Ελληνικοί (μειονοτικοί) πληθυσμοί στα Βαλκάνια και οι Έλληνες Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου: μία ιστορικό- κοινωνική προσέγγιση …και το σήμερα

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

της  Δρ Άννας Κωνσταντινίδου

Ιστορικός- Διεθνολόγος[1]

Μήπως ως κράτος είναι επιβεβλημένο να δούμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα τα ελληνικά, μειονοτικά θέματα (και δεν εννοώ μόνο τα γνωστά); Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο στάθηκε η δήλωση του Προέδρου των Σκοπίων, Πεντερόφσκι για μειονότητα «μακεδονική» στην ελληνική επικράτεια, συγχρόνως δε με το γεγονός, ότι το ρουμανικό κράτος προσπαθεί, για άλλη μία φορά, να προσεταιριστεί τους ελληνικούς βλαχόφωνους πληθυσμούς που διαμένουν στα Βαλκάνια, και κυρίως αυτούς στο αλβανικό έδαφος. Φυσικά, μέσα σε όλα αυτά υφίστανται οι κατά καιρούς δηλώσεις των Αλβανών, ότι οι Αρβανίτες είναι αλβανικής καταγωγής, παράλληλα δε με τα μειονοτικά ζητήματα που εγείρουν οι Τούρκοι για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.

Όλοι ζητάνε μία μειονότητα στο ελληνικό έδαφος. Μήπως, όμως γίνεται αυτό, γιατί στην πραγματικότητα η χώρα που έχει ή μπορεί να δημιουργήσει μειονοτικές εστίες στο γεωγραφικό χώρο της (ήτοι ανατολική περιφέρεια) είναι μόνο η Ελλάδα; Η τεχνική της προπαγάνδας του αλυτρωτισμού είναι μία μέθοδος που ως φαίνεται χρησιμοποιείται από κάποια κράτη σε περιόδους κρίσεων που έχουν με το ελληνικό κράτος. Ωστόσο, η Ιστορία είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας της εθνοτικής καταγωγής των λαών.

Αλήθεια, ως Έλληνες έχουμε αναρωτηθεί ποτέ αν με τις Συνθήκες: α. του Βουκουρεστίου που τερμάτιζε ουσιαστικά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1913), β. η μία σειρά συμφωνιών ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία για την περιοχή της Βορείου Ηπείρου (από το 1914-1920), γ. του Νεϊγύ για την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή των πληθυσμών (1919) και δ. της Λωζάννης το 1923, ρυθμίστηκαν εν τέλει όλα τα ζητήματα για τους ελληνικούς πληθυσμούς που διέμεναν στα περιβάλλοντα αυτά ή μήπως τελικά, οι συμβαλλόμενες, βαλκανικές χώρες και το τουρκικό κράτος καταπάτησαν –ουσιαστικά- τις υποχρεώσεις που έφεραν απέναντι στους πληθυσμούς που παρέμειναν στο έδαφός τους και έφεραν ελληνική εθνοτική καταγωγή;

Μήπως ως χώρα οφείλουμε να επανατοποθετήσουμε σε νέα βάση τα εθνικά, μειονοτικά ζητήματά μας, καθώς σε διάφορες βαλκανικές χώρες υφίστανται, εκτός των άλλων, ελληνικοί πληθυσμοί που διαρκώς συρρικνώνονται, λόγω της πολιτισμικής αφομοίωσής τους από το κράτος- εγκατάστασης; Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι Έλληνες Κρυπτοχριστιανοί της Μικράς Ασίας και κυρίως, του Εύξεινου Πόντου.[2]

Πρέπει να τονίσουμε αυτό προτού αρχίσουμε τη σχετική ανάλυση. Η μειονότητα ως έννοια κατηγοριοποιεί νομικά τους πολίτες, ενώ πχ. σε ένα διακρατικό σύμφωνο εγκατάστασης υπάρχει η διπλωματική δυνατότητα για ένα κράτος που διατηρεί εθνική ομάδα σε μία χώρα υποδοχής να δημιουργήσει ευνοϊκές ρήτρες κοινωνικοποίησης για τους ομογενείς του. Συνήθως, μία χώρα «αποζητά» την εγκαθίδρυση της μειονότητας σε ένα άλλο κράτος, όταν ενυπάρχει το στοιχείο της εμπλοκής των μεταξύ τους συμφερόντων. Η Ελλάδα έχει αναγνωρισμένες, εθνικές μειονότητες σε Αλβανία και Τουρκία, όμως υπάρχουν ελληνικές ομάδες που παρά τις ανταλλαγές των πληθυσμών στις αρχές του περασμένου αιώνα, έμειναν στις εστίες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, χωρίς ωστόσο να υφίσταται μία κατ’ ουσίαν νομική ρύθμιση για το καθεστώς παραμονής τους.

Οι ομάδες αυτές έμειναν στα συγκεκριμένα πολιτειακά περιβάλλοντα, καθώς είτε οι Διεθνείς Συνθήκες δε νομιμοποιούσαν την ανταλλαγή τους, λόγω θρησκεύματος, είτε κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, μετά το πρώτο μεγάλο κύμα ανταλλαγής (ιδιαίτερα όσον αφορά τις ομάδες μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ) έγινε σταδιακά η εγκατάσταση στην εθνοτική εστία. Και μέχρι να ολοκληρωθεί η μετανάστευση δεν ήταν εφικτός ο προσδιορισμός των ελληνικών ομάδων που είχαν αποφασίσει να μην μετεγκατασταθούν στην ελληνική επικράτεια. Ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο να υπογραφεί μία ενδεχόμενη συμφωνία εγκατάστασης ή μία συνθήκη για την υπαγωγή σε καθεστώς μειονότητας χωρίς να έχει οριστικοποιηθεί ο τελικός αριθμός των ανταλλαγέντων. Φυσικά, τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά το 1923, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου Πολέμου (κ.ε) στην πραγματικότητα άφησαν στις καλένδες της Ελληνικής Διπλωματίας την επανεξέταση των ελληνικών πληθυσμών που αποφάσισαν να παραμείνουν στις εστίες τους (πριν το 1923).

Ταυτόχρονα δε, μετά τον Εμφύλιο δεν πρέπει να ξεχνάμε τους αυτοαποκαλούμενους ως «πολιτικούς πρόσφυγες» ελληνικής συνείδησης, κομμουνιστές αντάρτες, οι οποίοι μετά την ήττα που υπέστησαν, ζήτησαν αρχικά καταφύγιο σε Αλβανία και Βουλγαρία, για να ακολουθήσει από την κομμουνιστική ηγεσία η μεταφορά τους σε (πρώην) Σοβιετική Ένωση, Ρουμανία, (πρώην) Τσεχοσλοβακία, Πολωνία και γενικά σε κράτη με παρόμοιο πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης. Σημαντική κατηγορία αποτελούσαν και τα παιδιά του «παιδομαζώματος». Το συγκεκριμένο ζήτημα, επειδή είναι κοινωνικά και πολιτικά πολυδιάστατο δε θα απασχολήσει το παρόν άρθρο, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι απόγονοι των συγκεκριμένων ομάδων συνέχισαν (και συνεχίζουν) να διαμένουν στα συγκεκριμένα πολιτειακά περιβάλλοντα τόσο μετά τις ευνοϊκές ρυθμίσεις επαναπατρισμού τους στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του 1980 όσο και μετά την Πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Φυσικά, η Συνθήκη της Γενεύης που υπογράφηκε το 1951 για το καθεστώς του πρόσφυγα και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, αν και νομικά διασφάλιζαν τη διάσταση του ατόμου που εγκαταλείπει τη χώρα καταγωγής του κάτω από συγκεκριμένες πολιτικό- κοινωνικές συνθήκες, ζητώντας άσυλο σε κάποιο άλλο κράτος, παρόλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις η προσπάθεια για αφομοίωσή του ήταν μία εκβιαστική κοινωνικό- ψυχοσωματική διαδικασία από μέρους της χώρας υποδοχής με συνέπεια πολλά εξ αυτών αναγκάστηκαν να αλλάξουν τα επίθετά τους, χωρίς ωστόσο να απωλέσουν την ελληνική συνείδησή τους.

Ειδικότερα τώρα, όσον αφορά την ιστορική, εθνοτική ομάδα των βλαχόφωνων Ελλήνων των Βαλκανίων, αυτό που οφείλουμε να σημειώσουμε σχετικά με το κράτος των Σκοπίων, παρά το γεγονός της έλευσης των περισσότερων εξ αυτών στην ελλαδική επικράτεια και πιο συγκεκριμένα στο νομό Φλώρινας το 1913, στη γειτονική χώρα συνεχίζουν να υφίστανται ελληνικής συνείδησης πληθυσμοί (που μιλούν βλαχικά και ελληνικά) στο Κρούσοβο, τη Στρούγκα, το Μεγάροβο, τη Στρώμνιτσα, την Αχρίδα, το Περλεπέ και το Μοναστήρι. Για τους ελληνικής, εθνοτικής καταγωγής πληθυσμούς που μιλάνε τη βλαχική γλώσσα και διαχρονικά η ρουμανική προπαγάνδα προσπαθεί να τους προσεταιριστεί (τόσο τελευταία όσον αφορά τους βλαχόφωνους της Αλβανίας όσο και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιφέροντας εσωτερικά ζητήματα στο ελληνικό κράτος και κυρίως στη Θεσσαλία) πρέπει να δοθούν κάποια ιστορικά στοιχεία.

Τα κείμενα αναφέρουν, ότι οι Αρουμούνοι ήταν το αρχαίο ελληνικό φύλο, το οποίο ο Στράβων ονομάζει Ατιντάνες. Ο Hammond στηρίζεται πάνω στη μαρτυρία τού Στράβωνα και τοποθετεί τη συγκεκριμένη ελληνική εθνολογικά ομάδα να διαβιώνει στο γεωγραφικό τμήμα που εκτείνεται «από τη Βόρειο Ήπειρο μέχρι τον Αυλώνα και ακόμα βορειότερα, στο Βεράτι, το Ελβανσάν, ανατολικότερα, στην περιοχή τής Αχρίδας, στις Πρέσπες, την Καστοριά και τα Γρεβενά, και νοτιότερα, στη δυτική Θεσσαλία  και την Αμφιλοχία». Σχετικά με τη γενεανολογία των Αρουμούνων  εποίκησαν τόσο την ευρύτερη βαλκανική περιοχή όσο και την αλβανική ενδοχώρα υπάρχει σχέδιο υπομνήματος του Σπυρομήλιου (στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων ΙΕΕΕ, αρχείο Σπυρομήλιου, φάκελος Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, έγγραφο υπ’ αριθ. 43) μάλλον προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, στις οποίες αναφέρει εκτενώς την καταγωγή των βλαχόφωνων πληθυσμών, τη σχέση τους με τους Έλληνες, φθάνοντας την αφήγησή του μέχρι την προσπάθεια εθνολογικής προσάρτησής τους από τη Ρουμανία. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός που υπογραμμίζει ο Σπυρομήλιος στην επιστολή του, ότι «…ο λόρδος Βύρων δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το ελληνικότατο αυτό φύλο, των βλάχων, δεν μπορούσε να κατανοήσει τις ωδές του Ομήρου, λόγω της αλλοίωσης που υπέστη η αρχαία γλώσσα τους εξαιτίας της συχνής νομαδικής μετακίνησής τους …».

Ουσιαστικά, ο εκλατινισμός των ομάδων αυτών επιτεύχθη στα πρώτα χρόνια οργάνωσης τού βυζαντινού κράτους, όταν η περιφέρεια χωρίστηκε σε διοικήσεις, τα λεγόμενα θέματα. Ήταν τότε, που για να ξεχωρίζουν από τους Σλάβους, οι οποίοι άρχισαν να κατακλύζουν με επιδρομές τα Βαλκάνια, οι νομάδες αυτοί υιοθέτησαν την επωνυμία Αρωμούνοι/ Αρουμούνοι ή Βλάχοι. Και ναι μεν, οι Βλάχοι που διέμεναν στις ελληνικές περιοχές ή μετακινήθηκαν προς αυτές επανάκτησαν το ελληνικό υπόβαθρό τους, οι δε άλλοι που μετανάστευσαν σε βορειότερες περιοχές είτε του γεωγραφικού τμήματος που έφερε το όνομα Ιλλυρία είτε στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, διατήρησαν τον εκλατινισμό τους.     Η ρουμανική προπαγάνδα (που συνεχίζεται ως σήμερα) από τα τέλη του 19ου αι. και μέχρι σχεδόν τους Βαλκανικούς Πολέμους υποκινούσε τους Βλάχους που κατοικούσαν στα Σκόπια, Μακεδονία και Ήπειρο να δημιουργήσουν αυτόνομα κρατίδια, αποδιώχνοντας, όπως ισχυρίζονταν με τον τρόπο αυτό, την αφομοίωσή τους, κυρίως, από τους ελληνικούς πληθυσμούς. Σε συνάρτηση των παραπάνω, δεν πρέπει, παράλληλα, να ξεχνάμε τους Έλληνες της Βλαχίας που μέχρι σήμερα μέλη τους συνεχίζουν να υφίστανται στο ρουμανικό κράτος.

Ως ενδεικτικό παράδειγμα θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι το κουτσοβλαχικό ζήτημα κάτω από το επιστέγασμα τής ρουμανικής προπαγάνδας είχε λάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις για τα ελληνικά συμφέροντα (αρχές περασμένου αιώνα), ώστε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου απέστειλε επιστολή στον Ελευθέριο Βενιζέλο που τον καλεί να προσκαλέσει τον Ρουμάνο πρέσβη τής Αθήνας για διαπραγματεύσεις, καθώς η Γερμανία ζητούσε περισσότερες εξηγήσεις από τη ρουμανική πλευρά σχετικά με το ζήτημα αυτό. Στην επιστολή αυτή (στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ε.Λ.Ι.Α, αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φάκελος 1,υποφ. 1.1), ο Έλληνας αξιωματούχος κάνει ιδιαίτερη μνεία στη μητέρα του, η οποία είχε καταγωγή από το νότιο τμήμα τής αλβανικής επικράτειας, έχοντας ελληνική συνείδηση, μιλώντας, όμως, τη βλαχική.

Η ρουμανική προπαγάνδα για την οικειοποίηση των βλαχοφώνων στην Ελλάδα εντάθηκε, λαμβάνοντας μεγαλύτερες διαστάσεις κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, καθώς και κατά τη γερμανική κατοχή. Οι Ρουμάνοι σε συνεργασία με τους Ιταλούς, εντός του αλβανικού κράτους που ήταν αποικία των δευτέρων, οργάνωναν κινήματα με άθυρμα τούς Κουτσόβλαχους (βλαχόφωνους χωρίς καθορισμένη εθνοτική καταγωγή) με σκοπό τη διεκδίκηση των υποτιθέμενων δικαιωμάτων τους που καταπατούνταν από την ελληνική πλευρά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η προπαγάνδα αυτή συνεχίζεται να υφίσταται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, μέχρι τη σημερινή εποχή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω συνεχίζουν να υφίστανται ελληνογενείς, βλαχόφωνοι πληθυσμοί σε όλο το εύρος των Βαλκανίων, ενώ θα πρέπει να τονιστεί, ότι οι βλαχόφωνοι ελληνικής συνείδησης που διαμένουν στη Βόρεια Ήπειρο τοποθετούν τους εαυτούς τους στη ελληνική μειονότητα.

Συγχρόνως δε, εκτός από τη θεσμικά αναγνωρισμένη και νομικά κατοχυρωμένη, ελληνική μειονότητα της Κων/πολης και των ελληνικών πληθυσμιακών ομάδων που διαβιούν σήμερα στα παράλια της Μικράς Ασίας, υπάρχουν οι λεγόμενοι Κρυπτοχριστιανοί. Ελληνικής καταγωγής πληθυσμιακές ομάδες που αναγκάστηκαν –φαινομενικά και μόνο- να ασπαστούν το μουσουλμανισμό, ενώ στην πραγματικότητα παρέμειναν χριστιανοί. Δεν μπόρεσαν να υπαχθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία έκανε λόγο για θρησκευτικές ομάδες, με συνέπεια να μην ακολουθήσουν τους υπόλοιπους ελληνικής συνείδησης και χριστιανικού, ορθόδοξου δόγματος πληθυσμούς που μεταφέρθηκαν στην ελληνική επικράτεια το 1923.

Οι Κρυπτοχριστιανοί αναγκάστηκαν να ασπαστούν το μουσουλμανισμό, για να αποφύγουν τις διώξεις των Οθωμανών και την υποχρεωτική στρατολόγηση. Η επιλογή είτε του θρησκευτικού δόγματος είτε της γλώσσας ήταν μία τεχνική των οθωμανικών διοικήσεων που εφάρμοζαν κυρίως στις ελληνικές εθνοτικές ομάδες της Μικράς Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, πιστεύοντας ότι μέσω αυτής θα επερχόταν η σταδιακή απώλεση της εθνικής συνείδησης των πληθυσμών αυτών. Ενδεικτικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι οι Κρυπτοχριστιανοί, παρά τον εξισλαμισμό δεν είχαν χάσει τη θρησκευτική παράδοσή τους (και εν γένει την εθνοτική), είναι οι Σταυριώτες, Έλληνες κάτοικοι του κεφαλοχωρίου Σταυρί της επαρχίας της Αργυρούπολης, όπου υπήρχαν τα γνωστά μεταλλεία αργύρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αργυρούπολη, ανάλογα με την έκβαση των ρωσοτουρκικών πολέμων τη διοίκησή της την αναλάμβανε πότε η τσαρική Ρωσία και πότε η Υψηλή Πύλη. Οι Έλληνες κάτοικοί της, όταν είχαν Ρώσους διοικητές, αποδιώχνανε την πλασματική θρησκευτική ταυτότητα, του μουσουλμάνου, ζώντας ως χριστιανοί.

Ωστόσο, παρά τους νόμους, του Χάττι Σερίφ (1839) και Χάττι Χουμαγιούν (1859), οι εξισλαμισμοί των Ελλήνων, ιδιαίτερα σε απομονωμένα χωριά του Εύξεινου Πόντου και της Μικράς Ασίας συνεχίστηκαν αμείωτοι, ακόμα και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης που έκανε λόγο για ανταλλαγή θρησκευτικών ομάδων, οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου και της Μικράς Ασίας δεν μπόρεσαν να συμπεριληφθούν. Ωστόσο ανάλογα με το πόσο κεντρική και πόσο κοντά χιλιομετρικά σε λιμάνι βρισκόταν μία περιοχή, πολλοί από τους Κρυπτοχριστιανούς κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, φανέρωναν το πραγματικό δόγμα της θρησκευτικής πίστης τους, ακολουθώντας τις υπόλοιπες ελληνικές ομάδες στην ελληνική επικράτεια. Σήμερα, τόσο από αρχειακό υλικό όσο και από επιστημονικές μελέτες που εκπονήθηκαν για την περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Έλληνες Κρυπτοχριστιανοί υφίστανται στην περιοχή της Τραπεζούντας, της Ματσούκας, των Σουρμένων και στον Όφι.

Στη βάση της παραπάνω ιστορικό- κοινωνικής προσέγγισης των ελληνογενών πληθυσμών που συναντώνται σήμερα σε Βαλκάνια και Τουρκία, η Ελλάδα στα πλαίσια της Διπλωματίας της Διασποράς οφείλει να αναζητήσει όλες αυτές τις ελληνικές ομάδες. Οι πληθυσμοί αυτοί είναι μέρος της ιστορικής Διασποράς μας, μίας σημαντικής Ελλάδας που δυστυχώς, λόγω πολιτικό- κοινωνικών συνθηκών, το ελληνικό κράτος δεν μπόρεσε να τους διασφαλίσει νομικά. Καθώς, η ιστορία ενός λαού είναι η εθνική μνήμη του, είναι επιβεβλημένο το ελληνικό κράτος τον Ελληνισμό αυτό που δεν κατέστη δυνατόν να τον «λυτρώσει» μέσω των Μεγάλων Συνθηκών, αλλά και έτη αργότερα, πρέπει να βρει τον τρόπο να τον προσεγγίσει, δίνοντας την ιστορική θέση που του αρμόζει στην εθνική Διασπορά.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Κώστας Φωτιάδης, Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, β’ έκδοση, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 2001.

Βασίλης Γούναρης- Ιάκωβος Μιχαηλίδης (επιμ.), Πρόσφυγες στα Βαλκάνια: Μνήμη και Ενσωμάτωση, (συλλογικό έργο), Ίδρυμα Μακεδονικού Αγώνα, Αθήνα: Πατάκης, 2004.

Ιωάννης Στεφανίδης, Βλάσης Βλασίδης, Ευάγγελος Κωφός (επιμ.), Μακεδονικές Ταυτότητες στο χρόνο- Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Ίδρυμα Μακεδονικού Αγώνα, Αθήνα: Πατάκης, 2008.

[1] Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου, μέλος και συνεργάτιδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).

[2] Στο παρόν άρθρο δε θα γίνει αναφορά στην ελληνική μειονότητα της Κων/πολης και σε αυτήν της Αλβανίας, καθώς υπάρχει αρκετή βιβλιογραφική και αρθρογραφική ανάλυση για τα συγκεκριμένα εθνοτικά μας σύνολα, αλλά θα γίνει αναφορά-στα πλαίσια ενός άρθρου- για τις υπόλοιπες ελληνικές (οιωνεί μειονοτικές) ομάδες σε Βαλκάνια και Τουρκία.

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
29,900ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα