Η στρατηγική αστοχία των ΗΠΑ και η Κίνα

Δημήτρης Α. Ιωάννου

Σύμφωνα με τον Economist όλο και περισσότερες αμερικανικές εταιρείες startup ικανοποιούν τις ανάγκες τους για Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), επιλέγοντας να χρησιμοποιήσουν μοντέλα κινεζικών εταιρειών. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνο πως τα κινέζικα μοντέλα θεωρούνται εξ ίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, από τα αντίστοιχα αμερικάνικα. Ο λόγος, πρωτίστως, είναι πως, σε αντίθεση με τα αμερικάνικα μοντέλα, τα περισσότερα των οποίων είναι “κλειστού κώδικα” ή “κλειστής πηγής” (closed source)   και “περιχαρακωμένης ιδιοκτησίας” (proprietary) -που σημαίνει πως η χρήση τους απαιτεί πληρωμή-, τα κινεζικά είναι “ανοιχτού κώδικα” και η χρήση τους είναι δωρεάν.

Αυτό, όμως, είναι κάτι το οποίο στην δυναμική, του μπορεί να δημιουργήσει πολύ μεγάλα προβλήματα για την αμερικανική οικονομία. Οι τεράστιες τοποθετήσεις κεφαλαίων και οι υψηλότατες χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των αμερικάνικων τεχνολογικών εταιρειών, (με τις Magnificent Seven εξ αυτών, να έχουν, όπως είναι γνωστό, κεφαλαιοποίηση σχεδόν 22 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων που καλύπτει το ⅓ του αμερικανικού χρηματιστηρίου) δημιουργούν μία αδήριτη ανάγκη:

προκειμένου η αμερικανική οικονομία να διατηρηθεί σταθερή και να μην καταρρεύσει είναι αναγκαίο, στις επόμενες δεκαετίες, να υπάρχουν στον τεχνολογικό τομέα υψηλότατες κερδοφορίες και αποδόσεις (Return On Equity) που θα φθάνουν τουλάχιστον το 20% της κεφαλαιοποίησής  τους-δηλαδή γύρω στα 4 με 5 τρισεκατομμύρια δολλάρια ετησίως.

Αυτό είναι ένα ασύλληπτο επίπεδο κερδοφορίας το οποίο οι περισσότεροι αναλυτές, ακόμη και όταν όλοι πίστευαν πως οι αμερικανικές εταιρείες είναι μόνες στον τομέα, χωρίς κανένα ξένο ανταγωνισμό, θεωρούσαν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Ας σκεφθεί, κανείς. λοιπόν τι πρόκειται να συμβεί σε έναν κόσμο όπου ακόμη και οι περισσότερες αμερικανικές εταιρείες εκτός του τεχνολογικού κλάδου της ΑΙ θα προτιμούν να χρησιμοποιούν τις δωρεάν υπηρεσίες των κινεζικών μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. Τις οποίες, μάλιστα, μπορούν να “κατεβάζουν” και να ενσωματώσουν στα δικά τους συστήματα σε τιμές οι οποίες είναι περίπου το 1/20 αυτών που θα πλήρωναν για το αντίστοιχο αμερικανικό μοντέλο.

(Η αμερικανική κυβέρνηση, βεβαίως, θα μπορούσε σε κάποια χρονική στιγμή να απαγορεύσει, για λόγους “εθνικής ασφαλείας” την χρήση κινέζικης ΑΙ, στην αμερικανική επικράτεια. ¨Ομως αυτό μοιάζει πιό δύσκολο να γίνει από την απαγόρευση των συστημάτων 5G της Huawei, γιατί την φορά αυτή θα θίγονταν άμεσα τα εισοδήματα των Αμερικανών πολιτών, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωση του 5G. Άλλωστε, αυτή η απαγόρευση θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβληθεί και σε άλλες δυτικές χώρες εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, και εντελώς αδύνατον να επιβληθεί στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου).

Έτσι, υπό το πρίσμα των εξελίξεων του τελευταίου χρόνου, (από την εμφάνιση του Deep Seek και μετά), εμφανίζεται πολύ έντονο το ενδεχόμενο πως  και εξ αιτίας της κινεζικής κυριαρχίας στην open source AI, οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με το φάσμα της ήττας στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα, χάνοντας συνακόλουθα, σε μεταγενέστερη φάση, και την παγκόσμια γεωπολιτκή πρωτοκαθεδρία που απολαμβάνουν ακόμη και σήμερα, στον πολυ-πολικό κόσμο που αναδύεται. Πράγμα που είναι πολύ πιθανόν να συμβεί ακόιμη και αν η Αμερική δεν ηττηθεί μεσο-μακροπρόθεσμα στον γενικότερο “αγώνα ταχύτητας” με την Κίνα για το ποιά χώρα θα έχει την τεχνολογική υπεροχή στις επόμενες δεκαετίες, (που μάλλον θα ηττηθεί), ή ακόμη και αν δεν συμβούν γεωπολιτικά επεισόδια που θα άνατρέψουν δραστικά τις ισορροπίες εις βάρος της στον ίδιο αυτό αγώνα ταχύτητας, -όπως η αλλαγή καθεστώτος στην Ταϊβάν-, (που είναι πολύ πιθανόν να συμβούν).

Η λανθασμένη “ανάγνωση” της πραγματικότητας από τις ΗΠΑ

Αυτό που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, -κι όμως κανείς δεν συζητά γι’ αυτό-, είναι οι λανθασμένες πεποιθήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ ως προς την Κίνα και τα διαδοχικά λάθη, εκ μέρους της αμερικανικής ελίτ στην “ανάγνωση” και την “ανάλυση” της κινεζικής πραγματικότητας, λάθη που οδηγούν και σε λανθασμένες πολιτικές επιλογές.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά την Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εκπληκτικό το γεγονός πως μόλις μέχρι πριν από ένα χρόνο στην Αμερική υπήρχε η απόλυτη πεποίθηση ότι η Κίνα δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπτύξει τεχνολογία “ανοικτού κώδικα” επειδή είναι μία κοινωνία κυριαρχούμενη εξ ολοκλήρου από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, όπου η πληροφορία ελέγχεται και δεν μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα όπως στις δημοκρατικές κοινωνίες, αφού αυτό θα απειλούσε την κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Και πράγματι, είναι γεγονός πως την Κίνα  εξουσιάζει ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο ελέγχει την κυκλοφορία της πληροφορίας κατά τρόπο ασφυκτικό: το πλέον ενδεικτικό στοιχείο επ’ αυτού είναι η ύπαρξη του Great Firewall δηλαδή του συστήματος πλήρους  απαγόρευσης  πρόσβασης των Κινέζων πολιτών στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης του δυτικού κόσμου. Εν τούτοις είναι, επίσης, γεγονός πως αυτοί οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης δεν εμπόδισαν την Κίνα όχι μόνο να αναπτύξει τεχνικές open source αλλά και να κυριαρχήσει διεθνώς στον τομέα αυτό. Πράγμα που προφανώς αποδεικνύει πως η “ανάλυση” επί της οποίας στηρίχθηκε η σχετική πεποίθηση του δυτικού κόσμου, μάλλον απέτυχε να συνυπολογίσει όλα τα στοιχεία  που συνθέτουν την κινεζική πραγματικότητα, και -μάλλον- εξέλαβε τις επιθυμίες της για πραγματικότητα-κάτι που φαίνεται να συμβαίνει συχνά.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει, άλλωστε , και με την λανθασμένη γενικότερη πεποίθηση που υπήρχε στη Δύση, και ειδικότερα στις ΗΠΑ, μέχρι πρόσφατα, σχετικά με την δυνατότητα της Κίνας να δημιουργεί επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Δεν έχουν περάσει ούτε δύο χρόνια από τότε που ο πατριάρχης του αμερικανικού τεχνοκαπιταλισμού Εlon Μusk, εκφράζοντας αυτήν την ευρέως εμπεδωμένη στην αμερικανική ιθύνουσα τάξη πεποίθηση, δήλωνε πως  επειδή η Κίνα είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και δεν επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να δημιουργεί επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία και το μόνο που θα μπορεί να κάνει θαι είναι αντιγραφές και κλοπές αμερικάνικης τεχνολογίας καθώς και reverse engineering .

Το έλεγε, μάλιστα, αυτό σε μία στιγμή που ήδη η Κίνα είχει δώσει δείγματα για τις δυνατότητες της στην παραγωγή καινοτομίας, στην πλειοψηφία των τεχνολογικών τομέων, ξεκινώντας από το Tik Tok στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φτάνοντας μέχρι τους αντιδραστήρες θορίου στην παραγωγή ενέργειας.(Όμως, τώρα πλέον, ο Elon Musk, προφανώς λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την νέα πραγματικότητα, δεν λέει τα ίδια, αλλά είναι υπέρμαχος της επιστημονικής, τεχνολογικής και εμπορικής “συνεννόησης” και “συνύπαρξης” των ΗΠΑ με την Κίνα). Βεβαίως,  σήμερα, δύο μόνο χρόνια μετά την συγκεκριμένη δήλωση του Ellon Musk, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι η Κίνα δεν έχει την δυνατότητα να παράγει επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία.

Διότι, πλέον, η χώρα αυτή, φαίνεται να έχει ξεπεράσει τεχνολογικά την Δύση σε όλους σχεδόν του κρίσιμους τομείς, από την παραγωγή ενέργειας έως την φαρμακευτική, και από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έως την συνθετική βιολογία.

(Μένουν μόνο τρεις τεχνολογικές περιοχές όπου, ακόμη, η Δύση προπορεύεται: πρόκειται για microchips, δηλαδή ημιαγωγών και ολοκληρωμένων κυκλωμάτων).

Ταυτόχρονα, στην τελευταία πενταετία, και ενώ η Δύση προσπαθούσε, μάλλον αποτυχημένα, να αναδιατάξει τις εφοδιαστικές και παραγωγικές της αλυσίδες, με το derisking και το friendshoring, η Κίνα, ολοκλήρωνε το αντίστοιχο δικό της εγχείρημα τελείως σιωπηλά και αθόρυβα, “κινεζοποιώντας’ στον μέγιστο δυνατό βαθμό και “Bricsοποιώντας”, κατά το υπόλοιπο, (με χώρες με τις οποίες έχει αναπτύξει αμοιβαίες εξαρτήσεις), τις δικές της παραγωγικές αλυσίδες.

Ο ναρκισσισμός της ψευδο-φιλελεύθερης ιδεολογίας

Αν υπάρχει, όμως, κάτι το οποίο σηματοδοτεί πιο πολύ τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ να χάσουν την παγκόσμια ηγεμονία προς όφελος της Κίνας, είναι τα πολύ μεγάλα στρατηγικά τους σφάλματα που αφορούν, αφ’ ενός μεν,  την κατασκευή των microchips, αφ’ ετέρου δε, την εξόρυξη και επεξεργασία των σπανίων γαιών.

Τα δύο αυτά προϊόντα βρίσκονται, πλέον, στην βάση της δημιουργίας κάθε προηγμένου τεχνολογικού αντικειμένου και, ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό, είναι αυτά που θα κρίνουν την πορεία και το αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ για την παγκόσμια υπεροχή και ηγεμονία.

Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι και στις δύο αυτές ομάδες προϊόντων οι ΗΠΑ υπήρξαν και πρωτοπόρες αλλά και αυτάρκεις, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. (Απόλυτα αυτάρκεις όσον αφορά τα microchips και ικανοποιητικά αυτάρκεις όσον αφορά τις σπάνιες γαίες).

Αυτό όμως άρχισε να αλλάζει στην δεκαετία του 1980, από τις ίδιες τις επιλογές των αμερικανικών εταιρειών που παρήγαν τα συγκεκριμένα προϊόντα, καθώς και από τις κατευθύνσεις που έπαιρνε τότε η αμερικανική οικονομία, στην χαραυγή της 2ης παγκοσμιοποίησης. Και για περιβαλλοντικούς λόγους αλλά, κυρίως,ι για λόγους αυξημένου κόστους παραγωγής, οι αμερικανικές εταιρείες που σχεδίαζαν και  κατασκεύαζαν ημιαγωγούς και ολοκληρωμένα κυκλώματα, άρχισαν να γίνονται fabless, δηλαδή να περιορίζονται στην σχεδίαση των προϊόντων αυτών αναθέτοντας παράλληλα την κατασκευή τους σε βιομηχανίες του εξωτερικού, αρχικά, κυρίως, στην Ιαπωνία και στην Νότιο Κορέα και στην συνέχεια στην Ταϊβάν.

Οι διαδικασίες παραγωγής μεταφέρθηκαν εκεί και οι αντίστοιχες δυνατότητες στις ΗΠΑ αφέθηκαν να εκφυλιστούν και σταδιακά να ατονήσουν. Είναι προφανές ότι τότε, σε συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας του “φιλελευθερισμού” του Ronald Reagan, κανείς δεν θα σκεφτοταν πως κάτι τέτοιο αποτελεί ένα στρατηγικό σφάλμα που μπορεί να φέρει τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα σε εξάρτηση από άλλες χώρες τις οποίες ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να ελέγξει.

Στο κλίμα της εποχής κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά απόψεις σύμφωνα με τις οποίες “η αγορά κατανέμει πάντα τους πόρους με άριστο τρόπο” καθώς και ότι “το κράτος δεν μπορεί να επιλέγει “εθνικούς πρωταθλητές””. Κάθε φωνή που θα ζητούσε, σε αντίθεση με τις επιλογές των εταιρειών στις οποίες αυτές ανήκαν, συγκεκριμένες κρίσιμες παραγωγικές δραστηριότητες να παραμείνουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ για στρατηγικούς λόγους, έστω και αν αυτό σήμαινε υψηλότερο κόστος παραγωγής και χαμηλότερα κέρδη, θα εθεωρείτο ασυγχώρητα παρωχημένη και κρατιστική ή και σοσιαλιστική-δηλαδή αντιαμερικανική. Και είναι παράδοξο το γεγονός πως εκείνο τον καιρό, που αντίπαλο οικονομικό  δέος των ΗΠΑ εθεωρείτο η Ιαπωνία,  και στρατιωτικό η Σοβιετική Ένωση, και οι ΗΠΑ ελάμβαναν μέτρα εναντίον και των δύο χωρών , “συναλλαγματικού”, μεν, χαρακτήρα για την Ιαπωνία, εμπορικού, δε, για την Σοβιετική Ένωση, (με τον έλεγχο των αγαθών “διπλής χρήσεως”), κανείς δεν σκέφτηκε να συνδέσει την διαδικασία της αποβιομηχάνισης και του offshoring για τους συγκεκριμένους κλάδους με τα θέματα εθνικής ασφαλείας  των ΗΠΑ!

Η διαδικασία αυτή  μεταφοράς των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στο εξωτερικό, και κυρίως στην Ασία, συνεχίσθηκε και στις επόμενες δεκαετίες με αποτέλεσμα ότι σήμερα, οι αμερικάνικες εταιρείες του κλάδου, με επικεφαλής την Nvidia των 4,3 τρισεκατομμυρίων δολλαρίων κεφαλαιοποίησης, είναι πρωτοπόρες, μεν, στον σχεδιασμό ημιαγωγών και ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, πλην όμως δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα να περάσουν, οι ίδιες, από τον σχεδιασμό στην υλοποίηση των προϊόντων τους.

Περίπου των 90% των προηγμένων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, και ειδικά εκείνων των 2 και 3 nanometres που χρησιμοποιούνται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, υλοποιούνται και κατασκευάζονται στην Ταϊβάν από την περίφημη Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC).

Δηλαδή η Νvidia η ακριβότερη και πλουσιότερη εταιρεία στον κόσμο, θα είχε μηδενική κεφαλαιακή αξία εάν για κάποιον λόγο εξαφανιζόταν, ή έπαυε να συνεργάζεται μαζί της, η TSMC!

Το στρατηγικό πρόβλημα των ΗΠΑ βρίσκεται, λοιπόν, στο ενδεχόμενο η διακοπή αυτής της συνεργασίας να γίνει πραγματικότητα.

Σε μία περίπτωση, για παράδειγμα, πολεμικής σύρραξης της Κίνας με την Ταϊβάν, αλλά και με τις ΗΠΑ ,για το ζήτημα της ανεξαρτησίας της νήσου αυτής το μέλλον της TSMC θα ήταν ιδιαίτερα επισφαλές: η εταιρεία θα μπορούσε να περιέλθει υπό κινέζικο έλεγχο ή ακόμη και να έβλεπε τις εγκαταστάσεις της να καταστρέφονται στην διάρκεια εχροπραξιών. Τέτοια δυσμενής έκβαση, άλλωστε, για τα αμερικανικά συμφέροντα μπορεί να επέλθει και από ειρηνικές διαδικασίες σε περίπτωση πολιτικής προσέγγισης της Κίνας με την Ταϊβάν ώστε να υπάρξει ένα καθεστώς του τύπου “μία χώρα, δύο συστήματα”, όπως συμβαίνει με τον Χογκ Κογκ. Εάν συμβεί κάτι από τα παραπάνω, που δεν είναι απίθανο να συμβεί όσο πλησιάζει το 2027, αυτό θα σημάνει και το τέλος του εγχειρήματος των ΗΠΑ να ηγεμονεύσουν στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις σπάνιες γαίες, με την μικρή διαφορά πως εδώ η Κίνα βρίσκεται σε ακόμη πιό πλεονεκτική θέση διότι είναι η ίδια που παράγει το 90% των μετάλλων που προέρχονται από αυτές, και όχι κάποια άλλη χώρα όπως η Ταίβάν.

Η πρόσφατη προσπάθεια της αμερικάνικης κυβέρνησης να επιβάλει επιπλέον περιορισμούς στην εξαγωγή προηγμένων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων σχεδιασμού της Nvidia στην Κίνα, και η αντίδραση του Πεκίνου με “ανταποδοτική” απαγόρευση της εισαγωγής και χρήσης των προϊόντων αυτών στην κινεζική επικράτειά, αλλά και απαγόρευση εξαγωγής των προϊόντων επεξεργασίας των σπανίων γαιών στην Δύση, καθώς και η εσπευσμένη υπαναχώρηση των ΗΠΑ στην συνάντηση των  ηγετών των δύο χωρών στην Σεούλ τον περασμένο Νοέμβριο, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική της δυναμικής των σχέσεων που διαμορφώνονται γύρω από τις σπάνιες γαίες και του γενικότερου ισοζυγίου ισχύος που αυτό προσδιορίζει.  (Εξ ίσου αποκαλυπτική, βεβαίως, είναι και η εξέλιξη της υποθέσεως της εταιρείας Nexperia). H Κίνα, ελέγχοντας το 90% της παγκόσμιας προσφοράς βρίσκεται σε απολύτως κυρίαρχη θέση, πλέον, διότι χωρίς σπάνιες γαίες και χωρίς μαγνήτες  δεν είναι δυνατόν να παραχθεί  κανένα σχεδόν αντικείμενο “τεχνολογικής αιχμής”, συμπεραλαμβανομένων και των οπλικών συστημάτων!

Η διαχρονική αξία της στρατηγικής πρόβλεψης

Οι χώρες πρέπει να έχουν στρατηγική πρόβλεψη και σκέψη, στηριγμένη στην πρόνοια και στην σωφροσύνη αντί για την αλαζονική τύφλωση και τον ιδεολογικό ναρκισισμό.

Αυτό και μόνο μπορεί να συμπεράνει κάποιος από τα δεδομένα της πρόσφατης ιστορικής εμπειρίας και των σύγχρονων γεωπολιτικών εξελίξεων. Ιδιαίτερα όταν βλέπει, σήμερα, χώρες της αναπτυγμένης Δύσης, οι οποίες, σε αντίθεση με τις ιδέες που επικρατούσαν στην δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ του Ronald Reagan και στην Μεγάλη Βρετανία της  Margaret Thatcher, προσπαθούν, (μάταια τις περισσότερες φορές) να δημιουργήσουν “εθνικούς πρωταθλητές”. Και οι οποίες χώρες, όταν αποτυγχάνουν  σε αυτό, προσπαθούν, τουλάχιστον, να προσελκύσουν τους εθνικούς πρωταθλητές άλλων χωρών να επενδύσουν στο έδαφός τους, ακόμη και αν πρόκειται για επενδύσεις όχι της πλέον προηγμένης τεχνολογίας. Πιό χαρακτηριστική περίπτωση είναι φυσικά οι Ηνωμένες Πολιτειες, με τα CHIPS Act και το Inflation Reduction Act της κυβέρνησης Biden ή με την σημερινή, σπασμωδική, πολιτική δασμών της κυβέρνησης Trump, που αμφότερες προσπαθούν να δελεάσουν ή να εξαναγκάσουν αμερικανικές και ξένες εταιρείες να δημιουργήσουν παραγωγικές εγκαταστάσεις στο έδαφος των ΗΠΑ. Κάτι, που, όμως μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο διότι δεν είναι μόνο η Κίνα αλλά όλος ο Παγκόσμιος Νότος, πλέον, που έχει μετασχηματιστεί και έχει μετασχηματίσει το διεθνές οικονομικό τοπίο ανεπίστρεπτα.

Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 δεν ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητό, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ πως μία “εθνική οικονομική πολιτική” ή “βιομηχανική πολιτική”, μπορεί, πράγματι, να είναι αποτελεσματική και να επιλέγει “εθνικούς πρωταθλητές” -που στην περίπτωση των ΗΠΑ θα ήταν και “παγκόσμιοι πρωταθλητές”. Και τούτο διότι υπήρχαν τα ζωντανά παραδέιγματα των συμμάχων, -αν όχι και υποτελών-, χωρών των ΗΠΑ, που το είχαν πετύχει αυτό εντυπωσιακά, ή έδειχναν να το πετυχαίνουν: της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Ταιβάν.

Βεβαίως, επρόκειτο για χώρες σύμμαχους και οιονεί υποτελείς, για τις ΗΠΑ, η μία από τις οποίες, εν τούτοις, η Ιαπωνία, την εποχή εκείνη έμοιαζε με απειλή για την παγκόσμια οικονομική τους πρωτοκαθεδρία-και όφειλε την επιτυχία της όχι στην απόλυτη κυριαρχία του laissez-faire αλλά στην αξιοποίηση των δυνάμεων της αγοράς μέσα από την χαλιναγώγησή τους από την “βιομηχανική πολιτική”.

Το κυριότερο στοιχείο της ιδεολογικής τύφλωσης των ΗΠΑ, όμως, προφανώς προέκυπτε από το γεγονός πως η ύπαρξη μίας εθνικής στρατηγικής που θα συνέδεε την οικονομική ανάπτυξη με θέματα εθνικής ασφαλείας θα ήταν ανάθεμα για την επικρατούσα αντίληψη λατρείας του κεφαλαίου, και των φορέων του, εφ’ όσον θα συνεπαγόταν την εμπλοκή του κράτους στην διαδικασία κερδοφορίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Κάτι που, τότε, εθεωρείτο αδιανόητο.

Ασχετα αν σήμερα, η εξ ίσου “φιλο-επιχειρηματική” αμερικανική κυβέρνηση του Donald Trump , ζώντας πλέον σε ένα άλλο ιδεολογικό σύμπαν, αγοράζει μερίδιο στην  Intel, προκειμένου να την διασώσει από την παρακμή και την διαφαινόμενη χρεοκοπία.

Εάν, επιπλέον, υπάρχει ένα επι μέρους συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κανείς, όσον αφορά την οικονομική πολιτική, σχετικά με τον κρατικό παρεμβατισμό στην αναπτυξιακή διαδικασία και ειδικότερα όσον αφορά  ό,τι  σχηματοποιήθηκε στο ερώτημα “εάν το κράτος μπορεί να δημιουργεί εθνικούς πρωταθλητές ή όχι”, αυτό φαίνεται να είναι το εξής:

υπάρχουν κράτη που μπορούν να το κάνουν και το έκαναν με επιτυχία, (με πρώτη την Κίνα αλλά και την Ιαπωνία, την Νότιο Κορέα, την Ταϊβάν κλπ). Υπάρχουν και κράτη που δεν μπορούν να το κάνουν. Εκείνα τα κράτη που μπορούν και το επιτυγχάνουν, επωφελούνται σημαντικά στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Εκείνα τα κράτη, όμως, που εμφανώς δεν μπορούν να το επιτύχουν ίσως είναι καλύτερα να μην το επιχειρούν καθόλου.   (Η Ελλάδα, εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και πραγματιστές, ανήκει στις χώρες που ούτως ή άλλως δεν μπορεί να το επιτύχει, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να το επιχειρήσει ποτέ, γιατί μόνο διαφθορά και σπατάλη πόρων θα προέκυπτε από κάτι τέτοιο).

Βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να πει πως όλα αυτά σχετικά με τα στρατηγικά σφάλαματα και τον λανθασμένο προσανατολισμό της πολιτικής των ΗΠΑ δεν έχουν πολύ μεγάλη σημασία διότι η τελική επικράτηση της Κίνας στον αγώνα για την παγκόσμια κυριαρχία ήταν, ούτως ή άλλως, νομοτελειακά προκαθορισμένη.

Είναι η αφύπνιση ενός πανάρχαιου πολιτισμού και μίας κοινωνίας 1,4 δισεκατομμυρίου ψυχών, των οποίων,τίποτε δεν θα μπορούσε να ανακόψει την εκρηκτική ανάπτυξή τους και τον ηφαιστειακό μετασχηματισμό τους, από την στιγμή που υιοθέτησαν και ενσωμάτωσαν την δυναμική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου οργάνωσης της οικονομίας.   Μόνο που ή άποψη αυτή δεν είναι βέβαιο πως ευσταθεί απολύτως και τα πράγματα μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι. Η έκβαση μπορεί να μην ήταν προκαθορισμένη!

Οι ειδικοί της πληροφορικής συμφωνούν πως ο τελικός κυρίαρχος του πλανήτη για τις επόμενες εκατονταετίες θα είναι εκείνη η χώρα που θα φθάσει πρώτη στην Γενικευμένη Τεχνητή Νοημοσύνη. Και τώρα πλέον το πιθανότερο είναι πως η χώρα αυτή θα λέγεται Κίνα.

Κάτι που υπάρχουν πιθανότητες να μην συνέβαινε εάν οι ΗΠΑ και ο δυτικός κόσμος γενικότερα, δεν είχαν υποπέσει σε στρατηγικά σφάλαματα τυφλωμένοι από τον ιδεολογικό τους ναρκισισμό. Διότι ο αγώνας αυτός είναι ένας αγώνας ταχύτητας που ή έκβασή του θα μπορούσε να κριθεί και πάνω στο νήμα, μόνο που τώρα πλέον η Κίνα δείχνει να προηγείται κατά πολύ!

Έτσι οι επόμενες γενεές, πιθανότατα, θα ζήσουν υπό την κυριαρχία μίας Ασιατικής Δεσποτείας.

Η οποία μπορεί να μετασχηματιστεί και, στηριγμένη στην αυτοπεποίθηση και στην ασφάλεια που θα προκύπτει από την ισχύ της και την ευημερία της, να γίνει κάτι άλλο, πολύ πιό ελευθεριακό και δημοκρατικό. Μπορεί όμως και όχι. Αυτό κανείς δεν είναι σε θέση να το ξέρει.

Η αμερικανική παγκόσμια ηγεμονία, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε κακή. Οι χώρες που δεν βρίσκονταν στον πυρήνα των “φυσικών συμμάχων” των ΗΠΑ υπέφεραν, και υποφέρουν, από πολέμους, καταπίεση και εκμετάλλευση.

Η παγκόσμια ηγεμονία της Κίνας υπάρχει πιθανόητα να είναι καλύτερη εάν η εσωτερική της κοινωνία μετεξελιχθεί σε  δημοκρατία μετατρέποντάς την σε έναν “καλοπροαίρετο ηγεμόνα” (Benevolent Hegemon) διεθνώς. Μπορεί, όμως, και να μην είναι αυτή η εξέλιξη αλλά, αντίθετα, η Ασιατική Δεσποτεία να παραμείνει και να επεκταθεί παγκοσμίως με αποτέλεσμα η κατάσταση της ανθρωπότητας να γίνει εφιαλτικά χειρότερη. Κανείς δεν γνωριζει τι από τα δύο θα συμβεί, και όποιος ισχυρίζεται πως το γνωρίζει είναι ανόητος. Το ζήτημα  είναι πως η υπαρξιακή αυτή αβεβαιότητα για την ανθρωπότητα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν οι ΗΠΑ, είχαν επιδείξει λιγότερη αλαζονεία και ναρκισισμό, (μετά και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης) και περισσότερο πραγματισμό και μετριοπάθεια σε όλα τα θέματα, συμπεριλαμβανόμενου και εκείνου της σχέσης της οικονομικής πολιτικής με την εθνική ασφάλεια. (Και επίσης εάν είχαν προσπαθήσει να γίνουν αυτές ο Benevolent Hegemon).

ΥΓ. Η εμπειρία και τα διδάγματα των οικονομικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών σχέσων των τελευταίων 50 ετών δεν είναι αποκαλυπτικά και χρήσιμα μόνο για χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Κίνα που διεκδικούν την παγκόσμια κυριαρχία. Μπορεί να είναι χρήσιμα ακόμη και για μικρές χώρες και λαούς, όπως η Ελλάδα, που αγωνίζονται απλά και μόνο για την εθνική επιβίωσή τους.  Το κεντρικό συμπερασμα, λοιπόν, είναι πως η μακροχρόνια πρόνοια, και όχι πρόσκαιρα ωφελήματα, πρέπει να είναι το βασικό στοιχείο που πρυτανεύει στην εκπόνηση εθνικής στρατηγικής. Και για να αναφέρουμε ένα μόνο μικρό παράδειγμα πολύ μακριά από την πλανητική σύγκρουση της Κίνας με τις ΗΠΑ, αλλά πολύ κοντά στην δική μας εθνική μικροπραγματικότητα:  όπως μετανοούν οι λίγοι Αμερικανοί που έχουν στρατηγική σκέψη για την ακηδία των κυβερνήσεών τους στην περίοδο 1980-2020, μπορεί και εμείς να μετανοούμε πικρά μετά από κάποιες δεκαετίες για το γεγονός πως η παρούσα κυβέρνηση της χώρας εγκατέλειψε πλήρως την έννοια της “παραμεθόριας περιοχής” ως στοιχείου εθνικής πολιτικής και τους συνεπαγόμενους από αυτήν διοικητικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Είναι, ανάμεσα σε πολλές άλλες, μία περίπτωση παντελούς έλλειψης στρατηγικής πρόνοιας, στον ελληνικό μικρόκοσμο, που μπορεί να γίνει οδυνηρά αισθητή στο μέλλον.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα