Μετά την τραγική αποτυχία του πειράματος του «ιστορικού συμβιβασμού» στην Ιταλία το 1978 που έφερε το Ιταλικό ΚΚ προ των πυλών της εξουσίας, η συζήτηση που κυριάρχησε στους κύκλους της προοδευτικής ιταλικής διανόησης της εποχής ήταν πως να «ξεμπλοκάρουν» το πολιτικό σύστημα. Πως δηλαδή να βρουν τρόπους ώστε να χτυπηθεί το μονοπώλιο της Χριστιανοδημοκρατίας στην εξουσία, η οποία κυβερνούσε ανελλιπώς μετά τον πόλεμο, συνεπικουρούμενη από το Σοσιαλιστικό Κόμμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έπειτα. Ήταν τόσο μεγάλος ο βαθμός της ενσωμάτωσης των Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών στο σύστημα εξουσίας, που έκανε αναπόφευκτη την εμπλοκή επιφανών στελεχών, και πρωθυπουργών ακόμη, σε σκάνδαλα ολκής με εμπλοκή της Μαφία, επιχειρηματικών συμφερόντων κλπ. Τελικά, το οικοδόμημα αυτό κατέρρευσε το 1992-95 μέσα στα σκάνδαλα της λεγόμενης Tangentopoli, και αφού το Ιταλικό ΚΚ είχε μετασχηματιστεί σε ένα νέο μετα-σοσιαλδημοκρατικο μόρφωμα με έντονα νεο-φιλευλεύθερα και δικαιωματικά χαρακτηριστικά.

Το δεύτερο κοινό σημείο με την ιταλική περίπτωση είναι το μπλοκάρισμα του ελλαδικού πολιτικού συστήματος. Η έλλειψη υπαλλακτικών κυβερνητικών λύσεων και χαρισματικών ή ημι-χαρισματικών ηγετών είναι περισσότερο από προφανής. Και το πρόβλημα είναι τόσο δριμύ που, στερούμενο εναλλακτικών, το σύστημα έφτασε να ανακυκλώνει πρόσωπα που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν και έχουν αποτύχει – κάποιοι και κάποιες οικτρά, κάποιοι και κάποιες λιγότερο οικτρά, πάντως, έχουν αποτύχει παταγωδώς. Η αποτυχία αυτή δημιούργησε μεγάλο χάσμα μεταξύ κοινωνίας και πολιτικών κομμάτων, κάτι που καταδείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Πρόκειται ξεκάθαρα για κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης. Νέες κινήσεις από πρώην πρωθυπουργούς δεν αποδίδουν και δεν «ξεμπλοκάρουν» το σύστημα εξουσίας για τον απλούστατο λόγο ότι οι ίδιοι ήταν και παραμένουν εξαρτημένα μέλη του συστήματος που έχει αποτύχει έμπρακτα, ειδικά στα μάτια της κοινωνίας των πολιτών. «Νέες» δυνάμεις, όπως η Πλεύση Ελευθερίας ή το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, στερούνται σταθερής λαϊκής βάσης και τεχνοκρατικής στελέχωσης, ενώ σε πολλά σημεία τα προγράμματά τους δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτά των συστημικών κομμάτων και προσωπικοτήτων. Ο λαός έχει ήδη κρίνει αυτούς που τον κυβέρνησαν και γνωρίζει ότι η επανεκκίνηση της πολιτικής δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει από αυτούς και αυτές που την διέσυραν και αποτέλεσαν ενεργά μέλη τους. Σαφέστατα, βιώνουμε τα αδιέξοδα του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης στην πιο οξεία του μορφή, τα άλυτα προβλήματά του, την εσωτερική του σήψη και την σαφέστατη αναντιστοιχία του με τις λαϊκές-κοινωνικές δίκαιες απαιτήσεις. Δεν είναι τυχαίο που, σ’ αυτήν την συνάφεια, έχει διευρυνθεί και το εύρος παραχωρήσεων εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων προς την Τουρκία και το ΝΑΤΟ, εφόσον οι ιθύνουσες τάξεις έχουν χάσει τη στήριξη του λαϊκού παράγοντα και είναι αδύναμες να διαπραγματευτούν επί ίσοις όροις. Ακόμα, γεγονός τραγικό, τα συστημικά κόμματα φαίνεται να χάνουν και τα στηρίγματα μέσα στην αστική τάξη της χώρας, η οποία έχει η ίδια συρρικνωθεί σημαντικά από την πολιτική των μνημονίων, χάνοντας τον τραπεζικό τομέα και την όποια παραγωγική βάση της είχε εναπομείνει μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη. Με την μερική εξαίρεση του εφοπλιστικού κεφαλαίου, οι άλλες ηγεμονικές τάξεις της χώρας, όπως το μεταπρατικό κεφάλαιο, διαδραματίζει τον κλασσικό του ρόλο ως διαμεσολαβητή και διαπλεκόμενο μέρος σειράς εξωγενών -αν όχι ανθελληνικών – συμφερόντων βαθαίνοντας την εγγενή εξάρτηση της πολιτικής εξουσίας.

Παρόμοια κρίση δεν έχει υπάρξει σε καμία περίοδο της μεταπολίτευσης, διότι το σύστημα προσέφερε εναλλακτικές διακυβέρνησης της χώρας «εκ των έσω» (π.χ. κυβέρνηση Τζανετάκη 1989). Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 είναι ειδική περίπτωση, συνδυάζοντας τόσο συστημικά όσο και αντι-συστημικά χαρακτηριστικά: μεγάλη μερίδα των έμπειρων στελεχών του ανήκαν στον προ-δικτατορικό χώρο του κεντρου (το συστημικό στοιχείο) ενώ πολιτικο-ιδεολογικά είχε ένα έντονο αντισυστημισμό (π.χ. «Έξω από ΕΟΚ/ΝΑΤΟ»). Ακόμη, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 ήταν συστημική, όχι μόνο με την έννοια της «κωλοτούμπας» και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αλλά με την έννοια των προσώπων-κλειδιά του εγχειρήματος, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν στην πλάτη τους κομματικές και πολιτικές-θεσμικές καριέρες.
Όμως και πάλι: Το 2025 δεν είναι 1965. Τα πάντα είναι διαφορετικά πλην του γεγονότος ότι, όπως το 1960-67, υπάρχει ένας τεράστιος λαϊκός συναγερμός και μια μεγάλη σπίθα από τα κάτω, από την κοινωνία, αυτήν τη φορά συσσωρευμένη γύρω από την τεράστια δυσαρέσκεια με το θεσμό της δικαιοσύνης, ειδικά με τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Έτσι, ο φόβος και ο τρόμος του παραπαίοντος και μπλοκαρισμένου συστήματος εξουσίας, που για να αυτο-κυβερνηθεί, έστω και χωρίς λαϊκή στήριξη, ανακυκλώνει δοκιμασμένα πρόσωπα και πολιτικές συνταγές, είναι το κίνημα των Τεμπών και η χαρισματική προσωπικότητα της Μαρίας Καρυστιανού. Πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB δείχνει ότι 7 στους 10 Έλληνες και Ελληνίδες δεν εκφράζονται πολιτικά από τα κόμματα του σημερινού κοινοβουλευτικού τόξου, παρέχοντάς της άνετη πρωτιά πολύ μπροστά από πρώην πρωθυπουργούς, είτε της «δεξιάς» είτε της «αριστεράς». Η κρίσιμη μάζα των αναποφάσιστων θα ταχθεί με την Καρυστιανού, ειδικά αν σχηματιστεί γύρω της ένας αλώβητος, μη-διαπλεκόμενος και ανένταχτος πυρήνας τεχνοκρατών, επιστημόνων και περιφερειακών παραγόντων, άμεμπτων ηθικά, που βλέπουν την πολιτική πέρα από τα χρεωκοπημένα μεταπολιτευτικά σχήματα «δεξιάς» και «αριστεράς» και είναι διατιθέμενοι να αγωνιστούν για μια νέα Ελλάδα, σε νέες ηθικές και πολιτικο-δικαιϊκές βάσεις. Σπρωγμένη από την κοινωνία, η κάθοδος της Καρυστιανού και του επιτελείου της στην πολιτική σκηνή θα είναι πλέον ένα κοινωνικό αίτημα το οποίο η ίδια δεν θα μπορεί να αποφύγει.
*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου. Το Μελάνωμα της Κύπρου.Οι ευθύνες των Κων/νου Καραμανλή και Ευάγγελου Αβέρωφ για την Κυπριακή τραγωδία κυκλοφορεί σε τέταρτη ανατύπωση από τις εκδόσεις Επίκεντρο.


Βασίλης Φούσκας