Η Πολιτική της Ταυτότητας και ο Λαϊκός Πατριωτισμός

Χθές, Δευτέρα, παρουσιάσαμε στο βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης Παιδεία, το βιβλίο του Τάσου Κανταρά ο Σπόρος της “Αυγής”.

Ο Τάσος Κανταράς έχει στη Θεσσαλονίκη μια ενδιαφέρουσα πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα και όπως είπε ο ίδιος, γράφει βιβλία για να εκτονώσει την εσωτερική πίεση που του δημιουργείται απο τις εξελίξεις.

Το βιβλίο, όπως όλα, επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων.

Οι δύο συμπαρουσιαστές Δημήτρης Στρατούλης και Άλκης Αντωνιάδης, έκαναν μια συνολική παρουσίασή του. Έτσι, μου δόθηκε η δυνατότητα να εστιάσω εκεί που με ενδιέφερε: στο θέμα της ταυτότητας.

Παραθέτω παρακάτω την ομιλία μου. Θα την αναρτούσα στην στήλη Βιβλιοκρισίες αλλά σήμερα το πρωί εντόπισα ένα άρθρο του αριστερού ιστολογίου Jacobin με τίτλο Why Elites Love Identity Politics, Γιατί οι ελίτ αγαπούν την πολιτική της ταυτότητας.

Στην εκδήλωση ξεκίνησα την ομιλία λέγοντας πως μου κάνει εντύπωση η στροφή της αριστεράς προς την πολιτική ταυτότητας και υπεράσπισης αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε πατρίδα σε αντίθεση με την διεθνιστική της εμμονή παλαιότερα.

Και πως όποιον αναζητούσε ταυτότητα η αριστερά τον χαρακτήριζε εθνικιστή.

Γιατί αυτή η στροφή;

Αντιλήφθηκα απο τους ομιλητές, κυρίως, απο τον κ. Στρατούλη πως υπάρχει ένας λαϊκός πατριωτισμός, τον οποίο, προφανώς διακρίνει απο τον πατριωτισμό των ελίτ, αν αυτός ο δεύτερος υπάρχει.

Και εκεί που έφυγα χθες βράδυ με αυτές τις σκέψεις, είδα σήμερα το πρωί το άρθρο στο Jacobin το οποίο οι Ανιχνεύσεις μετέφρασαν και σας παρουσιάζουν. “Χρειαζόμαστε μια επιστροφή στην ταξική πολιτική”, λέει στο Jacobin ο αρχισυντάκτης του Catalyst, Βιβέκ Τσίμπερ.  

Πρώτα, όμως, η δική μου ομιλία για να πάρετε μια εικόνα περί του τίνος γίνεται η συζήτηση

Π.Σ.

Μνήμη, Ταυτότητα, Ευθύνη.

Κυρίες και κύριοι,
σήμερα παρουσιάζουμε ένα μυθιστόρημα που μιλά για μνήμη και συνέχεια, για τον κύκλο ζωής και χρέους απέναντι στην Ιστορία. Ο «Σπόρος της Αυγής» του Τάσου Κανταρά δεν είναι μόνο μια αφήγηση για έναν άνθρωπο και τον τόπο του· είναι ένα βιβλίο για το πώς οι γενιές κληροδοτούν ευθύνη και ελπίδα — σαν σπόρο που περιμένει το πρώτο φως για να φυτρώσει.

Ο Κανταράς ξεκινά με μια σκηνή-πύλη: ο Μανώλης, στο τέλος της ζωής του, ανακαλεί δρόμους και θάλασσες, προσφυγιά και επιβίωση, και αφήνει πίσω τον «σπόρο» — τον γιο του, Αντώνη.

«Ο Μανώλης Κλάρας έφυγε απροσκύνητος»: η φράση αυτή συμπυκνώνει μια ηθική στάση απέναντι στην εξουσία και την Ιστορία, που διαπερνά όλο το βιβλίο.

Τι αφηγείται το βιβλίο

Η αφήγηση κινείται από τη Χαλκιδική και τη Σκόπελο μέχρι ευρωπαϊκά τοπία, υφαίνοντας προσωπικές μνήμες με συλλογικές ιστορικές εμπειρίες — ξεριζωμό, ταξίδια, θάνατο και αναγέννηση. Ο «σπόρος» λειτουργεί ως σύμβολο συνέχειας, ενώ η «αυγή» σηματοδοτεί τη μετάβαση από το σκοτάδι στο φως: κάθε τέλος είναι αρχή, κάθε μνήμη γίνεται ευθύνη. Το βιβλίο στέκει εκεί όπου ρεαλισμός και συμβολισμός αγγίζονται, δημιουργώντας στιγμές σχεδόν «μαγικού ρεαλισμού», όπου ο τόπος, το όνειρο και οι νεκροί συνομιλούν με τους ζωντανούς.

Σε μια εποχή όπου η μνήμη συχνά απωθείται, ο Κανταράς μας θυμίζει πως η ιστορία που λησμονείται επιστρέφει — και μάλιστα οδυνηρά. Το βιβλίο θέτει το ερώτημα: πώς διαχειριζόμαστε τις απώλειες, πώς μετατρέπουμε το τραύμα σε συλλογική αυτογνωσία και πολιτική στάση; Η απάντηση που προτείνει είναι απλή αλλά απαιτητική: «να ζεις, να παλεύεις, να φυτεύεις».

Αλλά τι είναι αυτό που κάνει αυτό το βιβλίο τόσο επίκαιρο;

Σε μια εποχή όπου η μνήμη υποχωρεί και η ταυτότητα γίνεται ρευστή,

ο Κανταράς έρχεται να μας θυμίσει κάτι απλό και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό:

ότι ο άνθρωπος έχει χρέος.

Χρέος απέναντι στην ιστορία του, στους νεκρούς του, στην αλήθεια που του παραδόθηκε.

Και αυτό το χρέος δεν είναι πένθος· είναι ελπίδα.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο «Σπόρος της Αυγής» είναι ένα βιβλίο για τις τρεις λέξεις που σώζουν έναν λαό:

Μνήμη, Ταυτότητα, Ευθύνη.

Η μνήμη όχι ως νοσταλγία, αλλά ως πυξίδα.

Η ταυτότητα όχι ως φυλακή, αλλά ως πεδίο αυτογνωσίας.

Και η ευθύνη όχι ως βάρος, αλλά ως σπόρος —

ένα χρέος που φυτρώνει ξανά σε κάθε γενιά.

Η φωνή του συγγραφέα

Σε συνέντευξη που συνοδεύει την κυκλοφορία, ο Κανταράς εξηγεί τον τίτλο: ο σπόρος «κουβαλά το γενετικό υλικό της συνέχειας» και η αυγή «την ευεργετική αρχή του φωτός». Ο «απροσκύνητος» άνθρωπος είναι αυτός που αντιστέκεται σε κάθε εξουσία που του στερεί την ελευθερία. Αυτά δεν είναι διακοσμητικά σχήματα· είναι ηθικά εργαλεία ανάγνωσης του μυθιστορήματος.

 Η ροή του λόγου είναι καθαρή, με εικόνες γης και θάλασσας· η σκηνοθεσία των σκηνών —ειδικά στις μεταβάσεις ανάμεσα σε παρόν και ανάμνηση— δίνει βάθος χωρίς να βαρύνει τον ρυθμό. Ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα στο ρεαλιστικό βίωμα (ταξίδι, θάνατος, μετανάστευση) και το συμβολικό-μεταφορικό επίπεδο (σπόρος, αυγή, μνήμη), πετυχαίνοντας μια ισορροπία που κάνει το βιβλίο προσβάσιμο αλλά και στοχαστικό.

Ο Τάσος Κανταράς, με ενεργή παρουσία στην αυτοδιοίκηση και στα κοινά, έχει ήδη εκδώσει έργα που ακουμπούν ιστορικά και κοινωνικά ζητήματα. Ο «Σπόρος της Αυγής» συνεχίζει αυτή τη διαδρομή, με έμφαση στην εθνική χειραφέτηση και τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς που τη συνοδεύουν — από τις μνήμες της Οθωμανικής κυριαρχίας έως τις νεότερες ρωγμές του 20ού αιώνα.

Ο «Σπόρος της Αυγής» δεν μας ζητά απλώς να θυμηθούμε. Μας ζητά να επιλέξουμε: θα αφήσουμε τη μνήμη να γίνει βάρος ή θα την κάνουμε σπόρο; Θα μείνουμε στο σκοτάδι της απώλειας ή θα σταθούμε στην αυγή της συνέχειας; Το βιβλίο μας λέει πως  η Ιστορία δεν κλείνει ποτέ, κι εμείς είμαστε οι φορείς της — σήμερα.

Γι αυτό τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται χαμένο. Όλα είναι ανοικτά. Όλα όσα σημάδεψαν αυτόν τον λαό και τον καθένα ξεχωριστά.

Και επειδή βρισκόμαστε σε πολιτικό περιβάλλον οι ιδεοληψίες δεν μπορούν να κυριαρχούν στη μνήμη και την ταυτότητα, στοιχεία που αναδεικνύει ο συγγραφέας.

Τη δεκαετία του 90 είχα καλύψει τους σύγχρονους βαλκανικούς πολέμους.

Μου είχε κάνει εντύπωση μια δήλωση του στρατιωτικού αρχηγού των Σερβοβοσνίων Ράτκο Μλάντιτς για τους Αμερικανούς που τον κυνηγούσαν: η βελανιδιά στον κήπο του σπιτιού μου-είχε πει- έχει ηλικία μεγαλύτερη από της χώρας τους. Ήθελε να δείξει πόσο βαθιές είναι οι ρίζες τους στον τόπο τους τον οποίο ήταν αποφασισμένοι να προασπίσουν.

Για μια βελανιδιά έγινε ο πόλεμος και χύθηκε τόσο αίμα. Δείχνει πόσο οι άνθρωποι είναι δεμένοι με τον τόπο τους.

Το ίδιο και οι κύπριοι. Δεν είναι ότι προσδοκούν κάτι οικονομικό από μια δίκαιη λύση του κυπριακού. Θέλουν να επιστρέψουν στον τόπο που γενιές προγόνων τους, αρκετοί ζουν και σήμερα, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και είδαν το φως του ήλιου.

Είναι ο τόπος που τους προσδίδει και ταυτότητα.

Γι αυτό δεν ηχεί καλά στα αυτιά μου όταν η γειτονική χώρα υπό απειλή και μόνο διεκδικεί  παραχωρήσεις που η Αθήνα συζητά.

Έχει καταλάβει μια φοβία το πολιτικό σύστημα η οποία την οδηγεί σε διάθεση για συνεχείς υποχωρήσεις.

Για να γίνω και λίγο πολιτικά επίκαιρος, ο θρίαμβος του40 ήταν η τελευταία μας αναλαμπή. Από το τέλος εκείνης της δεκαετίας άρχισε μια παρακμή που σήμερα κορυφώνεται και τρώει σαν σαράκι τα σωθικά της κοινωνίας. Αποδομείται κάθε έννοια ταυτότητας και ιστορικής συνέχειας

Είναι εξαιρετικός ο Φουκουγιάμα στο βιβλίο του Ταυτότητα.

Περιγράφει την κρίση του σύγχρονου κόσμου ως κρίση αναγνώρισης.

Ο άνθρωπος, λέει, δεν αρκείται πια στην οικονομική ασφάλεια ή στην τυπική ισότητα ενώπιον του νόμου· ζητά να αναγνωριστεί ως άτομο με αξία, με αξιοπρέπεια, με ταυτότητα.

Αυτό το υπαρξιακό αίτημα —το οποίο ο Φουκουγιάμα ονομάζει thymos (από τον Πλάτωνα)— είναι η εσωτερική φλόγα που ωθεί τον άνθρωπο να πει: «Δεν θα με αγνοήσετε.»

Και είναι η ίδια φλόγα που βρίσκουμε και στον «Σπόρο της Αυγής».

Ο ήρωας του Κανταρά, ο Μανώλης, ζει και πεθαίνει «απροσκύνητος» — δηλαδή απαιτεί αναγνώριση όχι από την εξουσία, αλλά από την Ιστορία.

Δεν ζητά δικαίωση, ζητά αξιοπρέπεια· κι αυτή η στάση, κατά τον Φουκουγιάμα, είναι η πιο βαθιά μορφή πολιτικής ταυτότητας.

Η πολιτική της ταυτότητας ξεκινά συχνά από τραύμα και περιφρόνηση.

Όταν ο άνθρωπος ή μια ομάδα δεν αναγνωρίζεται, γεννιέται θυμός — η μνησικακία που διαλύει την κοινωνική συνοχή.

Αυτός ο μηχανισμός υπάρχει παντού: στην πολιτική, στη φυλή, στο φύλο, στην εθνική μνήμη.

Στον Κανταρά, ο θυμός αυτός δεν μένει στείρος.

Μετουσιώνεται σε δημιουργική μνήμη.

Το τραύμα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού, των χαμένων πατρίδων, δεν γίνεται εκδίκηση — γίνεται χρέος και ζωή.

Ο «σπόρος» που φυτεύει ο Μανώλης είναι η συνειδητή απόφαση να μη μεταδώσει μίσος, αλλά ευθύνη.

Εκεί ακριβώς το έργο του Κανταρά επιβεβαιώνει τη θεμελιώδη θέση

ότι η ταυτότητα μπορεί να γίνει είτε πηγή διχασμού είτε πεδίο αναγέννησης.

Ο Κανταράς, μέσα από τη μυθοπλασία μας λέει  ότι ο άνθρωπος οφείλει να θυμάται για να μπορεί να είναι ελεύθερος.

Ο Σπόρος της Αυγής μπορεί να διαβαστεί ως λογοτεχνική εκδοχή της πολιτικής ταυτότητας.

εκεί όπου η ανάγκη για αναγνώριση μεταμορφώνεται σε πράξη μνήμης,

όπου η αξιοπρέπεια νικά την ταπείνωση,

και όπου το τραύμα της Ιστορίας δεν παράγει εκδίκηση, αλλά νόημα.

Ή, όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Κανταράς:

«Η Ιστορία δεν κλείνει ποτέ· κι εμείς είμαστε οι φορείς της, σήμερα.»

Γιατί οι ελίτ αγαπούν την πολιτική ταυτότητας

Συνέντευξη με τον
Βιβέκ Τσίμπερ

Το Δημοκρατικό Κόμμα, σε κάθε επίπεδο, πέρασε χρόνια αγκαλιάζοντας την πολιτική ταυτότητας, η οποία στην ουσία εξυπηρετούσε κυρίως τα συμφέροντα των επαγγελματικών στρωμάτων, υποστηρίζει ο αρχισυντάκτης του Catalyst, Βιβέκ Τσίμπερ. Χρειαζόμαστε μια επιστροφή στην ταξική πολιτική.

«Αν διαλύαμε αύριο τις μεγάλες τράπεζες, θα τελείωνε ο ρατσισμός; Θα τελείωνε ο σεξισμός;» Καθώς οι αναμνήσεις από τη Χίλαρι Κλίντον να λικνίζεται και να γελά υστερικά κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2016 αρχίζουν να ξεθωριάζουν, αυτή η ατάκα από μία από τις συγκεντρώσεις της έχει μια ασυνήθιστη ανθεκτικότητα. Εξίσου σημαντική με την ήττα της από τον Ντόναλντ Τραμπ, η νίκη της επί του Μπέρνι Σάντερς στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών αναμόρφωσε την κεντροαριστερή πολιτική για μια δεκαετία και καθιέρωσε την πολιτική ταυτότητας ως ένα από τα βασικά εργαλεία του Δημοκρατικού Κόμματος.

Στο πιο πρόσφατο επεισόδιο του νέου podcast του Jacobin Radio, Confronting Capitalism, ο Βιβέκ Τσίμπερ, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και αρχισυντάκτης του Catalyst: A Journal of Theory and Strategy, εξετάζει το φάντασμα της πολιτικής ταυτότητας που στοιχειώνει τους Δημοκρατικούς την τελευταία δεκαετία. Ο Τσίμπερ εξηγεί πώς η πολιτική ταυτότητας προωθεί στρατηγικές και πολιτικές που απευθύνονται κυρίως στα συμφέροντα των ελίτ, αντί της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων Αμερικανών.

Η πολιτική ταυτότητας έχει τις ρίζες της στους αγώνες της δεκαετίας του 1960 κατά του ρατσισμού και του σεξισμού. Όμως, σύμφωνα με τον Τσίμπερ, η διάσπαση του συνασπισμού υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, η αποβιομηχάνιση και η κατάρρευση του οργανωμένου εργατικού κινήματος απομάκρυναν την ατζέντα από τα ζητήματα της εργατικής τάξης και τη μετέφεραν σε ένα σχέδιο ενίσχυσης της επαγγελματικής τάξης. Η απομαγνητοφώνηση που ακολουθεί έχει επιμεληθεί για λόγους συντομίας και σαφήνειας.

Μελίσσα Νάσεκ
Καθώς ακόμη βρισκόμαστε, κάπως, σε μια μετεκλογική κατάσταση του τύπου «τι στο καλό συνέβη μόλις τώρα», ένα πράγμα που σκέφτομαι πολύ είναι η συζήτηση που εξελίσσεται γύρω από την πολιτική ταυτότητας.

Για σχεδόν μία δεκαετία, η πολιτική ταυτότητας ήταν κεντρική στην κεντροαριστερή πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος, και δεν μπορούσες καν να την επικρίνεις χωρίς να σε στιγματίσουν αμέσως ως ρατσιστή, σεξιστή ή όποιον άλλο χαρακτηρισμό θα λειτουργούσε για να ακυρώσει αυτομάτως κάθε κριτική, αποτρέποντας κάθε σοβαρή σκέψη για το τι εκπροσωπεί αυτή η κριτική. Και τώρα που ο Τραμπ ξανακέρδισε, ξαφνικά όλοι μιλάνε για το πόσο πρόβλημα είναι η πολιτική ταυτότητας.

Βιβέκ Τσίμπερ
Σωστά. Οπότε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ή να αναλύσουμε την πολιτική ταυτότητας, πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Θέλεις να την ορίσεις με όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο τρόπο, έτσι ώστε να μην φανεί πως έχεις ενσωματώσει ήδη την κριτική σου στον ίδιο τον ορισμό. Θέλουμε έναν ορισμό που οι περισσότεροι να αναγνωρίσουν ως έγκυρο.

Πώς την καταλαβαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Θα έλεγα πως υπάρχουν δύο πράγματα που συνδέονται περισσότερο με αυτήν. Πρώτον, μια εστίαση στη διάκριση και τις ανισότητες ως την ουσία της κυριαρχίας φυλής.

Η εστίαση στις ανισότητες σημαίνει ότι εξετάζεις οποιοδήποτε επάγγελμα, οποιοδήποτε φαινόμενο — όπως η στέγαση ή η ιατρική περίθαλψη — και ρωτάς: έχουν οι μαύροι και οι λευκοί τα ίδια αποτελέσματα; Τι γίνεται με τους Λατίνους και τους λευκούς; Ομοίως, σε ό,τι αφορά τις διακρίσεις, θέλεις να διαπιστώσεις αν οι άνθρωποι έχουν ίση πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η εστίαση στην εκπροσώπηση. Βλέπουμε μαύρα και καφέ πρόσωπα και παρουσίες στους κοινωνικούς θεσμούς σε επίπεδο ανάλογο με το ποσοστό τους στον πληθυσμό; Αυτά τα δύο πράγματα μαζί — εκπροσώπηση, ανισότητες και διακρίσεις — είναι πιθανότατα ό,τι σκέφτονται οι περισσότεροι όταν ακούν τον όρο «πολιτική ταυτότητας».

Γιατί, λοιπόν, να την επικρίνει κανείς; Η κριτική δεν γίνεται επειδή αυτά τα ζητήματα δεν έχουν σημασία, αλλά επειδή έχουν μεγαλύτερη σημασία κυρίως για τα ελίτ τμήματα των μειονοτικών πληθυσμών.

Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα των ανισοτήτων. Λιγότεροι μαύροι ανήκουν στη μεσαία τάξη ιδιοκτητών κατοικίας σε σχέση με λευκούς της ίδιας τάξης. Δείτε τα ποσοστά αποφοίτησης. Λιγότεροι μαύροι και Λατίνοι αποφοιτούν από λευκούς. Δείτε τις εταιρικές αίθουσες συνεδριάσεων. Υπάρχουν λιγότερα μαύρα διευθυντικά στελέχη και λιγότερες γυναίκες σε διευθυντικές θέσεις από ό,τι λευκοί άνδρες.

Δίκαιο το ερώτημα. Γιατί να έχει κάποιος πρόβλημα με μια τέτοια προσέγγιση; Το ζήτημα είναι ότι, σε μια σειρά φαινομένων, δεν είναι οι ανισότητες σε θέσεις εργασίας ή μισθούς ή στέγαση που έχουν μεγαλύτερη σημασία, αλλά η ίδια η διαθεσιμότητά τους.

Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί έχουν προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά σε αυτό που ονομάζεται προοδευτική πολιτική. Αλλά απλώς περνούν από μια πόρτα που τους άνοιξαν οι πραγματικοί κάτοχοι της εξουσίας — η εταιρική τάξη.

Πάρτε για παράδειγμα τους μισθούς. Μπορεί να δεις ότι στα κατώτερα στρώματα της αγοράς εργασίας, ας πούμε στη Walmart, οι μαύροι πληρώνονται λιγότερο από τους λευκούς. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά αν λύσεις αυτό το πρόβλημα, θα βελτιωθεί πραγματικά η ποιότητα ζωής και οι ευκαιρίες ζωής για τους Αφροαμερικανούς ή τους Λατίνους; Αν τους μετακινήσεις, για παράδειγμα, από τα 13 δολάρια την ώρα στα 15 δολάρια που παίρνουν οι λευκοί, θα λυθεί το πρόβλημα; Θα γίνει καλύτερο, ναι, αλλά σίγουρα δεν θα λυθεί.

Γιατί, λοιπόν, υπάρχει τόσο μεγάλη εστίαση σε αυτές τις ανισότητες, αν η επίλυσή τους δεν λύνει το πρόβλημα; Διότι οι ανισότητες έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τα ελίτ τμήματα του πληθυσμού, καθώς έχουν ήδη επιτύχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Αυτό που θέλουν είναι να αποκομίσουν την πλήρη αξία της κοινωνικοταξικής τους θέσης. Αντίθετα, για τα κατώτερα στρώματα, για την εργατική τάξη, το ζητούμενο δεν είναι να απολαύσουν πλήρως τη θέση τους μέσα στην τάξη. Το πρόβλημα είναι η ίδια η κοινωνική τους θέση. Η επίλυση των ανισοτήτων για ανθρώπους στα χαμηλά στρώματα της αγοράς εργασίας δεν λύνει τα βασικά τους διλήμματα, διότι το πρόβλημα για αυτούς είναι η ίδια η εργασία, η ποιότητά της, η διαθεσιμότητά της.

Επομένως, αν συμφωνούμε, όπως οι περισσότεροι, ότι η πολιτική ταυτότητας έχει να κάνει με ανισότητες και εκπροσώπηση, τότε το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν αγγίζει τις ζωές των μειονοτήτων. Σίγουρα προσφέρει κάποια βοήθεια. Αλλά απέχει πολύ από το να αποτελεί λύση. Επηρεάζει άμεσα μόνο τις ζωές μιας μικρής ελίτ μέσα στις μειονότητες. Για να ξεπεράσουμε αυτό το επίπεδο και να ασχοληθούμε πραγματικά με την ποιότητα ζωής και τις ευκαιρίες ζωής της μεγάλης πλειονότητας των φυλετικών μειονοτήτων, πρέπει να πάμε πέρα από τις ανισότητες και να εξετάσουμε τη διαθεσιμότητα των κοινωνικών αγαθών — όχι την παρούσα κατανομή διαφορετικών φυλών, θεωρώντας αυτή τη διαθεσιμότητα δεδομένη.

Από τη στιγμή που το ορίσουμε έτσι, μπορούμε πλέον να το αναλύσουμε με όρους του από πού προέρχεται, γιατί είναι τόσο δημοφιλές, κλπ. Και αυτό είναι που πρέπει να επιδιώξουμε στη συνέχεια.

Για να ασχοληθείς με την ποιότητα ζωής και τις ευκαιρίες ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των φυλετικών μειονοτήτων, πρέπει να πας πέρα από τις ανισότητες και να εξετάσεις τη διαθεσιμότητα των κοινωνικών αγαθών.

Μελίσσα Νάσεκ
Το Δημοκρατικό Κόμμα έχει σχεδόν γίνει συνώνυμο με την πολιτική ταυτότητας. Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Βιβέκ Τσίμπερ
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι συμφωνώ πως η Καμάλα Χάρις δεν έθεσε υποψηφιότητα προβάλλοντας την πολιτική ταυτότητας. Γιατί, λοιπόν, αποδίδεται η ήττα της σε αυτήν; Είναι ψέμα;

Δεν προέβαλε την ταυτότητά της. Στην πραγματικότητα, σε σύγκριση με τη Χίλαρι Κλίντον, η Χάρις απέφυγε όσο μπορούσε να ταυτίσει τον εαυτό της με την ιδιότητά της ως γυναίκας και ως άτομο έγχρωμο —

Μελίσσα Νάσεκ
Σωστά. Ο Τραμπ μάλιστα προσπάθησε να την προκαλέσει με ρατσιστικά σχόλια.

Βιβέκ Τσίμπερ
Ναι, και δεν ανταποκρίθηκε στην πρόκληση. Οπότε αυτή η παρατήρηση είναι αληθής — δεν έτρεξε με σημαία την πολιτική ταυτότητας.

Παρ’ όλα αυτά, είναι επίσης αλήθεια ότι η πολιτική ταυτότητας έπαιξε σημαντικό ρόλο — αν και όχι καθοριστικό — στην ήττα της. Ο καθοριστικός παράγοντας ήταν τα οικονομικά ζητήματα. Σε γενικές γραμμές, δεν είχε σημασία που δεν προέβαλε την ταυτότητά της. Θα έχανε ούτως ή άλλως λόγω οικονομικών θεμάτων.

Αλλά μην κάνουμε λάθος: παρότι η σύνδεση με την ταυτότητα δεν προκάλεσε την ήττα της, ήταν σημαντικός παράγοντας. Και το να το αγνοήσεις αυτό θα ήταν σοβαρό σφάλμα.

Πώς, λοιπόν, η ίδια και το κόμμα της συνδέθηκαν τόσο στενά με την πολιτική ταυτότητας και ποιον ρόλο έπαιξε αυτή; Πρώτα απ’ όλα, παρότι εκείνη την απέφυγε, το κόμμα την προωθούσε με πολύ επιθετικό τρόπο τα τελευταία έξι ή οκτώ χρόνια. Άρα, το να την εγκαταλείψουν την τελευταία στιγμή δεν ξεγέλασε κανέναν. Γι’ αυτό και οι διαφημίσεις του Τραμπ ήταν τόσο αποτελεσματικές όταν την παρουσίαζαν ως κάποιον που επιβάλλει την πολιτική ταυτότητας — οι Δημοκρατικοί την έκαναν ήδη επί οκτώ χρόνια.

Όπως συμβαίνει με τόσα ζητήματα στη σημερινή πολιτική μας συγκυρία, όλα ξεκινούν από την πρώτη εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς. Η απάντηση του Δημοκρατικού Κόμματος στη ρητορική του Σάντερς για οικονομική δικαιοσύνη και οικονομικά ζητήματα ήταν να τον παρουσιάσουν ως κάποιον που αγνοεί τη μοίρα των — όπως τους αρέσει να λένε, χρησιμοποιώντας τον νέο όρο τους — «περιθωριοποιημένων ομάδων»: έγχρωμοι, γυναίκες, τρανς, θέματα σεξουαλικότητας. Αυτή ήταν η αντεπίθεση απέναντι στην καμπάνια του Σάντερς, και την έχουν χρησιμοποιήσει μεθοδικά τα τελευταία οκτώ χρόνια.

Άρα, αν τους τελευταίους δύο μήνες αποφάσισαν να αποτραβηχτούν από αυτό, ποιον νομίζουν ότι ξεγελούν; Κυριολεκτικά κανέναν. Γι’ αυτό και η απόπειρα αποστασιοποίησης από την πολιτική ταυτότητας απέτυχε — γιατί έμοιαζε άγαρμπη και ανειλικρινής. Κανείς δεν την πίστεψε.

Ως προς το βαθύτερο ερώτημα για τις ρίζες της πολιτικής ταυτότητας στο Δημοκρατικό Κόμμα, θεωρώ πως πρόκειται για ιστορική κληρονομιά με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι προφανής. Βγαίνοντας από τη δεκαετία του ’60, όταν εμφανίστηκαν τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα, οι Δημοκρατικοί ήταν το κόμμα που στήριξε εκείνα τα αιτήματα. Ακόμα κι όταν αφορούσαν τις μάζες και όχι μόνο τις ελίτ, αυτό το κόμμα τα υποστήριξε — σε αντίθεση με τους Ρεπουμπλικάνους, που ήταν το κόμμα που αντιστάθηκε στο φεμινιστικό και στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτή είναι η μία ιστορική κληρονομιά.

Η δεύτερη είναι λίγο πιο λεπτή: βγαίνοντας από την εποχή του New Deal, η σημαντικότερη εκλογική βάση των Δημοκρατικών ήταν η εργατική τάξη, και αυτή ήταν σχεδόν αποκλειστικά συγκεντρωμένη στα αστικά κέντρα, στις μεγάλες πόλεις, γιατί εκεί βρίσκονταν τα εργοστάσια. Μετά τη δεκαετία του ’80, η γεωγραφική τοποθέτηση αυτής της βάσης δεν άλλαξε — ήταν ακόμη οι πόλεις — αλλά οι πόλεις άλλαξαν. Ενώ κάποτε οι πόλεις ήταν η βάση των εργατών και των συνδικάτων, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 οι πόλεις είχαν επαναδομηθεί γύρω από νέους τομείς — χρηματοοικονομικά, ακίνητα, ασφάλειες, υπηρεσίες, υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα.

Γι’ αυτό και οι διαφημίσεις του Τραμπ ήταν τόσο αποτελεσματικές όταν επιτίθονταν στη Χάρις παρουσιάζοντάς την ως κάποιον που επιβάλλει την πολιτική ταυτότητας στον κόσμο — οι Δημοκρατικοί το έκαναν ήδη εδώ και οκτώ χρόνια.

Οι Δημοκρατικοί εξακολουθούσαν να στηρίζονται στις πόλεις για τις ψήφους τους, αλλά επειδή η δημογραφία των πόλεων είχε μετατοπιστεί, αυτό είχε βαθιά επίδραση στη δυναμική των εκλογών. Τα ευκατάστατα στρώματα έγιναν η βάση του κόμματος, και η φυλή και το φύλο επανασχεδιάστηκαν γύρω από τις εμπειρίες και τις απαιτήσεις αυτών των ευκατάστατων ομάδων.

Έτσι, οι Δημοκρατικοί εξαρτώνταν από μια πολύ πιο ευκατάστατη εκλογική βάση απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, η οργανωμένη πίεση από γυναίκες της εργατικής τάξης και μειονότητες μειώθηκε λόγω της ήττας του συνδικαλιστικού κινήματος, και οι κύριοι οργανισμοί που πήραν τη θέση τους στο Δημοκρατικό Κόμμα ήταν τα μη κυβερνητικά «non‑profits» και οι επιχειρήσεις.

Πάρτε το ζήτημα της φυλής. Στην ακμή του φιλελευθερισμού, η μαύρη εργατική τάξη είχε φωνή εντός του Δημοκρατικού Κόμματος μέσω του «Congress of Industrial Organizations» (CIO) και των συνδικάτων, και έφεραν τον αγώνα κατά του ρατσισμού στο κόμμα μέσα από τον φακό των αναγκών των μαύρων εργαζομένων. Όταν τα συνδικάτα διαλύθηκαν και ο συνδικαλισμός γενικά άρχισε να υποχωρεί, ποιος εκφράζει τις ανησυχίες των μαύρων; Θα είναι οι πιο ευκατάστατοι μαύροι και οι μαύροι πολιτικοί λειτουργοί που ανέβηκαν μετά την εποχή των πολιτικών δικαιωμάτων.

Και αυτοί οι πολιτικοί, έως τη δεκαετία του 2000, είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα. Υπάρχει τεράστια άνοδος του αριθμού των εκλεγμένων μαύρων αξιωματούχων, δημάρχων, βουλευτών κ.λπ. Και πλέον δεν έχουν κανένα λόγο να εξυπηρετούν τη μαύρη εργατική τάξη, επειδή οι εργαζόμενοι είναι πολιτικά αποδιοργανωμένοι. Οι πολιτικοί αξιωματούχοι καταλήγουν να είναι αιχμαλωτισμένοι από τις ίδιες εταιρικές δυνάμεις με τους λευκούς πολιτικούς — αλλά έχουν την κυριαρχία στην «ομιλία της φυλής».

Οι σοσιαλιστές παλαιότερα κοιτούσαν με περιφρόνηση τις προσπάθειες των ελίτ να καταλάβουν αυτά τα κινήματα. Το όνειρό μου είναι η Αριστερά να ξανακερδίσει την ηθική αυτοπεποίθηση και το κοινωνικό βάρος ώστε να το κάνει αυτό ξανά.

Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η «ομιλία της φυλής» και της «φύλου» έχει μετασχηματιστεί από την εξυπηρέτηση των αναγκών των εργατριών γυναικών και της εργατικής τάξης των μαύρων και Λατίνων, σε εκείνες των πιο ευκατάστατων ομάδων που αποτελούν τη εκλογική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος στις πόλεις. Και ακόμη περισσότερο από τους πολιτικούς που έχουν πλέον αυξηθεί δραματικά, βοηθούμενοι από τις ΜΚΟ που κάνουν πολύ από τη «βαριά δουλειά» και τη συμβουλευτική για το κόμμα. Αυτό που λείπει είναι το 70 έως 80 % αυτών των «περιθωριοποιημένων» ομάδων που εν τω μεταξύ είναι εργαζόμενοι άνθρωποι.

Έτσι, οι Δημοκρατικοί είναι το κόμμα της φυλής, το κόμμα του φύλου — αλλά η φυλή και το φύλο όπως εννοούνται από τις ελίτ τους. Αυτή είναι η ιστορική πορεία. Και γι’ αυτό, στο εσωτερικό του κόμματος, στηρίχθηκαν σε αυτή τη διαστρεβλωμένη κληρονομιά, επειδή ήταν μια μορφή πολιτικής της φυλής που ταίριαζε με τα συμφέροντα της μαύρης ελίτ.

Μελίσα Νάσεκ
Μπορείτε να εξηγήσετε περαιτέρω τι ακριβώς διεκδικούσε το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και γιατί αυτό το όραμα για φυλετική δικαιοσύνη δεν επιβίωσε μετά τη δεκαετία του 1960;

Βιβέκ Τσίμπερ
Αυτό είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα δύο διαφορετικών τρόπων προσέγγισης του ζητήματος της φυλής. Η εκδοχή που έχει θαφτεί ήταν στην πραγματικότητα αυτή που προωθούσε ο ίδιος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και οι βασικοί του συνεργάτες, ιδιαίτερα ο Έι. Φίλιπ Ράντολφ και ο Μπέιαρντ Ράστιν. Και οι δύο ήταν καθοριστικοί στην προώθηση μιας ατζέντας εντός του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα που ξεπερνούσε τα απλά πολιτικά δικαιώματα, και διεκδικούσε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε οικονομικά δικαιώματα για τους μαύρους Αμερικανούς. Και, όπως είναι ευρέως γνωστό, η Πορεία στην Ουάσινγκτον ήταν μια «πορεία για δουλειές και ελευθερία», όχι απλώς για πολιτική ισότητα.

Ο Ράντολφ δεν ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση στο συνδικαλιστικό κίνημα στην επιμονή του ότι η φυλετική δικαιοσύνη πρέπει να επιτευχθεί μέσα από οικονομικές διεκδικήσεις. Το CIO (Congress of Industrial Organizations) προωθούσε αυτό το αίτημα ήδη από τη δεκαετία του 1930 και του 1940, και είχε ενσωματωθεί βαθιά μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα μέχρι τη δεκαετία του ’60.

Γιατί είχε εδραιωθεί τόσο πολύ στο κόμμα; Όχι επειδή το προωθούσαν μαύρες ελίτ, ούτε επειδή το ζητούσαν εκλεγμένοι μαύροι πολιτικοί — δεν υπήρχαν και πολλοί άλλωστε. Ήταν επειδή οι μαύροι εργάτες είχαν καταφέρει να βρουν φωνή και κάποια πολιτική επιρροή μέσω του συνδικαλιστικού κινήματος. Πιθανόν το CIO έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό φορέα για τους μαύρους Αμερικανούς της εργατικής τάξης.

Η οργανωμένη πίεση από μειονότητες της εργατικής τάξης και από γυναίκες άρχισε να φθίνει εξαιτίας της ήττας του συνδικαλιστικού κινήματος, και οι βασικοί οργανισμοί που πήραν τη θέση τους στο Δημοκρατικό Κόμμα ήταν οι ΜΚΟ και οι επιχειρήσεις.

Δεν ήταν μόνο ο Ράντολφ και ο Ράστιν, αλλά και ο ίδιος ο Κινγκ. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο Κινγκ προερχόταν από την παράδοση του χριστιανικού σοσιαλισμού. Όλοι τους επέμεναν τότε ότι η αντιρατσιστική ατζέντα πρέπει να είναι και ατζέντα αναδιανομής του πλούτου — να εξασφαλίζονται δουλειές, στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Πρέπει να είναι μια ευρεία ατζέντα.

Τώρα, εδώ συνέβησαν δύο κρίσιμα πράγματα. Δεν υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για αυτό, οπότε βασιζόμαστε σε ανεκδοτολογικά στοιχεία και λίγες αναλύσεις. Όμως ο Μπέιαρντ Ράστιν είπε περίφημα ότι, μετά την ψήφιση του Νόμου για τα Εκλογικά Δικαιώματα, η μαύρη μεσαία τάξη σε μεγάλο βαθμό αποσύρθηκε από το κίνημα.

Γιατί συνέβη αυτό; Πιθανώς επειδή πήρε αυτό που ήθελε — καταργήθηκε το ταβάνι στην πολιτική συμμετοχή. Είχαν πλέον την υπόσχεση της πολιτικής ισότητας. Όμως όταν περνούσε κανείς στις οικονομικές διεκδικήσεις, το ενδιαφέρον τους μειωνόταν. Είχαν ήδη αξιοπρεπείς οικονομικούς πόρους. Ήταν πολύ λιγότερο πρόθυμοι να αγωνιστούν σε αυτό το μέτωπο. Όμως αυτά ήταν τα ζητήματα που πιεστικά απασχολούσαν την τεράστια πλειοψηφία των μαύρων Αμερικανών — στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εργασία, αξιοπρεπής εκπαίδευση. Και τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς οικονομική αναδιανομή.

Το πρόβλημα που αντιμετώπισαν ο Ράστιν και ο Κινγκ μετά το 1965 δεν ήταν μόνο ότι η μαύρη μεσαία τάξη αποσύρθηκε από το κίνημα. Το πρόβλημα ήταν ότι, μόλις αλλάζεις το επίκεντρο από τα πολιτικά δικαιώματα στην οικονομική αναδιανομή ή επέκταση, τότε αλλάζει και ο βαθμός αντίστασης από την άρχουσα τάξη. Οι καπιταλιστές είναι πολύ πιο πρόθυμοι να παραχωρήσουν πολιτικά δικαιώματα, επειδή αυτά δεν επηρεάζουν άμεσα την οικονομική τους ισχύ. Όταν όμως αρχίζεις να διατυπώνεις αιτήματα που απαιτούν οικονομικούς πόρους, η αντίσταση γίνεται πολύ μεγαλύτερη — και άρα η στρατηγική σου πρέπει επίσης να αλλάξει.

Έτσι, το πρόβλημα είναι ότι ένα κομμάτι του κινήματός σου — η μαύρη μεσαία τάξη — έχει αποσυρθεί τη στιγμή που η αντίσταση από τις επιχειρηματικές ελίτ αυξάνεται. Ο συνασπισμός σου έχει στενέψει. Και, δεύτερον, δεν υπάρχει περίπτωση ο αγώνας για αναδιανομή να κερδηθεί από μόνο του από τη μαύρη εργατική τάξη. Ακόμη και αν μπορούσες να οργανώσεις όλους τους μαύρους εργάτες, το γεγονός παραμένει ότι, το 1965, οι μαύροι Αμερικανοί αποτελούσαν περίπου το 12% του πληθυσμού. Είναι μια πολύ μικρή μειονότητα εργαζομένων που προσπαθεί να τα βάλει με την ισχυρότερη άρχουσα τάξη του κόσμου. Για να έχεις οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας έναντι αυτής της τάξης, ώστε να δεχτεί να σου παραχωρήσει τους οικονομικούς σου στόχους, πρέπει επίσης να φέρεις μαζί σου την λευκή εργατική τάξη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Ακόμη και αν το μόνο που σε απασχολεί είναι η μοίρα των μαύρων Αμερικανών, πρέπει να μετατρέψεις το κίνημα από φυλετικό σε κίνημα των φτωχών. Διότι αν δεν φέρεις μαζί σου τους λευκούς εργαζομένους, οι φυλετικοί σου στόχοι δεν θα εκπληρωθούν. Αυτό συνειδητοποίησε ο Κινγκ. Ακόμη και αν το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι η φυλετική δικαιοσύνη, τότε οφείλεις να γίνεις οικουμενιστής. Πρέπει να είσαι κάποιος που προτάσσει την ταξική πολιτική ως εργαλείο για την επίτευξη φυλετικής δικαιοσύνης.

Όμως αυτή η συνειδητοποίηση ήρθε την χειρότερη δυνατή στιγμή. Τα συνδικάτα είχαν αρχίσει να παρακμάζουν, οι προοδευτικές δυνάμεις βρίσκονταν σε άμυνα, και η λιτότητα έκανε την εμφάνισή της. Τελικά, οι μαύρες ελίτ αναλαμβάνουν τον έλεγχο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Ομάδα Μαύρων του Κογκρέσου (Congressional Black Caucus) ήταν ακόμα μια κάπως σοσιαλδημοκρατική δύναμη. Αλλά μετά τα ’80s, οι μαύροι πολιτικοί καθίστανται σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τα εταιρικά συμφέροντα.

Αυτά ήταν τα ζητήματα που πραγματικά έκαιγαν για τη μεγάλη πλειοψηφία των μαύρων Αμερικανών — στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, εργασία, αξιοπρεπής εκπαίδευση. Και τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς οικονομική αναδιανομή.

Σε εκείνο το σημείο, το όραμα του Κινγκ και του Ράστιν για φυλετική δικαιοσύνη έχει αντικατασταθεί από την εκδοχή της μαύρης ελίτ και της μαύρης μεσαίας τάξης, η οποία αφήνει έξω από την εξίσωση τους μαύρους εργάτες, και αργότερα και τους Λατινοαμερικανούς εργάτες. Έτσι προκύπτει αυτό που σήμερα αποκαλούμε «πολιτική ταυτότητας».

Μελίσα Νάσεκ
Τη δεκαετία του ’70, το εργατικό κίνημα άρχισε να παρακμάζει και αυτό που σταδιακά πήρε τη θέση του ήταν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι λεγόμενες ΜΚΟ. Τι ρόλο έπαιξε η αντικατάσταση των εργατικών σωματείων από τις ΜΚΟ στην άνοδο της πολιτικής ταυτότητας και στην οικειοποίηση της φυλετικής δικαιοσύνης από τις ελίτ;

Βιβέκ Τσίμπερ
Έπαιξε πράγματι έναν ρόλο. Υπάρχει μια άποψη, που είναι αρκετά διαδεδομένη στον Τύπο αυτές τις μέρες, η οποία παρουσιάζει τις ΜΚΟ ως τον βασικό ένοχο — λες και αυτές οι οντότητες είναι που προώθησαν αυτή τη στενή, ταυτοτική ατζέντα. Εγώ δεν θα το έθετα έτσι. Θα έλεγα ότι είναι οι «πεζικάροι», αλλά οι «στρατηγοί» ήταν και είναι πάντα οι μεγάλοι χρηματοδότες. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Όσο το αμερικανικό πολιτικό σύστημα βασίζεται στο χρήμα, η βασική κατεύθυνση και των δύο κομμάτων θα καθορίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο. Και αυτό ισχύει και σήμερα.

Ο τρόπος που εγώ το κατανοώ είναι ο εξής: ακόμη και κατά την περίοδο του New Deal, όταν τα συνδικάτα είχαν ισχύ, οι Δημοκρατικοί ήταν πάντα δεμένοι με την επιχειρηματική τάξη. Το θέμα είναι ότι, τότε, λόγω της πίεσης των συνδικάτων, το κεφάλαιο έπρεπε να λάβει υπόψη του τα εργατικά συμφέροντα. Έτσι, παρόλο που οι Δημοκρατικοί κυριαρχούνταν από το κεφάλαιο, έπρεπε να παραχωρήσουν χώρο στην εργασία — από απλή πρακτική αναγκαιότητα. Και οι βασικοί τους χρηματοδότες, οι καπιταλιστές, ήταν διατεθειμένοι να το δεχτούν αυτό. Σε εκείνη τη στιγμή μπορούσε να επικρατήσει ένα διαφορετικό μοντέλο φυλετικής δικαιοσύνης — ένα μοντέλο που εστίαζε στις ανάγκες των εργαζομένων.

Μετά τη δεκαετία του ’80, καθώς τα συνδικάτα παρακμάζουν, η κυριαρχία του κεφαλαίου στο κόμμα μένει ανεξέλεγκτη. Και επειδή μένει ανεξέλεγκτη, τα αιτήματα της εργατικής τάξης — είτε πρόκειται για μαύρους, λευκούς ή γυναίκες — περνούν στο περιθώριο. Ως αποτέλεσμα, η έννοια της φυλής και του φύλου αναδιαμορφώνεται από τις ελίτ, βάσει μιας ατζέντας που καθορίζουν οι προνομιούχες γυναίκες και οι μειονότητες.

Εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι οι ΜΚΟ. Μόλις οι εταιρικοί δωρητές καθορίσουν τα βασικά όρια του λόγου, πρέπει να διατυπωθεί ένα πρόγραμμα και μια στρατηγική εκλογικής επιβίωσης που να είναι συμβατά με αυτό το εταιρικό όραμα περί φυλετικής και έμφυλης δικαιοσύνης. Σε ποιους απευθύνεσαι; Όχι στα συνδικάτα. Πρώτον, γιατί εξαφανίζονται. Και, δεύτερον, γιατί είσαι χαρούμενος που λείπουν — δεν τους θέλεις κοντά.

Απευθύνεσαι σε οργανισμούς που χρησιμοποιούν τη γλώσσα της φυλής και της δικαιοσύνης, αλλά τη διατυπώνουν με τρόπο που να είναι συμβατός με τις απαιτήσεις των προαστίων και των υψηλόμισθων ψηφοφόρων στους οποίους απευθύνεσαι. Αυτές είναι οι ΜΚΟ. Αυτός είναι ο ρόλος τους.

Είναι «πεζικάροι» και με έναν δεύτερο τρόπο. Δεν υπάρχουν πλέον συνδικάτα να χτυπούν πόρτα-πόρτα, να κάνουν εκστρατείες ενημέρωσης. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν την Εκκλησία. Οι Δημοκρατικοί ποιον έχουν; Παλαιότερα είχαν τα συνδικάτα να κάνουν αυτή τη δουλειά. Τώρα πια όχι. Έτσι, οι ΜΚΟ καλούνται σε έναν βαθμό να αναλάβουν και αυτόν τον ρόλο, γιατί έχουν το ανθρώπινο δυναμικό να υποστηρίξουν την εκλογική εκστρατεία. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα ήταν η ACORN (Association of Community Organizations for Reform Now) τη δεκαετία του ’90.

Πρέπει να το μετατρέψουμε από ένα μαύρο κίνημα σε ένα κίνημα φτωχών ανθρώπων. Γιατί αν δεν φέρεις μαζί τους λευκούς εργάτες, οι στόχοι σου για τη φυλετική δικαιοσύνη δεν θα επιτευχθούν.

Αυτοί είναι, λοιπόν, οι άνθρωποι στους οποίους στρέφεσαι για την καθημερινή εκλογική δουλειά και τη διατύπωση του προγράμματός σου. Και είναι γεμάτοι με νέους που προέρχονται από κολέγια ελευθέρων τεχνών της Ανατολικής Ακτής και από τα Ivy League. Δεν θέλουν να μπουν στον εταιρικό τομέα, επειδή τον θεωρούν κακό. Θέλουν να κάνουν “καλό” έργο. Όλη η έλξη που ασκούν οι ΜΚΟ στους απόφοιτους κολεγίων είναι πως πιστεύουν ότι κάνουν το έργο του Θεού, πολεμώντας για την κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά, το κρίσιμο είναι ότι η ελίτ αντίληψη για τη φυλή και το φύλο ταιριάζει φυσικά με τα ταξικά τους ένστικτα. Είναι αληθινοί πιστοί. Και δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να έχεις καλά αμειβόμενους αληθινούς πιστούς να κάνουν τη δουλειά για σένα, γιατί δεν χρειάζεται να τους μικροδιαχειρίζεσαι.

Δεν τίθεται λοιπόν πραγματικά ζήτημα να καθορίζουν οι ΜΚΟ τις κατευθύνσεις. Αυτό που κάνουν είναι να εκμεταλλεύονται ένα άνοιγμα και να το προωθούν. Δεν θέλω με κανέναν τρόπο να υποβαθμίσω τον ρόλο τους. Είναι πραγματικά σημαντικός. Οι ΜΚΟ έχουν προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά σε αυτό που αποκαλείται προοδευτική πολιτική. Αλλά ουσιαστικά διαβαίνουν μια πόρτα που τους άνοιξε η πραγματική δύναμη: η εταιρική τάξη.

Melissa Naschek
Τώρα βρισκόμαστε σε ένα ενδιαφέρον σημείο όπου οι Δημοκρατικοί έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη στρατηγική με μεγάλη επιτυχία, τουλάχιστον για να συντρίψουν την Αριστερά. Όμως αυτό έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στην εικόνα του κόμματος και στη διάθεσή του να αγωνιστεί για τους καταπιεσμένους. Δεδομένου πόσο έχει απονομιμοποιηθεί η πολιτική ταυτότητας — τουλάχιστον με τον τρόπο που την ασκεί το Δημοκρατικό Κόμμα — τι είδους σχέση θα έπρεπε να έχει η Αριστερά με την πολιτική ταυτότητας;

Vivek Chibber
Η Αριστερά θα πρέπει πολύ επιθετικά και ενεργά να αγωνίζεται ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής κυριαρχίας, είτε αφορά το φύλο, τη φυλή ή τη σεξουαλικότητα. Αλλά πρέπει να το κάνει με τρόπο που να υπερβαίνει τα συμφέροντα των πλουσίων και να αγγίζει πραγματικά τα συμφέροντα των εργαζομένων, είτε πρόκειται για εργαζόμενες γυναίκες είτε για εργαζόμενους από μειονότητες.

Η Αριστερά πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία για να αποκαταστήσει τη φυλετική και έμφυλη δικαιοσύνη στο σημείο που βρισκόταν τη χρυσή της εποχή τη δεκαετία του 1960, όταν αποτελούσε ενεργό μέρος του εργατικού κινήματος. Ήταν τότε που η Αριστερά είχε πραγματικά αντίκτυπο στο ρατσισμό και τον σεξισμό σε αυτή τη χώρα, όταν επηρέαζε τη ζωή εκατομμυρίων φυλετικών μειονοτήτων και γυναικών.

Πιστεύω ότι άνθρωποι όπως ο Bernie Sanders και ηγετικά στελέχη συνδικάτων όπως η Sara Nelson και ο Shawn Fain — που βρίσκεται πίσω από την εντυπωσιακή αναγέννηση της Ένωσης Αυτοκινητοβιομηχανών — ήδη κάνουν αυτό το έργο. Λένε πως πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις τεράστιες φυλετικές και έμφυλες ανισότητες στη χώρα. Αλλά ο τρόπος να το κάνουμε είναι χτίζοντας φτηνά, αλλά ποιοτικά σπίτια· κάνοντας την υγειονομική περίθαλψη δικαίωμα· αντιμετωπίζοντας το γεγονός ότι τα φτωχά σχολεία και οι κακοί μισθοί κρατούν τους έγχρωμους ανθρώπους σε κατάσταση φτώχειας για γενιές. Και η διέξοδος δεν είναι να περιοριστούμε στην αύξηση της εκπροσώπησης ή στην καταπολέμηση των διακρίσεων, αλλά να αντιμετωπίσουμε την ποιότητα των θέσεων εργασίας και τη διαθεσιμότητα βασικών αγαθών.

Για να το επιτύχουμε αυτό, πρέπει να απεγκλωβίσουμε τα κινήματα από τη λαβή των επαγγελματικών τάξεων και της ελίτ γενικότερα. Έχει περάσει πολύς καιρός. Υπήρξε μια εποχή όπου οι σοσιαλιστές αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση τις προσπάθειες στενών ελίτ να πάρουν τον έλεγχο των κινημάτων. Το όνειρό μου είναι να ξανακερδίσει η Αριστερά την ηθική αυτοπεποίθηση και το κοινωνικό βάρος για να το κάνει αυτό ξανά. Ο μόνος τρόπος να συμβεί αυτό είναι να γίνουν οι σοσιαλιστές η φωνή της Αριστεράς, και όχι οι ακαδημαϊκοί, οι πολιτικοί, οι εκπρόσωποι ΜΚΟ ή τα μίντια-σελέμπριτι. Και αυτοί οι σοσιαλιστές πρέπει να προέρχονται από τις ίδιες τις κοινότητες των εργαζομένων, των γυναικών και των μειονοτήτων, γιατί αυτοί θα έχουν την αυτοπεποίθηση να πουν στους πιο αστούς εκπροσώπους να κάνουν πίσω. Αυτοί οι νέοι ηγέτες θα προέρχονται από τους τομείς του πληθυσμού για τους οποίους παλεύουν.

Πρέπει να συνεχίσουμε να προωθούμε υποψήφιους της εργατικής τάξης στις εκλογές. Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να οικοδομήσουμε εργατικά σωματεία. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι αυτοί είναι που εκφράζουν τις διεκδικήσεις σε θέματα φυλής και φύλου, ώστε να μην προέρχονται από καθηγητές, από διασημότητες των μέσων ή από πολιτικούς — γιατί αυτοί πάντα θα τις κατευθύνουν προς στενά ελιτίστικα συμφέροντα.

jacobin.com

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Είναι παρήγορο που έστω και αργά άνθρωποι που εντάχθηκαν και μεγάλωσαν σε μαζικά κινήματα , -τα οποία εξαρχής -και κατ’ αρχάς- καταργούν την την ιδιοπροσωπεία και την πολιτική ταυτότητα -,στα στερνά τους γράφουν βιβλία, σαν αυτό του κ. Τάσου Κανταρά , το οποίο εύχομαι να είναι ”καλοτάξιδο” και να το μελετήσουν νέοι ”για να ΜΗ ”ψαρευθούν” στα δίχτυα της διεθνιστικής και κινηματικής Αριστεράς , που έβλαψε πρώτα τους ανθρώπους και καθήλωσε ύστερα τις χώρες όπου επικράτησαν ιδεολογικά και κυβερνητικά ,όπως στην Ελλάδα μας από το 1981-2019 .
    Τι να μας πει τώρα κ. Τσίπρας που ”έχει λεφτά και ξαναμπαίνει στον χορό της πολιτικής” ο οποίος από το 1991 ταλαιπώρησε Πατρίδα και Έλληνες ως Αρχηγός των καταλήψεων -με σοβαρές υλικές ζημιές στα εκπαιδευτήρια- και ως πρωθυπουργός καταδίκαζε την ατομική αριστεία και ελληνική ιδιοπροσωπεία , ιδιαίτερα για όσους διαφωνούσαν με την επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών;;;.
    Δυστυχώς και αυτός ,όπως όλοι οι αριστεροί τώρα-στα 51 -του ενηλικιώθηκε.
    Ας του δώσουμε ευκαιρία να πάρει σύνταξη και από άλλη απασχόλησή του πλην της πολιτικής .
    Τα χρόνια τον παίρνουν -ας είναι καλά-.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
46,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα