Η  ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ

Λαοκράτης Βάσσης

                       

   Ο ρεαλισμός της «προσαρμογής» και ο ρεαλισμός της «ανατροπής»

                    «Υπάρχει πάντα μια πλευρά του εαυτού μας,

                                        που ακουμπά στην Ανατολή»

                                                                                    Γιώργος Θεοτοκάς

 

α.  Σε μια ιδιαζόντως δύσκολη και δυσανάγνωστα μεταβατική εποχή, ύποπτα και ύπουλα «μεσοπολεμική», με συντελούμενους αλλά και απεργαζόμενους  γεω/πολιτικούς «αναδασμούς», με μεγάλες μετακινήσεις και  μετατοπίσεις  των «γεω/πολιτικών τεκτονικών  πλακών», ανήκει στις πρώτιστες υπαρξιακές μας ανάγκες η σωστή «ανάγνωση» του στρατηγικού στίγματός μας . ‘ Οσο είναι δυνατή , σε έναν άναρχα, πια, ακατάστατο και ασύμμετρα μεταβαλλόμενο κόσμο, χωρίς στοιχειώδεις διεθνοπολιτικές σταθερές  και χωρίς στοιχειώδεις πολιτισμικές βεβαιότητες. Που είναι μια συνθήκη ιδιαιτέρως απειλητική και επικίνδυνη, ιδίως για μικρές χώρες σαν τη δική μας. Που τυχαίνει να βρίσκεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα γεω//πολιτικά σταυροδρόμια. όπου συναντιούνται οι  μετακινούμενες και μετατοπιζόμενες γεω/πολιτικές «τεκτονικές πλάκες», τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής . Με  διασταυρούμενους, συνωθούμενους  και ανταγωνιζόμενους, με  μεγάλο ιστορικό βάθος, μεγάλους πολιτισμούς και θρησκείες . Επί ενός εδάφους κρισιμότατων γεω/στρατηγικών περασμάτων, κρισιμότατου ενεργειακού πλούτου και μεγάλων, συνακολούθως, συμφερόντων. Με καθοριστική, προφανώς, βαρύτητα στην έκβαση των προειρημένων, συντελούμενων και απεργαζόμενων, κυνικών γεω/πολιτικών αναδασμών στους δίσεκτους καιρούς μας.

β.  Τούτων δοθέντων, η σωστή «ανάγνωση» του στρατηγικού στίγματός μας, οπότε και της θέσης μας στον σύγχρονο κόσμο, επί τη βάσει, αυτονοήτως , των δεδομένων παραμέτρων, σταθερών  και μεταβαλλόμενων, που το ορίζουν. Όπως η γεωγραφία, απ΄τα  … αμετάβλητα δεδομένα,  η γεω/πολιτική πραγματικότητα αφενός κι η εθνική βούλησή μας αφετέρου, με τις κρίσιμες ιδιαιτερότητές τους, απ΄τα … μεταβαλλόμενα δεδομένα. Η σωστή ,  λοιπόν,  μ΄αυτά τα δεδομένα, «ανάγνωση» του στρατηγικού  στίγματός μας και του συνακόλουθού της σταθμισμένου καθορισμού της θέσης  της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, ανήκει, όπως προ/ανέφερα, στις πρώτιστες υπαρξιακές μας ανάγκες.Αν δεν είναι, που είναι(!), πρώτιστη υπαρξιακή μας ανάγκη, καθώς συνδέεται με την υπαρξιακή μας επιβίωση και προοπτική. Με την υπαρξιακή επιβίωση και προοπτική της ελληνικής μας συλλογικότητας, που τα έχει … καταφέρει να βλέπει και πάλι «υπαρξιακά φαντάσματα» στον εθνικό της ορίζοντα. Ενδογενούς προέλευσης, τα σχετιζόμενα με το «υπαρξιακό πρόβλημά»  μας, και εξωγενούς  προέλευσης , τα σχετιζόμενα με τον εξ Ανατολών εθνικό μας κίνδυνο. ΄Οπου, με τα πρώτα, τα ενδογενή, αναφέρομαι στη βαθιά ηθική, πνευματική, αξιακή και ταυτοτική, εντέλει, κρίση, βάλλουσα κατά της πολιτιστικής μας ρίζας, αλλά και στη δημογραφική κατάρρευσή μας, βάλλουσα κατά της βιολογικής μας ρίζας.

Ενώ με τα δεύτερα , τα εξωγενή «υπαρξιακά φαντάσματα»,  με τη δεδομένη εσωτερική σχέση ενδογενών και εξωγενών, αναφέρομαι στον νεο/οθωμανικό  μεγαλο/ιδεατισμό και επεκτατισμό της γείτονός μας Τουρκίας. Όπως επίσημα εκφράζεται με το δόγμα της «Γαλάζιας  Πατρίδας»  και το «casus belli».

γ.  Καταθέτοντας, εδώ, προβληματισμό, προδιαγράφοντα και άποψη, για τη θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο, υπό το βάρος, πάντοτε, ως … θέσφατου, της Καραμανλικής ρήσης : «Ανήκομεν εις την Δύσιν», μη μπορώντας , δεν χωρούν στα όρια της παρέμβασής μου, να αναλύσω διεξοδικά και τις τρεις ορίζουσες του στρατηγικού στίγματός μας (γεωγραφία↔ γεω/πολιτική πραγματικότητα↔ εθνική βούληση), θα προσπαθήσω, έστω  .. υποψιαστικά, να φωτίσω ένα κρίσιμο μέρος τους, για τη σωστή, κατά τη γνώμη μου, «ανάγνωσή» του.

Κι αυτό , ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής:

  Πρώτον,  πως, ενώ τα γεωγραφικά δεδομένα είναι  … αμετάβλητα, το ότι , ας πούμε, είμαστε ευρωπαϊκή χώρα, παλαιό, μάλιστα, μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, αλλά και του ΝΑΤΟ, που αυτά, βέβαια, δεν  είναι … αμετάβλητα, το πώς  αναγιγνώσκουμε το ότι είμαστε ευρωπαϊκή χώρα,  οπότε και την επίδικη ευρωπαϊκότητά μας, είναι, τελικά, αυτό που ορίζει το περιεχόμενό της και τη συνακόλουθή του  θέση μας στην Ευρώπη και στον κόσμο.  Μια «ανάγνωση»  , που συνδέεται άμεσα με το πολύ πυκνό ιστορικό της βάθος και την ανατομία  του δυσανάγνωστου ταυτοτικού μας ζητήματος. Γιατί, αλλιώς αναγιγνώσκει την ευρωπαϊκότητα ο νεο…ιστορικός, που θεωρεί  τη νεωτερική Ευρώπη, Διαφωτισμό και Γαλλική Επανάσταση, εθνο/γενετική μας μήτρα, κι αλλιώς ο ιστορικός , που θεωρεί την Ελλάδα, Αρχαία αλλά και την Βυζαντινή, ιδρυτική μήτρα της Ευρώπης, μαζί , βεβαίως, με τη «Ρώμη» και την « Ιερουσαλήμ».

  Δεύτερον, πως τα γεω/πολιτικά δεδομένα, με όλη την κρίσιμη ισχύ των συσχετισμών δύναμης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ασήκωτη μοίρα, που δεν … αλλάζει. ΄Ετσι που, περίπου, να  αποδεχόμαστε ρόλο «ρινίσματος» στο μαγνητικό  τους πεδίο. Αλλά, με βαθιά, πάντοτε,  μελέτη τους και προσεκτικό υπολογισμό όλων των παραμέτρων ισχύος τους, να επιλέγουμε τον «δύσκολο ρεαλισμό της ανατροπής». Όπως μας διδάσκουν οι πρόγονοί μας του ‘ 21. Που επέλεξαν, με επαναστατικό φρόνημα, τον «παράτολμο … ρεαλισμό» μιας απ΄τις μεγαλύτερες, πέραν όλων των προβλέψεων, ανατροπές στην Ιστορία. Αντί  για  τη «μοιρολατρεία της προσαρμογής», βαφτίζοντας τον ραγιαδισμό, όπως στον καιρό μας τον νεο/ραγιαδισμό της διαχειριστικής διαθεσιμότητας της Πολιτικής μας Τάξης, ρεαλιστική …επιλογή. Σε μια περίοδο, μάλιστα,  μεγάλων γεω/πολιτικών αναδασμών, σαν τη δική μας, η στατική και φοβική «ανάγνωση» των γεω/πολιτικών δεδομένων, με ταυτόχρονη  .. υποτίμηση του «ποιοί είμαστε», είναι πολλαπλά ευνουχιστική και πολλαπλά επικίνδυνη για το εθνικό μας μέλλον.

Τρίτον, τέλος, η εθνική βούληση, η στηριγμένη σε ανεξαρτησιακή εθνική ιδεολογία δημοκρατικού πατριωτισμού και σε όραμα εθνικής  αυτο/καταξίωσης και εθνικού αυτο/σεβασμού (με εθνική, πάντοτε, αυτογνωσία, εθνική αυτ/επίγνωση και εθνική ετοιμότητα Θουκυδίδειας ευψυχίας, ανυπότακτο αντιστασιακό φρόνημα και αυτο/θυσιαστική αποφασιστικότητα!), είναι ο καθοριστικός παράγοντας, που μπορεί να οδηγήσει στον «ρεαλισμό της ανατροπής» όλων των, εξ αντικειμένου και εξ υποκειμένου, παγιδευτικών και αυτοπαγιδευτικών δεδομένων. Όπως αυτά της χρόνιας προτεκτορατικής εξάρτησής μας. Που, τώρα, έχει λάβει τη μορφή της μετανεωτερικής υποτέλειας, εξωραϊζόμενης απ΄τους μηχανισμούς προπαγάνδας της ανεκδιήγητης Πολιτικής Τάξης μας και  προβαλλόμενης ως εθνική κανονικότητά μας. Υπό τις νομιμοποιητικές υμνολογίες της επικυρίαρχης ευρω/δυτικής υπερεξουσίας του τοκογλυφικού ευρω/δυτικού κεφαλαίου. Η εθνική βούληση, λοιπόν, ούτω προκύπτουσα και οριζομένη, είναι ο καθοριστικός παράγοντας για να βρούμε το στρατηγικό στίγμα μας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Και μαζί του τις συντεταγμένες πορείας και τη σωστή περπατησιά στα περάσματα προς το μέλλον.  Μια περπατησιά που ταιριάζει στην ιστορι-κή εθνική μας συλλογικότητα, όπως τη θέλει και την απαιτεί η πραγματική και όχι η κίβδηλη υπαρξιακή αναγκαιότητα της…ευρω/προσαρτηματικότητας.

  δ. Κι όπου, μ΄αυτή μου  την επισήμανση ως γέφυρα, περνώ στους δυο  πιο κρίσιμους όρους της σωστής διαμόρφωσης της εθνικής βούλησής μας. Που είναι η σωστή, αφενός, «ανάγνωση» της ιστορικής διαχρονίας μας κι η σωστή, αφετέρου, εκδοχή της ευρωπαϊκότητας και του ευρωπαϊκού, λεγόμενου, δρόμου μας, προς το μέλλον. Όπως η ανάγνωση αυτή και η εκδοχή αυτή ρίχνουν φως:

  Πρώτον, στην κίβδηλη αφήγηση της «διαχρονίας» μας, τη στηριγμένη, με άρνηση της «ιστορικής συνέχειάς» μας,  στη νεο/ιστορική παραθεώρηση περί εθνο/γενετικής μήτρας και Νεο/ελληνικής ταυτοτικής αφετηρίας στη νεωτερική Ευρώπη του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

 Δεύτερον ,  στην  κίβδηλη ευρωπαϊκότητα, την εκπίπτουσα σε  ευρω/προσαρμοστικότητα και στο «να γίνουμε … Ευρώπη και … Ευρωπαίοι».

Και τρίτον, στην κίβδηλη εθνική κανονικότητά μας, δοξαζόμενη και ως … μεταμνημονιακή.  Παρ΄ότι όλοι ξέρουμε  πως έχουμε απαλλαγεί μόνο απ΄τα «Μνημονιακά  Προγράμματα» και όχι απ΄τις νεο/αποικιακές   ρήτρες των «Μνημονίων».  Που, όταν θα απαλλαγούμε και από αυτές, όπως, ας πούμε, απ΄την υποθήκευση της εθνικής μας περιουσίας για έναν αιώνα, ρήτρα του Συριζικού «Τρίτου  Μνημονίου», θα εισέλθουμε  πραγματικά  στη μετα/μνημονιακή εποχή.

Με τις τρεις αυτές θεωρήσεις  να σημαίνουν,  πως,  χωρίς αποκιβδηλοποίηση της ιστορικής διαχρονίας μας, της  ευρω-παϊκότητάς μας  και της εθνικής κανονικότητάς  μας,  όπως αυτές  συνδέονται άμεσα  με το «ποιοί είμαστε», δεν θα βρούμε το στρατηγικό μας στίγμα , τη θέση μας στον κόσμο και , τελικά, το «πού πάμε». Καθώς  είναι αμέσως συναρτώμενα , με αιτιακή σχέση: το «ποιοί είμαστε» , η ταυτοτική δηλαδή αυτο/γνωσία κι η ταυτοτική αυτ/επίγνωσή μας,  το «ποιά είναι η θέση μας στον κόσμο» και το «πού πάμε»  ,  με ποιες, δηλαδή,  συντεταγμένες πορείας πλέουμε, με ομιχλώδεις τους ορίζοντες των καιρών μας, στον ωκεανό του μέλλοντος.

ε.  Υπ΄αυτή την προσέγγιση και μη μπορώντας να κάνω  μια εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση των απο/κιβδηλοποιήσεων , θα αρκεστώ, ως προϊδεαστικό στάδιο σωστής ανάγνωσης τόσο της «διαχρονίας» μας, όσο και της «ευρωπαϊκότητάς» μας, να τονίσω πως οφείλουμε:

Αφενός, ως προς την ιστορική διαχρονία μας , διεμβολίζοντας το δίπολο των απλοϊκών  και αφελών εκδοχών της  γραμμικής ιστορικής συνέχειάς μας, σαν να είναι  η Ελλάδα σκαρί , που δεν το αγγίζει ο χρόνος, και των επιστημονικοφανών νεο/ιστορικών  αφηγήσεων περί ιστορικής … ασυνέχειάς μας, που είναι και το πολύ επικίνδυνο , νεο/φαλμεραγερικής  κοπής, ιδεολογηματικό έμβολο για την ανα/κατασκευή της «εθνο/εικόνας» μας, να φωτίσουμε καθαρά, στη γραμμή Ρήγα/Καποδίστρια, οδηγούμενοι  απ΄τους έγκριτους ιστορικούς μας, όπως ο Παπαρρηγόπουλος , ο Βακαλόπουλος  κι ο Σβορώνος, το υφάδι τής πολύ σύνθετης ιστορικής συνέχειας , που διαπερνά χωρίς να κόβεται πουθενά : Προϊστορία → Αρχαιότητα→ Αλεξανδρινή Οικουμένη → Ρωμαιοκρατία και Βυζαντινό Ελληνισμό →Οθωμανοκρατία και Νεότερο Ελληνισμό (με πολύ κρίσιμους τους αιώνες της ασυνεχούς … συνέχειας: μετάβαση απ΄το Δωδεκάθεο στον Χριστιανισμό!). Αλλά και καθοδηγούμενοι απ΄τους  επανιδρυτικούς νομοθέτες της  Νεο/ελληνικής μας  ταυτότητας: απ΄τον Ρήγα, τον Σολωμό και τον Κάλβο, ως τον  Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον  Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. ΄Ετσι που:

 Πρώτον,  να ολοκληρωθεί η μάχη με την εμπαθή αντι/βυζαντινή δυτική ιστοριογραφία και τη συνολικότερη αντι/βυζαντινή  νεωτερική «παρα/φιλολογία», όπως  διακινήθηκαν και ενισχύθηκαν … εγχωρίως, με μεγάλο κόστος, απ΄τη μεταπρατική Νεο/ελληνική διανόηση οι σκοπούμενες ιδεολογηματικές  παραναγνώσεις τους.

Δεύτερον,  να απογυμνωθούν οι επιστημονικοφανείς νεο/ιστορικές  παραναγνώσεις περί «ιστορικής … ασυνέχειας και εθνο…γένεσης του Νέου Ελληνισμού». Οπότε και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο ιδεολογηματικός  νεο/ιστορικός αναθεωρητισμός.

Τρίτον, τέλος, να τερματιστούν οι άγονες αντιπαραθέσεις για τις μεγάλες περιόδους του Ελληνισμού, Αρχαιότητας και Βυζαντίου,αναγιγνώσκοντας σωστά τον ενοποιό, με ανεκτίμητο «όχημα» τη γλώσσα μας,  αξιακό μίτο  της ταυτοτικής τους υπόστασης. Καθώς είναι αυτή ακριβώς η  αξιακή/γλωσσική  συνέχεια και η αξιακή συνοχή, που κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό στους  μακρούς αιώνες καταδυνάστευσής του από Ρωμαίους, Φραγκο/Ενετούς και Οθωμανούς, προπαντός, κατακτητές.

 Αφετέρου, ως προς  την ευρωπαϊκότητά μας  και τη σωστή θεώρηση του στρατηγικού ευρωπαϊκού προσανατολισμού μας, επίσης οφείλουμε , διεμβολίζοντας το δίπολο του αντι/ευρωπαϊσμού και της … ευρω/πάθειας , να αποκαταστήσουμε  την πολύ κρίσιμη για την ταυτότητά μας, αλλά και για τη θέση μας στον κόσμο, ορθότητα του περιεχομένου της. Γιατί, να το ξαναπώ, αλλιώς βλέπουμε αυτή τη «θέση» με την ορθή κι αλλιώς με την προσαρτηματική προσέγγισή της. Μια, εντέλει,  αποκατάσταση που προϋποθέτει βαθιά και κυρίως διαλεκτική «ανάγνωση» των τριών πολύ σύνθετων σχέσεων:

  Πρώτον, Αρχαίας Ελλάδας → Ευρώπης ,  όπου η Ελλάδα είναι η αρχική ιδρυτική μήτρα της Ευρώπης , χαρίζοντάς της και το όνομά της («συνιδρυμένης» , βέβαια, στην ιστορική πορεία της , και από: «Ρώμη» – «Ιερουσαλήμ»).

Δεύτερον, Βυζαντινής Ελλάδας → Ευρώπης , με την κρίσιμη Βυζαντινή συμβολή στους νεωτερικούς  σταθμούς :  του Ανθρωπισμού , της Αναγέννησης  και του Διαφωτισμού. ΄Οπου, για πολλούς λόγους , αυτή η Ελλάδα, όπως έχω αναφέρει, αντιμετωπίζεται, από ένα μέρος της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας και νεωτερικής «παραφιλολογίας», με ιδιαιτέρως εμπαθή εχθρότητα και προκλητική αγνόηση και παρ/ανάγνωση της ιστορικής αλήθειας.

  Τρίτον, Νεωτερικής Ευρώπης → Νεότερης Ελλάδας ,  όπου, όμως, η πολύ σημαντική επίδραση αυτής της Ευρώπης, του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, δεν ήταν, όπως θέλουν οι σκοπούμενες  νεο/ιστορικές  «αφηγήσεις», ιδρυτικές τής  Νεο/ελληνικής μας ταυτότητας. Όπως δεν ήταν,  με βάση αυτές τις παρ/αναγνώσεις , εθνο…γενετική η Επανάσταση του ΄21: με όλο το βαθύ ρίζωμά της στην αξιακή  ελληνική διαχρονία και όλο το  προ/επαναστατικό (πολύ … πριν  τις , υποτίθεται, γεννητορικές της Επαναστάσεις, την Αμερικανική και τη Γαλλική!) ιστορικό της βάθος.

  στ.  Κι όπου, βεβαίως, διαμέσου των διϊστορικών διαλεκτικών αυτών σχέσεων, αναδεικνύεται η πολύ μεγάλη αλήθεια πως η ευρωπαϊκότητα  δεν είναι υπό πρόσκτηση  (να γίνουμε  .. Ευρώπη και  … Ευρωπαίοι!) αλλά σύμφυτη ιδιότητά μας. Καθώς, μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος της εννοιολογικής βάσης του Ευρωπαϊκού/Δυτικού πολιτισμού,  με τις ιδιαίτερες «προσαρμογές»  της, είναι ελληνογενές. Που, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αυτές οι «προσαρμογές», είναι  κρίσιμα μεταλλαγμένες και αποκλίνουσες απ΄τα αφετηριακά σημαινόμενα των προσλαμβανομένων.. Όπως, ας πούμε, ο ορθός λόγος, που μπήκε στην προκρούστεια κλίνη της Καρτεσιανής νοησιαρχίας. Κι όπου, επίσης, αυτή η μεγάλη αλήθεια, περί  του σύμφυτου της ευρωπαϊκότητας , με δεδομένη τη μακρά διϊστορικότητα  της ελληνικής διαχρονίας, βάζει πολύ δύσκολα προβλήματα στους «ευρω/προσαρτηματικούς». Που θέλουν, το ξαναείπαμε, τη νεωτερικότητα  εθνο/γενετική (ταυτοτική) μήτρα του Νέου Ελληνισμού. Όπως, συνακολούθως, τους βάζει ακόμα πιο δύσκολα προβλήματα η ταυτοτική ιδιαιτερότητα της ελληνικότητας,  στην πολύ σύνθετη διαλεκτική σχέση  της με την ευρωπαϊκότητα, ως  εντός Ευρώπης, δηλαδή, ταυτοτική διακριτότητα. Που είναι και το κλειδί της σωστής «ανάγνωσης» του στρατηγικού ευρωπαϊκού μας  προσανατολισμού. Μαζί, οπότε, και με τη σωστή «ανάγνωση» της θέσης μας στην Ευρώπη και στον κόσμο. Η οποία, εννοείται, δεν μπορεί να οριστεί με  αποσύνδεση  απ΄το «ποιοί είμαστε». Μια διακριτότητα, που χάρη  στην  αείρροη πολιτιστική της κοίτη, με τις «εισροές»  της και τις «εκροές» της , στην ιστορική διαχρονία μας,  έχει τις πολύ κρίσιμες ιδιεταιρότητές  της, όπως, ενδεικτικά:

 Πρώτον, η ενσωματωμένη στον πυρήνα της  βαθύτατα «ομιλούσα» σχέση της με την Ανατολή, που ποτέ για την Ελλάδα δεν ήταν μανιχαϊστικά … απέναντί της. Καθώς, μάλιστα, επί αιώνες, πάνω από τρεις χιλιετίες, ως τη Μικρασιατική Καταστροφή, η «καθ’ ημάς  Ανατολή» ήταν ο δεύτερός μας  «πνεύμονας». Με όλο το ιστορικό του βάθος (Αρχαία Ιωνία και Βυζάντιο) και με όλη τη διασύνδεσή του με τον προς Ανατολάς «Μείζονα Ελληνισμό», όπως και με τον προς τον  Μεσογειακό Νότο , με τις πολύ συγκινητικές Ελλην/ορθόδοξες επιβιώσεις του ως τα σήμερα. Με την «ομιλούσα»,  αυτή, «σχέση», βαθιά ιστορική και πολιτιστική, να είναι και βαθιά φιλοσοφική .

Δεύτερον, οι διαφορές του Ελληνικού και του Δυτικού  «πολιτιστικού  προτύπου», όπου, απλώς  θα αναφερθώ,  χωρίς … ανάπτυξη: Τόσο στις τρεις κρίσιμες ισορροπίες του δικού μας «προτύπου», όπως τις έχει αναδείξει στις μελέτες του ο Ερατοσθένης Καψωμένος (βλ. Αναζητώντας τον χαμένο Ευρωπαϊκό πολιτισμό, εκδ.Πατάκη), όσο και σε πέντε κρίσιμες αποκλίσεις των δυο «προτύπων»  (παρά τον κοινό τους παρονομαστή!).

Με τις τρεις ισορροπίες, που χαρακτηρίζουν  το λειτουργούν και λειτουργούμενο, με όλες τις υποβαθμίσεις και κακοποιήσεις του,  ελληνικό (παραδοσιακό) «πολιτιστικό πρότυπο» να είναι,  με την τεράστια σημασία και  φιλοσοφική βαρύτητά τους, οι μεταξύ: ατόμου-φύσης , ατόμου-κοινωνίας και πολιτισμού-φύσης .Κι όπου οι αντίστοιχες ανισορροπίες,  «αλλοτριωτικές» και «ερυσιχθόνιες» , με ό,τι αυτές σημαίνουν και συνεπάγονται, χαρακτηρίζουν το παγκοσμιοποιημένο «Δυτικό  υπερ/καταναλωτικό  πρότυπο ζωής». Που «τρώει»  τη φύση, εξαντλώντας τις αντοχές της «βιόσφαιρας» , γι’  αυτό  και «ερυσιχθόνιο» αλλά και τον άνθρωπο, όπως τον αλλοτριώνει και τον ισοπεδώνει (με τον μυθικό, θυμίζω, Ερυσίχθονα, που, καταδικασμένος απ΄τη θεά Δήμητρα σε ακόρεστη πείνα και αδηφαγία, επειδή έκοψε το ιερό δέντρο της για να φτιάξει το παλάτι του, κατέληξε να πουλήσει, για να βρει τροφή, ακόμη και την κόρη του, αλλά και να φάει , τελικά, τις ίδιες του τις σάρκες) .

Με τις κρίσιμες αποκλίσεις να είναι  :

  Πρώτη, η έχουσα σχέση με την ρωμαϊκής προέλευσης αντίληψη για τη γνώση και την πράξη ως αυταξίες, συνδυασμένη με το Ιουδαϊκο/χριστιανικό: «κατακυριεύσατε την γην». ‘ Οπου,  στην αρχαιο/ελληνική φιλοσοφία ζωής, η γνώση είναι μέσο κατ΄αρετήν, που οδηγεί στο « καλό « και το «αγαθό».(Πλάτων: Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετης πανουργία και ου σοφία φαίνεται).

  Δεύτερη, η σχετική με την έπτωση του δικού μας ορθού λόγου, ως συναίρεσης: νου-βούλησης-συναισθήματος, σε εργαλειακή ορθολογικότητα (νοησιαρχία). Που αποτέλεσμά της είναι η (περίπου) αυτονομημένη (πολύμορφη) τεχνοκρατική ισχύς, σε συνδυασμό, πάντοτε, με τη γνώση ως μέσο, και ο «μονοδιάστατος άνθρωπος» του κυρίαρχου Δυτικού πολιτισμού των καιρών μας.

  Τρίτη, η σχετική με την αντίθεση προσώπου-ατόμου και συνακόλουθα με τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα του ελληνικού «πολιτιστικού παραδείγματος» και τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα του «δυτικού παραδείγματος». ΄Οπου, το πρόσωπο στο «ελληνικό παράδειγμα»(αρχαιότητα, Πατερική διδασκαλία, Νεο/ελληνικό «πολιτιστικό πρότυπο») είναι έννοια ενικής και πληθυντικής  μοναδικότητας, με ενσωματωμένη στη βαθύτερη ουσία της την ετερότητα, ενώ το άτομο είναι έννοια ενική, χωρίς τον άλλο  άνθρωπο μέσα της.

Τέταρτη, η σχετική με τη θεώρηση της ευδαιμονίας, που στο «ελληνικό παράδειγμα» είναι συνυφασμένη με το αξιακό του σύστημα, την αρετή και την ελευθερία (Θουκυδίδης: «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ΄ελεύθερον το εύψυχον»), ως πρωτίστως, δηλαδή εσωτερική κατάσταση αρμονίας και πληρότητας. Ενώ στο «δυτικό παράδειγμα» είναι συναρτημένη με τα υλικά αγαθά (που στην κλίμακα αξιών είναι πρώτα: θεοποίηση του χρήματος!), και τις ακόρεστες πλασματικές ανάγκες , με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Πέμπτη, τέλος, η σχετική με τη δημοκρατία, όπου στο «ελληνικό παράδειγμα» ο όρος έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Καθώς όντως «κρατεί» ο δήμος ως συλλογικό υποκείμενο της ιστορίας του , με «επιβιωμένη» την πολιτική της φιλοσοφία, ως προς τη βαθύτερη ουσία της , στο κοινοτικό πνεύμα . Ενώ στο «δυτικό παράδειγμα» της νεωτερικότητας ο δήμος «κρατείται» δια των αντιπροσωπευτικών θεσμών ως  … διαμε-σολαβούμενο υποκείμενο της ιστορίας του.  Με ό,τι αυτά σημαίνουν για την απόσταση των δυο «παραδειγμάτων». Αν, βέβαια, δεν ελαστικοποιείται το πραγματικό νόημα της έννοιας «δημοκρατία». Κι εννοείται πως στο «δυτικό παράδειγμα» συμπεριλαμβάνω και την «δυτικού τύπου» αντιπροσωπευτική «Νεο/ελληνική δημοκρατία». Όπως, με την κακέκτυπη, συνήθως, λειτουργία της, μεταφυτεύτηκε στην προτεκτορατική «Νεο/ελληνική πολιτεία» (με τον εξοβελισμό, μεταξύ άλλων, απ΄τους Βαβαυρούς του ΄Οθωνα, των «Κοινοτήτων» και του «κοινοτικού πνεύματος»).

ζ.  Μετά την προηγηθείσα περιαγωγή στα μεγάλα ζητήματα της «διαχρονίας» μας και της «ευρωπαϊκότητάς» μας, όπως αυτά συνδέονται με τον εσώτερο πυρήνα της  ταυτοτικής ύπαρξης της εθνικής μας συλλογικότητας, με το «ποιοί είμαστε» , δηλαδή, μπορούμε, αν όχι καλύτερα προετοιμασμένοι, τουλάχιστον περισσότερο  …υποψιασμένοι, έχοντας, θέλω να πιστεύω, αναδείξει αρκούντως τη σωστή πλευρά των προσδιοριστικών παραμέτρων της «ταυτοτικής ύπαρξής» μας, να προσεγγίσουμε επίσης σωστά το «ποιά είναι η θέση μας στον κόσμο». Οπότε και ποιες είναι οι στρατηγικές συντεταγμένες πορείας του Ελληνισμού στη δύσκολη ανηφοριά του ομιχλώδους αιώνα μας. Με πολύ  καθαρό, πάντοτε, πως αλλιώς βλέπει την Ευρώπη εκείνος που θεωρεί τη νεωτερικότητά της εθνογενετική μήτρα μας και με άλλα όποιος, μέσα απ΄τη διαλεκτική σχέση Ελλάδας→ Ευρώπης, βλέπει την Ελλάδα , Αρχαία και Βυζαντινή, ως ιδρυτική μήτρα της Ευρώπης(και με βαρύνουσα την εντός αυτής, αλλά και στον κόσμο, « ταυτοτική διακριτότητά» της (που είναι, αναντιλέκτως, και υπαρξιακή … αναγκαιότητά της!).

–  Θα ολοκληρώσω  την παρέμβασή μου επαναλαμβάνοντας, πως :

το «πού ανήκομε», ως ευρωπαϊκή χώρα, μέλος της « Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης» και της «δυτικής Συμμαχίας», αυτές που … είναι, έχει τα αυτονόητα περιοστικά του δεδομένα, αμετάβλητα και μεταβλητά.

Το «πώς ανήκουμε», όμως, είναι  ζήτημα  εθνικής επιλογής. Που, για να είναι σωστή, πρέπει να συνυπάρχουν κρίσιμες ποιοτικές προϋποθέσεις, όπως , μεταξύ άλλων, η βαθιά συνείδηση της «ιστορικής διαχρονίας» μας κι η σωστή εκδοχή της «ευρωπαϊκότητάς» μας, συγκλίνουσες και συνδιαμορφώνουσες: ανεξαρτησιακή εθνική ιδεολογία δημοκρατικού πατριωτισμού, μακρόπνοη στρατηγική εθνικής ανεξαρτησίας και  όραμα εθνικής αυτο/καταξίωσης, με προνομιακή, για ευνοήτους λόγους, στόχευση την πολιτιστική αυτο/καταξίωσή μας στην Ευρώπη και στον σύγχρονο κόσμο!).

Με το πολύ κρίσιμο, αυτό, «πώς» να  … ελέγχει πολύ αυστηρά και το: «Ανήκομεν εις την Δύσιν» του Κων/νου Καραμανλή, όχι τόσο για τα τυπικώς αναγιγνωσκόμενα, που είναι και αυτονόητα, όσο για τα , ενδεχομένως ή και βασίμως, πέραν αυτών …εννοούμενά του.-

Το κείμενο αποτέλεσε την ομιλία του κ. Λαοκράτη Βάσση στο Δεύτερο συνέδριο του Δρόμου της Αριστεράς (Νοεμβ.2025)

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,000ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα