Η Επιχείρηση της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974: Παρά-στρατιωτικές Δομές, Ανθρώπινες Απώλειες και Κατεχόμενες Ελληνοκυπριακές Εκτάσεις

1974 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ, Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ 160.000 ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΕΡΙΠΟΥ 3.000 ΑΝΘΡΩΠΩΝ. ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΑΡΑ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΤΜΤ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΚ ΟΞΥΝΑΝ ΤΙΣ ΕΘΝΟΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΧΩΡΙΑ, ΑΥΞΑΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ.

 

Δράσεις για την Ειρήνη | Τελευταία Νέα | Γιαννής Βασίλης Γιαγλιάλης | Συγγραφείς
Γιαννής Βασίλης Γιαγλιάλης – 18 Ιουλίου 2025 – Τελευταία Ενημέρωση: 19 Ιουλίου 2025

Το 1974, η στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στην Κύπρο άφησε βαθιά – πληγή – στην ιστορία του νησιού. Αυτή η επιχείρηση, που χαρακτηρίστηκε ως παράνομη εισβολή από το διεθνές δίκαιο, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη των ελληνοκυπριακών εδαφών στο βόρειο τμήμα του νησιού, την εκδίωξη περίπου 160.000 ανθρώπων και τον θάνατο κοντά στους 3.000. Τουρκικές παραστρατιωτικές οργανώσεις, με κυριότερες το Seferberlik Tetkik Kurulu (ΣΤΚ) και την Türk Mukavemet Teşkilatı (ΤΜΤ), προκάλεσαν εντάσεις μεταξύ των τουρκοκυπρίων και των ελληνοκυπρίων πριν και κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, προκαλώντας σύγκρουση. Οι αποκαλύψεις του πρώην Τούρκου στρατηγού Sabri Yirmibeşoğlu δείχνουν ότι το ΣΤΚ οργάνωσε βομβιστικές ενέργειες σε τζαμιά και άλλους χώρους, ώστε να ξεσηκώσει τους Τούρκους ενάντια στους Ελληνοκύπριους. Μάλιστα, έγινε πλέον γνωστό ότι πολλοί Τούρκοι στρατιώτες σκοτώθηκαν σε αυτό το πλαίσιο. Οι παρατηρήσεις του δημοσιογράφου Şener Levent, του ερευνητή-συγγραφέα Aziz Şah, του καθηγητή Baskın Oran και του Ragıp Zarakolu αναδεικνύουν την ανθρώπινη και πολιτιστική καταστροφή που υπέστη η ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η διεθνής κοινότητα χαρακτήρισε την παρουσία της Τουρκίας στο νησί ως κατοχή, κάτι που επιβεβαιώθηκε από αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ιστορικό Ιστορικό Πλαίσιο

Όταν η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1960, ιδρύθηκε κοινή διοίκηση μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όμως, τα χρόνια 1963–1964 οι προτάσεις για τροποποίηση του συντάγματος αύξησαν την ένταση και οδήγησαν σε συγκρούσεις (Varnava, 2009). Το 1967, η στρατιωτική χούντα που ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα υποστήριξε την πολιτική της «Ένωσης» (Enosis) της Κύπρου με την Ελλάδα. Στις 15 Ιουλίου 1974, μια ομάδα υποστηριζόμενη από τη χούντα πραγματοποίησε πραξικόπημα κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακαρίου. Αυτό το πραξικόπημα αποτέλεσε τον κύριο αιτιολογικό λόγο που επικαλείται η Τουρκία για τη στρατιωτική επέμβασή της (Georgis, 2014).

Ο Ρόλος των Τουρκικών Παραστρατιωτικών Δομών και του Seferberlik Tetkik Kurulu

Από τη δεκαετία του 1950, η Τουρκία ίδρυσε παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως το ΤΜΤ για να οργανώσει τους Τουρκοκύπριους. Το ΤΜΤ ιδρύθηκε το 1958 ενάντια στην ελληνόψυχη ένοπλη οργάνωση ΕΟΚΑ, οπλίζοντας τους Τουρκοκύπριους για να συντονίσει την αντίσταση (ELIAMEP, 1975). Το Seferberlik Tetkik Kurulu (ΣΤΚ) δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950 στην Τουρκία, στο πλαίσιο των «stay‑behind» επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ ενάντια στον κομμουνισμό και λειτούργησε ως μυστικό αντιστασιακό δίκτυο. Τη δεκαετία του 1960 δραστηριοποιήθηκε στην Κύπρο, συνεργαζόμενο με το ΤΜΤ (Georgis, 2014).

Η Εκπαίδευση του Esat Oktay στην Κύπρο

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Yeni Yaşam, ο ερευνητής–συγγραφέας Aziz Şah αναφέρθηκε στην παρουσία και δράση της Özel Harp Dairesi (Γραφείο Ειδικών Πολέμων) στην εισβολή της Κύπρου λέγοντας: «Η Türkiye Türk Mukavemet Teşkilatı δεν είναι οργανισμός αντίστασης αλλά οργανισμός αντι-παρακράτους. Η Τουρκική Αριστερά έκλεισε τα μάτια στην Κύπρο, δεν το είδε ποτέ, το αντιμετώπισε ως “Πατρίδα της Κύρης”. Από την Κύπρο πέρασε ο Esat Oktay Yıldıran. Ο Yıldıran στο σωφρονιστικό κατάστημα της Diyarbakır προπαγάνδιζε “Πήρα το αίμα του Ελληνοκύπριου παιδιού στην Κύπρο”. Υπεύθυνοι για τις σφαγές του Kızıldere, Μaraş, Sivas, όπως ο Kemal Yamak, πέρασαν επίσης από την Κύπρο. Οι Sabri Yirmibeşoğlu, Engin Alan, Hasan Kundakçı, Doğan Beyazıt, Cumhur Evci, Korkut Eken πέρασαν από εδώ», είχε δηλώσει.

Οι Αποκαλύψεις του Sabri Yirmibeşoğlu

Ο Sabri Yirmibeşoğlu, συνταξιούχος Τούρκος στρατηγός και πρώην επικεφαλής της Özel Harp Dairesi, σε συνέντευξή του στο Habertürk το 2010, παραδέχθηκε μια αμφιλεγόμενη πράξη για την Κύπρο. Εξηγώντας τις μεθόδους της Özel Harp Dairesi είπε: «Για να ενισχύσουμε την αντίσταση του λαού, προκαλούνται σαμποτάζ σε ορισμένες αξίες ώστε να μοιάζουν ότι είναι έργο του εχθρού. Για παράδειγμα, καίγεται ένα τζαμί. Στην Κύπρο κάψαμε τζαμί εμείς». Είναι γνωστό ότι τέτοιες ενέργειες, στο πλαίσιο της στρατηγικής του ψυχρού πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν για να εξαγριώσουν τον λαό και να οργανώσουν την αντίσταση. Το 1962, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στα τζαμιά Bayraktar και Ömerge στην Κύπρο, η εφημερίδα Cumhuriyet, γνωστή για τον αντιπολιτευτικό της χαρακτήρα, διερεύνησε τα γεγονότα, αλλά οι ιδιοκτήτες της Ahmet Muzaffer Gürkan και Ayhan Hikmet δολοφονήθηκαν επειδή προσπάθησαν να αποκαλύψουν τις βομβιστικές ενέργειες. Οι αποκαλύψεις αυτές επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι το ΣΤΚ πραγματοποίησε παρόμοιες προβοκάτσιες και στην Κύπρο (Habertürk, 2010). Συγκεκριμένα, ότι το ΣΤΚ οργάνωσε βομβιστικές ενέργειες σε τζαμιά και άλλους χώρους για να εξαγριώσει τους Τουρκοκύπριους ενάντια στους Ελληνοκύπριους, αυξάνοντας έτσι την οργή και πυροδοτώντας συγκρούσεις. Αυτές οι προβοκάτσιες προκάλεσαν λιντσαρίσματα και σφαγές εναντίον ελληνοκυπριακών κοινοτήτων, δημιουργώντας το έδαφος για την επιχείρηση του 1974. Οι επιθέσεις που οργανώθηκαν από το ΤΜΤ και το ΣΤΚ προκάλεσαν ανθρώπινες απώλειες μεταξύ των αμάχων στα ελληνοκυπριακά χωριά (Amnesty International, 1976).

Η «Υπέροχη» Επιχείρηση της Διεύθυνσης Ειδικού Πολέμου: Η Σφαγή της Μπανιέρας

Ο Τούρκος στρατηγός των Ειδικών Δυνάμεων, Sabri Yirmibeşoğlu, είχε δηλώσει: «Η 6η-7η Σεπτεμβρίου ήταν έργο της Ειδικής Πολεμικής Μονάδας. Και ήταν μια υπέροχη οργάνωση. Πέτυχε και τον σκοπό της…». Ο Yirmibeşoğlu, σε άλλο σημείο της ίδιας συνέντευξης, περιέγραφε με καμάρι πώς βομβάρδισαν οι ίδιοι τα τζαμιά τους στην Κύπρο. Φυσικά, όποιος ήταν ικανός να κάνει αυτά, θα έκανε τα πάντα για να καταλάβει την Κύπρο. Η εφημερίδα Hürriyet δημοσίευσε: «Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου 1963, οι Έλληνες πραγματοποίησαν επιδρομή στο σπίτι του Ταγματάρχη Nihat İlhan στη Λευκωσία. Οι Έλληνες επιτιθέμενοι εκτέλεσαν με καταιγισμό σφαιρών, μέσα στην μπανιέρα όπου είχαν κρυφτεί, τους τρεις γιους του Nihat İlhan, Kutsi, Murat και Hakan, καθώς και τη σύζυγό του Mürüvvet.»

Ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Levent Şener, το 2015, στην εφημερίδα Afrika που κυκλοφορεί στην Κύπρο, έγραψε ένα άρθρο με θέμα τη «σφαγή της μπανιέρας». Το άρθρο είχε γραφεί με μεγάλο θάρρος και ο έμπειρος δημοσιογράφος εξηγούσε με τα εξής λόγια ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος πίσω από τη σφαγή που συγκλόνισε όλο τον κόσμο: Ο Şener έγραφε: «Η σφαγή στο μπάνιο… Τρία παιδιά με ματωμένες πιτζάμες στη μπανιέρα… Και η μητέρα τους… Υπάρχει άνθρωπος που να μην συγκινείται από αυτό; Αν υπάρχει, δεν μπορεί να λογίζεται για άνθρωπος. Η πιο πικρή, πιο τραγική ανάμνηση των Χριστουγέννων του 1963… Αυτή η φωτογραφία έκανε τον γύρο του κόσμου… Όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα την παρουσίασαν ως “βαρβαρότητα των Ελλήνων στην Κύπρο”… Όλοι προσπάθησαν με αυτή τη φωτογραφία να αποδείξουν “τις επιθέσεις και τις σφαγές των Ελλήνων κατά των Τουρκοκυπρίων”. Μετατρέψαμε το σπίτι όπου συνέβη η σφαγή σε “Μουσείο Βαρβαρότητας”… Πήγαμε όλους τους μαθητές μας εκεί και τους διηγηθήκαμε τη “βαρβαρότητα των Ελλήνων”. Και ακόμα συνεχίζουμε να το κάνουμε.»

Η Φωτογραφία της Σφαγής

Ο Şener αναφέρει πως θεωρούν ότι ο δημιουργός αυτής της εμβληματικής φωτογραφίας είναι «ο δημοσιογράφος από την Τουρκία Ömer Samih Coşar» και προσθέτει: «Ο Ömer Samih Coşar, ειδικός στην Κύπρο και ανταποκριτής της εφημερίδας Milliyet, δρούσε περισσότερο ως ενεργός Τούρκος πράκτορας πληροφοριών παρά ως δημοσιογράφος.» Μέσα στο άρθρο του, ο δημοσιογράφος Şener δημοσίευε νέες φωτογραφίες και υπέβαλε τα εξής ερωτήματα για να απαντηθούν:

«Σήμερα, δημοσιεύουμε μια φωτογραφία της σφαγής στο μπάνιο που δεν έχει δημοσιευτεί ποτέ ξανά. Για πρώτη φορά στον Τύπο και παγκοσμίως. Ελπίζουμε αυτή η φωτογραφία να συμβάλει στη διαλεύκανση της αλήθειας. Παρατηρήστε καλά τη φωτογραφία και το μπάνιο. Υπάρχει κηλίδα αίματος στη μπανιέρα; Όχι. Πού είναι τα πτώματα; Έξω από τη μπανιέρα, δίπλα της. Αν \[τα θύματα] είχαν δολοφονηθεί μέσα στη μπανιέρα, θα έμοιαζαν έτσι;

«Πρώτο ερώτημα:

Δεν είναι περίεργο που η μητέρα είναι στον πάτο και τα παιδιά από πάνω της; Μια μητέρα που τρέχει να προστατεύσει τα παιδιά της, δεν θα προσπαθούσε να τα σκεπάσει και να τα προστατεύσει;

«Δεύτερο ερώτημα:

Λέγεται πως ο εγκέφαλος του πυροβολημένου παιδιού εκτινάχθηκε και κόλλησε στον τοίχο. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να γίνει πυροβολισμός από κοντινή απόσταση, με το όπλο στο πηγούνι. Όμως ο Ταγματάρχης İlhan δήλωσε πως έπλυνε ο ίδιος τα πτώματα των παιδιών του και κανένα δεν είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Τότε γιατί συνεχίζουν να λένε αυτό το ψέμα για τον εγκέφαλο που κόλλησε στον τοίχο;

Τρίτο ερώτημα:

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η σφαγή δεν έγινε στο μπάνιο. Υπάρχουν και φωτογραφίες τραβηγμένες εκτός μπάνιου. Ποιος μετέφερε τα πτώματα στο μπάνιο; Και γιατί το έκανε;»

Τέταρτο ερώτημα:

Υπάρχουν πολλές εκδοχές της εμβληματικής προπαγανδιστικής φωτογραφίας. Φωτογραφίες που δείχνουν τα παιδιά στη μπανιέρα σε διαφορετικές θέσεις. Ποιος σκηνοθέτησε αυτές τις εικόνες; Δεν θέλετε να μάθετε ποιοι ήταν τόσο αποκρουστικοί ώστε να χειρίζονται τα πτώματα παιδιών για προπαγανδιστικούς σκοπούς;

Πέμπτο ερώτημα:

Υπάρχουν επιζώντες από τη σφαγή. Μερικοί ζουν ακόμα. Όμως, για κάποιον λόγο, δεν μιλούν καθόλου για αυτό. Γιατί; Ποιον φοβούνται; Αν μιλήσουν, θα βρουν τον μπελά τους; Τους απείλησαν; Και αυτό ένα μυστήριο. Έχετε δει ποτέ Τουρκοκύπριο να φοβάται να μιλήσει για μια σφαγή που διέπραξαν οι Ρωμιοί; Εγώ δεν έχω δει ποτέ.

Έκτο ερώτημα:

Η σφαγή της μπανιέρας εμφανίστηκε στα τοπικά μέσα ενημέρωσης τρεις ημέρες μετά το συμβάν. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο δύο εφημερίδες: η «Φωνή του Λαού» και ο «Bozkurt». Άλλες ειδήσεις δημοσιεύονταν αμέσως – γιατί άργησε τόσο η δημοσίευση της σφαγής;

Δεν γνωρίζουμε αν θα βρεθεί κάποιος να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, ή αν θα υπάρξει κάποιος που να παραδεχτεί τις πράξεις του, όπως ο Ειδικοδυνάμιτης Sabri Yirmibeşoğlu. Προς το παρόν δεν υπάρχουν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά βλέπουμε πως τα σκαλοπάτια που οδήγησαν στην εισβολή της Κύπρου στις 20 Ιουλίου 1974 χτίστηκαν προσεκτικά, βήμα προς βήμα, από τη Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου της Τουρκίας.

Στάδια της Επιχείρησης

Η επιχείρηση που ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974 θεωρείται παρέμβαση αντίθετη με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (ELIAMEP, 1975). Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις:

  1. Πρώτη Φάση (20–22 Ιουλίου 1974):

Ο τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε στις ακτές της Κερύνειας και δημιούργησε προγεφύρωμα στον βορρά. Οι συγκρούσεις επικεντρώθηκαν κυρίως σε ελληνοκυπριακά χωριά γύρω από την Κερύνεια. Με την υποστήριξη του ΤΜΤ, οι τουρκικές δυνάμεις στόχευσαν ελληνοκυπριακούς οικισμούς και υπήρξαν απώλειες αμάχων (Georgis, 2014).

  1. Δεύτερη Φάση (14–16 Αυγούστου 1974):

Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Γενεύης, ο τουρκικός στρατός προχώρησε προς τις περιοχές της Αμμοχώστου και της Καρπασίας και έθεσε υπό έλεγχο το 36% του νησιού. Οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τη σημερινή Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ). Η κατοχή κατέστησε τη διχοτόμηση του νησιού μόνιμη (ELIAMEP, 2020).

Ανθρώπινες Απώλειες και Ο Ρόλος των Παραστρατιωτικών Δομών

Η επιχείρηση άφησε καταστροφικές ανθρωπιστικές συνέπειες στους Ελληνοκυπρίους. Περίπου 3.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 1.619 αγνοούνται· ανάμεσά τους περιλαμβάνονται άμαχοι, στρατιώτες και αιχμάλωτοι (Georgis, 2014). Αναφέρθηκαν σφαγές αμάχων στα χωριά Άσσια (Πασάκιοϊ) και Μάραθα· για παράδειγμα, στο Μάραθα τεκμηριώθηκε ο φόνος 84 αμάχων (ELIAMEP, 1975). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποδέχθηκε αποδείξεις ότι Τούρκοι στρατιώτες και μαχητές του ΤΜΤ βίασαν Ελληνοκύπριες και βασάνισαν αιχμαλώτους (ΕΔΑΔ, 1996).

Το ΤΜΤ και το ΣΤΚ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις απώλειες αμάχων. Οι επιθέσεις του ΤΜΤ κατά ελληνοκυπριακών χωριών, ήδη από τη δεκαετία του 1960, ενίσχυσαν τις εντάσεις και κορυφώθηκαν στην επιχείρηση του 1974. Το ΣΤΚ, μέσω βομβιστικών επιθέσεων σε μέρη όπως το Τζαμί Bayraktar, υποκίνησε τους Τούρκους πολίτες εναντίον των Ελληνοκυπρίων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η οργή στην τουρκική κοινότητα και να προκληθούν επιθέσεις αντιποίνων σε ελληνοκυπριακά χωριά (ELIAMEP, 2020). Η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε ότι το ΤΜΤ οργάνωσε επιθέσεις εναντίον Ελληνοκυπρίων αμάχων και ότι αυτές οι ενέργειες όξυναν το μίσος μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Amnesty International, 1976).

Ο δημοσιογράφος Şener Levent, στα άρθρα και τις δηλώσεις του στην εφημερίδα Afrika, υποστηρίζει ότι η επιχείρηση του 1974 αποτέλεσε μια συστηματική πολιτική καταστροφής κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Ο Levent επισημαίνει πως οι σφαγές στα ελληνοκυπριακά χωριά δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική επιχείρηση, αλλά μια στρατηγική για την εξάλειψη της ελληνοκυπριακής ταυτότητας. Τονίζει ότι το ζήτημα των αγνοουμένων και το τραύμα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ειρήνη στο νησί. Επιπλέον, αναφέρει πως οι πολιτικές κατοχής της Τουρκίας και οι παραστρατιωτικές δομές της χειραγώγησαν την τουρκοκυπριακή κοινότητα, καταστρέφοντας την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Levent, 2018).

Ο Aziz Şah, στις μελέτες του για την ανθρωπιστική και πολιτιστική καταστροφή της επιχείρησης του 1974, τονίζει ειδικά το τραύμα που υπέστη η ελληνοκυπριακή κοινότητα και την καταστροφή της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Ο Şah υποστηρίζει ότι οι σφαγές που διέπραξαν ο τουρκικός στρατός και το ΤΜΤ στα ελληνοκυπριακά χωριά και η καταστροφή πολιτιστικών μνημείων ήταν μέρος μιας συστηματικής προσπάθειας εξάλειψης της ελληνοκυπριακής παρουσίας στο νησί. Τονίζει ότι η αδυναμία επίλυσης του ζητήματος των αγνοουμένων καθιστά την κοινωνική ειρήνη στο νησί αδύνατη και ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς με αυτό το θέμα (Şah, 2020).

Ο καθηγητής Baskın Oran, στα γραπτά του για τις απελάσεις των Ελλήνων το 1964, επισημαίνει ότι το Κυπριακό δεν περιορίζεται μόνο στο νησί, αλλά ότι η Τουρκία ακολούθησε μια συστηματική πολιτική πίεσης κατά των Ελλήνων στην εξωτερική της πολιτική. Ο Oran υποστηρίζει ότι οι απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1964 ήταν προέκταση των εντάσεων στην Κύπρο και αποτελούν αντανάκλαση των εθνικιστικών προσεγγίσεων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Θεωρεί πως οι απελάσεις αυτές αποτέλεσαν προετοιμασία για την επιχείρηση του 1974 (Oran, 2019).

Ο Ragıp Zarakolu, στα άρθρα του για τις τουρκικές πολιτικές έναντι των μειονοτήτων και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χαρακτηρίζει την επιχείρηση του 1974 ως συστηματική προσπάθεια εθνοκάθαρσης κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Ο Zarakolu υποστηρίζει ότι η επιχείρηση δεν ήταν μόνο στρατιωτική παρέμβαση, αλλά και στρατηγική εξάλειψης της ελληνοκυπριακής ταυτότητας. Αναφέρει ότι ο τουρκικός στρατός και το ΤΜΤ συμμετείχαν σε σφαγές αμάχων με σκοπό να εξαφανίσουν την ελληνοκυπριακή κοινότητα από το νησί. Τονίζει ότι το ζήτημα των αγνοουμένων και το τραύμα των εκτοπισμένων αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ειρήνη στην Κύπρο. Επιπλέον, δηλώνει πως οι πολιτικές κατοχής της Τουρκίας στο νησί παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και πως η διεθνής κοινότητα δεν έχει επιδείξει επαρκές ενδιαφέρον για το ζήτημα.

Ο Zarakolu υποστηρίζει ότι οι τουρκικές πολιτικές κατά των μειονοτήτων αποτελούν ιστορική συνέχεια, από τη Γενοκτονία των Αρμενίων του 1915 έως τις απελάσεις των Ελλήνων το 1964 και την επιχείρηση του 1974 (Zarakolu, 2010· 2014). Περίπου 160.000 Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στον βορρά και μετανάστευσαν προς τον νότο. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού του νησιού και δημιούργησε μια τεράστια προσφυγική κρίση (ELIAMEP, 2020). Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες επισήμανε ότι η πλειονότητα των εκτοπισμένων δεν επέστρεψε ποτέ στα σπίτια της και ότι αυτό βάθυνε τη διαίρεση στο νησί (UNHCR, 1975).

Η Κατοχή των Ελληνοκυπριακών Εδαφών

Η επιχείρηση οδήγησε στην κατοχή μεγάλου μέρους των ελληνοκυπριακών εδαφών και οικισμών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι περιοχές αυτές είχαν μεγάλη οικονομική, πολιτιστική και ιστορική σημασία:

Περιοχή Κερύνειας:

Η Κερύνεια, με έντονη ελληνοκυπριακή παρουσία, αποτέλεσε τον πρώτο στόχο της επιχείρησης. Με την υποστήριξη του ΤΜΤ, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε την περιοχή. Χιλιάδες Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και η δημογραφική σύνθεση της περιοχής μεταβλήθηκε (Georgis, 2014).

Αμμόχωστος και Βαρώσια:

Η Αμμόχωστος, και ιδιαίτερα η περιοχή των Βαρωσίων, ήταν σημαντικό κέντρο για τους Ελληνοκύπριους. Μετά την επιχείρηση, τα Βαρώσια εγκαταλείφθηκαν και μετατράπηκαν σε «πόλη φάντασμα». Οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες εμποδίστηκαν να επιστρέψουν στα ακίνητά τους (ELIAMEP, 2020). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία στην υπόθεση Loizidou κατά Τουρκίας (ΕΔΑΔ, 1996).

Περιοχή Καρπασίας:

Η Καρπασία, με πλειοψηφία ελληνοκυπριακών χωριών, εγκαταλείφθηκε μετά την κατοχή. Η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής υπέστη ζημιές (Georgis, 2014). Αναφέρθηκε ότι η Τουρκία μετέφερε περίπου 100.000 εποίκους στον βορρά, πράξη που παραβιάζει τις Συμβάσεις της Γενεύης (ELIAMEP, 2020).

Ο Şener Levent δηλώνει ότι η πολιτιστική κληρονομιά των Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές καταστράφηκε συστηματικά, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταστροφή εκκλησιών και ιστορικών μνημείων. Ο Levent υποστηρίζει ότι αυτή η καταστροφή είχε ως στόχο την εξάλειψη της ελληνοκυπριακής ταυτότητας και ότι οι πολιτικές κατοχής της Τουρκίας στο νησί συνεχίζονται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου (Levent, 2018).

Ο Zarakolu υποστηρίζει ότι η πολιτιστική καταστροφή αποτελεί συστηματική προσπάθεια εξάλειψης της ελληνοκυπριακής ταυτότητας και ότι αυτή η καταστροφή είναι μέρος των ιστορικών πολιτικών της Τουρκίας κατά των μειονοτήτων. Ο Zarakolu επισημαίνει ότι αυτές οι ενέργειες παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και ότι η πολιτιστική κληρονομιά των Ελληνοκυπρίων πρέπει να προστατευτεί (Zarakolu, 2010· 2014).

Διεθνείς Αποφάσεις και Η Στάση του Τουρκικού Κράτους

Η παρουσία της Τουρκίας στο νησί έχει χαρακτηριστεί ως κατοχή από τη διεθνή κοινότητα και αυτή η θέση έχει επιβεβαιωθεί με διάφορες αποφάσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το Ψήφισμα 353 του 1974, επέκρινε τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και ζήτησε την αποχώρηση ξένων δυνάμεων από την Κύπρο. Το Ψήφισμα 541 του 1983 έκρινε νομικά άκυρη την ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» (ΤΔΒΚ) και κάλεσε όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν. Το Ψήφισμα 550 του 1984 χαρακτήρισε τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο ως κατοχή και επανέλαβε τη μη αναγνώριση της ΤΔΒΚ (UNSC, 1974· 1983· 1984).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση Loizidou κατά Τουρκίας το 1996, επιβεβαίωσε ότι η Τουρκία παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία μέσω της κατοχής ελληνοκυπριακών ακινήτων στον βορρά (ΕΔΑΔ, 1996). Η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζει τη Βόρεια Κύπρο ως «ευρωπαϊκό έδαφος υπό τουρκική κατοχή» και δεν αναγνωρίζει την ΤΔΒΚ.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με τα Ψηφίσματα 353 και 360 του 1974, επέκρινε την επιχείρηση και ζήτησε την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από την Κύπρο (UNSC, 1974). Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης καταδίκασε το 1976 τις ανθρωπιστικές συνέπειες της επιχείρησης και την προσφυγική κρίση (Council of Europe, 1976). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαίωσε ότι η Τουρκία παραβίασε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα στον βορρά (ΕΔΑΔ, 1996).

Σύγχρονες Αντανακλάσεις

Η κατοχή των ελληνοκυπριακών εδαφών στον βορρά, οι δημογραφικές αλλαγές και οι δραστηριότητες παραστρατιωτικών δομών καθιστούν τη λύση του Κυπριακού ιδιαίτερα δύσκολη. Η αποτυχία των συνομιλιών του Crans-Montana το 2017 απέδειξε ότι τα προβλήματα παραμένουν άλυτα (ELIAMEP, 2020).

Ο Şener Levent επισημαίνει ότι το τραύμα που προκάλεσε η επιχείρηση στην ελληνοκυπριακή κοινότητα εξακολουθεί να υφίσταται, ιδίως μέσω των προβλημάτων των αγνοουμένων και των προσφύγων. Ο Levent υποστηρίζει ότι οι πολιτικές κατοχής της Τουρκίας και οι παραστρατιωτικές δομές της κατέστρεψαν την εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων και παρεμποδίζουν την ειρηνευτική διαδικασία (Levent, 2018).

Ο Aziz Şah αναφέρει ότι οι συνεχιζόμενες επιπτώσεις της κατοχής, ιδίως το τραύμα που βιώνουν οι οικογένειες των προσφύγων και των αγνοουμένων, καθιστούν αδύνατη την ειρήνη. Ο Şah υπογραμμίζει ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει αντιδράσει επαρκώς σε αυτές τις ανθρωπιστικές κρίσεις και ότι πρέπει να προστατευτεί η ελληνοκυπριακή πολιτιστική κληρονομιά (Şah, 2020).

Ο καθηγητής Baskın Oran δηλώνει ότι το Κυπριακό, ως αποτέλεσμα των εθνικιστικών πολιτικών της Τουρκίας, προκάλεσε μόνιμες ανθρωπιστικές κρίσεις τόσο στο νησί όσο και στην ελληνική κοινότητα της Τουρκίας. Ο Oran θεωρεί τις απελάσεις του 1964 και την επιχείρηση του 1974 ως παραδείγματα της καταπιεστικής προσέγγισης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στις μειονότητες (Oran, 2019).

Ο Ragıp Zarakolu χαρακτηρίζει την επιχείρηση ως απόπειρα εθνοκάθαρσης κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας και ως συνέχεια της ιστορικής πολιτικής της Τουρκίας κατά των μειονοτήτων. Ο Zarakolu επισημαίνει την ανεπαρκή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας, τη μη επίλυση των ζητημάτων των αγνοουμένων και των προσφύγων, και την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς των Ελληνοκυπρίων (Zarakolu, 2010· 2014).

Συμπέρασμα

Η Επιχείρηση της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή των ελληνοκυπριακών εδαφών στον βορρά του νησιού, την εκδίωξη 160.000 ανθρώπων και τον θάνατο περίπου 3.000 ατόμων. Παραστρατιωτικές δομές όπως το ΤΜΤ και το ΣΤΚ υποκίνησαν τους Τούρκους πολίτες κατά των Ελληνοκυπρίων και οργάνωσαν επιθέσεις σε ελληνοκυπριακά χωριά, προκαλώντας απώλειες αμάχων. Οι αποκαλύψεις του Sabri Yirmibeşoğlu δείχνουν ότι το ΣΤΚ διενήργησε προβοκάτσιες, όπως βομβιστικές επιθέσεις σε τζαμιά, για να ξεσηκώσει τους Τούρκους κατά των Ελληνοκυπρίων. Ο Şener Levent υποστηρίζει ότι η επιχείρηση υπήρξε συστηματική πολιτική εξόντωσης των Ελληνοκυπρίων και καταστροφής της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Ο Aziz Şah τονίζει την ανθρωπιστική και πολιτιστική καταστροφή της επιχείρησης και θεωρεί ότι οι πολιτικές εξάλειψης της ελληνοκυπριακής ταυτότητας παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο. Ο καθηγητής Baskın Oran θεωρεί την επιχείρηση και τις απελάσεις του 1964 ως τμήμα της τουρκικής πολιτικής κατά των μειονοτήτων. Ο Ragıp Zarakolu χαρακτηρίζει την επιχείρηση ως απόπειρα εθνοκάθαρσης κατά των Ελληνοκυπρίων, υπογραμμίζει την παραβίαση του διεθνούς δικαίου και επικρίνει την ανεπαρκή αντίδραση της διεθνούς κοινότητας. Η διεθνής κοινότητα, με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, θεωρεί την παρουσία της Τουρκίας στο νησί ως κατοχή. Παρά όλες τις διεθνείς αποφάσεις και αντιδράσεις, η Τουρκική Δημοκρατία συνεχίζει να διατηρεί υπό κατοχή το 36% του νησιού.

Παρόλο που έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Κύπρο, οι πληγές παραμένουν τόσο φρέσκες σαν να άνοιξαν μόλις χθες. Ο λόγος είναι η παντελής απουσία οποιασδήποτε μορφής λογοδοσίας για όσα συνέβησαν τότε, καθώς και η συνέχιση των προκλήσεων της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Κύπρο ακόμη και σήμερα. Όσα συνέβησαν στην Κύπρο αποδεικνύουν πως χωρίς αντιπαράθεση με το παρελθόν, με τις σφαγές και τις γενοκτονίες, δεν μπορεί να γίνει ούτε ένα βήμα για την ειρήνη και τη συνύπαρξη. Επιπλέον, η ατιμωρησία αυτή ανοίγει τον δρόμο για νέες προκλήσεις, νέες σφαγές και νέες γενοκτονίες.

Χρήσιμο είναι να υπενθυμίσω δύο δολοφονίες που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κατάστασης. Πρώτον, η δολοφονία του προέδρου της Επιτροπής Κουρδο-Κυπριακής Αλληλεγγύης και τουρκολόγου Θεόφιλου Γεωργιάδη, μπροστά από το σπίτι του στη Λευκωσία στις 20 Μαρτίου 1994. Δεύτερον, η δολοφονία του Κύπριου δημοσιογράφου και συγγραφέα Κουτλού Ανταλί στις 6 Ιουλίου 1996, όταν ήταν 61 ετών, αφού είχε δεχθεί απειλές έπειτα από έρευνά του για ένοπλη επίθεση στο μοναστήρι του Αγίου Βαρνάβα στις 14 Μαρτίου 1996. Και οι δύο είχαν δεχθεί απειλές από την τουρκική παραστρατιωτική οργάνωση «Ταξιαρχίες Τουρκικής Εκδίκησης» και δολοφονήθηκαν από αυτές τις τουρκοεθνικιστικές παραστρατιωτικές δυνάμεις που υποστηρίζονταν από τη ΜΙΤ.

Οι δολοφονίες και οι προβοκάτσιες που οργάνωσαν η Διεύθυνση Ειδικού Πολέμου και η Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης (ΤΜΤ) μισό αιώνα πριν, δείχνουν πώς τέτοιες πρακτικές συνεχίζονται, με ακόμα πιο επικίνδυνο τρόπο, όταν δεν υπάρχει καμία αντιπαράθεση και καμία απόδοση ευθύνης. Γι’ αυτό, όπως λέμε πάντα, το αντίδοτο στις μονολιθικές, ρατσιστικές, σφαγιαστικές και γενοκτονικές προσεγγίσεις είναι η αντιπαράθεση με το παρελθόν, όποιο κι αν είναι το κόστος.

Κάθε άνθρωπος και κάθε συλλογικότητα που υπερασπίζεται τη συνύπαρξη, οφείλει να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να υπάρξει αντιπαράθεση με τις σφαγές, τους εκτοπισμούς και τις προβοκάτσιες που συνέβησαν στην Κύπρο. Διαφορετικά, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για αδελφοσύνη, για συνύπαρξη ή για κοινό μέλλον.

Βρισκόμαστε στην 51η επέτειο της μαύρης ημέρας της εισβολής στην Κύπρο. Καταδικάζω και καταριέμαι για ακόμη μια φορά το κατοχικό τουρκικό κράτος. Τιμώ με σεβασμό και ευγνωμοσύνη όλες τις ψυχές που χάθηκαν σε εκείνες τις σκοτεινές ημέρες.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Varnava, A. (2009). British Imperialism in Cyprus, 1878-1915: The Inconsequential Possession. Atina: Ekdotiki Athinon.

2. Georgis, G. (2014). Kıbrıs 1974: Bir Yunan Trajedisi. Atina: Ekdotiki Athinon.

3. ELIAMEP (1975). The Cyprus Issue: Historical Background. Atina: ELIAMEP Yayınları.

4. ELIAMEP (2020). Cyprus: A Frozen Conflict. Atina: ELIAMEP Yayınları.

5. Amnesty International (1976). Report on Cyprus Conflict. Londra: Amnesty International.

6. ICRC (2007). Missing Persons in Cyprus: A Humanitarian Issue. Cenevre: International Committee of the Red Cross.

7. UNHCR (1975). Cyprus: Refugee Crisis Report. Cenevre: United Nations High Commissioner for Refugees.

8. AİHM (1996). Loizidou v. Turkey. Strazburg: Avrupa İnsan Hakları Mahkemesi.

9. UNSC (1974). Resolution 353 and 360. New York: United Nations Security Council.

10. UNSC (1983). Resolution 541. New York: United Nations Security Council.

11. UNSC (1984). Resolution 550. New York: United Nations Security Council.

12. Council of Europe (1976). Report on the Situation in Cyprus.Strasbourg: Council of Europe Parliamentary Assembly.

13. Oran, B. (2019). 1964 Sürgünleri: Kıbrıs Meselesi mi, ‘Prensip’ Meselesi mi? İstanbullu Rumlar ve 1964 Sürgünleri, Türk Toplumunun Homojenleşmesinde Bir Dönüm Noktası.İstanbul: İletişim Yayınları.

14. Levent, Ş. (2018). Afrika Gazetesi Yazıları. Lefkoşa: Afrika Yayınları.

15. Şah, A. (2020). Kıbrıs’ta Kültürel Yıkım ve İnsani Krizler. Lefkoşa: Bağımsız Yayınlar.

16. Habertürk (2010). Sabri Yirmibeşoğlu’nun Açıklamaları. İstanbul: Habertürk Yayınları.

17. Zarakolu, R. (2010). Türkiye’de Azınlık Politikaları ve Kıbrıs. İstanbul: Belge Yayınları.

18. Zarakolu, R. (2014). Kıbrıs’ta Etnik Temizlik ve Türkiye’nin Azınlık Politikaları. İstanbul: Belge Yayınları.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,600ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα