Γράφει ο Χρήστος Μουρτζούκος, e-enimerosi.com
Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση, με πολλαπλά προβλήματα που αφορούν τόσο την επάρκεια εκπαιδευτικών, όσο και τη χρηματοδότηση, τα επιμίσθια, το διδακτικό υλικό και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική στήριξής της.
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες των ομογενειακών συλλόγων και την ευαισθητοποίηση μελών της Βουλής, η ελληνική πολιτεία δεν έχει καταφέρει να διασφαλίσει σταθερές και βιώσιμες λύσεις για τα ελληνικά σχολεία και τμήματα ελληνικής γλώσσας στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν.
Τα προβλήματα είναι πολυδιάστατα. Η υποστελέχωση των σχολείων είναι το πιο εμφανές και άμεσο, σε πολλές χώρες, όπως η Γερμανία, η Νορβηγία και η Σουηδία, τα ελληνικά τμήματα λειτουργούν με έναν ή λίγους εκπαιδευτικούς, γεγονός που περιορίζει τις ώρες διδασκαλίας και δυσχεραίνει την εκπαιδευτική διαδικασία. Το επιμίσθιο των αποσπασμένων εκπαιδευτικών συχνά δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη του βασικού κόστους διαβίωσης, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό κόστος ζωής όπως το Όσλο ή η Στοκχόλμη.

Για παράδειγμα, ένας εκπαιδευτικός στο Όσλο λαμβάνει επιμίσθιο 960 ευρώ, ενώ το κόστος ζωής είναι σχεδόν διπλάσιο, γεγονός που καθιστά δύσκολη την παραμονή ή την επιλογή απόσπασης στο εξωτερικό. Σε άλλες χώρες με χαμηλότερο κόστος ζωής, όπως το Βουκουρέστι, τα επιμίσθια είναι υψηλότερα και οι εκπαιδευτικοί μπορούν να ζουν πιο άνετα, αποκαλύπτοντας τις ανισότητες στο σύστημα.
Οι γονείς βιώνουν άμεσα τις συνέπειες, οι περιορισμένες ώρες μαθημάτων επηρεάζουν την καθημερινότητά τους, καθώς πρέπει να προσαρμόζουν το πρόγραμμα εργασίας και φροντίδας των παιδιών, ενώ η έλλειψη κατάλληλου διδακτικού υλικού, ψηφιακών πόρων και σύγχρονων παιδαγωγικών μέσων δυσκολεύει τη διατήρηση και ανάπτυξη της ελληνικής γλώσσας στα παιδιά.
Η έλλειψη οργανωμένου και σταθερού σχεδιασμού από την ελληνική πολιτεία δημιουργεί αίσθημα εγκατάλειψης στους ομογενείς, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η ελληνόγλωσση εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα.
Αναλυτική παρουσίαση των προβλημάτων
1. Υποστελέχωση των ελληνικών σχολείων και των τμημάτων ελληνικής γλώσσας (ΤΕΓ)
Η υποστελέχωση αποτελεί το κύριο πρόβλημα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης. Σε πολλές χώρες, οι εκπαιδευτικοί είναι λίγοι και αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες των τμημάτων. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ορισμένα τμήματα λειτουργούν μόλις για τρεις ώρες, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα των παιδιών να μάθουν τη γλώσσα και δυσκολεύει την καθημερινή ζωή των οικογενειών. Οι γονείς αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της μετακίνησης και της εποπτείας των παιδιών, ενώ οι ίδιοι μαθητές χάνουν την ευκαιρία για συστηματική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
Η υποστελέχωση συνδέεται και με την αβεβαιότητα που αισθάνονται οι εκπαιδευτικοί. Τα ωρομίσθια ή οι προσωρινές αποσπάσεις δημιουργούν εργασιακή ανασφάλεια, με αποτέλεσμα πολλοί δάσκαλοι να αποφεύγουν την εργασία στο εξωτερικό ή να μένουν για σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, όπου η έλλειψη εκπαιδευτικών οδηγεί σε περιορισμένα μαθήματα, που με τη σειρά τους αποθαρρύνουν οικογένειες και εκπαιδευτικούς.
2. Επιμίσθιο και οικονομικά κίνητρα
Το επιμίσθιο είναι χαμηλό και συχνά ανεπαρκές. Στη Νορβηγία, το ποσό των 960 ευρώ δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη βασικών αναγκών, ενώ το καθαρό ποσό ανέρχεται σε 931 ευρώ. Αντίθετα, σε χώρες όπως το Βουκουρέστι, το επιμίσθιο είναι υψηλότερο και ανταποκρίνεται καλύτερα στο κόστος ζωής, παρά το χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Η οικονομική αναντιστοιχία μεταξύ επιμισθίου και εξόδων διαβίωσης οδηγεί σε μείωση του ενδιαφέροντος για απόσπαση στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε χώρες με υψηλό κόστος ζωής.
3. Έλλειψη κατάλληλου διδακτικού υλικού
Η έλλειψη σύγχρονου, δίγλωσσου παιδαγωγικού υλικού αποτελεί σοβαρό εμπόδιο. Σύμφωνα με έρευνες, το 85% των γονέων ζητούν κατάλληλο υλικό για παιδιά έως 10 ετών, ενώ το 65% ζητεί πρόσβαση σε ψηφιακούς πόρους για τη χρήση στο σπίτι. Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν ότι το 93% χρειάζεται πρόσβαση σε σύγχρονο υλικό, το 80% θεωρεί απαραίτητη την υποστήριξη από την ελληνική πολιτεία και τις οργανωμένες κοινότητες της διασποράς, ενώ το 75% ζητεί πιο συστηματική επιμόρφωση για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας.
4. Έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού
Η ελληνική πολιτεία δεν έχει υιοθετήσει μακροπρόθεσμο σχέδιο για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό. Οι αποσπάσεις είναι προσωρινές, με διάρκεια ενός ή δύο ετών, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα για εκπαιδευτικούς και μαθητές. Οι ομογενείς ζητούν σταθερές αποσπάσεις επταετίας, που θα επιτρέψουν τη συνέχεια της εκπαίδευσης και την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας σε βάθος χρόνου. Ενώ, δίνεται μόνο το 0,47% του προϋπολογισμού του υπουργείου παιδείας για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό.
5. Μακροπρόθεσμες συνέπειες
Η υποβάθμιση των ελληνικών σχολείων οδηγεί σε μείωση της γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας των παιδιών, αποδυνάμωση των δεσμών με την Ελλάδα και πιθανή αποστασιοποίηση από τις οργανωμένες κοινότητες. Το φαινόμενο του brain drain, με νέους πτυχιούχους να εγκαταλείπουν τη χώρα, ενισχύει τις δημογραφικές προκλήσεις και περιορίζει τη δυνατότητα επιστροφής εξειδικευμένων επιστημόνων, καθώς οι ίδιοι δημιουργούν οικογένειες και τα δικά τους παιδιά λείπουν από την Ελλάδα μαζί με τους ίδιους.

Προτάσεις για βιώσιμη ελληνόγλωσση εκπαίδευση
Αναπροσαρμογή επιμισθίων: Το ύψος του επιμισθίου πρέπει να ανταποκρίνεται στο πραγματικό κόστος ζωής της εκάστοτε χώρας.
Σταθερές αποσπάσεις: Θεσμοθέτηση αποσπάσεων τουλάχιστον πενταετίας ή επταετίας, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Στελέχωση σχολείων: Προκήρυξη θέσεων αποσπασμένων και διορισμένων εκπαιδευτικών για να καλύπτονται όλες οι ανάγκες.
Χρηματοδότηση: Αύξηση του προϋπολογισμού για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, ώστε να καλύπτονται διδακτικό υλικό, υποδομές και ψηφιακοί πόροι.
Σύγχρονο παιδαγωγικό υλικό: Παροχή δίγλωσσου, ψηφιακού και παιδαγωγικά κατάλληλου υλικού για όλες τις ηλικίες.
Στρατηγικός σχεδιασμός: Μακροπρόθεσμη πολιτική στήριξης, με σαφείς στόχους για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και ταυτότητας.

Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό δεν είναι προαιρετική, αποτελεί θεμέλιο για τη γλωσσική, πολιτισμική και ταυτοτική συνέχεια της ομογένειας. Η υποβάθμισή της πλήττει άμεσα τα παιδιά, τις οικογένειες και τις κοινότητες, ενώ στερεί από την Ελλάδα έναν σημαντικό πολιτισμικό και οικονομικό δεσμό με τη διασπορά. Η στήριξή της είναι στρατηγικής σημασίας και δεν μπορεί να περιορίζεται σε ευκαιριακές αποσπάσεις ή ανεπαρκή χρηματοδότηση. Απαιτείται μια συνολική, οργανωμένη και μακροπρόθεσμη πολιτική που θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα, την ποιότητα και τη συνέχεια της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό, προς όφελος της ομογένειας και της ίδιας της Ελλάδας.
Πέραν των οργανωτικών και θεσμικών δυσκολιών που καταγράφονται, η στάση της πολιτικής ηγεσίας σχολιάστηκε έντονα από συμμετέχοντες στη συνεδρίαση. Η «υψηλή θεσμική σημασία» που είχε προβληθεί για τη συζήτηση αυτή ουδέποτε υπήρξε στην πράξη. Η απουσία αρμοδίων υπουργών και υφυπουργών, όπως και η μη συμμετοχή του προέδρου της Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς, έστειλε, όπως σημειώνει ο Αλέξιος Ντόνας, αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού ιδρύματος ελληνισμού, «ένα ξεκάθαρο, ψυχρό και ντροπιαστικό μήνυμα αδιαφορίας για την ομογένεια και πλήρους απαξίωσης ενός θέματος που δεν συζητήθηκε κοινά στις δύο επιτροπές εδώ και χρόνια».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η συνεδρίαση περιορίστηκε σε υπηρεσιακούς παράγοντες, με τον μόνο εκπρόσωπο των ομογενειακών φορέων να παίρνει τον λόγο μετά από παρασκηνιακή πίεση και με παράκληση για μόλις πέντε λεπτά. Όπως καταλήγει το σχόλιο, «αν αυτό θεωρείται θεσμική στιγμή, τότε έχουμε χάσει κάθε μέτρο». Η μαρτυρία αυτή αναδεικνύει ότι, όσο η ομογένεια αντιμετωπίζεται ως διακοσμητικό στοιχείο και όχι ως ενεργό κομμάτι του ελληνισμού, η υποτίμηση των θεσμικών διαδικασιών και η αναποτελεσματικότητα στη στήριξη της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης θα συνεχίζεται.
Τέλη Νοεμβρίου, φορείς γονέων ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης από εννέα ευρωπαϊκές χώρες συνυπέγραψαν κοινή επιστολή, με την οποία ζητούν τη διασφάλιση της ελληνόγλωσσης παιδείας ως βασικής προϋπόθεσης εθνικής συνέχειας.
Η επιστολή καταγράφει με ξεκάθαρο τρόπο ότι πολλά τμήματα ελληνικής γλώσσας (ΤΕΓ) υπολειτουργούν, ενώ σχολικές μονάδες σε αρκετές περιοχές ξεκίνησαν τη φετινή χρονιά με σοβαρά κενά ήδη από τον Σεπτέμβριο.

Το πρόβλημα είναι βαθύ και διαχρονικό. Η επιστολή απευθύνθηκε στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την Υπουργό Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη, υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού και συλλογικής μνήμης, ενώ η επένδυση στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση αποτελεί κρίσιμο κρίκο στη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την ομογένεια.
Σημαντική πρωτοβουλία στο πεδίο της ελληνόγνωσης εκπαίδευσης αποτελεί η τρίτη πανευρωπαϊκή ημερίδα, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 14 Μαρτίου στο Μόναχο, υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Ελληνισμού και της ελληνικής κοινότητας του Χάαρ (HAAR). Η εκδήλωση φιλοδοξεί να αποτελέσει πλατφόρμα ανταλλαγής εμπειριών, παρουσίασης προτάσεων και συζήτησης των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά σχολεία και τμήματα ελληνικής γλώσσας στις χώρες της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό, σε κοινή συνέντευξη του κυρίου Αλέξιου Ντόνα με τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, κύριο Γιάννης Παπαδομαρκάκη, τονίστηκε η προκήρυξη θέσεων εκπαιδευτικών για το εξωτερικό. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, η πρακτική υλοποίηση αυτών των θέσεων δημιουργεί αβεβαιότητα, πολλοί εκπαιδευτικοί, στην καλύτερη περίπτωση, θα αναχωρήσουν τον Γενάρη για μόλις έξι μήνες, μετά την οποία θα βρίσκονται σε κατάσταση αγωνίας για το μέλλον τους και τη συνέχεια της αποστολής τους. Το ζήτημα αυτό αναδεικνύει την ανάγκη για μακροχρόνιο και συστηματικό προγραμματισμό, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα και η ποιότητα της εκπαίδευσης στο εξωτερικό.
Παράλληλα, αξίζει να επισημανθεί η συμβολή του κυρίου Ντόνα όπου, πολλές φορές έχει αναλάβει πρωτοβουλίες για να αναδείξει τα προβλήματα της ελληνόγνωσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό. Η δημόσια ανάδειξη αυτών των ζητημάτων δεν ήταν χωρίς κόστος, καθώς οι πρωτοβουλίες αυτές συχνά αντιμετωπίστηκαν με αντιδράσεις και έντονη κριτική, κάτι που αναδεικνύει την επίπονη προσπάθειά του να φέρει στο προσκήνιο τις ανάγκες των ελληνικών σχολείων στο εξωτερικό.
Η συμμετοχή σε συνέδρια, οι δημόσιες τοποθετήσεις και η συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας αποτελούν σημαντικά βήματα για τη βελτίωση της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, αλλά, όπως καταδεικνύεται, χωρίς σαφές και σταθερό σχέδιο αποσπάσεων και υποστήριξης των εκπαιδευτικών, τα προβλήματα της υποστελέχωσης και της ανασφάλειας παραμένουν. Η προσπάθεια των φορέων και των εκπαιδευτικών αποδεικνύει τη σημασία της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης για τη διατήρηση της γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας των παιδιών της ομογένειας.


