Η αμερικανοποίηση της ελληνικής πολιτικής μέσα στα χρόνια

20.11.202506:39

Κωνσταντίνος Δέδες (ΤΟ ΒΗΜΑ)

REUTERS/Eduardo Munoz

Από το Δόγμα Τρούμαν στον Κένεντι και από τα σηκωμένα μανίκια του Ομπάμα στον Ζοχράν Μαμντάνι. Ιστορικά, η Ελλάδα παρασύρεται από τους πολιτικούς ανέμους των ΗΠΑ.
Στους δρόμους και στα ψηφιακά χαρακώματα. Από σπίτι σε σπίτι και από reel σε reel. Ο Ζοχράν Μαμντάνι, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος της Νέας Υόρκης, έβαλε στο μπλέντερ την πραγματική ζωή με την εικονική, κέρδισε την ακριβή καμπάνια του Άντριου Κουόμο και προκάλεσε «θόρυβο» σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στην Ελλάδα όμως, ιστορικά, ζούμε συνήθως τον απόηχο, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε το αρχικό μήνυμα που μας έρχεται από μακριά και στη συνέχεια να το εφαρμόσουμε στη δική μας πολιτική – και όχι μόνο – καθημερινότητα, είτε ακολουθώντας «μόδες» είτε στρατηγικές που γεννήθηκαν για τις ΗΠΑ, αλλά κατέληξαν να μπαλώνουν κάπως άγαρμπα το ύφασμα που καλύπτει τις ελληνικές παθογένειες.

Η Ελλάδα δεν είναι Αμερική, προσπαθεί ωστόσο να συμβαδίσει με τις ιδέες της ή να ακολουθεί πιστά το εγχειρίδιο με τις οδηγίες της – το Δόγμα Τρούμαν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Για να καταλάβουμε καλύτερα πόσο εύκολα οι αμερικανικοί πολιτικοί άνεμοι που φτάνουν στη χώρα μας επηρεάζουν τον ελληνικό δημόσιο λόγο, άρα και την πολιτική συμπεριφορά, φτάνει να γυρίσουμε στον πρωταγωνιστή της μικρής μας ιστορίας, τον Ζοχράν Μαντάνι.

Μετά τη νίκη του, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν – πάντα μέσω των social media – να μιλήσουν για το κομμάτι της επικοινωνίας, το πώς κατάφερε δηλαδή να «μιλήσει» τη γλώσσα των απλών ανθρώπων που συναντούσε στους δρόμους αλλά και τη γλώσσα των νέων στις πλατφόρμες. Αυτό που λείπει από την Αριστερά στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους ίδιους, είναι ο συγκεκριμένος συνδυασμός.

Αν στην πορεία δούμε περιεχόμενο σαν αυτό του Μαντάνι – ή παραπλήσιο – από τα made in Greece επιτελεία των πολιτικών μας, δεν θα μας προκαλέσει καμία εντύπωση. Γιατί όπως ήδη είπαμε, οι πολιτικοί άνεμοι έρχονται από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και εμείς, με καθυστέρηση, απλώς ανοίγουμε τα πανιά μας. Το πού μας οδηγούν αυτοί, είναι μια άλλη ιστορία η οποία έχει τις ρίζες της στο παρελθόν.

Σύμφωνα με την Τζένη Λιαλιούτη, επ. καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης του ΕΚΠΑ, θα πρέπει να διακρίνουμε τη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας μέσα από τρεις διαφορετικές μορφές πολιτικής επιρροής: η πρώτη αφορά στην γεωπολιτική και στο χαρακτήρα των διμερών σχέσεων κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η δεύτερη αφορά σε ιδεολογικά ρεύματα και διεργασίες και η τρίτη αφορά στην πολιτική επικοινωνία.

Δόγμα Τρούμαν και αντικομμουνισμός

REUTERS/John Kolesidis

Ως προς την πρώτη διάσταση, και πάντα με αφετηρία το Δόγμα Τρούμαν και την αμερικανική οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, διαμορφώθηκε μία ανισοβαρής σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών από το 1947 και εξής. Ορισμένες φορές, μάλιστα, η σχέση αυτή εμπεριείχε και μορφές άμεσης παρέμβασης αμερικανικών παραγόντων στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.

«Τέτοιες περιπτώσεις άμεσης παρέμβασης» λέει η Τζένη Λιαλιούτη, «συνήθως εκδηλώνονταν από την αμερικανική Πρεσβεία. Η παρέμβαση κατά της κυβέρνησης μειοψηφίας υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο το 1950, την οποία ευνοούσε το Παλάτι, παρέμβαση που άνοιξε το δρόμο για την πρωθυπουργία στον Νικόλαο Πλαστήρα. Η υποστήριξη προς την κάθοδο στην πολιτική του Αλέξανδρου Παπάγου, η υποστήριξη προς την υιοθέτηση του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος κατά τις εκλογές του 1952».

Η δεύτερη διάσταση αφορά σε ιδεολογικές επιδράσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ελλάδα. Μία τέτοια επίδραση εντοπίζεται στον αντικομμουνισμό στα χρόνια του Εμφυλίου και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο. Στο πλαίσιο της παρέμβασης της Αμερικής και της ανάδειξή της σε ηγέτιδα ενός «Ελεύθερου Κόσμου» έναντι του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, ο ελληνικός αντικομμουνισμός εκφράστηκε και μέσα από τον λόγο του αντιολοκληρωτισμού και της προάσπισης της ελευθερίας της Δύσης έναντι της κομμουνιστικής απειλής.

Μία σημαντική πρόκληση για το ιδεολογικό αυτό σχήμα, τόσο στην αμερικανική όσο και στην ελληνική έκφανσή του, ήταν η ισορροπία μεταξύ του ιδανικού της ελευθερίας και του ιδανικού της ασφάλειας, με το δεύτερο να υπερτερεί συχνά έναντι του πρώτου.

«Δεν είναι όμως ο αντικομμουνισμός η μόνο ιδεολογική ώσμωση μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας κατά την μεταπολεμική περίοδο» υποστηρίζει η Τζένη Λιαλούτη. «Σημαντική υπήρξε επίσης η επίδραση που άσκησε το φιλελεύθερο-εκσυγχρονιστικό πρότυπο, όπως διαμορφώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μερίδες του ακαδημαϊκού και του πολιτικού κόσμου, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960».

JFK, Βιετνάμ και αντιαμερικανισμός

REUTERS

Η προεδρία Κένεντι (1961-1963) υπήρξε η κορύφωση της παραπάνω διαδικασίας και όπως υποστηρίζει η Τζένη Λιαλιούτη, «η εγκατάσταση του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα (1961), μετά από μία αξιόλογη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία στις ΗΠΑ, και η ανάληψη αρχικά ενός επιστημονικού/τεχνοκρατικού ρόλου ως επικεφαλής του ΚΕΠΕ, και ενός πολιτικού ρόλου στη συνέχεια, με την ανάληψη υπουργικών θέσεων στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου και την εκλογή του ως βουλευτή (1964), μπορεί να ιδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα».

Πέραν όμως της πολιτικής παρουσίας του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα και της δημόσιας εικόνας του, η αμερικανική επίδραση ανιχνεύεται και στις διεργασίες που οδήγησαν στη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου το 1961.

«Στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος του 1958 – στις οποίες το κόμμα της ΕΔΑ αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση – ο αμερικανικός παράγοντας παρείχε ενθάρρυνση και υποστήριξη στη δημιουργία ενός κεντρώου πολιτικού φορέα, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει αξιόπιστη, εναλλακτική προς την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, στη διακυβέρνηση της χώρας».

Παράλληλα, στη δεκαετία του 1960, η πολιτική και κοινωνική διαμαρτυρία, όπως αρθρώνεται στο χώρο της Αριστεράς, και ιδιαίτερα στο χώρο της αριστερής νεολαίας, έχει τόσο εθνικές όσο και διεθνικές αναφορές. «Τόσο η θεματολογία της διαμαρτυρίας, στην οποία η καταγγελία του πολέμου στο Βιετνάμ και του ιμπεριαλισμού έχει κεντρική θέση, όσο και η ρητορική και τα ρεπερτόρια δράσης, έχουν σαφείς επιρροές από τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονται στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την ίδια περίοδο» λέει η Τζένη Λιαλιούτη.

Η λεγόμενη «άλλη Αμερική», η Αμερική του ριζοσπαστισμού και της διαμαρτυρίας, αποτέλεσε μια πολύ ισχυρή ιδεολογική και πολιτισμική αναφορά, ιδιαίτερα στο χώρο της νεολαίας. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, άλλωστε, ο πολιτικός – και ενίοτε και ο πολιτισμικός – αντιαμερικανισμός ήταν συμβατός με τον «εξαμερικανισμό» των κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων.

Από τον Μπιλ Κλίντον στον Κώστα Σημίτη

Μία τρίτη διάσταση που προκύπτει είναι εκείνη της Πολιτικής Επικοινωνίας. Κατά τον εικοστό αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμορφώνουν τα πρότυπα και τις τάσεις της Πολιτικής Επικοινωνίας διεθνώς, καθώς η ανάπτυξη του κλάδου προηγείται χρονικά εκεί.

«Γι’ αυτό άλλωστε γίνεται συχνά λόγος για “εξαμερικανισμό της Πολιτικής Επικοινωνίας”, με τον όρο να υποδηλώνει την επικράτηση μιας προσωποκεντρικής αντίληψης για το περιεχόμενο της πολιτικής διαδικασίας, καθώς και τον ενισχυμένο ρόλο των ‘ειδικών’ στη διαμόρφωση στρατηγικών πολιτικής επικοινωνίας» αναφέρει η Τζένη Λιαλιούτη.

Στη Μεταπολίτευση, στα χρόνια της εμπέδωσης του δικομματισμού, το ΠαΣοΚ κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι ήταν το πρώτο κόμμα το οποίο χρησιμοποίησε “μεθόδους Μάντισον Άβενιου”, εννοώντας την αξιοποίηση Αμερικανών συμβούλων Πολιτικής Επικοινωνίας. «Ο γενικευμένος αντιαμερικανισμός της περιόδου, καθώς και το γεγονός ότι ο αντιαμερικανισμός αποτελούσε βασικό στοιχείο στον πολιτικό λόγο του ΠαΣοΚ, επέτρεπε στους αντιπάλους του την άσκηση κριτικής για το θέμα αυτό».

Στη δεκαετία του 1990, διαμορφώθηκε μία νέα τάση στην πολιτική επικοινωνία, με επίκεντρο τους Νέους Δημοκρατικούς του Μπιλ Κλίντον και τους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ, στο παράδειγμα του Τρίτου Δρόμου. Η πολιτική παρουσία του Κώστα Σημίτη και του εκσυγχρονιστικού ΠαΣοΚ ερμηνεύτηκε και μέσα από αυτό το πρίσμα. «Από την καμπάνια επανεκλογής του Μπιλ Κλίντον το 1996, προήλθε άλλωστε μία νέα έννοια, η οποία καθιερώθηκε στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας, η έννοια της τριγωνοποίησης, την οποία εισηγήθηκε ο πολιτικός σύμβουλος Ντικ Μόρις» λέει η Τζένη Λιαλιούτη.

Η τριγωνοποίηση περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ένας υποψήφιος καλείται να υπερβεί ή να συγκεράσει την διάκριση αριστεράς-δεξιάς, και να ενσωματώσει στην ατζέντα αριστερόστροφες και δεξιόστροφες πολιτικές θέσεις. Από τη δεκαετία του 1990 και εξής, η λογική της τριγωνοποίησης επηρέασε και την ελληνική πολιτική σκηνή, ενώ συζητήθηκε αναφορικά και με την καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2023.

Τα σηκωμένα μανίκια του Ομπάμα

REUTERS/Joe Skipper

Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα έφερε στο επίκεντρο της προσοχής και την καμπάνια του, η οποία, σύμφωνα με την Τζένη Λιαλιούτη «υπήρξε ένα ορόσημο στην ιστορία της πολιτικής επικοινωνίας τόσο για τη χρήση του διαδικτύου ως κύριου εργαλείου για τη διάχυση της καμπάνιας και την οικοδόμηση σχέσεων με το εκλογικό σώμα, όσο και για την κινητοποίηση δημογραφικών ομάδων, οι οποίες συνήθως υπο-αντιπροσωπεύονται στις αμερικανικές εκλογές».

Το λευκό πουκάμισο με τα ανασηκωμένα μανίκια, το οποίο παρέπεμπε σε ένα δυναμικό αλλά λιγότερο ελιτίστικο στιλ ηγεσίας, και οι παραλλαγές του συνθήματος της καμπάνια «Yes, we can», έγιναν αντικείμενο μίμησης, και στην ελληνική πολιτική σκηνή περισσότερο απ’ ότι το στοιχείο μιας πολλαπλά συμμετοχικής προεκλογιστής εκστρατείας. «Πέτυχε να δημιουργήσει την αίσθηση ενός κινήματος, και ισορροπούσε επιδέξια μεταξύ της άρτιας, επαγγελματικής σχεδίασης, και της από κάτω αυθόρμητης συμμετοχής».

Το τελευταίο διάστημα, η εκλογική νίκη του Μαμντάνι στη Νέα Υόρκη, ενός νέου μουσουλμάνου μετανάστη, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για πιθανά διδάγματα στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας και της πολιτικής κινητοποίησης, ιδιαίτερα σε σχέση με τις προοπτικές μετασχηματισμού της ελληνικής αριστεράς.

Ωστόσο, μια τέτοια συζήτηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις διαφορές μεταξύ εθνικών και τοπικών εκλογών – πολύ περισσότερο δε εκλογές σε επίπεδο μιας πολυπολιτισμικής, κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης. «Θα πρέπει επίσης να λαμβάνει τη σημασία του κοινοτικού στοιχείου για την κατανόηση της διαδικασίας πολιτικής κινητοποίησης στο πλαίσιο αμερικανικών εκλογικών αναμετρήσεων» υπογραμμίζει η Τζένη Λιαλιούτη.

«Άλλωστε η επίδραση της αμερικανικής πολιτικής σκηνής και στην τρέχουσα συγκυρία δεν είναι σε καμία περίπτωση μονοσήμαντη. Η διερώτηση σχετικά με τις πιθανές επιδράσεις του στιλ Μαμντάνι είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι η διάχυση τραμπικών μοτίβων, τόσο σε ό,τι αφορά το στιλ της πολιτικής παρουσίας όσο και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου, στην ελληνική πολιτική σκηνή».

Πρόσφατες τοποθετήσεις Ελλήνων πολιτικών υπέρ της οπλοκατοχής μπορούν να ερμηνευτούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. «Παράλληλα, η βιαιοποίηση του πολιτικού λόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης, στο όνομα της απαλλαγής από κάποια υποτιθέμενη τυραννία της πολιτικής ορθότητας, μπορούν επίσης να θεωρηθούν εκφάνσεις μιας τέτοιας επίδρασης. Στοιχεία τραμπισμού είναι λοιπόν ήδη ορατά στην ελληνική πολιτική ζωή, και μετασχηματίζουν ένα μέρος του δεξιού πολιτικού χώρου» καταλήγει η Τζένη Λιαλιούτη.

ΤΟ ΒΗΜΑ

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,000ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα