Δημήτρης Ιωάννου

Έχοντας δει τις βασικότερες θέσεις του Καθηγητή Ιω. Κορναράκη για τον τρόπο που η ψυχανάλυση μπορεί θαυμάσια να συνδυαστεί με την θεολογία, και να βοηθήσει στην κατανόηση δύσκολων θεολογικών προβλημάτων, θα προσπαθήσουμε τώρα να εκθέσουμε, κατά το δυνατόν, την σχετική διδασκαλία του π. Συμεών Κραγιοπούλου (σημειωτέον ότι ο π. Συμεών έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο όπου σχολιάζει τα πορίσματα του εν λόγω καθηγητή)[1]. Η διαφορά με τον ακαδημαϊκό θεολόγο είναι ότι ο π. Κραγιόπουλος, όντας ποιμένας, προχωρεί σε μια φιλοκαλική εμβάθυνση όλων αυτών των θεμάτων, πάντα έχοντας υπόψη του τις βασικές προκείμενες της θεολογίας. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι προτιμήσαμε να εμμείνουμε όχι τόσο στο ζήτημα της ένοχης (αυτό απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση), όσο στον τρόπο που αλλοιώνονται οι διάφοροι ανθρώπινοι χαρακτήρες από την ψυχασθένεια, όσο και στην «θεραπεία» που η Εκκλησία προτείνει στον πιστό.
Καταρχήν, σύμφωνα με τον π. Συμεών, πραγματικά υγιής άνθρωπος είναι αυτός που έχει αληθινή αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. Η αληθής αγάπη είναι αυτή, και μόνον αυτή, που βοηθά το άτομο να προοδεύσει πνευματικά, αλλά και να μην απολέσει την ψυχική του ισορροπία. Και μάλιστα υπάρχει ένας βαθύς θεολογικός λόγος γι’ αυτό: όπως ο Θεός είναι ένας κατά τη φύση, αλλά Τρία Πρόσωπα, παρομοίως και ο άνθρωπος είναι και αυτός πολλά πρόσωπα (υπάρχει δηλαδή ένας εικονισμός της «τριαδικότητας του Θεού»). «Μέσα στη ριζά της υπάρξεώς μας είναι και οι άλλοι».[2] Οι αρρωστημένες καταστάσεις αρχίζουν ακριβώς όταν κανείς δεν διαθέτει ακριβώς την πνευματική, και όχι απλά συναισθηματική («ψυχική» κατά την βιβλική ορολογία) αγάπη, η οποία, στο βάθος της, είναι κίβδηλη.
Όταν λείπει αυτή η βασική αυτή πνευματική προϋπόθεση,  ο άνθρωπος, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα, να επιβιώσει και να υπάρξει επιτυχώς ως άτομο στη ζωή, αναγκάζεται να καταφύγει στις εξής τρεις λύσεις, γνωστές βέβαια από την Ψυχολογία: α) παθολογική προσκόλληση στους άλλους β) εχθρική στάση έναντι αυτών γ)απομόνωση, κλείσιμο στον εαυτό. Σημειωτέον, πάντως, ότι κατά τον π. Συμεών, σε όλες αυτές τις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, το άτομο βαθύτερα γνωρίζει ότι καταφεύγει σε μια αρρωστημένη αντίδραση, ωστόσο  σκέπτεται ενδόμυχα ως εξής: «ας αρρωστήσω, ας μην είμαι ‘‘νορμάλ’’, τουλάχιστον ας περισώσω ό,τι μπορώ». Βαθύτερα δηλαδή υποκρύπτεται ένας λογισμός. Τη δύναμη των «λογισμών», αυτής της βασικής φιλοκαλικής έννοιας, για όσους δεν γνωρίζουν, ανακάλυψε ξανά στον αιώνα μας η Γνωστική Ψυχολογία, η οποία περισσότερο εμμένει στους συνειδητούς «λογισμούς» (τους οποίους δεν πρέπει να συγχέουμε με τις «σκέψεις», καθώς οι λογισμοί δεν είναι ενεργητικοί στοχασμοί, αλλά συνιστούν μάλλον μια παθητικότητα που επιβάλλεται στο άτομο, και γίνεται συχνά καταναγκαστικά δεκτή από αυτό. Η όλη διαδικασία είναι εντελώς φευγαλέα, συχνά και ασυνείδητη, ενώ η σκέψη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προθετικότητα, με την άμεση, καθαρή συνείδηση). Βασικό θέμα του π. Κραγιοπούλου, είναι πάντως το πώς δουλεύουν οι λογισμοί στον ψυχικώς νοσούντα, και όχι απλώς αμαρτωλό.
Πώς λοιπόν διαπλέκονται αμαρτία και ψυχοπάθεια; Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη περίπτωση ψυχοπαθολογίας που αναφέραμε, την παθολογική προσκόλληση σε κάποιους άλλους, την εξάρτηση δηλαδή που αναπτύσσει κάποιο άτομο έναντι των άλλων, την αρρωστημένη του αδυναμία να ζήσει δίχως κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι λοιπόν βέβαιο, κατά τον π. Συμεών, ότι ρίζα της προσκόλλησης είναι η φιλαυτία, καθότι ο προσκολλώμενος, όπως λέγει, διακρίνεται από μια ανασφάλεια, «έναν φόβο και μια ανησυχία να περισώσει το εγώ του», πράγμα που αποτελεί και την πρώτιστη φροντίδα του. Τον ενδιαφέρει βαθύτερα να σταθεί, εγωπαθώς βέβαια, στα πόδια του, ενώ ακόμα πιο βαθιά χαρακτηρίζεται, παραδόξως, από μια αυταρέσκεια, μια προσπάθεια ίσως (νομίζω ότι αυτό εννοεί ο πατήρ) να ανταποκριθεί σε ένα είδωλο δύναμης που έχει σχηματίσει για το εαυτό του. Είναι εντελώς περίεργο ότι ο εξαρτημένος από τον άλλον, και άρα υποτίθεται, γεμάτος αυτοεξουθένωση πιστός, στην ουσία είναι γεμάτος αυταρέσκεια. Εδώ ο πατήρ Συμεών θίγει ένα άλλο ζήτημα, και πάλι φιλοκαλικό: το πώς δηλαδή μεταμφιέζονται τα πάθη. Είναι ένα πελώριο θέμα, που απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση.
Προσκολλώμενος τώρα ο άνθρωπος, και εξαρτώμενος από κάποιον άλλο, χάνει βαθμιαία την ελευθερία του, την ανεξαρτησία του, τον δυναμισμό του. Η προσωπικότητά του δηλαδή νεκρώνεται.  Και μάλιστα, γίνεται κανείς να εξαρτηθεί, διαβάζουμε στον π. Συμεών, από τον πνευματικό του, τον λεγόμενο «Γέροντα» (είναι το γενικότερο κλίμα σήμερα έτσι που ευνοεί αυτήν την υποκριτική καλλιέργεια της ψυχής), ενώ, ακόμη, υπάρχει και η πιθανότητα να εξαρτηθεί κανείς και από τον ίδιο τον Θεό! Ούτε στον Θεό δεν πρέπει να προσκολλάται κανείς, διδάσκει παραδόξως ο πατήρ Κραγιόπουλος, και δίνει το εξής παράδειγμα για  να επεξηγήσει τι εννοεί: αυτός που είναι προσκολλημένος αρρωστημένα στον Θεό, όταν προσεύχεται πχ με πάθος για να ικανοποιηθεί ένα αίτημά του, αν δεν εισακουστεί, θα φύγει μακριά από την Εκκλησία, ενώ αντιθέτως, όποιος πιστεύει με αγάπη και ταπείνωση, αν συμβεί κάτι τέτοιο, πιο πολύ θα αγαπήσει τον Χριστό, πιο πολύ θα αρχίσει να προσεύχεται.
                             *****************
Περνάμε τώρα να εξετάσουμε την τρίτη περίπτωση (θα παραλείψουμε για λόγους οικονομίας την δεύτερη), όπου κανείς, επειδή δεν διαθέτει αληθινή αγάπη, κλείνεται αρρωστημένα στον εαυτό του, απομονώνεται (πράγμα που δεν συμβαίνει καθόλου, όπως νομίζουν μερικοί, με τον πραγματικό ασκητή, τον ερημίτη). Στο σημείο αυτό, ο π. Κραγιόπουλος λέγει το εξής άκρως σημαντικό: κάθε ύπαρξη φέρει εντός της, καθ’ εαυτήν, έναν μηδενισμό (αυτό θυμίζει Χάιντεγκερ και Σαρτρ, και πράγματι, ο π. Συμεών, που γνωρίζει το φιλοσοφικό κίνημα του υπαρξισμού, κατάλαβε πολύ καλά, περισσότερο από πολλούς φιλοσοφο-θεολογούντες, τον μηδενιστικό του χαρακτήρα, που είναι άλλωστε και παγκοίνως παραδεκτός στην βιβλιογραφία). Ο λόγος είναι το ότι ο άνθρωπος, ενώ κατ’ ουσίαν, ως προς το βαθύτερο είναι του, όντας «εικόνα Θεού», είναι τριαδικός (=εντός του εαυτού του υπάρχουν εγγενώς και οι άλλοι άνθρωποι), όταν θεωρείται ως «άτομο», με την ριζική έννοια (=σε αντιδιαστολή με τους άλλους), κλείει πράγματι εντός του αυτό το μηδέν. Αυτό σημαίνει ότι, ο άνθρωπος, ως μονάδα, εν αντιδιαστολή δηλαδή προς τους άλλους, ως ριζική «διάκριση» έναντι αυτών (όπως πχ γίνεται σε σύγχρονες φιλοσοφικές εκδοχές του φιλελευθερισμού), δεν είναι απλώς λιγότερη ισχύς, λιγότερη δύναμη, ή ό,τι άλλο, αλλά «μηδέν», κάτι δηλαδή αρνητικό, με την έννοια μάλιστα του «Άδη». Ο εγωισμός δεν είναι απλά «αμαρτία», αλλα και νιχιλισμός, αυτό νομίζω ότι θέλει να πει ο πατήρ, και δεν το σχολιάζω περαιτέρω, καθώς το θεωρώ εξαιρετικά  δύσκολο για παροδική πραγμάτευση θέμα.
Εν πάση περιπτώσει, κλειόμενος κανείς στον εαυτό του, ζώντας εν μονώσει, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αναπτύσσει αυτόν τον μηδενισμό, και φυσικά να αλλοτριώνεται ολοένα και περισσότερο. Η μόνωση είναι έτσι μια αληθινή κόλαση, καθότι ζει κανείς τον Άδη του αρνητισμού («η κόλασή μου είναι οι άλλοι», είπε και ο Σαρτρ, όχι διαμαρτυρόμενος ανθρωπιστικά έναντι κάποιας αλλοτρίωσης, αλλά θεωρώντας εξορισμού τους άλλους ως άρση της ελευθερίας του). Μόνωση εν γένει σημαίνει απόσυρση στον εαυτό, απόσυρση από την ζωή, αυτοκαταστροφή. Τελικά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κινείται κανείς μακριά και από τον ίδιο του τον εαυτό, γι’ αυτό και δεν ξέρει, σε τελική ανάλυση ποιος είναι. Δεν έχει μήτε αυτογνωσία, μήτε υγιή αυτοπεποίθηση.
Ας κάνουμε ωστόσο εδώ μια παρένθεση : ο κλειστός στον εαυτό του άνθρωπος, στους θρησκευτικούς κύκλους, αρκετά συχνά, εκλαμβάνεται για μεγάλος ησυχαστής, νηπτική φύση, ασκητικό και μυστικιστικό πνεύμα. Αν μάλιστα δεν ξέρει ο πνευματικός από αυτά, είναι πιθανόν να πέσει στην παγίδα, να πιστέψει κάτι τέτοιο, και να μην βοηθήσει αναλόγως τον πιστό. Ευθύνη έχει λοιπόν και ο πνευματικός πατήρ, να θεραπεύει σωστά τα πνευματικά του τέκνα, και δεν πέφτει όλο το βάρος της θεραπείας, κατά τον π. Συμεών, στον εξομολογούμενο.
Πρέπει επίσης εδώ να προσθέσουμε ότι η μόνωση καμιά φορά συνδυάζεται, περιέργως, και με την προσκόλληση. Συμβαίνει δηλαδή, όπως διαβάζουμε, ο  κλειστός άνθρωπος, επειδή δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του στην ζωή, να έχει αρρωστημένη ανάγκη από κάποιους άλλους, για να τον βοηθήσουν. Και έτσι, αν και βαθύτερα μονήρης, ανίκανος να επικοινωνήσει και να ξανοιχτεί στον οποιονδήποτε, προσκολλάται κιόλας στους άλλους, πιθανόν και σε κάποιον πνευματικό. Γίνεται δηλαδή τα τρία βασικά είδη ψυχοπαθολογίας, να συνδυάζονται επιπλέον μεταξύ τους, και η μια κατάσταση να αποτελεί το βαθύτερο υπόστρωμα κάποιας άλλης. Οπότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι το έργο του πνευματικού πατρός, που πρέπει όλα αυτά, αμαρτία και ψυχοπαθολογία μαζί, να τα εξιχνιάσει και να τα θεραπεύσει.
                                           *****************
Χρειάζεται τώρα να εξηγήσουμε λίγο περισσότερο γιατί το κλείσιμο στον εαυτό δεν συνιστά απλά ψυχοπάθεια, αλλά μαζί και αμαρτία. Αυτό το κλείσιμο, λοιπόν, που αναπτύσσεται όταν λείπει η υγιής αγάπη, προκύπτει κυρίως από έναν φόβο του ασθενούς μην του κλέψει κανείς την προσωπικότητά του. Ο κλειστός άνθρωπος έχει συνήθως πολύ οδυνηρά βιώματα από την παιδική του ηλικία (μπορεί πχ να είχε, ως γνωστόν, πολύ αυταρχική μητέρα), και επιπλέον, όταν κάποια στιγμή προσπάθησε στην εφηβεία να ξανοιχτεί (πχ μέσω του έρωτα), να έζησε μια «ερωτική απογοήτευση», ή κάτι ανάλογο. Σε ορισμένες μάλιστα τέτοιες περιπτώσεις, όπως αυτή της αυταρχικής μητέρας,  μπορεί το μικρό παιδί να αναπτύσσει από νωρίς παθολογική εξάρτηση, υποταγή, πάντα με τον λογισμό, «ας σκύψω τώρα το κεφάλι, να διασώσω ό,τι μπορώ». Στην πραγματικότητα όμως, παρά την πολύ επαφή, την εξάρτηση από αυτήν την εξουσιαστική μητέρα, βαθύτερα το άτομο έχει «ταμπουρωθεί» για τα καλά στον εαυτό του, έχει κλειστεί, και εκεί μέσα νομίζει ότι βρήκε την ασφάλειά του. Ο βαθύτερος φόβος του, που συνιστά βέβαια αμαρτία, είναι μην τυχόν και έρθει σε επαφή με τους άλλους –αλλά η αγάπη είναι ο αληθής χριστιανισμός. Ερμηνεύοντας έτσι τα πράγματα, μιλώντας για αυτό που συμβαίνει στα πιο ενδόμυχα στρώματα του ανθρώπινου είναι,  είναι βέβαιο ότι ο π. Συμεών έχει υπόψη του τον φιλοκαλικό όρο «καρδιά», το περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται εν μέρει με τον «βαθύ εαυτό» της ψυχανάλυσης. Είναι αυτή ακριβώς η επιστήμη που επανέφερε, ευτυχώς, στον δυτικό κόσμο την έννοια εν μέρει της νηπτικής «καρδίας», που είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από τον «mind».
Αντί για αυτήν την αγάπη, λοιπόν, η εγωτική ανάγκη για επάρκεια και αυτάρκεια κυριαρχεί στον ασθενή. Εφόσον είναι μόνος του, κάνει το παν για να τα βγάλει πέρα και μόνος στη ζωή. Θέλει να είναι καθ’ όλα «επαρκής», δεν επιθυμεί μήτε να τον βοηθούν αλλα μήτε και να βοηθά κανέναν. Δεν θέλει να νιώσει την ταπείνωση του να βοηθιέται από τον συνάνθρωπο, δεν ξέρει τι θα πει αλληλεγγύη. Μερικές φορές μάλιστα, γίνεται και πολύ εφευρετικός, καθώς αναπτύσσει καταναγκαστικά τις όποιες διανοητικές ικανότητές του, προκειμένου να επιτύχει σε όλα μόνος του. Αλλά όλα αυτά, απλώς τρέφουν τον εγωισμό του, την φιλαυτία του. Περαιτέρω, φοβάται να ανοιχτεί πολύ ακόμη και έναντι του Θεού. Τον τρομάζει η αλήθεια ότι ο Θεός τα βλέπει όλα, και άρα κοιτά και μέσα στην δική του ψυχή, βλέπει τα μύχιά του. Δεν θέλει κανείς απολύτως να διεισδύει στην ψυχή του! Και έτσι, πάλι δεν ταπεινώνεται, δεν μπορεί να πει «αυτός είμαι, Θεέ μου, ένα τίποτε, δες με». Το παράδοξο είναι, ότι μπορεί και να θρησκεύεται πολύ, να μην λείπει από λειτουργίες, κηρύγματα, και ακόμη και εξομολογήσεις. Ωστόσο, και την ώρα που εξομολογείται, και πάλι ο καημός του είναι μην τυχόν και εμπιστευτεί τον Θεό (αυτό φυσικά πρέπει να το διακρίνει ο πνευματικός πατήρ). Για να είναι μάλιστα πιο σίγουρος ότι κανείς, μήτε ο Θεός, θα τον δουν, νεκρώνει τα συναισθήματά του -πάνω από όλα την αγάπη- , τα αναστέλλει, ώστε να μην λειτουργούν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα τον αγγίξει. Πώς λοιπόν να φτάσει μέσα του η  χάρη του Θεού; Γιατί ακριβώς με τα συναισθήματα ανοιγόμαστε, εκδηλωνόμαστε, φανερωνόμαστε, άρα και «εκτιθέμεθα», με την καλή έννοια, οπότε και ταπεινωνόμαστε.
Και μάλιστα, αν τα πράγματα αναγκάσουν τον κλειστό άνθρωπο να στραφεί προς τους άλλους, τότε ή εξαφανίζεται η ασφάλειά του και νιώθει να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του, ή γίνεται αλκοολικός, ή διαπράττει απόπειρα αυτοκτονίας κλπ. Γενικά, παθαίνει νευρικό κλονισμό, ο οποίος συχνά έρχεται στην επιφάνεια μετά από κάποια μικροσυμβάντα, που λειτουργούν κατά βάση ως αφορμή, ενώ βέβαια βαθύτερα υπάρχει πολύ σημαντικότερη αιτία.
                                          ******************
Δεν θα αναλύσουμε περισσότερο όλα αυτά (ας προστρέξει ο αναγνώστης στα έργα των ίδιων των συγγραφέων), γιατί πρέπει, προς το τέλος, να θέσουμε απλώς το ερώτημα: ποια είναι τελικά η λύση σε όλα αυτά; Η λύση βέβαια, όπως ήδη είπαμε, είναι η αληθινή αγάπη προς τον Θεό και τους άλλους, καθώς αυτή, όντας έξοδος προς τους άλλους (εδώ ο πατήρ Συμεών, χρησιμοποιώντας τον όρο «έξοδος», νομίζω ότι παραπέμπει στο επίσης φιλοκαλικό θέμα της «πράξης», που ενεργείται ακριβώς λόγω της αγάπης, ενώ υπονοεί και το ότι η αγάπη είναι η γενεσιουργός αίτια αυτής της Μεγάλης Εξόδου, που λέγεται «Εκκλησία»), βγάζει φυσικά τον άνθρωπο από την μόνωση, την κλειστότητα. Η αγάπη κάνει τον άνθρωπο εν γένει ανοιχτό, τόσο προς τον Θεό, όσο και προς τον συνάνθρωπο.
Πώς όμως θα έρθει αυτή η αληθινή αγάπη; Πρώτα από όλα, χρειάζεται να καταλάβει κανείς τι του συμβαίνει, τι γίνεται μέσα στην ψυχή του, και να μην φοβηθεί να το αποδεχτεί με ταπείνωση. Η αρετή αυτή, που είναι μάλλον κάτι περισσότερο από «αρετή» και συνιστά υπαρξιακή στάση, αποτελεί όλο το μυστικό, καθώς μπροστά της δεν μπορεί να σταθεί κανένα κόμπλεξ, καμιά ψυχοπάθεια. «Αυτό είμαι, Χριστέ  μου, δες με». Στον ταπεινό άνθρωπο δεν χωρεί ψυχοπαθολογία, και οι Άγιοι δεν έχουν «ασυνείδητο», γράφει ο π. Συμεών. Οι ντροπές και οι προσπάθειες να κρυφτούμε, δεν μας βγάζουν από την φιλαυτία, ούτε από την ψυχασθένεια. Περαιτέρω, χρειάζεται υπακοή με εμπιστοσύνη, ασφαλώς σε κάποιον πνευματικό πατέρα (μιλάμε άλλωστε τώρα και για το ζήτημα της αμαρτίας, που δεν μπορεί να τακτοποιήσει ο ψυχαναλυτής), που γνωρίζει βέβαια από αυτά, διαθέτει όμως και αγιοπνευματική πείρα. «Όταν λοιπόν το ξέρει κανείς αυτό», γράφει ο πατήρ, και «πει ‘‘εγώ είμαι ένα ανθρωπάκι’’ και παρακαλεί τον Θεό, θα πάει να βρει και άνθρωπο κατάλληλο, που μπορεί να τον βοηθήσει, θα κάνει και ό,τι άλλο χρειάζεται, ώστε σιγά σιγά , όλο και περισσότερο να ελευθερώνεται από αυτήν την κατάσταση, να προχωρεί προς την αλήθεια, να προχωρεί προς την υγιή κατάσταση».[3]
Επιπλέον, επειδή η κλειστότητα δημιούργησε στην ψυχή μια σκληράδα, την μετέβαλε σε αδιαπέραστο, αληθινό γρανίτη, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, είναι ανάγκη να αποθέσει κανείς όλη αυτή την κατάσταση, όπως λέγει ο πατήρ Συμεών, στην «φωτιά του Θεού». «Ο γρανίτης, για να λιώσει, θέλει παρά πολλούς βαθμούς θερμοκρασίας. Και για να φύγει αυτή η κατάσταση, για να λιώσει αυτό το τείχος, για να ανοίξει η ψύχη, χρειάζεται οπωσδήποτε μεγάλη θερμοκρασία πίστεως». [4] Στο σημείο αυτό είναι εμφανές πόσο η αμαρτία, η απώθηση συγκεκριμένα της ηθικής συνείδηση -μια επισήμανση που δεν κάνουν δυστυχώς οι ψυχαναλυτές- αλλοιώνει την ψυχή, όχι μόνο με συμπλέγματα, νευρώσεις κλπ, αλλά και με κάτι που είναι ακόμη χειρότερο: μιλάμε για την ηθική εξαχρείωση, τον νιχιλιστικό εκμαυλισμό και εκφαυλισμό του ανθρώπου. Όλη αυτή η κατάσταση συνιστά μια πέρα για πέρα πνευματική κατάπτωση, που μόνο το νυστέρι ενός «μικρού Χριστού», δηλαδή ενός πνευματικού πατέρα, μπορεί να γιατρέψει. Πώς γίνεται αυτό; Πρέπει να αφήσει, διαβάζουμε, ο πιστός την φωτιά του Θεού να εισέρθει σαν ηλιαχτίδα στην ψυχή του. Τότε η ψυχή θα αρχίσει να ξαναζεί μέσα στο φως του Θεού. Ο Κύριος, που έρχεται απαλά, «ως υετός επί πόκον» (=ψιλή βροχή που πέφτει σε μαλλί προβάτου), θα θερμάνει, ως γλυκιά θαλπωρή, την ανθρώπινη ύπαρξη. Και όλη αυτή η «καλή αλλοίωση» είναι δυνατή απλά και μόνο αν υπάρχει ταπείνωση.
                           *******************
 Τελειώνοντας την εργασία αυτή, θα ήθελα να πω κάτι, που αφορά ειδικά τον π. Συμεών Κραγιόπουλο. Επειδή λοιπόν δεν ήταν ένας απλός θεολόγος του γραφείου, αλλά ένας αληθινός άνθρωπος του Θεού, ένας σύγχρονος -ας μου συγχωρηθεί η τόλμη- θεοφόρος Πατέρας της Εκκλησίας, οι σχετικές εργασίες του, όπου αποτιμά και κρίνει την Ψυχανάλυση (κρατώντας μάλιστα πολλά θετικά από αυτήν), θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα «πατερικό προηγούμενο», με όλο το βάρος που στην Ορθόδοξη Εκκλησία φέρει ο όρος «πατερικό». «Πνευματικός άνθρωπος ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται».
[1] «Από το πάθημα του Αδάμ στη λύτρωση», Εκδ. Ι. Γυναικείου Ησυχαστηρίου «Γενεσίου της Θεοτόκου», Θεσ/κη 2010.
[2] «Γνωρίζεις τον εαυτό σου;»,  Εκδ. Ι. Γυναικείου Ησυχαστηρίου «Γενεσίου της Θεοτόκου», Θεσ/κη 2000, σελ. 51-2.
[3]Ό.π. σελ. 113-4.
[4]Ό.π. σελ. 127.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του π. Σταμάτη Σκλήρη
πηγή κειμένου: Aντίφωνο