Διερχόμαστε μια περίοδο άκρως τεταμένων σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία, η οποία έχει αναβαθμίσει το επίπεδο των προκλήσεων, τόσο λεκτικά όσο και με πράξεις. Η ευθεία αμφισβήτηση από τον Τούρκο πρόεδρο της συνθήκης της Λοζάνης, το τουρκολυβικό σύμφωνο, η Αγία Σοφία, η πρόσφατη NAVTEX συνοδευόμενη με την έξοδο του τουρκικού στόλου στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, νότια της Μεγίστης, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις περί ερευνών για υδρογονάνθρακες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στο άμεσο μέλλον, καταδεικνύουν την αναβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας και απειλών.

Σύμφωνα με τις απόψεις της πλειοψηφίας των αναλυτών, το διάστημα μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου είναι καθοριστικό για την εκδήλωση εχθρικών τουρκικών ενεργειών με στόχο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Παρά τις εντατικές προσπάθειες της κυβέρνησης για την αποφυγή δυσάρεστων γεγονότων θεωρείται εξόχως πιθανό ότι οι τουρκικές διακηρύξεις θα γίνουν πράξεις. Συνεπώς, κανείς δεν θα πρέπει να ισχυρισθεί ότι η χώρα μας υπέστη αιφνιδιασμό σε στρατηγικό επίπεδο. Τί γίνεται όμως σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο; Είναι γνωστό ότι ο επιτιθέμενος έχει πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να αιφνιδιάσει τον αμυνόμενο, ισχυροποιώντας τις προϋποθέσεις για θετική γι’ αυτόν έκβαση.

Όμως, μπορούμε  να αντλήσουμε από την ιστορία αρκετά παραδείγματα κατά τα οποία ο αμυνόμενος με αποφασιστικές ενέργειες ανέλαβε την πρωτοβουλία, πέτυχε τον αιφνιδιασμό και συνέτριψε τον επιβουλέα. Ένα χαρακτηριστικό είναι και ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1967.

Ο Αραβοϊσραηλινός πόλεμος ή πόλεμος των 6 ημερών διεξήχθηκε από 5 έως 10 Ιουνίου 1967, με αντιπάλους το Ισραήλ και τα αραβικά κράτη. Στη διάρκεια των 132 ωρών και 30 λεπτών του πολέμου, το Ισραήλ κατόρθωσε να συντρίψει τη στρατιωτική συμμαχία 4 αραβικών κρατών, έπληξε το γόητρο της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή, κατέλαβε εδάφη τετραπλάσιας έκτασης αυτών που κατείχε, κυρίευσε οπλισμό, υλικά, οχήματα και εφόδια αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και τέλος μετέβαλε την πολιτικοστρατιωτική δομή της Μέσης Ανατολής για τα επόμενα χρόνια. Αποτελεί μοναδικό ιστορικό παράδειγμα από την άποψη της ταχύτητας διεξαγωγής και των στρατιωτικών αποτελεσμάτων.

Συνοπτικά οι λόγοι της περιφανούς νίκης των Ισραηλινών κατά των πολυπληθέστερων Αράβων ήταν οι παρακάτω:

  • Ο απόλυτος αιφνιδιασμός των Αράβων με την επίθεση του Ισραήλ. Έτσι, ο θεωρητικά αμυνόμενος ανέλαβε τη πρωτοβουλία. Η επιτυχία του αιφνιδιασμού βασίστηκε στην ύπαρξη λεπτομερών πληροφοριών για τον αντίπαλο, στην επιτυχή παραπλάνηση του αντιπάλου και την ταχύτητα δράσης με την επιδίωξη αρχικά της καταστροφής της αραβικής αεροπορίας και κατόπιν τη συντριβή των λοιπών δυνάμεων αρχίζοντας από τον πιο επικίνδυνο.
  • Στην ποιοτική ανωτερότητα του έμψυχου δυναμικού και ιδίως των αξιωματικών τους. Ο Στρατηγός Σαρόν είχε αναφέρει: «Οι αξιωματικοί μας ουδέποτε χρησιμοποιούν την λέξη προχωρήστε, αλλά η προσταγή είναι πάντα ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΕ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι απώλειές μας σε αξιωματικούς υπερβαίνουν το 20% των συνολικών».
  • Η ισραηλινή τακτική της «τριβής» με ακατάπαυστους βομβαρδισμούς πυροβολικού για 100 περίπου ώρες, καθώς και η εφαρμογή της θεωρίας της στρατηγικής της «έμμεσης προσέγγισης» στον ισραηλινό ελιγμό.
  • Η απόκτηση αεροπορικής κυριαρχίας σε όλο τον εναέριο χώρο της μέσης ανατολής με την καταστροφή του πλείστου της εχθρικής αεροπορίας στο έδαφος.
  • Το σύστημα επιστρατεύσεως του Ισραήλ που ήταν σχεδιασμένο και υλοποιήθηκε κατά άριστο τρόπο, πετυχαίνοντας πολύ υψηλό βαθμό ετοιμότητας. Υπόψιν ότι τα τέσσερα πέμπτα των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ ήταν έφεδροι που επιστρατεύθηκαν.
  • Το υψηλό ηθικό των Ισραηλινών και η αποφασιστικότητά τους, γνωρίζοντας ότι η ήττα ή η παράδοσή τους ισοδυναμούσε με εθνική και φυσική εξαφάνιση.

Σήμερα θα ήταν ουτοπικό να ισχυρισθεί κάποιος ότι είναι δυνατό να εφαρμοσθεί το παράδειγμα του Ισραήλ, σε πιθανή πολεμική αναμέτρηση, για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα με τα σύγχρονα οπλικά συστήματα και μέσα η έκβαση και το αποτέλεσμα του πολέμου πιθανό να ήταν διαφορετικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διδαχθούμε από τα γεγονότα και τα συμπεράσματα αυτού του πολέμου. Είναι σκόπιμο λοιπόν να προβληματιστούμε για τα ακόλουθα:

  • Πιθανός εφελκυσμός της χώρας μας σε διαπραγματεύσεις με τους όρους της Τουρκίας, κατόπιν υποχώρησης ή θερμού επεισοδίου, ισοδυναμεί ή όχι με απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας;
  • Πολεμική αναμέτρηση μικρής χρονικής διάρκειας και μεγάλης έντασης, με την επίτευξη σοβαρού πλήγματος στον αντίπαλο είναι πιθανό να οδηγήσει στην ακύρωση των διεκδικήσεων και στην επίλυση του προβλήματος; Η χώρα μας είναι έτοιμη για τέτοιο ενδεχόμενο;
  • Είναι δυνατό και συνετό να συνεχίσουμε να «αγοράζουμε χρόνο», ώστε να εντείνουμε τις προσπάθειες στον διπλωματικό τομέα για αποδυνάμωση των τουρκικών διεκδικήσεων, να θέσουμε δικές μας, να ισχυροποιήσουμε συμμαχίες και ταυτόχρονα να αναβαθμίσουμε πραγματικά τους πυλώνες εθνικής ισχύος;
  • Είναι ζωτικής σημασίας η άμεση και στοχευμένη αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων με τα απαραίτητα οπλικά συστήματα και υλικό, λαμβάνοντας υπόψη και τη φρενίτιδα του εξοπλισμού του αντιπάλου;
  • Είναι ζωτικής σημασίας η αναδιοργάνωση και βελτίωση του συστήματος επιστράτευσης, καθώς και η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της εφεδρείας; Είναι αναγκαία η άμεση επαύξηση του χρόνου θητείας για την επαύξηση του μεγέθους του ενεργού στρατού και τη δημιουργία εκπαιδευμένης εφεδρείας; Πρέπει να εξετασθεί σοβαρά η υποχρεωτική στράτευση των γυναικών, λαμβάνοντας υπόψη ότι στις ένοπλες δυνάμεις υπηρετούν γυναίκες σε όλες τις κατηγορίες και βαθμούς, πλην αυτής των κληρωτών οπλιτών;

Φυσικά υπάρχουν περισσότερα θέματα για τα οποία πρέπει να προβληματιστούμε, να αναζητήσουμε τον βέλτιστο τρόπο ενεργείας και να τον εφαρμόσουμε, αρκεί να υπάρχει ισχυρή θέληση, αποφασιστικότητα, συστηματική προσπάθεια και τοποθέτηση του εθνικού συμφέροντος υπεράνω κομματικών προτεραιοτήτων και πολιτικού κόστους. Το σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να διδαχθούμε από την ιστορία και να επιλέξουμε και να χαράξουμε καινούργια ρότα.