυτά τα λεφτά, είχα και τη γκρίνια του κ. Γιάννη και του αδελφού του που μου κολλάγανε σε όλη τη διαδρομή, λέγοντάς μου ότι έκανα κουταμάρα. Εγώ βέβαια ήμουνα σίγουρος ότι σύντομα θα … έπαιρνα το αίμα μου πίσω.

Δυστυχώς διαψεύστηκα παταγωδώς. Στην αρχή δόλωνα τρία καραβιδάκια στα αγκίστρια και δεν έπαιρνα τσιμπιά, ενώ οι άλλοι ανέβαζαν τρία – τρία τα μουσμούλια και που και που κανένα λυθρινάκι. Στη συνέχεια βάζοντας στην αρχή μια γαρίδα στο πάνω αγκίστρι άρχισα να παίρνω τις πρώτες τσιμπιές ενώ τα καραβιδάκια ανεβοκατέβαιναν άθικτα. Κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο έβαλα το κεφάλι κάτω και άρχισα να δολώνω γαρίδα, οπότε ήρθα στα … συγκαλά μου. Η καζούρα βέβαια συνεχίστηκε για αρκετή ώρα ακόμη.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φοβερά πειραχτήρια. Όταν πήγαινες μαζί τους για ψάρεμα, γύριζες με τους κοιλιακούς πρησμένους … από τα γέλια. Όσον καιρό πηγαίναμε μαζί το είχα καταευχαριστηθεί.

Θα αναφέρω ενδεικτικά μόνο ένα χαρακτηριστικό του κ. Γιάννη για να δείξω την ψαρευτική τρέλα του, που ήταν από τις … χειρότερες που έχω συναντήσει.

Στο δεξί χέρι του το δάχτυλο «δείκτης» ήταν κομμένο επάνω στην κλείδωση. Όταν τον ρώτησα κάποια στιγμή πώς το είχε χάσει η απάντησή του ήταν η εξής χαρακτηριστική:

«Το έκοψα στην κοπτική μηχανή» (δηλαδή την μηχανή που κόβουμε το χαρτί) μου είπε. «Και ξέρεις κάτι; Όταν πήγα στο σπίτι μετά το νοσοκομείο που μου το καθαρίσανε, βρήκα όλο το σόι να έχει μαζευτεί και να κλαίνε όλοι μαζί. Γιατί κλαίτε ρε παιδιά; Τους ρώτησα. Να, γιατί θα έχεις δυσκολίες στη δουλειά σου και θα είσαι με ένα δάχτυλο λιγότερο. Τι είναι αυτά που λέτε ρε σεις. Εγώ μπορώ να … δολώνω και με το άλλο δάχτυλο!» ήταν η απάντησή του..

Αυτός ήταν ο νταλκάς του κ. Γιάννη. Αν θα μπορεί να δολώνει και τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα ερχόντουσαν … δεύτερα στο μυαλό του. Δυστυχώς τρία χρόνια μετά ο κ. Γιάννης πέθανε και αναγκάστηκα να φύγω κι εγώ από την Πάχη.

Η επόμενη ιστορία εξελίχθηκε αμέσως μετά, με την επόμενη μετακίνησή μου από την Πάχη στα Στύρα Ευβοίας. Άλλο ταξίδι κι αυτό. Δυο μέρες έκανα να φτάσω, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το … καραβιδάκι.

Είμαστε στα μέσα της 10ετίας του 1970 και έχω μεταφέρει τη βάρκα μου από την Πάχη των Μεγάρων, που ψάρευα μέχρι τότε, στα Στύρα Ευβοίας, όπου κάποιος φίλος, γιος επαγγελματία ψαρά μου υποσχέθηκε ψαριές με … πετραχείλια. Ο πατέρας του, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ήταν αυτός που μου έμαθε τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζω για το ψάρεμα του παραγαδιού. Από τις πρώτες φορές που πήγα εκεί για ψάρεμα, απόρησα με το δόλωμα που χρησιμοποιούσε ο παππούς σε όλα τα παραγάδια, ψιλά, μέτζα και χοντρά. Έπαιρνε από την τράτα σαμπανιό (μικρό σαβρίδι που δυστυχώς έχει εξαφανιστεί πια) και είτε το έκοβε σε μικρά κομμάτια, για τα ψιλά παραγάδια, είτε σε μεγαλύτερα, για τα μέτζα, είτε το έβαζε ολόκληρο στα χοντρά.

Εγώ, ως έξυπνος Αθηναίος … παραλής, αμέσως του δήλωσα ότι αυτό το δόλωμα είναι … για τα μπάζα και ότι την επόμενη φορά που θα πήγαινα εκεί, θα του έφερνα κάτι καλύτερο. Αυτός δεν έκανε κανένα σχόλιο.

Την επόμενη φορά αγόρασα 4 κουτιά γαρίδα και αφού ασχολήθηκα να την καθαρίσω και να την στεγνώσω και να την αλατίσω μια ολόκληρη μέρα, τη συσκεύασα και με την πρώτη μου επίσκεψη στα Στύρα την έδειξα με … ύφος στο γέρο – ψαρά, λέγοντάς του: «Τώρα θα δεις πώς πιάνονται τα ψάρια!».

Αυτός πήρε μια γαρίδα, την περιεργάστηκε, πήρε το μαχαίρι και την έκοψε σε … μερίδες και σηκώνοντας το κεφάλι του, μου είπε: «Καλό φαίνεται!».

Το ίδιο βράδυ δολώσαμε μαζί 3 ψιλά παραγάδια των 200 αγκιστριών, ένα δικό μου και δύο δικά του, γιατί αυτός ακόμα ζούσε από το ψάρεμα. Πήγαμε και τα καλάραμε με τη δική του βάρκα, σε μέρη που ήξερε καλά.

Όταν τα σηκώσαμε η σοδειά ήταν … μια γόπα! Οι φωνές του παππού ακούστηκαν μέχρι την … Κούλουρη και το πρώτο πράγμα που έκανε όταν βγήκαμε έξω, ήταν να πετάξει αμέσως στη θάλασσα όσες γαρίδες είχαμε αποθηκεύσει στον καταψύκτη.

Τα συμπεράσματα δικά σας!

Το κυρίως θέμα

Θέμα 1ο: Τα είδη των παραγαδιών

Όλα τα παραγάδια αποτελούνται από τρία κύρια μέρη:

–     Τη μάνα που είναι το κεντρικό νήμα, πάνω στο οποίο δένονται όλα τα υπόλοιπα, (παράμαλλα, παραμάνες, μολύβια, φελλοί).

–     Τα παράμαλλα που είναι διακλαδώσεις της μάνας και πάνω στις οποίες δένονται τα αγκίστρια.

–     Τα αγκίστρια που δένονται στην άκρη των παράμαλλων και είναι το όργανο σύλληψης των θηραμάτων.

Όταν αυτά τα τρία πράγματα δεθούν μεταξύ τους με τρόπο ώστε να συναποτελέσουν παραγάδι, τότε όλα μαζί τοποθετούνται στις ειδικές διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων πλαστικές λεκάνες, οι οποίες στην ειδική υποδοχή που διαθέτουν φέρουν κάποιο είδος πλαστικού φελλού, που πάνω του καρφώνονται τα αγκίστρια για να μην μπερδεύονται μεταξύ τους.

Στο «Θέμα 2ο» όπου θα ασχοληθώ με την κατασκευή του παραγαδιού, τα υλικά αυτά, καθώς και τα υπόλοιπα χρειαζούμενα, θα αναλυθούν διεξοδικότερα.

Τα παραγάδια διακρίνονται σε κατηγορίες, ανάλογα με το είδος των ψαριών στα οποία στοχεύουν ή και τους τρόπους με τους οποίους δουλεύονται.

Ανάλογα με το είδος των παραγαδιών, είναι και τα υλικά που τα αποτελούν, δηλαδή η μάνα, τα παράμαλλα και τα αγκίστρια.

Τα κύρια είδη που εγώ γνωρίζω, είτε εξ ιδίας πείρας, είτε από πληροφορίες, που έχω αντλήσει από διάφορες πηγές είναι τα εξής:

Ψιλά παραγάδια

Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το μέγεθος των αγκιστριών τους, που είναι συνήθως από Νο 14 έως Νο 16. Είναι τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα παραγάδια από τους ερασιτέχνες και στοχεύουν κυρίως στα εξής είδη ψαριών: Σαργοί, σκαθάρια, σικυοί, μυλοκόπια, μουρμούρες, τσιπούρες, φαγκρόπουλα, λυθρίνια κ.ά. μεσαίου μεγέθους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείονται και οι κάθε είδους … εκπλήξεις.

Συνοπτικά, για τα ψιλά παραγάδια ισχύουν τα εξής (βλέπε και Εικόνα 15):

–     Η μάνα πρέπει να είναι Νο 70.

–     Τα παράμαλλα πρέπει να είναι Νο 35.

–     Οι αποστάσεις ανάμεσα στα παράμαλλα 2,5 οργιές (4,3 μ. περίπου).

–     Το μήκος του παράμαλλου να είναι 0,70 μ.

–     Τα αγκίστρια πρέπει να είναι από No 14 έως Νο 16.

Μέτζα παραγάδια

Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι επίσης το μέγεθος των αγκιστριών τους, που είναι συνήθως από Νο 13 έως Νο 12. Είναι τα παραγάδια που στοχεύουν στα ίδια περίπου είδη ψαριών με τα ψιλά, αλλά σε … μεγαλύτερα μεγέθη. Για το λόγο αυτό δολώνονται με τα ίδια δολώματα, αλλά σε μεγαλύτερα τεμάχια.

Συνοπτικά, για τα μέτζα παραγάδια ισχύουν τα εξής (βλέπε και Εικόνα 15):

–     Η μάνα πρέπει να είναι Νο 70 επίσης.

–     Τα παράμαλλα πρέπει να είναι Νο 40.

–     Οι αποστάσεις ανάμεσα στα παράμαλλα επίσης 2,5 οργιές (4,3 μ. περίπου).

–     Το μήκος του παράμαλλου να είναι 1,00 μ.

–     Τα αγκίστρια πρέπει να είναι από No 12 έως Νο 13.

Χοντρά παραγάδια

Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι και εδώ το μέγεθος των αγκιστριών τους που είναι συνήθως από Νο 11 έως Νο 10 ή και ακόμη μεγαλύτερο. Είναι τα παραγάδια που στοχεύουν σε ακόμη μεγαλύτερα ψάρια, με κύρια υποψήφια θηράματα τα λεγόμενα μαύρα, δηλαδή τις σφυρίδες, τις στήρες, τους ροφούς, αλλά και τις συναγρίδες, τα φαγκριά, τους μπακαλιάρους κ.λ.π.

Συνοπτικά, για τα χοντρά παραγάδια ισχύουν τα εξής (βλέπε και Εικόνα 15):

–     Η μάνα πρέπει να είναι Νο 80 έως Νο 100. (Εγώ προτιμώ την Νο 80, παρακάτω θα εξηγήσω γιατί).

–     Τα παράμαλλα πρέπει να είναι Νο 50 ή 60.

–     Οι αποστάσεις ανάμεσα στα παράμαλλα 5 οργιές (8,5 μ. περίπου). Όταν το χοντρό παραγάδι δολώνεται με ζωντανό, τότε μπορούμε να δολώνουμε αγκίστρι παρά αγκίστρι, γιατί το ζωντανό θύμα διακρίνεται από τον … θύτη του από μακριά.

–     Το μήκος του παράμαλλου να είναι 1,50 μ.

Τα ξιφιοπαράγαδα

Ακραία εξέλιξη των χοντρών παραγαδιών αποτελούν τα παραγάδια για ξιφίες τα οποία καλάρονται αφρωτά και με ειδικούς τρόπους και στοχεύουν όχι μόνο στο ψάρι που περιγράφεται με την ονομασία τους, αλλά και σε άλλα μεγάλου μεγέθους ψάρια, που θα βρεθούν στο δρόμο τους, όπως τόνοι, γαλέοι κ.λ.π.

Τα αγκίστρια, η μάνα και τα παράμαλλα είναι ακόμη πιο χοντρά νούμερα, ανάλογα και με τον τρόπο που καλάρονται (από λεκάνη ή ανέμη).

Σε πολλά από τα παραγάδια αυτά δεν χρησιμοποιούνται πλαστικές λεκάνες αλλά ειδικές ανοξείδωτες υδραυλικές ανέμες, που είναι τοποθετημένες στο πίσω μέρους του σκάφους που είναι συνήθως «παπαδιά».

Το καλάρισμα αυτών των παραγαδιών είναι χάρμα οφθαλμών. Καλάρονται αφρωτά, περίπου με τον ίδιο τρόπο που δείχνει η Εικόνα 24 παρακάτω.

Τα παράμαλλα είναι χωριστά από τη μάνα και προσαρτώνται σε αυτήν την ώρα που ξετυλίγεται από την ανέμη με ειδικές παραμάνες, αφού προηγουμένως έχουν δολωθεί με ολόκληρους κολιούς ή θράψαλα.

Σαν καλαδούρια χρησιμοποιούνται ειδικές σημαδούρες με σημαίες, που διακρίνονται από μακριά, ώστε να προειδοποιούν και τα διερχόμενα σκάφη για την ύπαρξη του παραγαδιού που ταξιδεύει παρασυρόμενο από τα θαλάσσια ρεύματα, λίγο παρακάτω από τον αφρό της θάλασσας.

Το λεβάρισμά τους γίνεται επίσης μέσω της υδραυλικής ανέμης, ενώ τα παράμαλλα αποχωρίζονται την στιγμή του λεβαρίσματος από τη μάνα. Τα τυχόν ψάρια ανεβαίνουν στο σκάφος και με υδραυλικό παλάγκο που διαθέτει το σκάφος, όταν χρειαστεί.

Θεωρώ υπερβολή για τον ερασιτέχνη να θελήσει να ασχοληθεί με αυτού του είδους το ψάρεμα και γι’ αυτό δεν θα το αναλύσω περισσότερο.

Όλα τα είδη παραγαδιών που έχω μέχρις εδώ αναφέρει τα έχω και ο ίδιος δουλέψει εντατικά. Το ξιφιοπαράγαδο δεν το έχω δουλέψει ποτέ, έχω όμως βρεθεί σε επαγγελματικό σκάφος φίλου παραγαδιάρη ως παρατηρητής μία και μοναδική φορά. Η εμπειρία αυτή με βοήθησε να ενσωματώσω στις πρακτικές που χρησιμοποιώ στα δικής μου … εμβέλειας παραγάδια, μερικές από τις πρακτικές που είδα να εφαρμόζονται εκεί.

Μια από αυτές είναι και η εκτεταμένη χρήση των παραμάνων διαφόρων ειδών και μεγεθών, με τις οποίες αποφεύγουμε τα διάφορα δεσίματα και λυσίματα στο καλάρισμα και το λεβάρισμα των παραγαδιών. Με τα κείμενα και σχέδια που ακολουθούν θα εξηγήσω αναλυτικότερα τι εννοώ.

Τα παραγάδια της … στεριάς (ανεμοπαράγαδα ή στεριανοπαράγαδα)

Ειδική περίπτωση παραγαδιών αποτελούν τα παραγάδια που καλάρονται από τη στεριά, εκμεταλλευόμενα τους τοπικούς ισχυρούς ανέμους. Είναι μια … παρηγοριά για όσους ερασιτέχνες δεν διαθέτουν βάρκα, αν και πολλοί δεν το βλέπουν ακριβώς έτσι.

Ούτε και αυτό το είδος των παραγαδιών το έχω δουλέψει ο ίδιος. Έχω δει να το ψαρεύουν δυο φορές στη ζωή μου και μέσα από την παρατήρηση που έκανα τότε, μπορώ να μεταφέρω εδώ τα εξής:

Πρόκειται για ψιλό συνήθως παραγάδι, με λίγα σχετικά αγκίστρια (συνήθως γύρω στα 50). Ο παραγαδιάρης κάθεται στη στεριά με τη λεκάνη του παραγαδιού δίπλα του και ξεκινάει το καλάρισμα ρίχνοντας στη θάλασσα κάποιο είδος αυτοσχέδιου μικρού πλεούμενου, που αποτελείται συνήθως από φελιζόλ και κινείται με τον δυνατό αέρα και πάνω του είναι δεμένη η μια άκρη του παραγαδιού. Το μικρό πλεούμενο ανοίγεται όλο και περισσότερο στο πέλαγος, παρασύροντας το παραγάδι που αμολάει συνεχώς πίσω του ο ψαράς. Προφανώς για να γίνει αυτό χρειάζεται δυνατός αέρας, που η κατεύθυνσή του να είναι από τη στεριά προς τη θάλασσα.

Όταν το καλάρισμα του παραγαδιού ολοκληρωθεί, ο ψαράς το αφήνει για κάμποση ώρα ώστε να «ψαρέψει» και μετά αρχίζει να το μαζεύει, επανατοποθετώντας το στη λεκάνη του, με τρόπο ώστε να μην χρειάζεται κάποιου είδους νετάρισμα στη συνέχεια.

Εξέλιξη αυτού του παραγαδιού αποτελεί η χρήση τηλεκατευθυνόμενων μικρών σκαφών που χρησιμοποιούνται αντί του ανεμοκίνητου πλεούμενου που ανέφερα παραπάνω. Προφανώς όταν χρησιμοποιούνται τέτοιες μέθοδοι για το καλάρισμα των παραγαδιών αυτών, παύει να ισχύει η ανάγκη της ύπαρξης δυνατού αέρα.

Με την εξέλιξη της διαδικτυακής πληροφόρησης, όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για την τεχνική αυτή μπορεί να απευθύνει σχετικό ερώτημα στο διαδίκτυο όπου θα ανακαλύψει ολόκληρες … κοινότητες ανεμοπαραγαδιάρηδων, οι περισσότεροι των οποίων ευχαρίστως θα τον πληροφορήσουν σχετικά.

Υποθέτω (χωρίς όμως να είμαι καθόλου σίγουρος) ότι αυτό το είδος παραγαδιού στοχεύει κυρίως σε αφρόψαρα, γόπες, μελανούρια κ.λ.π.

Τα … ειδικά παραγάδια

Τα παραγάδια που καλάρονται από βάρκα, δεν καλάρονται υποχρεωτικά πατωτά. Αξιοποιώντας διάφορες τεχνικές κατά περίπτωση καλάρονται είτε αφρωτά (Εικόνα 24), στοχεύοντας σε συγκεκριμένα είδη ψαριών του αφρού (π.χ. γόπες), είτε αφρό – πάτο (Εικόνα 25) στοχεύοντας σε ψάρια που συχνάζουν στα μεσόνερα. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως ιδιαίτερες κατηγορίες παραγαδιών αυτές τις περιπτώσεις, αν και η κατασκευή τους δεν διαφέρει σε τίποτα από τα παραγάδια των προηγούμενων κατηγοριών. Τη διαφορά εδώ την κάνει ο τρόπος του καλαρίσματος και όχι της κατασκευής.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι τα είδη των παραγαδιών που αναφέρω παραπάνω είναι λίγο – πολύ γνωστά σε όλους σχεδόν τους ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Πολλοί όμως από αυτούς εφευρίσκουν και διάφορες ιδιαίτερες τεχνικές, που εκτιμούν ότι τους εξυπηρετούν καλύτερα σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Μια τέτοια ιδιαίτερη τεχνική είναι τα πολύ μικρά παραγάδια (μπασταρδιές) που έχουν πολύ περιορισμένο αριθμό αγκιστριών (συνήθως γύρω στα 20-30) και καλάρονται σε τόπους με μικρό μέγεθος. Τα παραγάδια αυτά μπορεί να είναι είτε ψιλά, είτε μέτζα, είτε χοντρά, αν τα κατατάξουμε με βάση το μέγεθος των αγκιστριών τους και δεν μαζεύονται απαραίτητα σε λεκάνη, αλλά λόγω του περιορισμένου μεγέθους τους, μπορούν να τυλιχθούν και σε μεγάλου σχήματος πλαστικά καρούλια.

Το καλάρισμά τους γίνεται ξετυλίγοντας το καρούλι και δολώνοντας ένα – ένα τα αγκίστρια και το λεβάρισμά τους αντίστροφα, δηλαδή τυλίγοντάς τα ξανά στο καρούλι και καρφώνοντας τα αγκίστρια στο μαλακό ειδικό πλαστικό που φέρει αυτό.

Ένα άλλο είδος παραγαδιού που μπορούμε να κατασκευάσουμε για ειδική χρήση είναι ένα επίσης μικρό παραγάδι 100 το πολύ αγκιστριών, με πολύ μικρά αγκίστρια (Νο 18), μικρά επίσης παράμαλλα (το πολύ 30 εκατοστά) και αποστάσεις ανάμεσά τους 1 οργιά αντί 2,5 που είναι το στάνταρ.

Αυτό το παραγάδι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν στις πρώτες εξορμήσεις τους οι πρωτόπειροι, καλάροντάς το σε ήμερα και ρηχά μέρη, δηλαδή φυκιάδες και αμμουδιές, όπου θα θερίσουν τους σπάρους και τα άλλα μικρόψαρα, κάνοντας ταυτόχρονα και τα πρώτα τους μαθήματα. Αρκεί να βρουν και κάποιου είδους δόλωμα που να μπορεί να δολωθεί στα τόσο μικρά αγκίστρια. Τέτοια δολώματα είναι η γαρίδα, ο ακροβάτης, οι καρτσίνες κ.ά.

Θέμα 2ο: Πώς φτιάχνεται το παραγάδι

Όπως ήδη έχω σημειώσει στο προηγούμενο «Θέμα 1ο», όλα τα παραγάδια αποτελούνται από τρία κύρια μέρη:

–     Τη μάνα που είναι το κεντρικό νήμα πάνω στο οποίο δένονται όλα τα υπόλοιπα.

–     Τα παράμαλλα που είναι διακλαδώσεις της μάνας και πάνω στις οποίες δένονται τα αγκίστρια.

–     Τα αγκίστρια που δένονται στην άκρη των παράμαλλων και είναι το όργανο σύλληψης των θηραμάτων.

Η διαδικασία κατασκευής του παραγαδιού είναι το «δέσιμο» αυτών των τριών πραγμάτων μαζί και η τοποθέτησή τους στην κατάλληλη πλαστική λεκάνη, που στην ειδική υποδοχή της φέρει το κορδόνι του πλαστικού φελλού, στον οποίο καρφώνονται τα αγκίστρια.

Οι λεκάνες αυτές αποτελούν εξέλιξη του παραδοσιακού καλαμένιου πανεριού και το πλαστικό κορδόνι είναι ο διάδοχος του πραγματικού φελλού, που δενόταν με σπάγκο πάνω στο πανέρι. Έχουν ασύγκριτα μεγαλύτερη αντοχή και είναι καθαρές και λείες ώστε να μην κινδυνεύει να σκαλώσει πάνω τους η μεσηνέζα και να μας δυσκολέψει στο καλάρισμα.

Το παραγάδι για να «δουλέψει» χρειάζεται και μια σειρά από διάφορα παρελκόμενα ή βοηθητικά εργαλεία, που το καθένα τους έχει και μια δουλειά να εκτελέσει. Τέτοια παρελκόμενα ή βοηθητικά εργαλεία είναι τα εξής:

–     Τα καλαδούρια, που είναι οι σημαδούρες που χρησιμεύουν για να βρίσκουμε το παραγάδι μας. (Βλέπε Εικόνα 26).

–     Τα μεγάλα μολύβια που «αγκυρώνουν» την αρχή και το τέλος του παραγαδιού για να μην το παρασύρουν τα ρεύματα της θάλασσας εδώ κι εκεί.

–     Τα διάφορα ενδιάμεσα μολύβια και φελλά που χρησιμεύουν είτε για να πατώνει το παραγάδι και να μην παρασύρεται από τα θαλάσσια ρεύματα, είτε για να αποφεύγει τα πολλά μπλεξίματα σε βράχους και ανωμαλίες των βυθών, που το απειλούν με … ολοσχερή απώλεια. Τα φελλά χρησιμεύουν και για να καλάρουμε το παραγάδι στον αφρό ή αφρό – πάτο όπως φαίνεται στις Εικόνες 24 και 25.

–     Οι καλούμες των καλαδουριών που είναι συνήθως κάποιου είδους σπάγκος, που συνδέει το παραγάδι με την επιφάνεια, ώστε να μπορεί να το βρίσκει εύκολα ο ιδιοκτήτης του.

–     Οι παραμάνες, που χρησιμεύουν ώστε να γλυτώνουμε τους πάσης φύσεως κόμπους, που δένονται κατά το καλάρισμα του παραγαδιού και λύνονται κατά το λεβάρισμά του.

Στην Εικόνα 15 περιγράφονται συνοπτικά όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει κανείς προκειμένου να κατασκευάσει μόνος του ένα παραγάδι μιας από τις τρεις κύριες κατηγορίες ψιλά – μέτζα – χοντρά. Τα όσα φαίνονται εκεί δεν στοιχειοθετούν απαράβατους κανόνες, αλλά τις καθιερωμένες τακτικές που ακολουθούν οι περισσότεροι. Κάθε ερασιτέχνης μπορεί να αυτοσχεδιάσει, αν νομίζει ότι κάποια αλλαγή της … πεπατημένης, μπορεί να έχει καλύτερο αποτέλεσμα. Θερμή παράκληση δική μου προς τον εκάστοτε … εφευρέτη, είναι εάν καταφέρει κάτι τέτοιο σε κάποια στιγμή της ψαρευτικής του … σταδιοδρομίας, ας φροντίσει να το γνωστοποιήσει σε όσους περισσότερους … συναδέλφους του μπορεί, γιατί η γνώση δεν πρέπει να χάνεται, αλλά να κυκλοφορεί για να μας βελτιώνει όλους συνεχώς.

Πιο συγκεκριμένα στην Εικόνα 15, βλέπουμε συνοψισμένα τα εξής:

–     Το πάχος της μάνας, στα ψιλά και τα μέτζα παραγάδια πρέπει να είναι Νο 70, ενώ στα χοντρά Νο 80 έως 100. Να θυμίσουμε ότι πριν από 40-50 χρόνια η μάνα του παραγαδιού δεν ήταν μεσηνέζα αλλά βαμβακερή κλωστή, η οποία βαφόταν με κάποιου είδους καφέ χρώμα, εμβαπτιζόμενη σε καζάνι που έβραζε. Το χρώμα αυτό ήταν ταυτόχρονα και συντηρητικό, ώστε η βαμβακερή κλωστή να αποκτήσει ανθεκτικότητα στο σάπισμα που επιφέρει η υγρασία.

–     Το πάχος των παράμαλλων στα ψιλά είναι Νο 35, στα μέτζα Νο 40 και στα χοντρά Νο 50.

–     Το μήκος των παράμαλλων είναι 0,70 μέτρα στα ψιλά παραγάδια, 1 μέτρο στα μέτζα και 1,5 μέτρο στα χοντρά.

–     Οι αποστάσεις μεταξύ των αγκιστριών στα ψιλά και μέτζα είναι 2,5 οργιές (περίπου 4,3 μέτρα) ενώ στα χοντρά είναι 5 οργιές (περίπου 8,5 μέτρα).

Σημείωση: Ο λόγος που μετράμε τις αποστάσεις με οργιές και όχι με μέτρα, είναι γιατί η οργιά είναι ένα μέτρο που ο καθένας από εμάς το έχει συνεχώς … επάνω του, χωρίς να χρειάζεται να κρατάει κάποιο εξτρά εργαλείο. Η οργιά είναι το μήκος του ανοίγματος των χεριών του καθενός, όταν αυτά ανοίξουν σε πλήρη έκταση. Στον μέσου ύψους άνθρωπο, η οργιά είναι περίπου 1,70 μέτρα. Προφανώς κανένα ψάρι δεν πρόκειται να … παρεξηγηθεί αν οι αποστάσεις των αγκιστριών δεν είναι ακριβώς αυτές που σημειώνω εγώ στο σχέδιό μου, αλλά κάποιες άλλες, που θα κρίνει ως καταλληλότερες για τις ανάγκες του, ο εκάστοτε κατασκευαστής του παραγαδιού.

–     Τα αγκίστρια που χρησιμοποιούνται για τα παραγάδια είναι πλέον στην πλειοψηφία τους ανοξείδωτα. Για τα ψιλά χρησιμοποιούνται Νο 14 έως Νο 16, για τα μέτζα Νο 12 έως Νο 13 και για τα χοντρά Νο 10 έως Νο 11. Για ειδικά παραγάδια, όπως τα ξιφιοπαράγαδα χρησιμοποιούνται ακόμη μεγαλύτερα αγκίστρια, διαφόρων ειδών.

–     Τα μολύβια που δένονται στην αρχή και το τέλος του παραγαδιού, πρέπει να έχουν ικανό βάρος, ανάλογο με το βάθος που καλάρεται το παραγάδι. (Βλέπε Εικόνα 16). Συνήθως το βάρος αυτό είναι 500 γραμμάρια τουλάχιστον. Προφανώς δεν είναι απαραίτητο για τη δουλειά αυτή να χρησιμοποιούνται οπωσδήποτε μολύβια. Πολλοί βάζουν τούβλα, πέτρες και άλλα βάρη, που μπορεί να διαθέτει κανείς. Θεωρώ το μολύβι ως το καταλληλότερο βάρος, γιατί απασχολεί τον λιγότερο δυνατό χώρο αποθήκευσης στη βάρκα μας, ενώ δεν σκουριάζει, ώστε να λερώνει όπου και όποιον το ακουμπάει.

–     Τα καλαδούρια είναι οι σημαδούρες που συνδέουν το καλαρισμένο παραγάδι με την επιφάνεια. Πριν 50 χρόνια, όταν το πλαστικό δεν είχε ακόμη εμφανιστεί, για καλαδούρια χρησιμοποιούνταν νεροκολοκύθες. Αρκετοί μεγάλοι σε ηλικία ψαράδες, αποκαλούν ακόμη και σήμερα τα καλαδούρια «κολοκύθες». Τα σύγχρονα καλαδούρια είναι πλαστικά, διαφόρων χρωμάτων και με σχήματα που βολεύουν ώστε να μπορούμε να τυλίγουμε πάνω τους τούς σπάγκους, που χρησιμοποιούμε για το καλάρισμά τους. (Βλέπε Εικόνα 26). Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί καλαδούρια που διαθέτουν σπίθες, δηλαδή μικρό λαμπάκι που αναβοσβήνει ώστε να διακρίνεται από πολύ μακριά. Το φως αυτό είναι συνήθως κόκκινου ή λευκού χρώματος και η μπαταρία του φορτίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας και ανάβει αυτόματα μόλις πέσει η νύχτα. Ακραία εξέλιξη των καλαδουριών είναι και οι σημαδούρες με πομπό, το σήμα του οποίου συλλαμβάνει το G.P.S. μας και μας καθοδηγεί ώστε να βρούμε με άνεση το παραγάδι. Μια ακόμη σύγχρονη πρακτική είναι να βάζουμε στίγματα την ώρα που καλάρουμε το παραγάδι στα σημεία που ρίχνουμε τα καλαδούρια, ώστε να διευκολυνόμαστε στη εξεύρεσή τους. Εγώ, επειδή ψαρεύω σε μέρη που τα ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, δεν χρησιμοποιώ τίποτα από όλα αυτά. Έχω κολλήσει πάνω στα καλαδούρια μου κομμάτια αντανακλαστικής ταινίας, που μου δείχνει από πολύ μακριά τη θέση τους μόλις ανάψω τον προβολέα τη νύχτα. Τελειώνοντας αυτό το θέμα, αξίζει να σημειώσουμε ότι τα λευκά και κίτρινα καλαδούρια φαίνονται καλύτερα τη νύχτα, ενώ τα σκούρου χρώματος κόκκινα ή πορτοκαλί διακρίνονται ευκολότερα την ημέρα υπό το φως του ήλιου. Φυσικά ως καλαδούρια μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς και ότι άλλο επιπλέει στο νερό, όπως μπιτόνια, πλαστικά μπουκάλια, κομμάτια φελιζόλ ή φελλού, ακόμη και ξύλα.

–     Οι σπάγκοι που χρησιμοποιούνται για το καλάρισμα των καλαδουριών πρέπει να βρίσκονται σε … αφθονία στη βάρκα μας. Τα τελευταία χρόνια έχουν επικρατήσει πλαστικοί σπάγκοι διαφόρων χρωμάτων, (συνήθως κίτρινοι και καφέ), που δεν παθαίνουν απολύτως τίποτα για πολλά χρόνια.

–     Οι παραμάνες είναι αυτό που λέει η λέξη. Είναι ειδικές παραμάνες (τελευταία κυκλοφορούν και ανοξείδωτες) που μας απαλλάσσουν από τους διάφορους κόμπους που είμαστε υποχρεωμένοι να δένουμε την ώρα που καλάρουμε το παραγάδι και να λύνουμε όταν το λεβάρουμε. Αντί δηλαδή να λύνουμε και να δένουμε, ανοιγοκλείνουμε απλώς τις παραμάνες που έχουμε δέσει στις άκρες του παραγαδιού ή των παράμαλλων. (Βλέπε σχετικά την Εικόνα 16).

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω δύο από τα πράγματα που έχω σχεδιάσει στην Εικόνα 15, γιατί είναι πρακτικές που έχω σκεφθεί από μόνος μου και επομένως θα χρειαστεί περισσότερη ανάλυση για να γίνουν αντιληπτές από τους αναγνώστες. Το πρώτο έχει σχέση με τους σπάγκους των καλαδουριών και το δεύτερο, με τα μακριά παράμαλλα μήκους 1,5 οργιάς που φαίνονται στο σχήμα αυτό.

Σε ότι αφορά το πρώτο, στο σχέδιο διακρίνεται σαφώς ότι ο σπάγκος με τον οποίο συνδέεται το καλαδούρι δεν είναι ενιαίος, αλλά τεμαχισμένος σε κομμάτια των 10 μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με παραμάνες, έτσι ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο νήμα μεγάλου μήκους, το οποίο στη βάρκα μου έχω κουλουριασμένο μέσα σε ένα μικρό πανέρι. Το συνολικό μήκος του σπάγκου που διαθέτω εγώ, είναι περίπου 2 χιλιόμετρα, δηλαδή είναι 200 τεμάχια των 10 μέτρων, το καθένα των οποίων έχει 2 παραμάνες στα άκρα του, δηλαδή συνολικά έχουν χρησιμοποιηθεί 400 παραμάνες. Το πώς δουλεύεται αυτό το νήμα θα το εξηγήσω σε παρακάτω κείμενο που αφορά το καλάρισμα και το λεβάρισμα του παραγαδιού.

Το δεύτερο που αφορά τα μακριά παράμαλλα της 1,5 οργιάς που φαίνονται στο σχήμα, είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα δικής μου εμπνεύσεως, που μου χρησιμεύει για να εξοπλίζω το παραγάδι μου με φελλά και μολύβια που με βοηθάνε για να αποφεύγω τα πολλά κολλήματα όταν καλάρω σε πολύ «άγριες» ξέρες και όχι μόνο. Με αυτό το σύστημα μπορώ εύκολα να μετατρέπω τα παραγάδια μου σε πατωτά, αφρού και αφρού – πάτου κατά περίπτωση (βλέπε και Εικόνες 22, 23, 24, και 25). Ο τρόπος που δουλεύεται αυτό το σύστημα θα αναλυθεί παρακάτω.

Για την κατασκευή του παραγαδιού θα χρειαστούμε τα εξής:

–     Την ειδική λεκάνη που ήδη έχουμε περιγράψει αναλυτικά. Η συμβουλή που θα δώσω εδώ είναι να επιλεγεί ένα μέγεθος λεκάνης το οποίο θα συνοδεύει τον ψαρά σε όλη τη διαδρομή του. Τα διαφορετικά μεγέθη είναι πρόβλημα, γιατί δεν μπορούν να αποθηκευτούν εύκολα. Κατά τη γνώμη μου οι λεκάνες πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να … φιλοξενήσουν οπωσδήποτε μεγάλα σε αριθμό αγκιστριών παραγάδια. Αντί να έχουμε π.χ. 3 μικρές λεκάνες για παραγάδια των 100 αγκιστριών εκάστη, μπορούμε σε μια μεγάλη λεκάνη να βάλουμε και τα 3 παραγάδια των 100 αγκιστριών και να τα χωρίζουμε με το καλάρισμά τους. Έτσι δεν θα γεμίσουμε την αποθήκη μας με λεκάνες. Οι μεγάλες λεκάνες βολεύουν πολύ και στο λεβάρισμα του παραγαδιού, ιδιαίτερα όταν φυσάει. (Βλέπε Εικόνες 17 και 19).

15

16

–     Το ειδικό πλαστικό κορδόνι για το κάρφωμα των αγκιστριών που τοποθετείται στην κατάλληλη υποδοχή της λεκάνης, σε μέγεθος που να ταιριάζει με το νούμερο της λεκάνης που θα επιλέξουμε.

–     Μια ανέμη ή κάτι ανάλογο, για να μπορούμε να ξεδιπλώνουμε τις «κούκλες» της μεσηνέζας που θα χρησιμοποιήσουμε. (Βλέπε Εικόνα 18).

–     Ένα κοφτάκι ή ψαλίδι για να κόβουμε την μεσηνέζα όπου χρειάζεται. (Βλέπε Εικόνα 18).

–     Ένα πενσάκι που θα μας χρησιμεύσει για να σφίγγουμε τους κόμπους που θα δένουμε. Και αυτό και το ψαλίδι θα τα βρούμε σε ανοξείδωτη εκδοχή, στα καταστήματα με είδη αλιείας. (Βλέπε Εικόνα 18).

–     Μεσηνέζα δύο ειδών με κατάλληλο πάχος ώστε να χρησιμοποιηθεί για μάνα και παράμαλλα ανάλογα με το είδος του παραγαδιού που θα κατασκευάσουμε. Αν π.χ. κατασκευάσουμε ψιλό παραγάδι, η μεσηνέζα για τη μάνα θα είναι Νο 70 και για τα παράμαλλα Νο 35.

–     Αγκίστρια στο αντίστοιχο μέγεθος, τα οποία θα προτιμήσουμε να είναι ανοξείδωτα.

–     2 μεγάλες παραμάνες μία για την αρχή και μία για το τέλος του παραγαδιού. (Βλέπε Εικόνα 16).

–     Αρκετές μικρές παραμάνες για τα μεγάλα παράμαλλα, εφόσον αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε την τακτική που θα εκθέσω παρακάτω. Αν όχι αυτές οι παραμάνες δεν χρειάζονται. (Βλέπε Εικόνα 16).

Ξεκινώντας την κατασκευή του παραγαδιού, πρώτη μας δουλειά είναι να τοποθετήσουμε τον πλαστικό φελλό στην ειδική υποδοχή της πλαστικής λεκάνης. Αν ο φελλός είναι μεγαλύτερος σε μήκος από το λούκι της λεκάνης, θα τον κόψουμε κατάλληλα με λοξή τομή, όπως φαίνεται στην Εικόνα 19.

Καλό θα είναι πριν προχωρήσουμε, να έχουμε ήδη προαποφασίσει για τον αριθμό των αγκιστριών που θα βάλουμε στο παραγάδι μας. Αν π.χ. έχουμε αποφασίσει να κατασκευάσουμε ένα παραγάδι με 100 αγκίστρια, και να το βάλουμε σε μία λεκάνη μόνο του, τότε μπορούμε να διαιρέσουμε, σημειώνοντας με ένα μολύβι, το φελλό μας σε 10 ίσα μέρη. Προχωρώντας την κατασκευή θα φροντίσουμε σε κάθε ένα από αυτά τα ίσα μέρη να καρφώσουμε 10 αγκίστρια. Έτσι τα αγκίστρια θα κατανεμηθούν σε όλο το μήκος του πλαστικού φελλού ομοιόμορφα. Αν βέβαια αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε την συμβουλή που έδωσα παραπάνω, δηλαδή στην ίδια μεγάλη λεκάνη να φιλοξενήσουμε π.χ. 3 παραγάδια των 100 αγκιστριών, τότε θα διαιρέσουμε τον φελλό σε ανάλογες αποστάσεις.

Στη συνέχεια με ένα κοφτερό μαχαίρι θα κάνουμε μια βαθιά χαρακιά στην αρχή του πλαστικού φελλού και άλλη μία στο τέλος του, όπως φαίνεται στην Εικόνα 19.

Στο μεταξύ έχουμε τοποθετήσει την «κούκλα» της χοντρής μεσηνέζας που θα χρησιμοποιηθεί σαν μάνα στην ανέμη, που θα μας βοηθήσει στο ομαλό ξετύλιγμά της. Η ανέμη είναι εντελώς απαραίτητη στο ξετύλιγμα της μεσηνέζας, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο αυτή «ξεθυμαίνει» και δεν κάνει βιρίνες (στριψίματα).

Πιάνοντας την μία άκρη της μεσηνέζας θα δέσουμε εκεί την μία από τις δύο μεγάλες παραμάνες. Την άκρη αυτή της μεσηνέζας θα την τοποθετήσουμε στην πρώτη χαρακιά που έχουμε ήδη κάνει στον πλαστικό φελλό της λεκάνης, ξεκινώντας με φορά από αριστερά προς τα δεξιά, σύμφωνα δηλαδή με την φορά κίνησης των δεικτών του ρολογιού.

Ξετυλίγοντας μεσηνέζα από την ανέμη, μετράμε 20 οργιές (τόσο βάζω εγώ) κουλουριάζοντάς την μέσα στη λεκάνη. Στο σημείο αυτό θα δεθεί το πρώτο παράμαλλο με το αγκίστρι του, που θα πρέπει να είναι ήδη έτοιμο.

Για να είναι έτοιμα τα παράμαλλα με τα αγκίστρια πρέπει να έχουμε ήδη τεμαχίσει από την ψιλή μεσηνέζα 100 κομμάτια των 70 εκατοστών, αν πρόκειται για ψιλό παραγάδι και στην μια άκρη τους να έχουμε ήδη δέσει ένα από τα 100 αγκίστρια που έχουμε ήδη προμηθευτεί. Τα παράμαλλα αυτά τα κάνουμε μια δέσμη, έτσι ώστε να μπορούμε κάθε φορά να τραβάμε και να αποχωρίζουμε ένα, χωρίς να διαλύεται η δέσμη. Μερικοί καρφώνουν τα αγκίστρια σε έναν φελλό που έχουν κάπου δίπλα τους, ώστε να μπορούν να τα ξεκαρφώνουν ένα – ένα.

17

Ένας απλός τρόπος να κόψουμε παράμαλλα είναι να τεμαχίσουμε την κούκλα (κουλούρα) της ψιλής μεσηνέζας, κόβοντάς την σε κάποιο σημείο. Έτσι θα μετατραπεί … αυτόματα σε πολλά τεμάχια περίπου 70 εκατοστών.

Σημείωση: Σχετικά με τα παράμαλλα, ένας από τους πρώτους αναγνώστες αυτού του κειμένου (Δημήτρης Κωστόπουλος), μου έκανε την εξής παρατήρηση: Ίσως είναι καλύτερα και να εξυπηρετεί στο νετάρισμα του παραγαδιού, τα παράμαλλα να είναι διαφορετικού χρώματος μεσηνέζα από αυτήν της μάνας. Όποιος θέλει μπορεί να το δοκιμάσει. Μέχρι στιγμής εγώ δεν μπορώ να πω ότι το έχω δοκιμάσει και επομένως δεν έχω άποψη για το θέμα.

Παίρνουμε ένα από τα έτοιμα παράμαλλα και δένουμε την ελεύθερη άκρη του στο σημείο της μάνας που έχουμε σταματήσει το μέτρημα των 20 οργιών. Όταν το παράμαλλο δεθεί σφιχτά, ώστε να μην «σέρνεται ή τσουλάει» πάνω στη μάνα, καρφώνουμε το αγκίστρι στην εσωτερική πλευρά του πλαστικού φελλού και συνεχίζουμε μετρώντας 2,5 οργιές για να βρούμε τη θέση όπου θα δεθεί το επόμενο παράμαλλο. Αφού δέσουμε το δεύτερο παράμαλλο και καρφώσουμε και αυτό το αγκίστρι στον πλαστικό φελλό, συνεχίζουμε επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία μέχρι να καρφώσουμε και το τελευταίο από τα 100 παράμαλλα που έχουμε στη διάθεσή μας.

Χρήσιμη υπόδειξη: Στο σφιχτό δέσιμο των παράμαλλων επάνω στη μάνα, αλλά και γενικά στα διάφορα δεσίματα της μεσηνέζας, βοηθάει πολύ το σάλιωμά της στο σημείο του κόμπου πριν τον σφίξουμε.

Μόλις γίνει και αυτό, μετράμε 20 ακόμη οργιές ξεκινώντας από το σημείο στο οποίο έχει δεθεί το 100ό αγκίστρι και στο τέλος της 20στής οργιάς κόβουμε τη μάνα και δένουμε την δεύτερη μεγάλη παραμάνα. Την άκρη αυτή τοποθετούμε στη δεύτερη βαθιά χαρακιά που έχουμε ήδη κάνει στο τέλος του πλαστικού φελλού.

Η κατασκευή του πρώτου μας ψιλού παραγαδιού των 100 αγκιστριών έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το μόνο που μένει είναι το χάραγμα του πλαστικού φελλού, έτσι ώστε να μπορούν επάνω του να στερεώνονται τα δολωμένα παράμαλλα.

18

19

Η διαδικασία αυτή γίνεται ως εξής: Με κοφτερό μαχαίρι που τοποθετούμε έτσι ώστε να κάνει γωνία 45 μοιρών με την εξωτερική γωνία του πλαστικού φελλού, τον χαράσσουμε σε βάθος περίπου 1 εκατοστού. Σε κάθε καρφωμένο αγκίστρι στην εσωτερική γωνία του πλαστικού φελλού, θα αντιστοιχίσουμε μια χαρακιά στην εξωτερική γωνία. Έτσι, αν το παραγάδι μας έχει 100 αγκίστρια, θα έχει αντίστοιχα και 100 μικρές λοξές χαρακιές. Η χαρακιές αυτές θα εξηγήσω παρακάτω σε τι χρειάζονται.

Το παραγάδι μας τώρα είναι έτοιμο να δολωθεί και να πέσει στη θάλασσα.

Στο σημείο αυτό θα εξηγήσω τι πρέπει κανείς να κάνει για να μπορεί να δουλέψει το σύστημα που έχω ήδη αναφέρει και φαίνεται και στην εικόνα 2. Σε πρώτη φάση ίσως είναι καλύτερα το βήμα αυτό να παραλειφθεί από τον … υποψήφιο παραγαδιάρη, γιατί κάνει την κατασκευή και το ρίξιμο του παραγαδιού σχετικά πολύπλοκο για τον πρωτόπειρο. Σε μια επόμενη φάση, όταν θα έχει ήδη κάποια πείρα, αυτό θα είναι πιο εύκολο.

Η όλη προσπάθεια αποσκοπεί στο να αποκτήσει το παραγάδι μας τη δυνατότητα να … εξοπλίζεται με φελλά και μολύβια που θα το βοηθούν και να πατώνει σταθερά στο βυθό, χωρίς να παρασύρεται από ρεύματα, αλλά και να προστατεύεται σε σημαντικό βαθμό από τα κολλήματα στα βράχια, που είναι ο εφιάλτης του παραγαδιάρη.

Εύλογα βέβαια ο πρωτόπειρος θα ρωτήσει: Και γιατί να ρίχνουμε το παραγάδι πάνω σε βράχια και ξέρες που κολλάει και κινδυνεύουμε να το χάσουμε και να μην το ρίχνουμε σε … αμμουδιές, που δεν πρόκειται να μας δημιουργήσουν κανένα παρεμφερές πρόβλημα;

Η απάντηση είναι γιατί δυστυχώς τα ψάρια (και ιδιαίτερα τα καλά) συχνάζουν στις ξέρες και στα βράχια και όχι στις αμμουδιές. Άρα, αν ρίξουμε το παραγάδι μας στις αμμουδιές, ναι μεν θα μπορέσουμε να το σηκώσουμε με ευκολία και χωρίς να χάσουμε ούτε αγκίστρι, θα είναι όμως ταυτόχρονα τελείως άδειο από ψάρια, εκτός αν μας … τιμήσει καμιά μουρμούρα, που είναι ψάρι της αμμουδιάς.

Μία ακόμη σημαντική δυνατότητα που αποκτάει με το σύστημα αυτό το παραγάδι μας είναι ότι θα μπορεί να καλάρεται και στον αφρό για αφρόψαρα και με την τεχνική αφρό – πάτο, για ψάρια που συχνάζουν στα μεσόνερα. (Βλέπε Εικόνες 24 και 25).

Για να μπορέσουμε να πετύχουμε όσα περιέγραψα παραπάνω, αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι το εξής:

Αντί να δέσουμε στη μάνα του παραγαδιού 100 αγκίστρια στη σειρά, όπως ήδη περιέγραψα, κάθε 10 αγκίστρια θα δέσουμε ένα παράμαλλο μήκους 1,5 οργιάς που στην άλλη άκρη του, την ελεύθερη, θα έχουμε δέσει μια μικρή παραμάνα, σαν και αυτή που φαίνεται στην Εικόνα 16.

Σε απόσταση περίπου 10 εκατοστών από την μικρή παραμάνα θα κάνουμε στο παράμαλλο αυτό έναν χοντρό κόμπο, όπως φαίνεται στη λεπτομέρεια της Εικόνας 15. Στο σημείο που θα καρφώναμε το 10ο αγκίστρι θα χαράξουμε ένα βαθύ κάθετο χάραγμα και εκεί θα χώσουμε την άκρη του μεγάλου παράμαλλου, όπως φαίνεται στην Εικόνα 19.

Το πώς θα τα χειριστούμε όλα αυτά, θα φανεί στα επόμενα θέματα που είναι το δόλωμα και το καλάρισμα του παραγαδιού.

Θέμα 3ο: Πώς δολώνουμε το παραγάδι

Εφόσον έχουμε κατασκευάσει ένα απλό παραγάδι 100 ή και άλλου αριθμού αγκιστριών, το δόλωμά του, όταν θελήσουμε να το καλάρουμε, γίνεται ως εξής:

Ξεκινάμε από το πρώτο αγκίστρι που δέσαμε και αφού το ξεκαρφώσουμε από τον πλαστικό φελλό στον οποίο είναι καρφωμένο, καρφώνουμε επάνω του το δόλωμα που έχουμε προμηθευτεί.

20

Το δολωμένο αυτό αγκίστρι το κρεμάμε έξω από την πλαστική λεκάνη, χώνοντας την μεσηνέζα του παράμαλλου μέσα στην λοξή χαρακιά που έχουμε κάνει ήδη στην εξωτερική γωνία του πλαστικού φελλού. Συνεχίζοντας με τα επόμενα αγκίστρια, ολοκληρώνουμε το δόλωμα του παραγαδιού όταν δολώσουμε και το τελευταίο. (Στην Εικόνα 20 φαίνεται πώς κρεμάμε τα αγκίστρια στο εξωτερικό μέρος της λεκάνης, «παγιδεύοντας» τη μεσηνέζα του παράμαλλου στην χαρακιά που έχουμε κάνει από πριν).

Εάν το παραγάδι μας εκτός από αγκίστρια έχει και τα μεγάλα παράμαλλα με τις μικρές παραμάνες στις άκρες τους, τότε, όταν συναντήσουμε το πρώτο από αυτά, θα τραβήξουμε απλώς την παραμάνα μέχρις ότου ο χοντρός κόμπος σφηνώσει στη χαρακιά και σταματήσει το σύρσιμο της μεσηνέζας. Τότε η μικρή παραμάνα όταν θα της βάλουμε το φελλό και το μολύβι θα κρέμεται όπως φαίνεται στις Εικόνες 20 και 21.

21

Η συνέχεια του εξοπλίσματος του παραγαδιού μας θα γίνει μέσα στη βάρκα, λίγο πριν το καλάρουμε στη θάλασσα. Εκεί θα πρέπει να έχουμε αρκετούς φελλούς διχτιού και μικρά μολύβια περίπου 100 γραμμαρίων. Αυτά που δείχνω στην Εικόνα 16 είναι μικρά μολύβια δικής μου χύτευσης και δεν βρίσκονται στο εμπόριο. Αν κανείς δεν ξέρει να χυτεύει, τότε υποχρεωτικά θα αγοράσει κάτι παρόμοιο σε σχήμα και σε βάρος.

Προσοχή πρέπει να δοθεί στις εξής λεπτομέρειες:

Τα μικρά μολύβια πρέπει να έχουν κατάλληλο βάρος, ώστε να μπορούν να βυθίζουν τους φελλούς του διχτιού.

Οι μικρές παραμάνες που θα προμηθευτούμε πρέπει να έχουν κατάλληλο μέγεθος ώστε να μπορούν να περνάνε μέσα από την τρύπα του φελλού άνετα.

Το πώς δολώνουμε το κάθε είδος δολώματος δεν είναι κάτι που μπορεί να περιγραφεί με ένα κείμενο, γιατί θα χρειάζονταν πολλές και κουραστικές σελίδες. Αν δεν υπάρχει κανένας φίλος που να είναι γνώστης σχετικά, μπορεί ακόμη και ο προμηθευτής του κάθε δολώματος να απαντήσει με πληρότητα στη σχετική ερώτηση και να μας κατατοπίσει επακριβώς.

Πριν προχωρήσω στο καλάρισμα του παραγαδιού, θα σημειώσω και μια ακόμη λεπτομέρεια που έχει κι αυτή τη σημασία της.

Όλες οι πλαστικές λεκάνες που κυκλοφορούν στο εμπόριο, έχουν στον πάτο τους ήδη σημαδεμένα σημεία, στα οποία μπορούμε να κάνουμε τρύπες ώστε να στραγγίζουν τα νερά που μπορεί να πέσουν με κάποιο τρόπο μέσα στο παραγάδι. Θα συμβούλευα να μην ανοίξουμε αυτές τις τρύπες και παρακάτω θα εξηγήσω το γιατί.

Θέμα 4ο: Πώς ρίχνουμε το παραγάδι (το καλάρισμα)

Όταν φτάσουμε στη βάρκα με σκοπό να ρίξουμε το παραγάδι που έχουμε ετοιμάσει, θα πρέπει ήδη να έχουμε εκεί τα εξής:

–     2 καλαδούρια (σημαδούρες), ένα για την αρχή και ένα για το τέλος του παραγαδιού.

–     2 μεγάλα μολύβια, βάρους τουλάχιστον 500 γραμμαρίων (αυτό εξαρτάται κυρίως από το βάθος στο οποίο θα καλάρουμε το παραγάδι) το καθένα, που θα χρειαστούν επίσης για την αρχή και για το τέλος του παραγαδιού.

–     Αρκετή καλούμα, που όπως έχω ήδη εξηγήσει, καλό είναι να είναι τεμαχισμένη σε κομμάτια των 10 μέτρων, που θα ενώνονται μεταξύ τους με μεγάλες παραμάνες, όπως δείχνω στην Εικόνα 15.

–     Μερικά χαλίκια (5-6 γεμάτες χούφτες) σαν και αυτά που έχω ήδη περιγράψει στα προηγούμενα.

Εφόσον το παραγάδι μας διαθέτει μακριά παράμαλλα της 1,5 οργιάς κάθε 10 αγκίστρια (όπως περιέγραψα παραπάνω) τότε θα χρειαστούν ακόμη:

–     9 μικρά μολύβια βάρους περίπου 100 γραμμαρίων.

–     9 φελλοί διχτιού, με τρύπα στη μέση, μέσα από την οποία πρέπει να μπορεί να περνάει η μικρή παραμάνα που έχουμε δέσει στο μακρύ παράμαλλο της 1,5 οργιάς.

Η διαδικασία ξεκινάει ως εξής:

Όταν φτάσουμε στον τόπο που έχουμε επιλέξει για να καλάρουμε, πρώτη μας δουλειά είναι να ρίξουμε μέσα στην πλαστική λεκάνη τα χαλίκια που έχουμε ήδη προμηθευτεί, σκορπιστά, ώστε να πάνε σε όλη την επιφάνεια του πυθμένα της. Μαζί με τα χαλίκια θα ρίξουμε στον πάτο της λεκάνης και 1-2 κιλά θαλασσινό νερό.

Τα χαλίκια βοηθούν στο να κρατήσουν τη μεσηνέζα «κάτω», όταν το παραγάδι θα φεύγει και το νερό τη βοηθάει να γλιστράει, ώστε να αποφύγουμε τυχόν ανεπιθύμητα μπερδέματα. Αυτός είναι και ο λόγος που συμβούλεψα πιο πάνω να μην τρυπήσουμε τον πυθμένα της λεκάνης, γιατί τότε δεν θα μπορεί να κρατήσει το νερό, το οποίο εγώ το θεωρώ πολύ χρήσιμο «εργαλείο» κατά του μπερδέματος.

Αν το παραγάδι μας διαθέτει μόνο τα 100 αγκίστρια, τότε είμαστε έτοιμοι για το καλάρισμά του, που συνεχίζεται ως εξής:

Θεωρώ δεδομένο ότι η βάρκα θα διαθέτει βυθόμετρο, το οποίο συμβουλευόμαστε για να μάθουμε το βάθος στο σημείο εκκίνησης το οποίο ας υποθέσουμε ότι είναι 35 μέτρα.

Παίρνουμε στο χέρι μας το πρώτο καλαδούρι και δένουμε στον κρίκο που διαθέτει, την άκρη της καλούμας, περνώντας μέσα από τον κρίκο την παραμάνα της άκρης της καλούμας και πιάνοντάς την ξανά στον σπάγκο.

Αμολάμε το καλαδούρι στο νερό και τραβάμε κουπί προς την κατεύθυνση που έχουμε επιλέξει να πέσει το παραγάδι. (Καλό είναι ο πρωτόπειρος να μην χρησιμοποιήσει μηχανή στα πρώτα του καλαρίσματα, αλλά να κάνει τη διαδικασία με κουπί, το οποίο θα πρέπει να το τραβάει κάποιος άλλος φυσικά). Η καλούμα που αμολάμε προς το καλαδούρι θα φέρει σύντομα στο χέρι μας το πρώτο ζευγάρι παραμάνες που θα μας δείξει ότι έχουν φύγει ήδη 10 μέτρα. Όταν θα φύγει το δεύτερο ζευγάρι θα έχουμε αφήσει πίσω μας 20 μέτρα καλούμας και όταν θα έρθει το τρίτο ζευγάρι, θα έχουν φύγει 30 μέτρα. Το επόμενο ζευγάρι παραμάνες δεν το ρίχνουμε στη θάλασσα, αλλά τις αποχωρίζουμε και σε αυτήν που είναι στην άλλη άκρη του καλαδουριού «πιάνουμε» τον κρίκο του ενός από τα δυο μεγάλα μολύβια, αφήνοντας την άλλη παραμάνα να «περιμένει». (Στη θάλασσα θα έχουν ήδη πέσει 40 μέτρα καλούμα, οπότε το μολύβι που θα πέσει στη συνέχεια, σίγουρα θα πατώσει αφού το βάθος που δείχνει το βυθόμετρο είναι 35 μ.). Στον ίδιο κρίκο του μολυβιού πιάνουμε και την μεγάλη παραμάνα του τέλους του παραγαδιού και μόλις γίνει και αυτό ρίχνουμε το βαρύ μολύβι στο νερό, ξαμολώντας πίσω του τις τελευταίες 20 οργιές που αφήσαμε όταν κατασκευάσαμε το παραγάδι. Μόλις τελειώσουν οι 20 οργιές άδειας μάνας, στο χέρι μας θα έρθει το πρώτο παράμαλλο που είναι δεμένο στη μάνα. Με ένα ελαφρό τράβηγμα βγάζουμε το παράμαλλο από τη χαρακιά του φελλού που το έχουμε πιάσει και το αφήνουμε να πέσει στη θάλασσα. Το ίδιο κάνουμε και για τα υπόλοιπα 99 παράμαλλα που ακολουθούν, μέχρι στο χέρι μας να έρθουν οι 20 οργιές άδειας μάνας που μετρήσαμε στο ξεκίνημα της κατασκευής του παραγαδιού. Στο τέλος και αυτών των 20 οργιών, είναι δεμένη η μεγάλη παραμάνα με την οποία ξεκινήσαμε το παραγάδι. Πάνω σε αυτήν την παραμάνα πιάνουμε το δεύτερο μολύβι και την άκρη της καλούμας που αποχωρίσαμε προηγουμένως και την έχουμε αφήσει να «περιμένει». Ταυτόχρονα συμβουλευόμαστε το βυθόμετρο για να μάθουμε το βάθος στο σημείο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Αν υποθέσουμε ότι το βάθος είναι π.χ. 25 μέτρα, τότε θα αμολήσουμε πίσω από το μεγάλο μολύβι 3 δεκάμετρα, δηλαδή 30 μέτρα καλούμα και όταν γίνει και αυτό, αποχωρίζουμε τις δύο παραμάνες που δίνουν συνέχεια στην καλούμα και σε αυτήν που είναι στην άλλη άκρη του μολυβιού, δένουμε περαστά το δεύτερο καλαδούρι και το ρίχνουμε και αυτό στο νερό.

22

23

24

25

Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλαρίσματος, αυτός που τραβάει κουπί πρέπει να λάμνει έτσι ώστε η μάνα του παραγαδιού να διατηρείται συνεχώς τεντωμένη, χωρίς όμως να σέρνεται στο βυθό. Έτσι το παραγάδι μας θα «κάτσει» ομαλά στο βυθό και δεν θα «διπλώσει» αλλά ούτε και θα συρθεί, ώστε να κολλήσει σε βράχια.

Η εικόνα του παραγαδιού στο βυθό θα είναι περίπου σαν αυτή που δείχνω σχηματικά στην Εικόνα 22.

26

Αν το παραγάδι μας διαθέτει τα μακριά παράμαλλα της 1,5 οργιάς που περιέγραψα πιο πριν, θα χρειαστεί να γίνουν επιπλέον οι εξής συμπληρωματικές εργασίες:

Όπως ήδη ανέφερα, κατά τη διάρκεια του δολώματος του παραγαδιού, τραβάμε (σέρνουμε) προς τα κάτω τις μικρές παραμάνες και τις αφήνουμε να κρέμονται έξω από τη λεκάνη με ένα μήκος παράμαλλου περίπου 10 εκατοστών.

Πριν ρίξουμε το παραγάδι στη θάλασσα, αρματώνουμε αυτές τις μικρές παραμάνες με τα φελλά και τα μολύβια ως εξής:

Περνάμε την παραμάνα μέσα από την τρύπα του φελλού και μετά πιάνουμε σε αυτήν τον κρίκο του μικρού μολυβιού. Τότε το παραγάδι μας θα εμφανίζει την ίδια εικόνα με την Εικόνα 21.

Κατά τα άλλα τίποτα δεν αλλάζει στο καλάρισμα. Τα μεγάλα παράμαλλα που θα έχουν τους φελλούς και τα μικρά μολύβια, θα πέσουν κι αυτά στη θάλασσα, όπως και τα δολωμένα αγκίστρια. Όταν όμως το παραγάδι μας θα φτάσει στο βυθό, η μάνα του δεν θα «ξαπλώσει», αλλά θα στέκεται σε κάποιο ύψος «ασφαλείας», που θα τη γλυτώνει σε μεγάλο βαθμό από τα κολλήματα. (Εικόνα 22).

Αρκετοί ψαράδες χρησιμοποιούν παρόμοιες τεχνικές για να γλυτώσουν τα κολλήματα και τις διάφορες αβαρίες. Προσωπικά δεν έχω δει κανέναν να κάνει ακριβώς αυτό που κάνω εδώ και πολλά χρόνια εγώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι … παριστάνω τον εφευρέτη. Θα χαρώ πολύ αν κάποιος ερασιτέχνης με πληροφορήσει για κάτι ακόμη πιο τελειοποιημένο, ώστε να βελτιώσω ακόμη περισσότερο τις τεχνικές μου. (Από επαγγελματίες δεν περιμένω φυσικά κάτι τέτοιο).

Με την ευκαιρία να σημειώσω ότι εγώ έχω ήδη κατασκευάσει και παραγάδια που έχουν μακριά παράμαλλα κάθε 5 αγκίστρια, τα οποία τα χρησιμοποιώ σε πολύ «άγριους» βυθούς, από τους οποίους παλιότερα δεν έπαιρνα ούτε ένα παραγάδι ολόκληρο επάνω. Τα παραγάδια αυτά τα έχω ονομάσει «κομάντος» γιατί τα θεωρώ «εξαιρετικά εργαλεία». Μπορεί το καλάρισμά τους να δυσκολεύεται αρκετά όταν καθυστερείς αρματώνοντάς με τόσα μολύβια και φελλά, αλλά το αποτέλεσμα συνήθως σε αποζημιώνει.

Θα ήθελα να ενημερώσω επίσης τους πρωτόπειρους, ότι το σύστημα με την τεμαχισμένη σε 10μετρα καλούμα δεν το έχω δει πουθενά. Το έχω φτιάξει εξ ολοκλήρου μόνος μου. Οι περισσότεροι παραγαδιάρηδες που έχω γνωρίσει δεν χρησιμοποιούν καθόλου παραμάνες. Έχουν ενιαίες καλούμες σε διάφορα μήκη τυλιγμένες επάνω στα καλαδούρια, στα οποία οι περισσότεροι σημειώνουν με μαρκαδόρο το μήκος της καλούμας. Έχουν δηλαδή καλαδούρια 20άρια, 30άρια, 40άρια και ούτω καθ’ εξής. Όταν ρίχνουν παραγάδι διαλέγουν από τη … συλλογή αυτή τα κατάλληλα σε μήκος καλαδούρια και τα ρίχνουν στη θάλασσα.

Εγώ θεωρώ αυτό σύστημα αντιπαραγωγικό, γιατί δημιουργεί μεγάλες καθυστερήσεις με το ψάξιμο του κατάλληλου κατά περίπτωση καλαδουριού και γεμίζει το αμπάρι της βάρκας με μεγάλο αριθμό καλαδουριών, πράγμα που με δυσκολεύει αφάνταστα, ειδικά όταν είμαι μόνος μου στο ψάρεμα και πρέπει να τα κάνω όλα.

Αρκετοί επίσης δένουν στο παραγάδι και ενδιάμεσα καλαδούρια (πόδια), καθώς και σκέτα μολύβια επάνω στη μάνα. Τα ενδιάμεσα καλαδούρια χρησιμεύουν για να … σώζουμε το παραγάδι όταν μετά από γενναίο κόλλημα μας κοπεί, τα δε μολύβια για να πατώνει και να μην παρασύρεται από τα ρέματα.

Εγώ, εκτός από το σύστημα με τα φελλά και τα μολύβια, έχω πολλά χρόνια πριν τροποποιήσει τα παραγάδια μου. Δεν έχω πια μέσα στις λεκάνες παραγάδια των 150 ή 300 αγκιστριών, αλλά 3 ή 6 παραγάδια των 50 αγκιστριών το καθένα. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς για να καλάρω ένα παραγάδι των 150 αγκιστριών, χρειάζομαι 6 καλαδούρια, 6 μεγάλα μολύβια και ανάλογο αριθμό μικρών μολυβιών και φελλών. Αυτά τα παραγάδια με εξυπηρετούν πολύ περισσότερο από τα ενιαία των 150 ή παραπάνω αγκιστριών, γιατί και οι ψαρότοποι που έχει η περιοχή μου είναι μικροί. Αν ρίξεις 300 συνεχόμενα αγκίστρια τα περισσότερα θα πάνε στα χαμένα και εκτός ψαρότοπου.

Αυτό το σύστημα βέβαια δεν σου απαγορεύει να ρίξεις συνεχόμενα όσα αγκίστρια θέλεις, αφού με τις παραμάνες που έχουν στην αρχή και το τέλος τους αυτά τα παραγάδια των 50 αγκιστριών, μπορούν πολύ εύκολα την ώρα που τα ρίχνεις να ενώνονται σε ότι συνδυασμό επιθυμεί κανείς, δηλαδή είτε ανά δύο, οπότε γίνεται ένα παραγάδι των 100 αγκιστριών, είτε ανά τρία, οπότε γίνεται ένα παραγάδι ων 150 αγκιστριών και ούτω καθεξής.

Μια ακόμη λεπτομέρεια που έχω σκεφθεί περίπου τα τελευταία 2-3 χρόνια με έχει βοηθήσει ακόμη περισσότερο.

Οι 6άδες των καλαδουριών που χρησιμοποιώ για το καλάρισμα των παραγαδιών που περιέγραψα παραπάνω, έχουν και μερικά ακόμη χρήσιμα χαρακτηριστικά. Τα τρία καλαδούρια είναι κίτρινου χρώματος και έχουν επάνω τους ένα μεγάλο Α γραμμένο με μαύρο ανεξίτηλο χοντρό μαρκαδόρο. Τα υπόλοιπα τρία έχουν ένα μεγάλο Τ και το ένα από αυτά είναι κόκκινο. (Βλέπε και Εικόνα 26).

Τα κίτρινα καλαδούρια με το Α τα βάζω στην αρχή των μικρών παραγαδιών των 50 αγκιστριών, τα δε άλλα με το Τ στο τέλος. Το κόκκινο καλαδούρι είναι αυτό που βάζω στο τέλος ολόκληρης της τριάδας των παραγαδιών.

Όταν ρίχνεις στα ανοιχτά και πολύ μακριά από τις στεριές, είναι πολύ εύκολο να μπερδέψεις την αρχή του παραγαδιού με το τέλος του και να προσπαθήσεις να το σηκώσεις πηγαίνοντας ανάποδα. Ιδιαίτερα σε αυτά τα παραγάδια των 50 αγκιστριών, αυτό είναι ακόμη ευκολότερο να συμβεί, δεδομένου ότι η αρχή και το τέλος δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους. Μου έχει συμβεί να ρίξω τέτοιο μικρό παραγάδι στα ανοιχτά και σε αρκετό βάθος (90 μέτρα) και όταν πήγα να το σηκώσω τα δυο καλαδούρια βρέθηκαν να είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο και αν δεν είχαν επάνω τους τις ενδείξεις Α και Τ θα δυσκολευόμουνα να βρω ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος. Στο παρελθόν την είχα πατήσει αρκετές φορές έτσι.

Επίσης, το κόκκινο καλαδούρι που βάζω στο τέλος της τριάδας, μου χρησιμεύει στο να καταλαβαίνω ποιο παραγάδι έπεσε πρώτο και ποιο τελευταίο, γιατί τις περισσότερες φορές αυτά τα παραγάδια πέφτουν πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Και αν τυχόν επιχειρήσεις να σηκώσεις πρώτο αυτό που έπεσε πρώτο τότε έχεις σίγουρο το μπέρδεμα μεταξύ τους.

Αυτές οι τεχνικές με έχουν γλυτώσει από πολλά τέτοια παθήματα.

Το καλάρισμα τελειώνει όταν συγκεντρώσουμε τα χαλίκια που βρίσκονται στον πάτο της λεκάνης και τα βάλουμε σε κάποιον κουβά ή οπουδήποτε αλλού, ώστε να τα φυλάξουμε για να τα ξαναχρησιμοποιήσουμε στο επόμενο καλάρισμα.

Τέλος αδειάζουμε και το νερό που έχει η λεκάνη στη θάλασσα και την αφήνουμε κι αυτήν στην άκρη, μέχρι να ξεκινήσει η τελευταία και σπουδαιότερη φάση που είναι το λεβάρισμα του παραγαδιού, μέσω του οποίου θα μας δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσουμε κατά πόσον ο κόπος μας πήγε η όχι … χαμένος.

Θέμα 5ο: Πώς σηκώνουμε το παραγάδι (το λεβάρισμα)

Το σήκωμα (λεβάρισμα) του παραγαδιού είναι πλέον εύκολο να υποθέσει κανείς πώς γίνεται. Τα ψιλά παραγάδια δεν χρειάζεται να παραμείνουν περισσότερο από 2-3 ώρες στη θάλασσα. (Τα χοντρά και τα μέτζα μπορούν να παραμείνουν περισσότερο χρόνο. Ιδιαίτερα τα χοντρά που είναι δολωμένα με ζωντανό ψαρεύουν ολόκληρο 24ωρο). Αν μείνουν περισσότερο κινδυνεύουμε να χάσουμε κάμποσα ψάρια τα οποία θα φαγωθούν αμέσως μόλις ψοφήσουν, από χταπόδια, καλαμάρια, σμέρνες, διάφορα σκουλήκια, οστρακοειδή και την κατάρα της θάλασσας, που ακούει στο όνομα «μουρμουρέσα». Πρόκειται για ένα είδος ψείρας που επιτίθεται στο ψόφιο ψάρι μπαίνοντας μέσα του από όποια τρύπα είναι διαθέσιμη και μέσα σε ελάχιστο χρόνο εξαφανίζει όλα τα ψαχνά του αφήνοντας για τον ψαρά ένα αηδιαστικό κουφάρι, που αποτελείται μόνο από πετσί και κόκαλα, στην κυριολεξία.

Πηγαίνοντας στον τόπο που ρίξαμε, φέρνουμε στη βάρκα με το γάντζο το πρώτο καλαδούρι που ρίξαμε στη θάλασσα κατά το καλάρισμα του παραγαδιού και αφού ξεπιάσουμε την παραμάνα, αρχίζουμε να σηκώνουμε τραβώντας στρωτά την καλούμα, ενώ η βάρκα συνεχίζει να προχωράει προς την κατεύθυνση του τέλους του παραγαδιού, έτσι ώστε να προηγείται διαρκώς. Την καλούμα που ξεπιάσαμε από το καλαδούρι την επανασυνδέουμε με το αρχικό της νήμα και την ξανακουλουριάζουμε στο πανέρι ανεβάζοντάς την. Μόλις η καλούμα τελειώσει, στο χέρι μας έρχεται το πρώτο μεγάλο μολύβι μαζί με την αρχή της μάνας του παραγαδιού. Συνεχίζοντας το σήκωμα, θα ακολουθήσουν όλα τα αγκίστρια, άλλα με φαγωμένα τα δολώματα, άλλα με αφάγωτα και μερικά από αυτά (ελπίζουμε τα περισσότερα) με πιασμένα ψάρια. Όλα αυτά τα αφαιρούμε, κουλουριάζοντας και πάλι το παραγάδι στην θέση του, δηλαδή μέσα στη λεκάνη.

Σημείωση: Εάν τα παραγάδια είναι όπως αυτά που περιέγραψα πιο πάνω, δηλαδή μικρά 50άρια, και έχουν πέσει κοντά – κοντά το ένα με το άλλο, τότε ίσως είναι καλύτερα, αντί να αρχίσουμε από το καλαδούρι που ρίξαμε πρώτο, να αρχίσουμε από το τελευταίο της σειράς για να αποφύγουμε τυχόν μπέρδεμα μεταξύ τους, όπως περιέγραψα και πιο πάνω.

Μερικοί ψαράδες συνηθίζουν να καρφώνουν επί τόπου τα άδεια αγκίστρια στον φελλό της λεκάνης, νετάροντας έτσι το παραγάδι τους σχεδόν τελείως, με το σήκωμα. Είναι μια τακτική που δημιουργεί μεγάλη καθυστέρηση μέσα στη θάλασσα, αλλά ξαλαφρώνει θεαματικά τη δουλειά στη στεριά. Εγώ δεν την προτιμώ, χωρίς όμως και να την απορρίπτω. Όπως συνηθίσει κανείς.

Το μεγάλο πρόβλημα στο λεβάρισμα του παραγαδιού είναι τα κολλήματα στα διάφορα βράχια του βυθού ή και σε παλιά εργαλεία (παραγάδια, δίχτυα κ.λ.π.) που έχουν εγκαταλειφθεί εκεί και σαπίζουν.

Ένας τρόπος για να ξεκολλάει το παραγάδι, είναι η λεγόμενη κουλούρα. Πρόκειται για μια βαριά (5-6 κιλά) σιδερένια ή τσιμεντένια κουλούρα, η οποία υπάρχει σε αρκετά μαγαζιά με είδη αλιείας. Η κουλούρα αυτή δένεται με σκοινί και όταν το παραγάδι κολλήσει και δεν ξεκολλάει, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, τότε την χρησιμοποιούμε ως εξής:

Οι περισσότερες κουλούρες είναι «κομμένες» σε κάποιο σημείο ώστε να μπορεί η μάνα του παραγαδιού να περνάει μέσα στην κουλούρα. (Βλέπε Εικόνα 27).

27

Αφού λοιπόν περάσουμε μέσα από αυτή την εγκοπή την μάνα, αμολάμε την κουλούρα, που είναι δεμένη με ιδιαίτερο σκοινί, να πάει στον πάτο και όταν φτάσει εκεί, αρχίζουμε να την κουνάμε πάνω – κάτω κρατώντας στο ένα χέρι τη μάνα του παραγαδιού και στο άλλο το σκοινί της κουλούρας.

Από την πείρα μου μπορώ να βεβαιώσω ότι με αυτό τον τρόπο το παραγάδι τις περισσότερες φορές πράγματι ξεκολλάει, το πράγμα όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη, ειδικά αν είσαι μόνος σου στη βάρκα ή όταν δεν είναι μπουνάτσα και υπάρχει κυματισμός. Δύσκολο επίσης είναι να χρησιμοποιήσεις την κουλούρα και όταν τα βάθη είναι μεγαλύτερα από 30 – 40 μέτρα.

Από όλους τους ερασιτέχνες που γνωρίζω, εγώ είμαι ο μόνος που χρησιμοποιώ ταχτικά κουλούρα. Οι περισσότεροι αγνοούν τελείως την ύπαρξη αυτού του εργαλείου, που πλέον μπορείς να το βρεις μόνο στα καταστήματα που απευθύνονται σε επαγγελματίες ψαράδες.

Θέμα 6ο: Πώς νετάρουμε το παραγάδι (το λέντισμα)

Το νετάρισμα (τελείωμα σημαίνει αυτή η λέξη) του παραγαδιού μπορεί να είναι από πανεύκολη διαδικασία έως πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολη. Αρκετοί ερασιτέχνες έχουν εγκαταλείψει το ψάρεμα του παραγαδιού, εξαιτίας της δυσκολίας που αντιμετώπισαν στο νετάρισμά του.

Για να νετάρουμε το παραγάδι μας θα χρειαστούμε μια δεύτερη λεκάνη, ακριβώς ίδια με αυτήν στην οποία το κατασκευάσαμε. Αυτές τις δυο λεκάνες τις τοποθετούμε δεξιά και αριστερά μας (βλέπε και την Εικόνα 28) και αφού πιάσουμε την αρχή της μάνας που φαίνεται πάνω – πάνω, μεταφέρουμε (γυρίζουμε ή τουμπάρουμε) το παραγάδι από τη μία λεκάνη στην άλλη. Το πόσο εύκολα θα γίνει αυτό, εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:

–     Την επιμέλεια που επιδείξαμε κατά το λεβάρισμα του παραγαδιού, φροντίζοντας να το τοποθετήσουμε όσο μπορούσαμε πιο στρωτά στη λεκάνη.

–     Τις αβαρίες που έχει υποστεί το παραγάδι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη θάλασσα, και

Τη δυνατότητα και την υπομονή που θα επιδείξουμε, γιατί η επιδεξιότητα στο ξεμπέρδεμα, μπορεί να είναι και έμφυτο ταλέντο, που δεν το διαθέτει ο καθένας.

28

Όπως ανέφερα και σε άλλο σημείο του κειμένου μου, τις δουλειές αυτές μπορούμε να τις αναθέσουμε επ’ αμοιβή σε κάποιον τρίτο. Κατά τη γνώμη μου όμως αυτό δεν είναι το σωστό, γιατί το ψάρεμα αποτελείται από όλα μαζί αυτά και όχι μόνο από το σήκωμα του πιασμένου ψαριού, που είναι φυσικά η καλύτερη και η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της διαδικασίας.

Ταυτόχρονα με το γύρισμα (τουμπάρισμα το λένε μερικοί) του παραγαδιού, επισκευάζουμε και όλες τις ζημιές που έχει υποστεί, συμπληρώνοντας τα χαμένα αγκίστρια και ότι άλλο χρειαστεί, έτσι ώστε το παραγάδι μας να ξαναγίνει καινούργιο.

Θέμα 7ο (και τελευταίο): Τι πρέπει να προσέχουμε

Φτάσαμε αισίως στο τέλος αυτού του κειμένου. Το όλο πόνημά μου θα είναι λειψό αν δεν συμπληρωθεί και με τις πρέπουσες υποδείξεις και συμβουλές, ενός έμπειρου (sic!) ερασιτέχνη ψαρά, προς τους επερχόμενους νεότερους.

Η πρώτη μου συμβουλή είναι φυσικά ο σεβασμός που πρέπει να τρέφει ο ερασιτέχνης ψαράς προς το στοιχείο της φύσης, που φέρει το όνομα «θάλασσα». Όση χαρά μπορεί να μας δώσει η επαφή μας με αυτήν όταν προσέχουμε και δεν είμαστε απερίσκεπτοι, άλλη τόση στεναχώρια και συμφορά μπορεί να μας γεμίσει, ακόμη και μια μικρή στιγμή αμέλειας και απροσεξίας.

Η θάλασσα είναι στοιχείο ιδιαίτερα ισχυρό και ανίκητο. Η οργή της δεν παλεύεται με τίποτα. Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να προσπαθεί να την αποφύγει πάση θυσία όταν εκδηλώνεται.

Σε σχέση τώρα με την ενασχόληση με το εργαλείο του παραγαδιού, έχω να συμβουλέψω τα εξής:

Το ψάρεμα αυτό είναι το ασύγκριτα αποδοτικότερο, όχι μόνο γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να φέρουμε στο σπίτι τα καλύτερα ψάρια, αλλά και γιατί είναι γεμάτο εκπλήξεις, που ανεβάζουν την … αδρεναλίνη του ερασιτέχνη ψαρά στα ύψη, κάθε φορά που το εξασκεί.

Όσο φτασμένος ψαράς και να είσαι, ακόμη και επαγγελματίας, που έχει φάει τη θάλασσα με το κουτάλι, την ώρα που θα σηκώνεις το παραγάδι, το μάτι σου θα … γυαλίζει οπωσδήποτε, από την αγωνία της προσμονής. Κι αν τυχαίνει από το βάθος της αβύσσου να … εκπέμπονται αυτά τα απίστευτης ομορφιάς τραντάγματα της μάνας του παραγαδιού, τότε όλο σου το είναι συγκεντρώνεται στην άκρη του χεριού σου, που προσπαθεί με λαχτάρα να … μαντέψει αυτό που … έρχεται από κάτω.

Αυτή είναι η στιγμή που μας κάνει να ξενυχτάμε και να περνάμε αδιαμαρτύρητα, με στωικότητα και υπομονή, απίστευτες ταλαιπωρίες, προκειμένου να καταφέρουμε να τη ζήσουμε.

Για να κατακτήσεις αυτή τη στιγμή, πράγμα που δεν σημαίνει να τη ζήσεις για μια και μοναδική φορά, αλλά να την έχεις μόνιμα και σταθερά στη διάθεσή σου ταχτικά, μόνο ένας τρόπος υπάρχει.

Να βαδίσεις βήμα – βήμα, κατακτώντας και εμπεδώνοντας λίγο – λίγο τη γνώση που χρειάζεται απαραίτητα να διαθέτεις, για να μπορέσεις κατ’ αρχήν να τη δημιουργήσεις και στη συνέχεια να την απολαύσεις.

Η θάλασσα δεν θέλει βιασύνες. Μόνο με το «σπάσιμο» της λαχτάρας του πρωτόπειρου ερασιτέχνη, επέρχεται η μαστοριά και πάρα πίσω της ακολουθούν οι επιτυχίες.

Εκτός όμως από τα παραπάνω, που είναι συμβουλές – υποδείξεις … φιλοσοφικής περίπου τάξης, έχω και μερικές πολύ χρήσιμες συμβουλές πρακτικού επιπέδου, σχετικά με τα κυριότερα σημεία που πρέπει να προσέχουμε, κατά την ενασχόλησή μας με το παραγάδι.

Αυτά είναι τα εξής:

– Πολλές φορές είτε από απροσεξία, είτε λόγω δύσκολων καιρικών συνθηκών που αντιμετωπίζουμε στη θάλασσα, συμβαίνει το παραγάδι συνήθως στο σήκωμά του να μπλεχτεί στην προπέλα της μηχανής της βάρκας ή στον άξονά της. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη, γιατί όπως η προπέλα περιστρέφεται γρήγορα, το παραγάδι θα τυλίγεται γύρω της με ταχύτητα και μπορεί να συμβεί αγκίστρια και πετονιές να υπερίπτανται ξαφνικά στον αέρα βγάζοντας μάτια και ξεσχίζοντας σάρκες καθώς και ότι άλλο βρουν μπροστά τους. Εκτός από την απαιτούμενη προσοχή, ώστε αυτό να μην μας συμβεί, αν τύχει και μας προκύψει, θα πρέπει να αντιδράσουμε αμέσως σβήνοντας το συντομότερο τη μηχανή ή πετώντας, αν είναι δυνατό, ολόκληρη τη λεκάνη με το παραγάδι στη θάλασσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις πολύ χρήσιμο αποδεικνύεται το μαχαίρι που πρέπει να έχουμε πάντα δίπλα μας.

– Πολύ επικίνδυνα μπορούν να αποδειχθούν και τα κολλήματα του παραγαδιού, ιδιαίτερα στα ρηχά, όταν δεν έχουμε ακόμη αρκετή πείρα για να τα αντιμετωπίζουμε όπως πρέπει. Αρκετοί συνηθίζουν να κουλουριάζουν τη μάνα στο χέρι τους προσπαθώντας να την τραβήξουν για να ξεκολλήσει. Αν όμως αυτή δεν ξεκολλήσει ή είναι πολύ χοντρή και δεν κόβεται εύκολα, (αυτός είναι ο λόγος που εγώ δεν προτιμώ τις πολύ χοντρές μεσηνέζες, γιατί είμαι «παθών») τότε αντί για τη μάνα μπορεί να μας κοπεί κανένα δάχτυλο ή όπως τα χέρια είναι μουσκεμένα η μεσηνέζα να χωθεί μέσα στο δέρμα και να μας προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Ο πόνος σε αυτή την περίπτωση είναι αφόρητος. Αποφεύγετε να τυλίγετε τη μεσηνέζα στο χέρι σας και φροντίζετε να φοράτε ειδικά γάντια όταν σηκώνετε το παραγάδι, είναι οι συμβουλές που μπορώ να δώσω. Ακόμη να αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε χοντρές μεσηνέζες, γιατί έτσι κι αλλιώς κανένα σχεδόν ψάρι δεν μπορεί να κόψει τις σημερινές μεσηνέζες Νο 60 και Νο 70. Αν υπάρχει κάποιο ψάρι που να μπορεί να το κάνει αυτό, δεν θα το βρείτε πιασμένο στο αγκίστρι σας, γιατί θα φροντίσει να το κάνει πολύ πριν φτάσετε εσείς σε αυτό. Καλύτερα λοιπόν να κοπεί η μεσηνέζα, παρά το χέρι σας. Εγώ σε κανένα παραγάδι μου δεν έχω μεσηνέζα χοντρότερη από Νο 70. Οι χοντρές μεσηνέζες καλό είναι να χρησιμοποιούνται μόνο σε παραγάδια που πέφτουν σε πολύ βαθιά νερά και λεβάρονται με υδραυλικό βίντσι, που δεν κινδυνεύει να πάθει τίποτε από τα παραπάνω.

– Προσοχή χρειάζεται και στο ρίξιμο του παραγαδιού, κυρίως όταν αυτό γίνεται με τη μηχανή και όχι με τα κουπιά. Προφανώς οι προχωρημένοι ερασιτέχνες ρίχνουν το παραγάδι στα γρήγορα, έχοντας μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά τη διαδικασία. Καμιά φορά όμως η υπερβολική αυτοπεποίθηση μπορεί να έχει δυσάρεστα αποτελέσματα. Το βιαστικό ρίξιμο των αγκιστριών μπορεί να παρασύρει μαζί τους και το χέρι μας, όταν επάνω του καρφωθεί κάποιο από τα αγκίστρια που φεύγουν τρέχοντας. Είναι από τις οδυνηρότερες εμπειρίες μου στη θάλασσα.

– Κρατάτε σε απόσταση ασφαλείας τους τυχόν … θεατές, όταν καλάρετε ή λεβάρετε τα παραγάδια σας, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μικρά παιδιά. Οι περισσότεροι, αν δεν τους προειδοποιήσετε αυστηρά, έχουν το κακό συνήθειο να σκύβουν πάνω από τα αγκίστρια που ανεβαίνουν, προσπαθώντας να δούνε … πρώτοι το ψάρι που έρχεται. Αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη συνήθεια, γιατί αυτό που έρχεται δεν αποκλείεται να είναι καμιά δράκαινα της οποίας το τσίμπημα θα τους μείνει … αξέχαστο.

Όταν ήμουνα περίπου 25 χρονών, ένας σεβάσμιος γείτονάς μου στο εξοχικό, με παρακάλεσε να τον πάρω μαζί μου στο ψάρεμα του παραγαδιού, για να δει πώς γίνεται.

Ήμουνα ακόμη πολύ νεότευκτος παραγαδιάρης, χωρίς πείρα, και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η παρουσία αυτού του καλού ανθρώπου, θα ήταν πρόβλημα κι έτσι δέχτηκα ευχαρίστως, με τη σκέψη ότι θα είχα και μια παρέα στη θάλασσα.

Δεν μου έφτανε η δυσκολία που μου δημιούργησε μια μικρή φουρτούνα που έτυχε να ενσκήψει εκείνο το βράδυ, αλλά είχα και τον κ. Αχιλλέα να στριφογυρίζει συνεχώς γύρω μου μέσα στη βάρκα, γεμάτος απορίες και περιέργεια.

Στην αρχή ευγενικά και στη συνέχεια όλο και πιο αυστηρά, του υπέδειξα να … κάτσει ήσυχα σε μια γωνιά μέχρι να τελειώσω το σήκωμα του παραγαδιού, γιατί τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Αυτός όμως το βιολί του!

Τη στιγμή που προσπαθούσα να σηκώσω μια τσιπούρα 1,5 κιλού, η βάρκα κόντεψε να μπατάρει όταν ο βάρους 130 κιλών γείτονάς μου ήρθε απότομα στην ίδια πλευρά του μικρού σκάφους που βρισκόμουνα κι εγώ. Τη γλύτωσα παρά τρίχα δίνοντάς του εντελώς αυθόρμητα ένα γενναίο χαστούκι.

Όταν την επομένη του ζήτησα συγγνώμη, ο κ. Αχιλλέας μου απάντησε: «Καλά μου έκανες»! Ήταν όντως ένας πολύ καλός άνθρωπος.

Σαν Επίλογος

Έχω κλείσει τα 66 και βαδίζω στα 67 τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές. Όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από τα πρώτα 5-6 του … νηπιαγωγείου, ψάρευα μανιωδώς, όπως και όπου μπορούσα.

Το πρώτο μου παραγάδι το … κατασκεύασα σε ηλικία περίπου 8-9 χρονών(!) παρατηρώντας τον πατέρα μου που νετάριζε τα δικά του. Για πανέρι είχα χρησιμοποιήσει ένα πήλινο κεσεδάκι γιαουρτιού(!), για μάνα λίγο καζίλι (είδος σπάγκου) από τον αητό της Καθαρής Δευτέρας, για παράμαλλα μικρά κομμάτια μεσηνέζας που … έκλεψα από τον πατέρα μου και για αγκίστρια λυγισμένες καρφίτσες που βρήκα στα … εργαλεία της μοδίστρας μάνας μου.

Περιττό να περιγράψω το ύφος του πατέρα μου όταν του επέδειξα γεμάτος περηφάνια την … κατασκευή μου και του ζήτησα να με πάρει μαζί του την επόμενη φορά που θα πάει για ψάρεμα για να το καλάρω στη θάλασσα.

Όπως είναι φυσικό, από τότε μέχρι σήμερα «κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι». Έμαθα πολλά, σκέφτηκα πολλά και τώρα πια ούτε ο πολύς χρόνος που διαθέτω σαν συνταξιούχος μου φτάνει για να τα … εξασκώ στη θάλασσα, τη μεγάλη μου αγάπη και παντοτινή.

Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που αποφάσισα να τα … καταθέσω γραπτώς. Γιατί όταν κάνεις κάτι που έχει να κάνει με τη θάλασσα, όπως το κάνεις και όπου το κάνεις, είναι κι αυτό ψάρεμα.

Ψάρεμα δεν είναι μόνο η στιγμή που βρίσκεσαι στη βάρκα σου ή στην παραλία με το καλάμι ή το πεταχτάρι και περιμένεις να τσιμπήσει το ψάρι.

Ψάρεμα είναι και όταν κάθεσαι στη βεράντα του σπιτιού σου και νετάρεις τα παραγάδια σου ή ελέγχεις και μοντάρεις τις καθετές και τις συρτές σου.

Ψάρεμα είναι και όταν απλά ψωνίζεις εργαλεία, υλικά και δολώματα.

Ψάρεμα είναι όταν συζητάς με τους φίλους σου για τις εμπειρίες σου και τα περιστατικά που συνάντησες, είτε στη διαδρομή σου, είτε στην τελευταία εξόρμησή σου.

Ψάρεμα είναι όλα αυτά μαζί και το καθένα μόνο του και όχι μόνο η στιγμή που ανεβάζεις το ψάρι στη βάρκα. Αυτή είναι απλά η κορυφαία, η ανεπανάληπτη στιγμή, της όλης διαδικασίας.

Έτσι κι εγώ, γράφω αυτές τις γραμμές, γιατί με τον τρόπο αυτό … συνεχίζω να ψαρεύω!

foto1sΗ τέχνη του παραγαδιού είναι ένα βιβλίο γραμμένο από ένα ερασιτέχνη ψαρά.

Ο Μιχάλης Μαντάς μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, έγραψε ένα αναλυτικό και χρήσιμο βιβλίο για όσους ασχολούνται ή θέλουν να ασχοληθούν με το παραγάδι το οποίο το μοιράζεται μαζί μας εντελώς δωρεάν.

Για να διαβάσετε το πραγματικά πολύ χρήσιμο αυτό βιβλίο παρακαλώ κάντε κλικ ΕΔΩ

psarema.gr

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα