του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α.
Η ευρύτερη Μεσόγειος θάλασσα (Αζοφική θάλασσα- Εύξεινος πόντος- Ελλήσποντος- Αιγαίο Πέλαγος- Μεσόγειος- Ερυθρά θάλασσα και στενά Ορμούζ) εξελίσσεται ταχύτατα στο πιο τεχνολογικά σύνθετο ναυτικό περιβάλλον παγκοσμίως. Η διάδοση μη επανδρωμένων εναέριων και θαλάσσιων συστημάτων, η δικτυωμένη επιτήρηση, ο ηλεκτρονικός πόλεμος και οι χαμηλού κόστους επιθέσεις ακριβείας έχουν μεταβάλει ριζικά τον χαρακτήρα της αποτροπής. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα, μέσω της «Ατζέντας 2030» και των εξαγγελιών του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, επιχειρεί μια δογματική στροφή από το παραδοσιακό μοντέλο ναυτικής υπεροχής προς μια περισσότερο κατανεμημένη, τεχνολογικά διαμεσολαβημένη μορφή αποτροπής.

Η στροφή αυτή δεν είναι αβάσιμη. Η Τουρκία έχει αποδείξει ότι τα μη επανδρωμένα συστήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία εξαναγκασμού κάτω από το κατώφλι της συμβατικής σύγκρουσης, συνδυάζοντας συνεχή ISR (Intelligence, Surveillance, and Reconnaissance) με επιλεκτική χρήση ισχύος. Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Ελλάδα πρέπει να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά, αλλά αν ο εκσυγχρονισμός αυτός συγκροτεί ένα συνεκτικό και βιώσιμο δόγμα αποτροπής.
Η στρατηγική θεωρία διαχωρίζει σαφώς την άμυνα από την αποτροπή. Τα αντιαεροπορικά, τα drones και τα συστήματα επιτήρησης είναι κατεξοχήν αμυντικά μέσα διότι περιορίζουν απώλειες και αυξάνουν το κόστος του αντιπάλου μετά την εκδήλωση μιας ενέργειας. Η αποτροπή, όμως, προϋποθέτει κάτι επιπλέον. Επιδιώκει αξιόπιστη πρόθεση και ικανότητα άμεσης αντίδρασης. Χωρίς φυσική παρουσία και χωρίς σαφείς κανόνες εμπλοκής, η τεχνολογία μετατρέπεται σε μηχανισμό καταγραφής παραβιάσεων και όχι σε εργαλείο αποτροπής.
Τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται στον ελληνικό στρατηγικό λόγο μια προβληματική αντίληψη, ότι η παραδοσιακή στρατιωτική παρουσία με μαχητικά αεροσκάφη στον αέρα και πλοία στη θάλασσα, μπορεί να υποκατασταθεί από πυραυλικά συστήματα, δίκτυα αισθητήρων και «εγκλωβισμούς». Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζεται ως σύγχρονος εκσυγχρονισμός, συχνά μάλιστα με επίκληση των «διδαγμάτων» του πολέμου στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν συγκροτεί αποτροπή, αλλά ένα σχήμα διαχείρισης απώλειας κυριαρχίας χαμηλής έντασης.
Η ιδέα ότι η αεράμυνα μπορεί να υποκαταστήσει την αεροπορική παρουσία είναι στρατηγικά εσφαλμένη. Ο έλεγχος του εναέριου χώρου δεν επιτυγχάνεται με «εγκλωβισμούς», αλλά με μαχητικά που βρίσκονται στον αέρα, επιβάλλουν κανόνες σε πραγματικό χρόνο και αναγκάζουν τον αντίπαλο να αλλάξει συμπεριφορά. Όταν ο αντίπαλος γνωρίζει ότι ένας εγκλωβισμός δεν πρόκειται να εξελιχθεί σε κατάρριψη, η παραβίαση παύει να είναι ρίσκο και μετατρέπεται σε ρουτίνα.

Το παράδειγμα της Ουκρανίας, που συχνά επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν ότι «οι πύραυλοι αρκούν», δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Παρά την ισχυρή αντιαεροπορική της άμυνα, η Ουκρανία δεν διαθέτει αεροπορική υπεροχή και ο εναέριος χώρος της παραμένει αμφισβητούμενος. Τα συστήματα SAM (surface-to-air missile) περιορίζουν τις απώλειες, αλλά δεν αποτρέπουν τη χρήση ισχύος. Αυτό δεν είναι αποτροπή· είναι άμυνα ανάγκης.
Αντίστοιχα προβληματική είναι η αντίληψη ότι ο πανάκριβος Στόλος «απελευθερώνεται» απομακρυνόμενος από το Αιγαίο. Το Αιγαίο είναι μια κλειστή, νησιωτική θάλασσα, γεμάτη στενά περάσματα και choke points. Ιστορικά και επιχειρησιακά, τέτοια περιβάλλοντα ευνοούν τον έλεγχο μέσω διαρκούς παρουσίας. Ένας ισχυρός στόλος δεν αποφεύγει τα στενά· τα ελέγχει. Η αποχώρηση από τον χώρο ευθύνης δεν αποτελεί αναδιάταξη, αλλά παραίτηση από τον έλεγχο.
Το πρόβλημα αναδεικνύεται στις καθημερινές παραβιάσεις. Όταν τουρκικό πλοίο εισέρχεται σε χωρικά ύδατα ή αεροσκάφος παραβιάζει τον εναέριο χώρο χωρίς φυσική αντίδραση, δηλαδή χωρίς έξοδο μονάδων ή αναχαίτιση, οι επιλογές περιορίζονται σε δύο, είτε χρήση πυρός είτε ανοχή και μεταγενέστερο διάβημα. Στην πράξη επιλέγεται συστηματικά το δεύτερο, με αποτέλεσμα το τετελεσμένο να εμπεδώνεται.
Η αποτροπή δεν ταυτίζεται με τον πόλεμο. Είναι ακριβώς αυτό που καθιστά τον πόλεμο περιττό. Προϋποθέτει φυσική παρουσία, άμεση και αναλογική αντίδραση, καθώς και σαφείς κόκκινες γραμμές. Το επιχείρημα «τι θέλετε δηλαδή, να κάνουμε πόλεμο;» αποτελεί ψευδές δίλημμα που συγκαλύπτει την απουσία στρατηγικής βούλησης.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά, η Ελλάδα έχει ορθά αναγνωρίσει ότι το παραδοσιακό μοντέλο αποτροπής χρειάζεται αναθεώρηση. Όμως ο εκσυγχρονισμός χωρίς δογματική συνοχή και αρχιτεκτονική ανθεκτικότητα εγκυμονεί τον κίνδυνο μιας τεχνολογικής ψευδαίσθησης αποτροπής. Η πραγματική ισχύς στο Αιγαίο δεν θα προκύψει από την αντικατάσταση της παρουσίας με αισθητήρες, αλλά από τη σύνθεση τεχνολογίας, φυσικής ισχύος και πολιτικής βούλησης σε ένα σύστημα που επιβιώνει, απορροφά πίεση και καθιστά τον εξαναγκασμό ασύμφορο.
Η Ελλάδα οφείλει να επαναδιατυπώσει ρητά το δόγμα αποτροπής της με βάση τρεις αδιαπραγμάτευτες αρχές:
- Μόνιμη φυσική παρουσία σε αέρα και θάλασσα στις περιοχές κυριαρχίας και άμεσου ενδιαφέροντος, με μαχητικά και ναυτικές μονάδες σε ενεργό ρόλο επιβολής και όχι απλής επιτήρησης.
- Σαφείς και δημοσίως γνωστούς κανόνες αντίδρασης σε παραβιάσεις χαμηλής έντασης, που να επιτρέπουν αναχαίτιση και παρεμπόδιση χωρίς αυτόματη κλιμάκωση σε πολεμική σύγκρουση.
- Ενσωμάτωση της τεχνολογίας ως πολλαπλασιαστή παρουσίας, όχι ως υποκατάστατό της: πυραυλικά συστήματα, αισθητήρες και μη επανδρωμένα μέσα να λειτουργούν υποστηρικτικά σε ένα δόγμα φυσικής επιβολής κυριαρχίας.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, κάθε αναφορά σε «σύγχρονη αποτροπή» δεν αποτελεί στρατηγική επιλογή, αλλά διαχείριση παραχώρησης με αναβολή κόστους. Και αυτό, σε ένα περιβάλλον διαρκούς αμφισβήτησης, δεν είναι ρεαλισμός, είναι στρατηγικό ρίσκο.
Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), του Strategy International (SI) και του Research Institute for European and American Studies (RIEAS).


