του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε ένα ιστορικό σημείο καμπής. Η εποχή του εφησυχασμού έχει τελειώσει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει διαλύσει τις ψευδαισθήσεις για τη διαρκή ειρήνη στην ήπειρό μας. Εν τω μεταξύ, η αμερικανική στρατηγική ασάφεια και η εσωτερική πόλωση καθιστούν τις διατλαντικές εγγυήσεις λιγότερο βέβαιες από ποτέ. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η επιλογή δεν είναι πλέον μεταξύ εξάρτησης ή φιλοδοξίας είναι μεταξύ στρατηγικής αυτονομίας ή ευάλωτης άμυνας.
Η Ελλάδα, ένα κράτος πρώτης γραμμής στο γεωπολιτικό σταυροδρόμι τριών ηπείρων, κατανοεί αυτή την πραγματικότητα σε βάθος. Έχουμε προειδοποιήσει εδώ και καιρό για υβριδικές απειλές, ενεργειακή εργαλειοποίηση και εδαφικό αναθεωρητισμό. Σήμερα, η έκκληση για μια ισχυρή, συνεκτική και κυρίαρχη ευρωπαϊκή αμυντική στάση δεν είναι θέμα θεσμικής προτίμησης, αλλά επιβίωσης.
Μια στρατηγική πυξίδα, αλλά χωρίς πηδάλιο
Η Στρατηγική Πυξίδα της ΕΕ για το 2022 ήταν ένα ευπρόσδεκτο σημείο εκκίνησης, αλλά η στρατηγική πρέπει να μεταφραστεί σε δομές, δυνατότητες και εφαρμόσιμες προτεραιότητες. Η Ευρώπη είναι πλούσια σε έγγραφα, αλλά φτωχή σε συνοχή. Η αμυντική ετοιμότητα δεν μπορεί να αυτοσχεδιαστεί. Πρέπει να σχεδιαστεί, να εξασκηθεί και να χρηματοδοτηθεί επαρκώς.
Είναι αξιέπαινο το γεγονός ότι πρωτοβουλίες όπως η Ετοιμότητα 2030, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός για την Ειρήνη και το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας (EDIP) έχουν αρχίσει να ευθυγραμμίζουν τις εθνικές προσπάθειες προς κοινούς στόχους. Ωστόσο, η πρόοδος είναι άνιση. Πολλά κράτη μέλη παραμένουν δεσμευμένα από στενά βιομηχανικά συμφέροντα, προσκολλημένα σε ξεπερασμένες έννοιες κυριαρχίας που τελικά αποδυναμώνουν τη συλλογική μας ασπίδα.
Ελλάδα: Πυλώνας Σταθερότητας και Συνεισφορών στην Κοινή Άμυνα
Ως αφοσιωμένο μέλος τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα έχει τηρήσει και υπερβεί σταθερά τις αμυντικές της δεσμεύσεις. Για πάνω από μια δεκαετία, έχουμε επενδύσει περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ μας στην άμυνά μας, όχι από υποχρέωση, αλλά από στρατηγική διορατικότητα. Η θέση μας στη νοτιοανατολική πλευρά της Ευρώπης μας θέτει σε καθημερινή αντιπαράθεση με επιθετικές υπερπτήσεις, τακτικές γκρίζας ζώνης και προκλήσεις που δοκιμάζουν την αποφασιστικότητα της Δύσης. Η παρουσία μας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποτελεί μόνο εθνική επιταγή, αλλά και ευρωπαϊκή εγγύηση.
Έχουμε εκπαιδεύσει τις ένοπλες δυνάμεις μας τόσο για συγκρούσεις υψηλής έντασης όσο και για ασύμμετρες απειλές, αλλά και υβριδικές συγκρούσεις. Ιδιαίτερα το ναυτικό μας δόγμα διασφαλίζει την παρουσία και την αποτροπή σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και οι συνεργασίες μας – από τη Γαλλία μέχρι το Ισραήλ και την Αίγυπτο- καταδεικνύουν την ετοιμότητά μας να αναλάβουμε ευθύνες πέρα από τη ρητορική, για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής και περιφερειακής σταθερότητας.
Αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να το κάνει αυτό μόνη της. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να επιβραβεύει τον αναθεωρητισμό
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την αμυντική στάση της Ευρώπης, η Ελλάδα πρέπει να αντιταχθεί σαφώς και κατηγορηματικά σε κάθε προσπάθεια εμπλοκής της Τουρκίας σε αμυντικά προγράμματα ή πρωτοβουλίες της ΕΕ, όπως η PESCO, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας ή οι κοινές προσπάθειες ανάπτυξης δυνατοτήτων.
Η Τουρκία, αν και σύμμαχος του ΝΑΤΟ, ακολουθεί σταθερά πολιτικές που αντιβαίνουν άμεσα στις αξίες της ΕΕ και το διεθνές δίκαιο. Από τη συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή εδάφους της ΕΕ στην Κύπρο, έως τις επανειλημμένες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των θαλάσσιων συνόρων, και την επιθετική στάση της στην Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία έχει δείξει αδιαφορία για τις αρχές πάνω στις οποίες πρέπει να οικοδομηθεί μια κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα ασφάλειας.
Η συμμετοχή σε αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα τεχνικό ζήτημα ικανότητας. Είναι, ουσιαστικά, ένα ζήτημα κοινών αξιών, στρατηγικής ευθυγράμμισης και εμπιστοσύνης. Το ιστορικό της Τουρκίας που χαρακτηρίζεται από αυταρχική τάση, καταναγκαστική διπλωματία και εχθρότητα προς τα κράτη μέλη της ΕΕ, την καθιστά αναξιόπιστο και ακατάλληλο εταίρο για κοινά ευρωπαϊκά αμυντικά προγράμματα.
Ενώ η Ελλάδα υποστηρίζει τη συνεργατική ασφάλεια και τις εποικοδομητικές περιφερειακές σχέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει καμία διευθέτηση εις βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής και της έννομης τάξης. Το να επιτραπεί σε μια χώρα που αμφισβητεί συστηματικά την κυριαρχία της ΕΕ, παραβιάζει τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και υπονομεύει τη συναίνεση του ΝΑΤΟ να επωφεληθεί από τις αμυντικές δομές που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ θα ήταν ένα στρατηγικό λάθος και μια ηθική αντίφαση.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να χρηματοδοτεί τη δική της αστάθεια.
Ουκρανία: Μια δοκιμασία βούλησης, όχι μόνο όπλων
Η πρώτη συλλογική μας προτεραιότητα πρέπει να είναι η ακλόνητη υποστήριξη προς την Ουκρανία. Η υπεράσπιση του Κιέβου δεν αφορά μόνο τα ανατολικά σύνορα, αφορά τη βιωσιμότητα του διεθνούς δικαίου και την αξιοπιστία των ευρωπαϊκών υποσχέσεων. Η μείωση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία το 2025 θα πρέπει να ανησυχήσει κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Δεν είναι ένα μήνυμα απελπισίας – είναι μια έκκληση για δράση.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Ειρήνη πρέπει να επεκταθεί, οι διαδικασίες του να απλουστευτούν και η χρηματοδότησή του να σταθεροποιηθεί. Η Ελλάδα υποστηρίζει την ιδέα των υποχρεωτικών εθνικών συνεισφορών σε αυτό το μέσο με βάση το ΑΕΠ. Οι εκπαιδευτικές αποστολές, όπως η EUMAM UA, πρέπει να ενισχυθούν και να συντονιστούν καλύτερα με τις πραγματικότητες της πρώτης γραμμής. Επιπλέον, η ενσωμάτωση των ουκρανικών αμυντικών βιομηχανιών στο ευρωπαϊκό πλαίσιο δεν αποτελεί χειρονομία καλής θέλησης, είναι μια στρατηγική επένδυση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί υπενθύμιση ότι η ειρήνη δεν χαρίζεται, διατηρείται μέσω της ανθεκτικότητας, της αποτροπής και της ενότητας. Μια αξιόπιστη αντίδραση της ΕΕ πρέπει να αντικατοπτρίζει αυτές τις ιδιότητες.
Εσωτερική Αγορά Άμυνας: Από τον Κατακερματισμό στον Πολλαπλασιασμό της Ισχύος
Η Ευρώπη ξοδεύει περισσότερα για την άμυνα από τη Ρωσία, αλλά επιτυγχάνει λιγότερα. Γιατί; Επειδή τα ξοδεύουμε ξεχωριστά.
Ήρθε η ώρα να ανοίξουμε τις εθνικές αμυντικές αγορές και να δημιουργήσουμε μια πραγματική εσωτερική αγορά άμυνας. Αυτό όχι μόνο θα αύξανε την αποτελεσματικότητα και τη διαλειτουργικότητα, αλλά θα επέτρεπε και την ταχύτερη προμήθεια βασικών δυνατοτήτων, από μη επανδρωμένα αεροσκάφη έως ναυτικά συστήματα.
Η Ελλάδα υποστηρίζει σθεναρά μια αγορά που επιβραβεύει την καινοτομία, τη διαφάνεια και την απόδοση, όχι μια αγορά που παραμένει κλειστή πίσω από εθνικά τείχη. Οι δικές μας αμυντικές βιομηχανίες, όπως η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία και τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, προσπαθούν να συμβάλουν σε κοινά ευρωπαϊκά προγράμματα και να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις.
Ναυτική Ετοιμότητα: Το Νότιο Μέτωπο της Ευρώπης
Συχνά παραβλέπεται στις αξιολογήσεις απειλών των Βρυξελλών η σημασία της θαλάσσιας ασφάλειας. Η ελευθερία του εμπορίου, ο ενεργειακός εφοδιασμός και η στρατηγική κινητικότητα της Ευρώπης εξαρτώνται από ασφαλείς θαλάσσιες γραμμές επικοινωνίας, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η Ελλάδα πρέπει να προτείνει τη σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Ομάδας Ναυτικής Ετοιμότητας. Αυτή η δύναμη, αποτελούμενη από πρόθυμα και ικανές ναυτικές δυνάμεις υπό σημαία της ΕΕ, θα μπορούσε να συμπληρώσει τη ναυτική παρουσία του ΝΑΤΟ και να παρέχει ανεξάρτητη ευρωπαϊκή επίγνωση της θαλάσσιας κατάστασης και ικανότητα αντίδρασης.
Μια τέτοια πρωτοβουλία ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τους στόχους της Ετοιμότητας 2030 και υποστηρίζει τόσο την αποτροπή όσο και την αντιμετώπιση κρίσεων, ιδίως εκεί όπου το ΝΑΤΟ είναι πολιτικά περιορισμένο.
Προς Στρατηγική Αυτονομία με Σταθερές Αρχές με στρατηγική σαφήνεια
Η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομήσει στρατηγική αυτονομία αναθέτοντας την ασφάλειά της σε αναξιόπιστους παράγοντες ή θέτοντας σε κίνδυνο τους δικούς της κανόνες. Η αμυντική συνεργασία πρέπει να βασίζεται στην πολιτική ευθυγράμμιση και την εμπιστοσύνη, όχι στην σκοπιμότητα. Πρέπει να οικοδομήσει θεσμικές δομές που να ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες της. Ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ασφαλείας, υπό την προεδρία του Ύπατου Εκπροσώπου και την υποστήριξη στρατιωτικών και βιομηχανικών κυψελών σχεδιασμού, θα μπορούσε να προσφέρει στρατηγικό συντονισμό μεταξύ των κρατών μελών και με το ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποστηρίζει μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση που θα βασίζεται στη νομιμότητα, τη διαφάνεια και την γνήσια συνεργασία. Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη μιας ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς άμυνας, την επέκταση των μηχανισμών χρηματοδότησης της κοινότητας και τον ισχυρότερο θεσμικό συντονισμό, συμπεριλαμβανομένου ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας για τον εξορθολογισμό της λήψης αποφάσεων και της διασύνδεσης με το ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, ο εθνικός αμυντικός σχεδιασμός πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τους στρατηγικούς στόχους σε επίπεδο ΕΕ. Η Ελλάδα είναι έτοιμη να μοιραστεί τα ευθυγραμμισμένα με το ΝΑΤΟ αμυντικά της σχέδια με την Επιτροπή, ώστε να διασφαλιστεί ο συγχρονισμός και να αποφευχθούν οι επικαλύψεις.
Αλλά αν θέλουμε να σφυρηλατήσουμε μια πραγματικά κυρίαρχη Ευρώπη, πρέπει επίσης να έχουμε σαφή εικόνα για το ποιος ανήκει στον πυρήνα αυτού του εγχειρήματος, και ποιος όχι.
Ένα μέλλον χτισμένο στην αξιοπιστία και την αποφασιστικότητα για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση
Μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση δεν πρέπει πλέον να απορρίπτεται ως ουτοπική. Είναι μια στρατηγική αναγκαιότητα. Η μετάβαση από την εθνική αυτονομία στη συλλογική κυριαρχία θα είναι επώδυνη για ορισμένους. Αλλά η εναλλακτική λύση είναι πολύ πιο δαπανηρή: εξάρτηση, καθυστέρηση και διχόνοια.
Η άμυνα της Ευρώπης δεν είναι απλώς ένα στρατιωτικό ζήτημα, είναι ένα πολιτισμικό ζήτημα. Οι επιλογές μας σήμερα θα καθορίσουν όχι μόνο την ασφάλειά μας, αλλά και την κυριαρχία και τις αξίες μας.
Η Ελλάδα, ως ναυτικό έθνος με βαθιά αίσθηση ιστορίας και στρατηγική προοπτική που διαμορφώνεται από τη γεωγραφία της, θα συνεχίσει να αποτελεί σταθερό πυλώνα της ευρωπαϊκής άμυνας. Πρέπει όμως να επιμείνουμε ότι αυτό το μέλλον θα οικοδομηθεί σε σαφείς αρχές, πειθαρχημένες προτεραιότητες και αξιόπιστους εταίρους.
Σε έναν αβέβαιο κόσμο, η καλύτερη άμυνα δεν είναι η απομόνωση ή η νοσταλγία, είναι η αλληλεγγύη με σκοπό. Η στρατηγική αυτονομία ξεκινά με ηθική σαφήνεια. Και η Ευρώπη πρέπει να θυμάται: η ενότητα χωρίς εμπιστοσύνη είναι απλώς ψευδαίσθηση.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).


