ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: ΑΠΡΑΞΙΑ Ή ΧΑΓΗ;

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

του κ. Δημήτρη Μοσχόπουλου, Πρέσβη ε.τ.

Πηγή: “Τα Νέα”

Μέρος Α’

Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο – με αποκορύφωση το μνημόνιο/συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης για οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών που παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και τον κοινό νου – έχουν αναδείξει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως το κυριότερο θέμα του δημόσιου διαλόγου.

Είναι σαφές ότι οι σχέσεις μας με την Τουρκία, πάντοτε δύσκολες και προβληματικές, βρίσκονται σε μια φάση κρίσιμη, η διαχείριση της οποίας τώρα καθιστά αναγκαία την λήψη αποφάσεων ιστορικής σημασίας, οι οποίες θα σημαδέψουν το μέλλον μας σε βάθος χρόνου. Η γενικευμένη ανησυχία και σύγχυση, πολύ περισσότερο η οργή και η αγανάκτηση που διακατέχουν και φαίνονται να οδηγούν την σκέψη πολλών σχολιαστών, αποτελούν εμπόδιο στην διαχείριση των συμφερόντων μας. Οι περιστάσεις απαιτούν στρατηγική ψυχραιμία και ορθολογική αντιμετώπιση. Όπως σε κάθε διάλογο, οι διαφωνίες περί του πρακτέου είναι όχι μόνον αναπόφευκτες, αλλά συχνά και εποικοδομητικές, δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι και οι θεσμικά αρμόδιοι διαχειριστές της κρίσης, δηλ. η κυβέρνηση, και οι εκτός κυβερνήσεως μετέχοντες στον διάλογο ανήκουμε όλοι στην ίδια «ομάδα» και έχουμε τα ίδια συμφέροντα.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Η μέχρι τώρα εξέλιξη του διαλόγου φέρνει πάλι στην επιφάνεια μια πάγια αντιπαλότητα μεταξύ δύο σχολών σκέψης σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των θεμάτων της εξωτερικής μας πολιτικής, περιλαμβανομένων και των λεγόμενων εθνικών μας θεμάτων. Από την μια, είναι η σχολή σκέψης που, για διάφορους λόγους, αποφεύγει την προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων μας με την Τουρκία, και επιλέγει να αναμένουμε ευνοϊκότερες για εμάς συνθήκες, με το σκεπτικό ότι ο χρόνος θα λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων μας. Κι από την άλλη, είναι η σχολή που πιστεύει ότι η παραμέληση των προβλημάτων με την Τουρκία έχει αποδειχθεί πάντοτε επιβλαβής, ο χρόνος επιδεινώνει τα προβλήματα, και άρα πρέπει να επιδιώξουμε την επίλυσή τους με διάλογο, διαπραγμάτευση και απώτερα με προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, και δη στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ). Συντομογραφικά, η πρώτη θα μπορούσε να ονομαστεί σχολή της απραξίας, ενώ η δεύτερη ονομάζεται τελευταία, όλο και περισσότερο, απλώς Χάγη, όπου ευρίσκεται η έδρα του ΔΔ. Φαίνεται ότι η «Χάγη» κερδίζει έδαφος μεταξύ των ειδικών που εκφράζονται δημόσια, όμως και η σχολή της απραξίας έχει αφοσιωμένους υποστηρικτές. Εξ άλλου, μερικοί σχολιαστές που επιχειρηματολογούν υπέρ της προσφυγής στην Χάγη θέτουν τέτοιους όρους και προϋποθέσεις για τέτοια κίνηση που η εμμονή στην ικανοποίησή τους θα καθιστούσε στην πράξη αδύνατη την προσφυγή.

Αφού πρώτα καταγράψω την υποστήριξή μου στην σχολή που επιδιώκει την επίλυση των διαφορών μας με διάλογο και προσφυγή στο ΔΔ, θα ήθελα να υποβάλω μερικές παρατηρήσεις με σκοπό, αφ’ ενός, την προώθηση μιας ψύχραιμης και ορθολογικής αντιμετώπισης των προβλημάτων μας (στο Α’ μέρος), και αφ’ ετέρου (στο Β’ μέρος), μια προϊδέαση  για το τί μπορούμε να αναμένουμε ρεαλιστικά από το ΔΔ.

Η ψύχραιμη αντιμετώπιση μιας κατάστασης προϋποθέτει πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς, αυταπάτες και συνθηματολογίες. Στο προκείμενο, ορθά καταγγέλλουμε τις Τουρκικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, αλλά μη ξεχνάμε ότι ο αποκλειστικά καταγγελτικός λόγος, και δη υπό το κράτος οργής και αγανάκτησης, και η δαιμονοποίηση της άλλης πλευράς οδηγούν συνήθως σε σπασμωδικές και αλυσιτελείς ενέργειες. Θα συνέβαλλε στην νηφαλιότητα που απαιτούν οι περιστάσεις και στην βελτίωση της επιχειρηματολογίας μας να αναλογιστούμε ότι ναι μεν όλες οι χώρες διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στο διεθνές δίκαιο, αλλά στην πραγματικότητα καμιά δεν διστάζει να προβεί σε ενέργειες εκτός της διεθνούς νομιμότητας, όταν θεωρεί ότι λόγοι εθνικού συμφέροντος το επιβάλλουν.

Ακόμη και η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα αυτόν: δεν αποτελεί αποκάλυψη εθνικού μυστικού η υπόμνηση ότι ο καθορισμός εθνικού εναέριου χώρου 10 ν.μ., ενώ τα χωρικά μας ύδατα εκτείνονται στα 6 ν.μ. αποτελεί μια τέτοια περίπτωση, δεδομένου ότι το διεθνές δίκαιο (Σύμβαση Πολιτικής Αεροπορίας, του 1944, άρθρα 1 και 2) καθορίζει ρητά ότι ο εναέριος χώρος κάθε κράτους καλύπτει την ξηρά και τα χωρικά του ύδατα. Επίσης, οι αιτιάσεις της Τουρκίας ότι η επαναστρατιωτικοποίηση ορισμένων νησιών μας στο Αιγαίο παραβιάζει διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας μπορούν και πρέπει να αντικρουστούν, αλλά δεν μπορούν να παρακαμφθούν ασυζητητί. Ως προς την ουσία του θέματος, η επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών μας είναι ρεαλιστικά και ηθικά δικαιολογημένη και μάλιστα επιβεβλημένη, καθώς η άμυνα της χώρας μας ενώπιον μιας προφανούς απειλής υπαρξιακού χαρακτήρα δεν μπορεί παρά να έχει προτεραιότητα έναντι της σχολαστικής προσκόλλησης στο γράμμα του διεθνούς δικαίου (εδώ έχει εφαρμογή ή αρχή summum jus summa injuria)· πολλώ μάλλον που εξ ορισμού (δηλ. ως άμυνα) δεν έχει επιθετικό χαρακτήρα έναντι ουδενός.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν στοχεύουν φυσικά να εξιλεώσουν την Τουρκία για τις παραβιάσεις της τού διεθνούς δικαίου, ούτε βέβαια να συγκρίνουν  τα αντίστοιχα μητρώα των δύο χωρών· αποσκοπούν απλώς να αναδείξουν την de facto σχετικότητα της αρχής της προσήλωσης στο διεθνές δίκαιο, μιας αρχής που προβάλλεται ως ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής μας πολιτικής, και έτσι να συμβάλουν στην απελευθέρωση των εκ μέρους μας χειρισμών από αυταπάτες και να επιτρέψουν στον ορθό και ψύχραιμο λόγο να πρυτανεύσει στις προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων μας με τους γείτονες.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις: απραξία ή Χάγη;

Μέρος Β’

Ακολουθούν μερικές επισημάνσεις για το τί σημαίνει και τί συνεπάγεται η επιλογή επίλυσης των προβλημάτων μας με την Τουρκία με διάλογο και προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο:

Σε ένα διάλογο, η ατζέντα συμφωνείται από όλα τα συμμετέχοντα μέρη. Είναι ανεδαφικό να πιστεύουμε ότι ο διάλογος με την Τουρκία εν όψει της προσφυγής στην διεθνή δικαιοσύνη θα περιορισθεί στα θέματα που θέλουμε εμείς και δεν θα συμπεριλάβει τα θέματα που θέτει η Τουρκία. Όπως κι εμείς, έτσι και η Τουρκία θα δεχθεί να πάει στην Χάγη, μόνον αν κρίνει ότι κάτι θετικό γι αυτήν θα προκύψει από την προσφυγή. Τα θέματα που εγείρει η Τουρκία θα πρέπει να αναμένουμε ότι θα «τα βρούμε μπροστά μας» τόσο στις διαπραγματεύσεις για την σύνταξη του συνυποσχετικού, δηλ. της απαιτούμενης εν προκειμένω ειδικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών με την οποία θα πάμε στο Δικαστήριο, όσο και, ρεαλιστικά, στο Δικαστήριο το ίδιο. Αν η μία πλευρά δεχθεί να αφαιρέσει ορισμένα από τα αιτήματά της στο συνυποσχετικό, είναι λογικό να αναμένεται ότι αυτό θα το κάνει μόνο υπό τον όρο ότι και ή άλλη πλευρά, κατ’ αμοιβαιότητα, θα αποσύρει δικά της desiderata. Υπενθυμίζεται ότι το συνυποσχετικό έχει χαρακτήρα διεθνούς συμφωνίας και θα πρέπει να κυρωθεί από τα εθνικά Κοινοβούλια των δύο χωρών πριν να κατατεθεί στο Δικαστήριο. Επομένως το περιεχόμενό του θα λάβει ευρεία δημοσιότητα.

Τα προβλήματα που συνιστούν μια διαφορά μεταξύ δύο πλευρών είναι όλα αυτά που εγείρει η κάθε πλευρά. Δηλώσεις όπως ότι εμείς αναγνωρίζουμε μόνο μια διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, και όλα τα άλλα είναι μονομερείς και αβάσιμες διεκδικήσεις εκ μέρους της Τουρκίας βρίσκουν ευήκοον ους εντός των συνόρων μας. Όμως ένα διεθνές ακροατήριο – και φυσικά τέτοιο θα κληθεί να κρίνει την διαφορά μας – θα έχει δυσκολία να παρακολουθήσει τέτοιο συλλογισμό.

Η δικαστική διευθέτηση από την φύση της εμπεριέχει ένα βαθμό αβεβαιότητας ως προς την έκβασή της. Λογικά θα πρέπει να αναμένουμε μιαν απόφαση που θα στηρίζεται φυσικά στο γράμμα, αλλά και στο πνεύμα, του νόμου, δηλ. του διεθνούς δικαίου, και θα προσπαθεί να ικανοποιήσει κατά το δυνατό αιτήματα/διεκδικήσεις και των δύο αντιδίκων.

Ακόμη και μια λύση που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές θα περιλαμβάνει αναπόφευκτα στοιχεία αρνητικά για την κάθε πλευρά. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κάθε πλευρά θα κερδίσει μερικά σημεία και θα χάσει άλλα.

Με όρους της θεωρίας παιγνίων, η κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο χρονίζει η επίλυσή τους, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιβλαβής και για τις δύο πλευρές (lose-lose).

Διαγράφονται τρεις επιλογές:

(α) διαιώνιση της παρούσας κατάστασης· (β) βίαιη προσπάθεια μετατροπής των σχέσεων σε κατάσταση μηδενικού αθροίσματος (zero-sum), όπου η μία πλευρά κερδίζει αυτό που θα χάσει η άλλη· (γ) προσπάθεια ειρηνικής μετατροπής των σχέσεων σε κατάσταση αμοιβαίως επωφελή και αποδεκτή (win-win).

Η πρώτη επιλογή είναι αυτή της απραξίας, η δεύτερη μπορεί να οδηγήσει σε πολεμική σύγκρουση, η τρίτη παραπέμπει στην επιδίωξη ειρηνικής επίλυσης με διάλογο και προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα. Το πρόβλημα με την καλλίτερη από τις τρεις επιλογές, την τρίτη, είναι ότι στο δικαστήριο κατά κανόνα ο ένας αντίδικος κερδίζει και ο άλλος χάνει. Ένας πρόσφορος τρόπος να ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό είναι να ανατεθούν στο δικαστήριο προς εκδίκαση περισσότερα επίδικα, ώστε να καταστεί δυνατό κάθε πλευρά να κερδίσει μερικά (ελπίζοντας ότι αυτά θα είναι τα πιο σημαντικά) και να χάσει (ή να «χάσει») τα λιγότερο σημαντικά γι αυτήν, π.χ., τις αρχικές μαξιμαλιστικές της θέσεις. Με άλλα λόγια, μια σειρά win-lose και lose-win θα μπορεί να δώσει, αθροιστικά, μια win-win κατάληξη. Ενώπιον μιας τέτοιας προοπτικής, τα συμπεράσματα ως προς το πρακτέο είναι προφανή.

Θα πρέπει λοιπόν να θεωρείται δεδομένο ότι στο δικαστήριο δεν θα ικανοποιηθούν όλες οι θέσεις μας. Πριν όμως αρχίσουμε να συζητούμε, και να διχαζόμαστε πάλι, για το τί είμαστε διατεθειμένοι να χάσουμε, θα πρέπει να μη ξεχνάμε ότι μερικά από τα δικαιώματα που θεωρούμε ότι έχουμε, στην πραγματικότητα – δηλ. στην νομική πραγματικότητα που ορίζει το διεθνές δίκαιο – δεν τα έχουμε. Και κάτι που δεν έχουμε δεν μπορούμε να πούμε ότι το χάνουμε. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την Τουρκία. Μη ξεχνάμε ότι οι χάρτες που κυκλοφορούν από την πλευρά μας και απεικονίζουν την Ελληνική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως και αντίστοιχοι Τουρκικοί χάρτες, περιλαμβανομένου και του αλλόκοτου κατασκευάσματος που συνοδεύει το μνημόνιο με την Λιβύη, δεν απεικονίζουν παρά την μαξιμαλιστική θέση μας και την μαξιμαλιστική θέση της Τουρκίας (και της Λιβύης). Κυριαρχικά δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες της περιοχής μας ισχύουν πραγματικά, δηλ. νόμιμα, μόνον αφ’ ης στιγμής κατοχυρωθούν με οριοθέτηση στην οποία θα συμφωνήσουν όλα τα παράκτια κράτη. Από την άποψη αυτή, είναι αλήθεια αυτό που διακηρύσσει η Τουρκία, ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην περιοχή χωρίς την σύμφωνη γνώμη της. Να προσθέσουμε εδώ: και τίποτε, χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας.

Τώρα, πώς επηρεάζουν οι επισημάνσεις αυτές την επιλογή μεταξύ απραξίας και Χάγης; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και περίπλοκη. Εύκολη λύση δεν υπάρχει· ακόμη και η καλλίτερη λύση, που κατά τον γράφοντα παραμένει η Χάγη, θα έχει πολλές δυσκολίες. Οι περιστάσεις απαιτούν στρατηγική ψυχραιμία, γνώση, τόλμη, και σωφροσύνη. Αρκεί η τελευταία να μη γίνει πάλι η εύκολη φενάκη που καλύπτει δειλία και λιποψυχία μπροστά στο καθήκον που επιβάλλει η ιστορία και απαιτεί η πατρίδα.

Δημήτρης Μοσχόπουλος, Πρέσβυς ε.τ.

“Τα Νέα”

 

 

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μια που ο κ.πρέσβυς εδήλωσε εξ αρχής ότι είναι υπέρ της Χάγης και όχι της ”απραξίας”-που δεν είναι κυριολεκτικώς απραξία ,αλλά σώφρων αντιμετώπιση των Ελληνοτουρκικών θεμάτων από διάφορες Ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και 47 χρόνια- ,θα μπορούσε να μας καταγράψει ποιο είναι ”το καθήκον που επιβάλλει η Ιστορία και απαιτεί η πατρίδα” που δεν θα καλύπτει δειλία και λιποψυχία ,-φράση με την οποίαν τελείωσε το άρθρο του- ,καθώς επίσης και ποιο Διεθνές Δικαστήριο και Διεθνής Δύναμη θα επιβάλει στην ”δυνατή” Τουρκία την δικαστική απόφαση του Δ.Δ της Χάγης ,-αν δεν την δεχθεί-που μάλλον δεν θα την δεχθεί ;;;.
    Δια τούτο το καθήκον που επιβάλλει η Ιστορία και απαιτεί η Πατρίδα -αγαπητέ μας κ.πρέσβυ και λοιποί ομόφρονές σας -είναι η συνεχής και σοβαρή προετοιμασία για πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία ,κατά το γνωστό”ΜΙΑ ΨΥΧΉ ΘΑ ΒΓΕΙ, ΠΟΥ ΘΑ ΒΓΕΙ ΑΣ ΒΓΕΙ ΕΝΔΟΞΩΣ και ΕΛΛΗΝΟΠΡΕΠΩΣ” ,γιατί ο Ελληνισμός αν δεχθεί και ήττα στο Αιγαίο και την Θράκη δεν θα υπάρξει.
    Δυστυχώς αυτός ο Ελληνισμός πολλά χρόνια τώρα προετοιμάζεται (κυρίως ηθικώς)να δεχθεί την Χάγη και τα ενδεχόμενα δυσμενή αποτελέσματά της ,επειδή δεν ήθελαν οι κυβερνήσεις του την πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία .
    Όμως αυτή η νοοτροπία πρέπει να αλλάξει σιγά-σιγά ,αλλά σταθερα ,γιατί όπως κατέδειξαν οι αντιδράσεις στην Συμφωνία των Πρεσπών υπάρχουν εκατομύρια Έλληνες ,που θα μιμηθούν τους σημερινούς Σύρους στην υπεράσπιση της Πατρίδος τους .
    Στο κάτω-κάτω ας κάψουμε το πάπλωμα ακόμη και για ένα ψύλλο.
    Καιρό έχουμε να ακουσθούμε και για τον ηρωισμό και την λεβεντιά μας .

Leave a Reply to Σ.Α.Ν Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,800ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα