Η Γενεύη, ευρωπαϊκή έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έχει συνδεθεί με δραματικές ώρες της διπλωματικής ιστορίας του Κυπριακού. Στις 25 Ιουλίου 1974 μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, την απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στο Πέντε Μίλι και την κατάληψη της Κερύνειας (22 Ιουλίου 1974) άρχισαν στη Γενεύη συνομιλίες για το Κυπριακό. Στην τριμερή διάσκεψη, που φιλοξενήθηκε στο «Μέγαρο (ή Παλάτι) των Εθνών”, μετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, Τζ. Κάλαχαν, Γ. Μαύρος και Τ. Γκιουνές. Είχε μεσολαβήσει στις 24 Ιουλίου, στον απόηχο της τουρκικής εισβολής και του προηγηθέντος στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησης Μακαρίου (15 Ιουλίου), εκπορευθέντος από το ελληνικό Πεντάγωνο, η πτώση της δικτατορίας και η άφιξη στην Αθήνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Στις 30 Ιουλίου οι συνομιλίες της Γενεύης κατέληξαν σε συμφωνία, που επιβεβαίωνε την αρχική κατάπαυση του πυρός (22 Ιουλίου), όριζε τη μη επέκταση των ζωνών που κατείχαν οι δύο αντίπαλοι και την αποφυγή κάθε νεότερης στρατιωτικής ενέργειας και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας” υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος συμφωνήθηκε η έναρξη νέου γύρου συνομιλιών, στις 8 Αυγούστου, και πάλι στη Γενεύη, με τη συμμετοχή και των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την αποκατάσταση της ειρήνης και «την επανεγκαθίδρυσιν συνταγματικής κυβερνήσεως εις την Κύπρον”.

Στην πράξη, υπογραμμίζοντας εμφατικά την αδυναμία τόσο του ΟΗΕ όσο και των δύο άλλων «εγγυητριών δυνάμεων” (Βρετανίας και Ελλάδας) να επιβάλουν τα συμφωνηθέντα στη Γενεύη και παρά την κατάπαυση του πυρός, ο τουρκικός στρατός συνέχισε την προέλασή του με αποκορύφωμα την κατάληψη ύστερα από φονικές μάχες των μεγάλων κωμοπόλεων της επαρχίας Κερύνειας, Λαπήθου και Καραβά.

Παρά την κραυγαλέα τουρκική παρασπονδία στις 8 – 14 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη φάση της διάσκεψης της Γενεύης, την ίδια ώρα (9 Αυγούστου) που στις Ηνωμένες Πολιτείες ο πρόεδρος Νίξον υπέβαλε την παραίτησή του εξαιτίας του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας ηγούταν ο προεδρεύων της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης (ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σαμψών, που επέβαλε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου) και της τουρκοκυπριακής ο Ραούφ Ντενκτάς. Οι συνομιλίες τελικά οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο εξαιτίας της τουρκικής προκλητικής αδιαλλαξίας. Ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Γκιουνές απαίτησε να δοθεί στους Τουρκοκύπριους και στον έλεγχο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ποσοστό 34% του κυπριακού εδάφους με τη μορφή καντονίων. Μάλιστα ζήτησε να δοθεί απάντηση στην εξωφρενική του απαίτηση μέσα σε 36 ώρες. Το τουρκικό τελεσίγραφο αρνήθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η Ελλάδα και η Κύπρος, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική στάση εξόργισε και το βρετανό υπουργό Εξωτερικών Τζ. Κάλαχαν, ο οποίος σε μία πρωτοφανή για τη βρετανική στάση στο Κυπριακό αντίδραση προέβη σε σκληρές δηλώσεις εναντίον της Τουρκίας. Όπως τόνισε, «μία συμφωνία με την δύναμιν των όπλων είναι απλώς ένα κομμάτι χαρτί. Τώρα η νήσος είναι αιχμάλωτος των τουρκικών στρατευμάτων. Προσέξατε όμως μήπως τα τουρκικά στρατεύματα μεταβληθούν εις αιχμαλώτους της νήσου”. Στην Κύπρο τις επόμενες ώρες, και ενώ είχε αρχίσει η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής, μεγαλύτερη αίσθηση στον άμαχο πληθυσμό προκάλεσαν, όπως και στιγμιαία αισιοδοξία για την ελλαδική συμπαράσταση, που έμελλε να διαψευστεί άμεσα και τραγικά, οι δηλώσεις του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Μαύρου, ο οποίος χαρακτήρισε ατιμωτικές τις τουρκικές προτάσεις, σπεύδοντας να προσθέσει ότι «η Ελλάς προτιμά τον πόλεμον από την ατίμωσιν”… Υπερβολικές δηλώσεις, που αποδείχθηκαν κούφια λόγια.

Η τουρκική μαξιμαλιστική στάση ήταν προσχεδιασμένη, αφού αμέσως μετά την κατάρρευση των συνομιλιών της Γενεύης οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχυμένες στο μεταξύ σε άνδρες, οπλισμό και πολεμικά μέσα, εξαπέλυσαν το δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής (14 – 16 Αυγούστου). Τα τουρκικά στρατεύματα ολοκλήρωσαν την κατάληψη της οροσειράς του Πενταδακτύλου και προέλασαν με τεθωρακισμένα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, εγκλωβίζοντας χιλιάδες Έλληνες στην περιοχή της Καρπασίας. Κατάφεραν εύκολα, παρά την απεγνωσμένη άμυνα μεμονωμένων ελληνικών τμημάτων, να φτάσουν και να εισέλθουν στην Αμμόχωστο, που είχε εγκαταλειφθεί μέσα σε συνθήκες πανικού τόσο από την Εθνική Φρουρά όσο και από τους κατοίκους της. Στα δυτικά κατελήφθησαν η Μόρφου και χωριά της περιοχής Ανατολικής Τηλλυρίας. Στη Λευκωσία η ηρωική άμυνα της ΕΛΔΥΚ και μονάδων της Εθνικής Φρουράς έσωσε την τιμή των ελληνικών όπλων αλλά και την κυπριακή πρωτεύουσα. Το πέρας της τουρκικής εισβολής είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και την κατοχή από τότε του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν από στρατιωτική άποψη η κορύφωση των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσε το πραξικόπημα μιας ομάδας επίορκων ελλήνων αξιωματικών, που ηγούνταν της ελληνικής δικτατορίας, οι οποίοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να προστατεύσουν την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα στη μεταβατική περίοδο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας δεν μπόρεσε και πάλι να συμπαρασταθεί στην αμυνόμενη Κύπρο ούτε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της «εγγυήτριας δύναμης”. Μόνη αντίδραση για την τιμή των όπλων και τις εντυπώσεις ήταν η ανακοίνωση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (14 Αυγούστου). Αντίστοιχα ούτε η άλλη «εγγυήτρια δύναμη”, η Βρετανία, παρά τις σκληρές δηλώσεις του Κάλαχαν στη Γενεύη είχε τη διάθεση να αναλάβει στρατιωτική δράση, για να ανακόψει την τουρκική προέλαση στην Κύπρο.

Πιο σημαντική πρώιμη εξέλιξη μετά την τουρκική εισβολή στις διπλωματικές διεργασίες για το Κυπριακό ήταν οι δύο συναντήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, που κατέληξαν στη «συμφωνία κορυφής” ή «υψηλού επιπέδου” (Βιέννη, 12 Φεβρουαρίου 1977), όπου καταγράφηκαν οι τέσσερις βασικοί άξονες επίλυσης του προβλήματος, με πιο σημαντικό την οδυνηρή αποδοχή από την ελληνοκυπριακή πλευρά του ομοσπονδιακού συστήματος διακυβέρνησης. Ήταν το αποτέλεσμα της έντονης αμερικανικής ανάμειξης στο Κυπριακό, που προέκυπτε και από την ανάγκη να προβληθεί μία εικόνα «διαλλακτικότητας” της Τουρκίας, ώστε να πειστεί το Κογκρέσο των ΗΠΑ να άρει το εμπάργκο πώλησης όπλων προς την κατοχική δύναμη, που είχε επιβληθεί τον Οκτώβριο του 1974 μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ακολούθησε σειρά άλλων παρεμβάσεων και σχεδίων, με πρώτο το «αμερικανοβρετανοκαναδικό σχέδιο” του 1978 και μία νέα μακρά σειρά «διακοινοτικών συνομιλιών” (έχουν αρχίσει από το 1968). Το Νοέμβριο του 1983 ο Ντενκτάς ανακήρυξε τα κατεχόμενα ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”, ενέργεια που παρά τη διεθνή κατακραυγή έσπευσε να επιβραβεύσει η Τουρκία με την άμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε και παρά τη διάθεση για «εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης” στο Κυπριακό, όπως επιβάλλει και σειρά ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτή δεν έχει βρεθεί. Αντίθετα η μετριοπαθής στάση και οι συνεχείς υποχωρήσεις των περισσότερων κυβερνήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτέλεσμα πολλές φορές αφόρητων πιέσεων του αμερικανικού παράγοντα στον αδύναμο των συνομιλιών και του ζητήματος, αντιμετωπίζουν τις διαρκείς και αυξανόμενες τουρκικές απαιτήσεις: Με πρώτη την απαίτηση του Ντενκτάς για «ισοτιμία των δύο κοινοτήτων” ή «πολιτική ισότητα”, όπως εξελίχθηκε στο μεταξύ, σειρά υπερβολικών τουρκικών αξιώσεων τίθενται συνεχώς στο τραπέζι με πιο πρόσφατες την «εκ περιτροπής προεδρία”, την παραμονή μεγάλου αριθμού παράνομων εποίκων και εσχάτως την παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων και των «εγγυήσεων”. Παράλληλα κύριος στόχος της τουρκικής στρατηγικής παραμένουν ειδικά επί Ερντογάν και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση η υποβάθμιση και η υπόσκαψη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με αυτήν την προϊστορία, με τη σημερινή κατάσταση στην Τουρκία, την ακατάσχετη επιθετική εθνικιστική ρητορική του Ερντογάν και την αδυναμία του Μουσταφά Ακιντζί να αρθρώσει δικό του πολιτικό λόγο, η πληθώρα των εκκρεμούντων ζωτικών πτυχών, που μετατέθηκαν άλυτες διά της «εποικοδομητικής ασάφειας” στο μέλλον, δεν βλέπω το λόγο οι πολίτες στην Κύπρο, οι πρώτοι και πιο ειλικρινείς υποστηρικτές της λύσης του Κυπριακού, να είναι αισιόδοξοι με τη «νέα Γενεύη”. Αντίθετα υπάρχουν πολλοί λόγοι, για να είμαστε ανήσυχοι…

* Ο δρ. Πέτρος Παπαπολυβίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε σε σχετικό αφιέρωμα της εφημερίδας «Μακεδονία της Κυριακής» στις 22 Ιανουαρίου 2017.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του κύπριου Ανδρέα Χαραλαμπίδη.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο