29 Ιουλίου 2025
Ανάλυση
Eric Albert
Τη στιγμή που μία από τις κύριες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το εμπόριο, η ΕΕ αρνήθηκε να εμπλακεί σε εμπορική σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ, με κίνδυνο να υπονομεύσει τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία της. Η φωνή της Γαλλίας παρέμεινε αδύναμη.
Ως προς τη μορφή, ο εξευτελισμός δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο εμφανής. Προσκαλώντας την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο πολυτελές γήπεδο γκολφ του στο Τέρνμπερι της Σκωτίας, και εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία για να το διαφημίσει μπροστά στις κάμερες όλου του κόσμου («το καλύτερο γήπεδο του κόσμου»), ο Ντόναλντ Τραμπ δεν προσπάθησε καν να κατευνάσει τα πνεύματα για τη «συμφωνία» του με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), την Κυριακή 27 Ιουλίου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που προηγήθηκε περίεργα των διαπραγματεύσεων, αντί να τις ακολουθεί, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν εμφανώς αγχωμένη, καθισμένη ίσια, με τα χέρια στα γόνατα, ακούγοντας υπομονετικά τον Αμερικανό πρόεδρο. Για περίπου είκοσι λεπτά, οι δημοσιογράφοι σχεδόν δεν της απευθύνθηκαν καθόλου, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ μονοπωλούσε την προσοχή.
Το να προσφέρουν μια νίκη συμβολικής μορφής στον Αμερικανό πρόεδρο θα μπορούσε να είναι καλή ιδέα, αν η εμπορική συμφωνία ήταν ισορροπημένη επί της ουσίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη και ομορφότερη εκβιαστική πράξη στην ιστορία», όπως συνοψίζει η οικονομολόγος Βερονίκ Ρις-Φλορές. Η ΕΕ αποδέχθηκε όπως οι εξαγωγές της προς τις Ηνωμένες Πολιτείες φορολογούνται με 15%. Πριν από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο μέσος όρος ήταν 1,2%, με βάση το οικονομικό βάρος κάθε τομέα. Και σε αντάλλαγμα; Τίποτα. Η ΕΕ απέφυγε οποιαδήποτε απάντηση. Μια τόσο μονομερής συμφωνία θα είχε προκαλέσει οργή στους διαπραγματευτές πριν από μερικούς μήνες.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε τη χρονική ακολουθία για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της οπισθοχώρησης της ΕΕ. Αρχικά, οι Ευρωπαίοι μιλούσαν για ενίσχυση της άμυνάς τους ώστε να αποφύγουν έναν εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι αύξησαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ εξαπέλυσε ούτως ή άλλως την τελωνειακή επίθεση. Μετά τη «μέρα της απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, οι Ευρωπαίοι διαπραγματευτές εξακολουθούσαν να ονειρεύονται την επίτευξη συμβιβασμού χωρίς κανένα τελωνειακό δασμό μεταξύ των δύο ζωνών, σε ισότιμη βάση.
Όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε, στις 8 Μαΐου, μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες που επικύρωνε δασμούς 10%, οι Ευρωπαίοι γελούσαν ειρωνικά: δεν τίθεται θέμα αποδοχής μιας τέτοιας μονομερούς υποχώρησης, υποσχέθηκαν. Τελικά αναγκάστηκαν να καταπιούν την περηφάνια τους. Στις αρχές Ιουλίου ήταν έτοιμοι να δεχτούν 10%… μέχρι που ο Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγαν οι ίδιες του οι ομάδες και τελικά απείλησε την ΕΕ με δασμούς 30%. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τελικά το 15%.
«Ένας ανεπαρκής συμβιβασμός»
Ποιος χαίρεται για αυτή τη συμφωνία; Με το ζόρι η κυρία φον ντερ Λάιεν, η οποία εκτιμά πως ήταν «το καλύτερο που μπορούσε να επιτευχθεί». Όχι η γαλλική κυβέρνηση: ο Φρανσουά Μπαϊρού καταγγέλλει μια «μαύρη μέρα» και μια «υποταγή» της ΕΕ. Ούτε πραγματικά η Γερμανία: ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δηλώνει μεν ανακουφισμένος που αποφεύχθηκε μια «άχρηστη κλιμάκωση», αλλά «θα ήθελε πραγματικά περισσότερες ελαφρύνσεις για το διατλαντικό εμπόριο». Ο αντιαντιευρωπαϊστής Βίκτορ Όρμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, δεν χάνει την ευκαιρία να γελοιοποιήσει την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Ο Ντόναλντ Τραμπ έφαγε την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για πρωινό. Ο Αμερικανός πρόεδρος είναι διαπραγματευτής βαρέων βαρών, η πρόεδρος είναι φτερού».
Η αγανάκτηση εκφράζεται επίσης και από τις επιχειρήσεις. Η συμφωνία θα έχει «καταστροφικές επιπτώσεις για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ)», σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων. Ο γερμανικός εργοδοτικός κόσμος εκφράζει τη θλίψη του: «Η συμφωνία είναι ένας ανεπαρκής συμβιβασμός και στέλνει ένα καταστροφικό μήνυμα», εκτιμά ο Βόλφγκανγκ Νίντερμαρκ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI), της κυριότερης εργοδοτικής ένωσης. Αν ακόμη και η γερμανική βιομηχανία, ο πρώτος εξαγωγέας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν χαιρετίζει τη συμφωνία, ποιος ωφελείται από το έγκλημα;
Τα δύο μόνα επιχειρήματα υπέρ της συμφωνίας είναι αυτά της σύνεσης. Πρώτον, οι επιχειρήσεις αποφεύγουν τα χειρότερα – τον κίνδυνο επιβολής δασμών 30% από την 1η Αυγούστου – και αποκτούν έτσι κάποια ορατότητα. Γνωρίζουν ποιοι δασμοί θα ισχύσουν, κατ’ αρχήν για αρκετά χρόνια. Αλλά αυτό σημαίνει να αποδίδει κανείς υπερβολική αξιοπιστία στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν είναι ξένος προς τις ανατροπές, ιδίως από τη στιγμή που κανένα κείμενο δεν έχει υπογραφεί μέχρι στιγμής – οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δημοσιεύσει ένα αόριστο πρώτο έγγραφο που συνοψίζει τη συμφωνία, η ΕΕ τίποτα.
Δεύτερον, αποφεύχθηκε ένας πλήρης εμπορικός πόλεμος. «Η απουσία \[ευρωπαϊκής] απάντησης μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη αδυναμίας, αλλά από μακροοικονομική σκοπιά, ίσως είναι η καλύτερη απάντηση», τονίζει ο Ζιλ Μοέκ, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Axa. Από τη δική του σκοπιά, η κλιμάκωση θα κόστιζε πολύ περισσότερο: αν η ΕΕ επέβαλλε δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές ή φόρους στους κολοσσούς της ψηφιακής οικονομίας (Meta, Google, Apple…), οι αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία θα ήταν σοβαρές.
Αυτό είναι ακριβές. Οι δασμοί κοστίζουν πρωτίστως στη χώρα που τους επιβάλλει, και η ΕΕ δεν είναι υποχρεωμένη να επαναλάβει τα ίδια λάθη με τον Ντόναλντ Τραμπ. Εξάλλου, η αμερικανική ανάπτυξη έχει ήδη επιβραδυνθεί σημαντικά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ζιλ Μοέκ, η συμφωνία που ανακοινώθηκε την Κυριακή, της οποίας οι λεπτομέρειες δεν έχουν ακόμη διαπραγματευτεί, αναμένεται να κοστίσει στην ΕΕ μισή ποσοστιαία μονάδα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και στις Ηνωμένες Πολιτείες 0,7 της μονάδας.
«Η Ευρώπη θα μπορούσε να είναι ισχυρή»
Αλλά αυτοί οι υπολογισμοί είναι βραχυπρόθεσμοι. Μεσοπρόθεσμα, η ΕΕ δεν έχει χάσει όλη της την αξιοπιστία για μελλοντικές διαπραγματεύσεις, με την υποχώρησή της απέναντι στον κ. Τραμπ; «Η Κίνα θα μπορεί εύκολα να πει: εγώ θέλω το ίδιο», αναστενάζει ο Τιερί Μέγιερ, καθηγητής οικονομικών στη Sciences Po και επιστημονικός σύμβουλος του Κέντρου Μελετών Στρατηγικών και Διεθνών Πληροφοριών. Ακόμα χειρότερα, οι Βρετανοί, που αποχώρησαν από την ΕΕ, εξασφαλίζουν καλύτερη συμφωνία από τους Ευρωπαίους: «Άρα το Brexit οδήγησε σε καλύτερο αποτέλεσμα, αυτό είναι ακατανόητο», προσθέτει.
Όλα αυτά είναι ακόμη πιο επιζήμια δεδομένου ότι η ΕΕ είναι πρωτίστως μια εμπορική δύναμη. Γεωπολιτικά, ενεργεί αποσπασματικά. Στρατιωτικά, διαθέτει 27 στρατούς. Αντιθέτως, οι εμπορικές υποθέσεις είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των ευρωπαϊκών αρχών. Η τελωνειακή ένωση – οι τελωνειακοί φραγμοί είναι οι ίδιοι για τους είκοσι επτά – εγγυάται τη σταθερότητα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, ενός γίγαντα 450 εκατομμυρίων καταναλωτών.
«Η Ευρώπη θα μπορούσε δυνητικά να είναι ισχυρή, είτε μόνη της είτε σε συμμαχία με άλλους», εκτιμά ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην πλατφόρμα X. «Έπρεπε να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την καταιγίδα. Θα είχε εξασφαλίσει καλύτερη συμφωνία στο τέλος και θα είχε στείλει ένα ισχυρό μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο. \[Πρόκειται για] μια χαμένη ευκαιρία.»
Απομένει, τέλος, η παράξενη στάση της γαλλικής κυβέρνησης. Τη Δευτέρα, ο Λοράν Σεν-Μαρτέν, υφυπουργός αρμόδιος για το εξωτερικό εμπόριο, σχολίαζε στη France Inter τη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες σαν να ήταν εξωτερικός παρατηρητής: «Αυτή η συμφωνία δεν είναι ισορροπημένη.» Ο Φρανσουά Μπαϊρού επέλεξε την ίδια κριτική στάση, στοχεύοντας τις Βρυξέλλες σαν να μην μπορούσε να κάνει τίποτα η γαλλική κυβέρνηση. Δύο τινά συμβαίνουν: είτε πρόκειται για έκφραση εξαιρετικά κακής πίστης, αφού η Γαλλία ήταν αναπόσπαστο μέρος των διαπραγματεύσεων, είτε η γαλλική φωνή, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες ζητούσε πιο σκληρή στάση από την ΕΕ, έχει πλέον καταστεί ανίσχυρη στις Βρυξέλλες.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, στο Τέρνμπερι, στη νοτιοδυτική Σκωτία, στις 27 Ιουλίου 2025. BRENDAN SMIALOWSKI/AFP


