Ο Τζάρεντ Κούσνερ απέσυρε το σχέδιο για πολυτελή κατοικίες και καζίνο στο ιστορικό κτίριο του πρώην Γενικού Επιτελείου στο Βελιγράδι, πυροδοτώντας αντιδράσεις και δικαστικές κινήσεις από την κυβέρνηση Βούτσιτς.
Η ακύρωση μιας εμβληματικής επένδυσης στο κέντρο του Βελιγραδίου εξελίσσεται σε πολιτικό και θεσμικό σεισμό στη Σερβία, φέρνοντας στο προσκήνιο τις εύθραυστες ισορροπίες εξουσίας, τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και τη σχέση της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο πρόεδρος της Σερβίας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, αντέδρασε με πρωτοφανή οξύτητα μετά την απόφαση της εταιρείας Affinity Partners, συμφερόντων Τζάρεντ Κούσνερ, να αποσύρει το σχέδιο αξιοποίησης του πρώην Γενικού Επιτελείου Στρατού της Γιουγκοσλαβίας. Το έργο, που είχε παρουσιαστεί ως «επένδυση-ορόσημο» για τη σερβική πρωτεύουσα, προέβλεπε την κατεδάφιση του ιστορικού συγκροτήματος και την ανέγερση πολυτελών κατοικιών, ξενοδοχείου και καζίνο, με κρατική στήριξη και πολυετή παραχώρηση.
Η απόσυρση του επενδυτή δεν άργησε να λάβει πολιτικές διαστάσεις. Ο Βούτσιτς προανήγγειλε ότι θα κινηθεί προσωπικά νομικά εναντίον όσων θεωρεί υπεύθυνους για «υπονόμευση της οικονομίας», συμπεριλαμβάνοντας ευθέως εισαγγελικές αρχές. Σε δηλώσεις του, προειδοποίησε ότι το κτίριο θα αφεθεί στην τύχη του και θα μετατραπεί σε επικίνδυνο ερείπιο, αποδίδοντας την εξέλιξη σε οργανωμένη εκστρατεία εναντίον της επένδυσης.
Το κτίριο του πρώην Γενικού Επιτελείου δεν αποτελεί απλώς ένα ακίνητο μεγάλης αξίας. Πρόκειται για εμβληματικό δείγμα μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής και για σύμβολο της γιουγκοσλαβικής ιστορίας, βαριά τραυματισμένο από τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ το 1999. Η προοπτική κατεδάφισής του είχε προκαλέσει μαζικές αντιδράσεις, με διαδηλώσεις, προσφυγές και καταγγελίες για αδιαφάνεια και πιθανή διαφθορά.

Την ίδια ημέρα που έγινε γνωστή η απόφαση της Affinity Partners, η εισαγγελία για το οργανωμένο έγκλημα άσκησε δίωξη κατά του υπουργού Πολιτισμού και άλλων κρατικών αξιωματούχων, κατηγορώντας τους ότι αφαίρεσαν παράνομα το καθεστώς προστασίας του μνημείου. Η εξέλιξη αυτή ερμηνεύτηκε από πολλούς ως ένδειξη ότι τμήματα της Δικαιοσύνης επιχειρούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα, σε μια χώρα όπου η εκτελεστική εξουσία κατηγορείται επί χρόνια για ασφυκτικό έλεγχο των θεσμών.
Το επεισόδιο έρχεται σε μια περίοδο παρατεταμένης κοινωνικής έντασης. Η Σερβία βιώνει εδώ και πάνω από έναν χρόνο μαζικές κινητοποιήσεις, με αιχμή τους φοιτητές, μετά την πολύνεκρη κατάρρευση στεγάστρου στον σιδηροδρομικό σταθμό του Νόβι Σαντ. Οι διαδηλώσεις έχουν λάβει αντικυβερνητικό χαρακτήρα, με αιτήματα πρόωρων εκλογών και λογοδοσίας για την κρατική διαφθορά.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να αποδώσει τις κινητοποιήσεις σε εξωτερική παρέμβαση, μιλώντας για «χρωματισμένη επανάσταση», χωρίς όμως να παρουσιάζει αποδείξεις. Την ίδια ώρα, δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πολιτικά σχήματα που συνδέονται με το φοιτητικό κίνημα θα μπορούσαν να απειλήσουν σοβαρά την κυριαρχία του κυβερνώντος κόμματος.

Στο διεθνές πεδίο, η υπόθεση Κούσνερ αναδεικνύει και τις δυσκολίες της σερβικής διπλωματίας. Η απόπειρα προσέγγισης της Ουάσινγκτον φαίνεται να ναυαγεί, την ώρα που αμερικανικές κυρώσεις πλήττουν τον ενεργειακό τομέα της χώρας και τη ρωσικής ιδιοκτησίας πετρελαϊκή εταιρεία NIS. Η μοναδική σερβική μονάδα διύλισης έχει ήδη αναστείλει τη λειτουργία της, εντείνοντας τις πιέσεις.
Παρά την ακύρωση της επένδυσης, οι επικριτές της κυβέρνησης εμφανίζονται συγκρατημένοι. Το ερώτημα για το μέλλον του χώρου παραμένει ανοιχτό, ιδίως μετά την ψήφιση ειδικής νομοθεσίας που είχε «ξεκλειδώσει» την αξιοποίησή του. Φοιτητικές συλλογικότητες δηλώνουν ότι οποιοσδήποτε νέος επενδυτής θα βρεθεί αντιμέτωπος με κοινωνική αντίσταση αν επιχειρήσει να αγνοήσει την ιστορική μνήμη.
Η υπόθεση του Γενικού Επιτελείου εξελίσσεται έτσι σε σύμβολο μιας ευρύτερης κρίσης στη Σερβία: της σύγκρουσης ανάμεσα στην αυταρχική διακυβέρνηση, την κοινωνική αντίδραση και την αμφίθυμη ευρωπαϊκή πορεία μιας χώρας που εξακολουθεί να θεωρείται «δύσκολος φάκελος» για τις Βρυξέλλες.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle
Η ακύρωση επένδυσης του γαμπρού του Τραμπ προκαλεί πολιτική κρίση στη Σερβία


