ΑΧΜΑΤΟΒΑ: Μόνο οι νεκροί χαμογελούσαν, χαρούμενοι που αναπαύτηκαν…!

Print Friendly, PDF & Email
- Advertisement -

[Στις 5 Μαρτίου 1966 άφησε αυτόν τον μάταιο κόσμο η ποιήτρια Αννα Αχμάτοβα. Ηταν δεκατρία ακριβώς χρόνια (5-3-53) από το θάνατο του Στάλιν που τόσο καταδυνάστευσε και τη δική της ζωή. Πενήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατό της, παρουσιάζουμε στιγμιότυπα από τη σκληρή  ζωή της, όπως τα περιγράφει η φίλη της Λυδία Τσουκόφσκαγια στο βιβλίο της Συνομιλίες με την Αννα Αχμάτοβα* . Παράλληλα, επιστρέφουμε στο ζοφερό κλίμα των χρόνων του «πατερούλη». Η παρουσίαση είναι του δημοσιογράφου  Philippe Lançon]

Προσωπογραφία της Αννας Αχμάτοβα (1889-1966), έργο του Νάθαν Αλτμαν (1914)

Βρισκόμαστε στο Λένινγκραντ, 10 Νοεμβρίου 1938: μια πόλη “αξιοθαύμαστα προσαρμοσμένη στις καταστροφές. Αυτός ο παγωμένος ποταμός, πάνω στον οποίο επικρέμονται πάντοτε βαριά σύννεφα, αυτά τα απειλητικά ηλιοβασιλέματα, αυτό το τρομακτικό οπερετικό φεγγάρι… Το σκοτεινό νερό με τις αντανακλάσεις του στο κίτρινο… Όλα είναι τρομακτικά ». Ειδικότερα, ο σταλινικός τρόμος που επέπεσε       στην πόλη και τη χώρα εδώ και δύο χρόνια. Η Ρωσία έχει γίνει ένας τόπος για τον οποίο “ο αείμνηστος Ντάντε Αλιγκιέρι θα είχε δημιουργήσει έναν δέκατο κύκλο της κόλασης“. Τι εξυπηρετεί η ποίηση; Για να ονοματίζουμε αυτό που ζούμε. Την ημέρα αυτή, σε αυτόν τον δέκατο κύκλο, μια γυναίκα έρχεται να χαιρετήσει μια άλλη για πρώτη φορά.

Αυτή που διασχίζει την αυλή και ανεβαίνει τη σκάλα, η Λυδία Τσουκόφσκαϊα, είναι 31 ετών. Είναι η κόρη ενός διακεκριμένου διανοούμενου, ποιητή, γνωστού στα  περισσότερα ρωσόπουλα. Η Λυδία είναι συγγραφέας, κριτικός. Ο δεύτερος σύζυγός της, ένας νεαρός μαθηματικός, συνελήφθη και εκτοπίστηκε πέρυσι. Συχνά στέκεται ώρες στην ουρά για να του στείλει δέματα και να μάθει νέα. Δεν γνωρίζει ακόμα ότι εκτελέστηκε. Αργότερα, θα δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τη ζωή του στη δεκαετία του 1930: Η Βουτιά. Σήμερα έρχεται στο σπίτι της δεύτερης, της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, για να δει πώς να γράψει επιστολή στον Στάλιν. Θα μιλήσουν για τον τύραννο πολύ αργότερα, μετά το θάνατό του, τουλάχιστον στο ημερολόγιο που κρατάει. 30 Ιουνίου 1953: “Μετά με ρώτησε αυτό που βρίσκεται σήμερα στα χείλη όλων: ήλπιζες να ζήσεις μέχρι το θάνατο του Στάλιν;

Όχι, απάντησα. Δεν το σκέφτηκα καν. Ζούσα με την ιδέα ότι θα μας εξουσίαζε για πάντα. Και εσείς, ελπίζατε να ζήσετε μέχρι το θάνατό του;

Κούνησε το κεφάλι.

Τη ρώτησα αν, κατά τη γνώμη της, ο ίδιος σκεφτόταν ότι θα πεθάνει κάποια μέρα.

Όχι, είναι προφανές ότι όχι. Ο θάνατος, ήταν μόνο για τους άλλους. Αυτός τον εξουσίαζε.

Η Λυδία Τσουκόφσκαϊα φτάνει μπροστά στο κοινοτικό διαμέρισμα όπου ζει η Άννα Αχμάτοβα. Αυτή μοιράζεται το χώρο με την οικογένεια του πρώην συζύγου της, του συγγραφέα Nικολάι Πούνιν. Ολο κι όλο ένα δωμάτιο και συνήθως βρώμικο. Ο γιος της Λιόβα συνελήφθη. Η Άννα Αχμάτοβα είναι 49 ετών και δεν μπορεί πλέον να δημοσιεύει. Το 1965, ένα χρόνο πριν το θάνατό της, είπε στη φίλη της: «Ξέρετε ότι γεννήθηκα την ίδια χρονιά με τον Χίτλερ; Ησυχάστε: Και ο Τσάρλι Τσάπλιν γεννήθηκε επίσης τον ίδιο χρόνο. Ένας χρόνος δίσημος.” Και αυτή επίσης περιμένει στην ουρά, όπως τόσες γυναίκες, για να μάθει νέα από τον εξαφανισμένο της. Αυτή είναι η εποχή, γράφει, «που μόνο οι νεκροί χαμογελούσαν, χαρούμενοι που αναπαύτηκαν». Η Λυδία χτυπάει: “Με το που χτύπησα το κουδούνι, μ’ άνοιξε μια γυναίκα, με τα χέρια της καλυμμένα με σαπουνάδες. Αυτός ο αφρός, η θλιβερή κατάσταση αυτής της εισόδου, τα κομμάτια ταπετσαρίας που κρέμονταν, όλα αυτά με αιφνιδίασαν. Η γυναίκα προπορευόταν. Στην κουζίνα, σε σχοινιά, βρεγμένα σεντόνια που σας χτυπούσαν το πρόσωπο. Αυτό το υγρό ύφασμα ήταν σαν τη στέψη σε μια άθλια ιστορία του Ντοστογιέφσκι. Ένας μικρός διάδρομος μετά την κουζίνα και μια πόρτα αριστερά: η δική της. Φορά μαύρη μεταξωτή ρόμπα με ασημένιο δράκο στην πλάτη της.

Η Άννα Αχμάτοβα δέχεται σχεδόν πάντα ξαπλωμένη σ’ ένα παλιό καναπέ, με το μπουρνούζι. Έχει “κανονική κατατομή“, καπνίζει. Με τα χρόνια, στο Λένινγκραντ, τη Μόσχα, την Τασκένδη, η κατατομή της παχαίνει και η ρόμπα αλλάζει. Η συμπεριφορά, από δωμάτιο σε δωμάτιο, παραμένει. Το 1954 είχε “ένα νέο μπουρνούζι, χρώματος λιλά, τόσο πολυτελές και τόσο επίσημο, που οι Αρτώφ [στους οποίους ζει όταν είναι στη Μόσχα], το ονόμασαν “φελόνιο“. Η Λυδία Tσουκόφσκαϊα είναι ντουλάπα, αλλά η ρόμπα δεν είναι μια λεπτομέρεια. Το λουλούδι που περιβάλλει γεννήθηκε πριν από την Επανάσταση και ανθίζει στη σοβιετική νύχτα. Αντιστέκεται και πρέπει να αντιστέκεται στα πάντα, μέσα στη δυστυχία. Είναι συχνά άρρωστη. Από την καρέκλα της λείπει ένα πόδι. Χώνει μια βαλίτσα από κάτω. Τα ποιήματά της γεννιούνται κατά τις αϋπνίες της:

Αννα Αχμάτοβα, δια χειρός Μοντιλιάνι

«Περνάω ολόκληρες νύχτες σε αυτή την καρέκλα. Πάω στο κρεβάτι όταν ξυπνάνε  όλοι και ψάχνουν τη ζάχαρη.” Δεν τα γράφει, αλλά τα λέει σ’ αυτήν που γίνεται αμέσως η έμπιστή της και παράνομη γραμματέας της, μια δεύτερη μνήμη. Θα έχει πολλές καρδιακές προσβολές. Δεν είναι σε θέση να μαγειρέψει, να συγυρίσει, δεν τρώει τίποτα. Το 1940 ένας γιατρός κάνει λόγο για νευρασθένεια: “Όλα αυτά είναι αλήθεια, σημειώνει η φίλη της. Αλλά όταν, κάθε βράδυ, ένα πλάσμα ολοκληρώνει την πιο αναγκαία και δύσκολη δουλειά στον κόσμο και μετά από αυτό είναι, σωστά, τσακισμένο και μελανιασμένο, γιατί αυτή η κατάσταση πρέπει να χαρακτηρίζεται νευρασθένεια;’’ Πώς κρατάει, πώς διατηρείται; Μια φράση της Aχμάτοβα, αντίδραση σε ένα άλλο βρώμικο μικρό χτύπημα του σοβιετικού κράτους, συνοψίζει τη διανοητική της κατάσταση τον ίδιο χρόνο: «Αυτή είναι η ζωή μου, αυτή είναι η βιογραφία μου. Ποιος θα μπορούσε να πει όχι στη δική του ζωή;” Δεν ανέχεται τους  ανθρώπους που παραπονιούνται για πόνους, που ζητούν από τον οδοντίατρο  αναισθησία. Δεν έχει τίποτα να τους πει. Μπορεί μόνο να τους περιφρονεί.

Κωδικός: “Ο Πούσκιν μας”

Πολύ γρήγορα, οι δύο γυναίκες έχουν να κάνουν μια δουλειά: να διατηρήσουν την ποίηση της Aχμάτοβα· αυτή που έγραψε εδώ και πολύν καιρό και που δεν τη βρίσκει κανείς πλέον, αυτή που συνθέτει τώρα. Η μία απαγγέλλει, η άλλη συγκρατεί, πριν σημειώσει, επιστρέφοντας στο σπίτι. Υπό τον Στάλιν έγραψε, μεταξύ άλλων, το Ρέκβιεμ. Στο ημερολόγιο της Τσουκόφσκαγια, το κωδικό όνομα για τα ποιήματα είναι: “ο δικός μας Πούσκιν”. Οι τοίχοι έχουν αυτιά. Αυτό το ποιητικό έργο είναι η σπονδυλική στήλη των Συνεντεύξεων με την Άννα Αχμάτοβα. Οι δυο γυναίκες συνδέονται μέσω αυτού και γι’ αυτό. Το βιβλίο της Τσουκόφσκαγια είχε δημοσιευθεί στα γαλλικά, το 1980, με περικοπές, και μόνο μέχρι το 1963. Αυτή η καινούργια έκδοση, προσεκτικά σχολιασμένη και προλογισμένη, περιέχει ολόκληρο το κείμενο, από το 1938 έως το θάνατο της Aχμάτοβα, το 1966. Ενάντια σε όλες τις ελπίδες, το βιβλίο της Nαντέζντα Mάντελσταμ, χήρας του ποιητή Oσίπ Μάντελσταμ, ήταν η προσωπική εποποιΐα των όσων υπέστησαν οι ποιητές εκείνα τα χρόνια. Οι Συνομιλίες με την Άννα Αχμάτοβα είναι, με τη μορφή ημερολογίου, ισάξιό του.

Τα χρόνια της τρομοκρατίας· ο πόλεμος και η εκκένωση του Λένινγκραντ· η περιθωριοποίηση της Aχμάτοβα από τον Ζντάνωφ το 1946 · η ταλαιπωρία, η μοναξιά και ο θάνατος του φίλου της Mπόρις Πάστερνακ τη στιγμή της κυκλοφορίας στο εξωτερικό του Δόκτωρ Ζιβάγκο και του βραβείου Νόμπελ που πρέπει να αρνηθεί · η διαμονή σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο και η εκτόπιση του νέου της προστατευόμενου στη δεκαετία του 1960, του ποιητή Ιωσήφ Μπρόντσκυ · τα τελευταία ταξίδια στο εξωτερικό, όπου η Αχμάτοβα, αγανακτισμένη, αφηγείται με πολύ χιούμορ την αβασάνιστη, ηθικολογική και χωρίς λεπτότητα άγνοια των δυτικών δημοσιογράφων, οι οποίοι τη ρωτούν και της ζητούν λίγο πολύ να καταγγείλει το σοβιετικό καθεστώς: αυτές είναι οι μεγάλες στιγμές αυτού του μεγάλου βιβλίου· αλλά, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν μικρές στιγμές. Από τις σκληρές κρίσεις σχετικά με την περιγραφή μιας ανθοδέσμης ή ενός κεφτέ από τον Mωπασάν και τον Τολστόι, περνώντας από τον τρόπο με τον οποίο ένας Γερμανός αξιωματικός ρίχνει ένα μωρό ουκρανόπουλο, το οποίο τον εμποδίζει να κοιμηθεί, σε πηγάδι, αφού το είχε νανουρίσει και ηρεμήσει, τίποτα δεν είναι «για πέταμα» σε αυτό το βιβλίο, επειδή όλη η ζωή είναι εκεί, στους στίχους, κάτω από τον ουρανό, στην καρδιά της μικρότερης λεπτομέρειας και πάντα στην άκρη του τάφου.

Μια από τις δυνατότερες σκηνές, στις 16 Νοεμβρίου 1964, συνοψίζει τη σχέση τους και είναι πολύ απλή. Ξεκουράζονται σε μια δασώδη περιοχή, κοντά στη Φινλανδία. Αφού μίλησαν, η Τσουκόφσκαγια ντύνεται και η Αχμάτοβα, αυτή τη φορά, και παρόλο που έχει πρόβλημα με την καρδιά της, αποφασίζει να περπατήσει για λίγο μαζί της. Ανάπαυλα καλού καιρού, φούσκωσαν και μπουμπούκια: «Απλωσε τα χέρια της σαν να ήθελε να τα σφιχταγκαλιάσει, γεμάτη χαρά, ελεεινολογώντας τα…» ’’Φτωχούληδες  μικροί ηλίθιοι! Αύριο, ο παγετός θα τα σκοτώσει!”  Έβγαλε το γάντι της και χάιδεψε ένα μικρό γκρι μπουμπούκι. Στη συνέχεια, στηρίχτηκε με όλο το βάρος της  στο μπράτσο μου και ξεκίνησε. Φοράει ένα χοντρό πολύ ζεστό μάλλινο μαντήλι γύρω από το λαιμό της. Εκανε τρία βήματα και σταμάτησε, λόγω αναπνοής.” Λίγο πιο πέρα,” κοντανασαίνει, βγάζει το μαντήλι.

“Τώρα γυρίστε στο σπίτι σας,” διέταξε. Θα μείνω εδώ και θα σας κοιτάζω να φεύγετε.

Αυτός ήταν όλος ο περίπατός της!

Είναι σκληρή. Πώς μπορώ να φύγω χωρίς να ξέρω αν θα καταφέρει να επιστρέψει χωρίς προβλήματα; Την παρακάλεσα να μου επιτρέψει να τη συνοδεύσω ως το πλατύσκαλο, την ρώτησα αν η καρδιά της δημιουργούσε πρόβλημα, της πρότεινα νιτρογλυκερίνη (είχα πάντα μαζί μου). Τι είχε συμβεί; Γιατί δεν μπορούσα να την οδηγήσω στο σπίτι της, δεδομένου ότι πνιγόταν και δυσκολευόταν να περπατήσει; Τι κάνω τώρα – την εγκαταλείπω και φεύγω;

Όχι. Είναι ανένδοτη. Επαναλαμβάνει με ήρεμη και αταλάντευτη φωνή:

– Πηγαίνετε, πηγαίνετε, θα σας κοιτάζω να απομακρύνεστε.

Λυδία Τσουκόφσκαγια (1907-1996)

Δεν ξέρω ποιο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα μου – υποταγή, συμπόνοια ή οργή. […] Έφυγα, απομακρύνθηκα. Περπατούσα στο δρόμο της Λίμνης με ένα βήμα ζωηρό και ελαφρύ. Κοίταξα πίσω μου. Η Άννα Αντρέιεβνα ήταν ακόμα στην ίδια θέση, σήκωσε το μπαστούνι της και μου έκανε νόημα. Να γυρίσω πίσω; Όχι. Ολο και απομακρυνόμουν και γύριζα το κεγάλι κάθε δέκα βήματα. Κάθε φορά, η Άννα Αντρέιεβνα σήκωνε το μπαστούνι και μου ένευε. Περπάτησα, περπάτησα, γύριζα το κεφάλι, και την έβλεπα όλο και μικρότερη, είχε γίνει μικροσκοπική, απόμακρη, δεν μπορούσα πλέον να διακρίνω το μαντήλι της από το παλτό της, αλλά το μπαστούνι υψωνόταν, το έβλεπα να κινείται. Τι ήταν; Αποχαιρετισμός; Συγχώρεση; Ευλογία;» Και όλη η ρωσική λογοτεχνία και όλη η ζωή μοιάζουν να ξαναγεννιούνται εκεί, σε μια γυναίκα, στην άλλη, και στην απόσταση που σταδιακά τις χωρίζει.

Δέκα χρόνια ταλαιπωρίες

Το βιβλίο περιέχει επίσης δύο σημαντικά αδημοσίευτα έργα: την αφήγηση των χρόνων που ήταν τσακωμένες και τα Τετράδια της Τασκένδης, γραμμένα το 1941 και το 1942 από την Tσουκόφσκαγια, όταν εκτοπίστηκαν με τόσους άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Η Τσουκόφσκαγια δεν ήθελε ποτέ να δημοσιεύσει αυτά τα Τετράδια όσο ζούσε: της υπενθύμιζαν αναμνήσεις υπερβολικά επώδυνες. Το 1941-1942, η Τασκένδη ήταν ένα είδος βίλας των Mεδίκων της δυστυχίας σε περιόδους πολέμου και καταστολής: οι περισσότεροι από τους “συνοικιστές” κατέληξαν να μην αλλαλοστηρίζονται πλέον. Ετσι, οι δύο φίλες ήταν τσακωμένες για δέκα χρόνια. Δεν θα ιδωθούν και πάλι παρά το 1952. Εάν ο τσακωμός δεν έχει συγκεκριμένο λόγο, τα Τετράδια περιγράφουν καλά τη διαδικασία κορεσμού καις αηδίας που καταστρέφουν μια φιλία σε διαρκή δοκιμασία.

Σε αυτή τη “χωματερή φυγάδων”, η ζήλια, η ασθένεια, οι παρεξηγήσεις, το κουτσομπολιό, η καχυποψία, η διαφθορά, όλα οδηγούν να εκδικείσαι τον κόσμο στο άτομο που σου είναι περισσότερο απαραίτητο. Η Άννα και η Λυδία συνεχίζουν να μιλάνε για τον Πούσκιν, τον Τολστόι, για τα πάντα, αλλά λιγότερο, και η Αχμάτοβα παραπονιέται στην Τσουκόφσκαγια για σβώλους στην κομπόστα και βαθμιαία τρελαίνεται για μια ηθοποιό με κωμικές και σαρκαστικές αρετές. Το τοπικό κλίμα βαρύνει την ατμόσφαιρα. Το καλοκαίρι του 1942, ο Τσουκόφσκαϊα έχει τυφοειδή πυρετό. Παραμιλάει για έξι εβδομάδες “σε μια αποθηκούλα”. Ο Αχμάτοβα την επισκέπτεται συχνά: «Μια μέρα, άκουσα μια φωνή να λέει πάνω από το κεφάλι μου: «Κάνει εκατό βαθμούς στο δωμάτιό σας – οι σαράντα βαθμοί είναι από σας και οι εξήντα από την Τασκένδη».

Μια αποστροφή της Nαντέζντα Mάντελσταμ μας επιτρέπει να συμπεράνουμε τη σχέση μεταξύ των δύο γυναικών και, όταν η ζωή απειλείται παντού, την έννοια του ποιητικού τους έργου. Μιλώντας για την Aχμάτοβα, γράφει: “Ήθελε να γνωρίσει αποκλειστικά όλους τους ανθρώπους του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, αλλά μόνο εκείνους που συνέταξαν στίχους ή τουλάχιστον που αναγνωρίζονταν ως ποιητές. Κατά τη γνώμη της, ανήκα στη δεύτερη κατηγορία, και ήθελε να με γνωρίσει και μένα αποκλειστικά, με εκχωρούσε                                                                                           μόνο στους νεκρούς, και όχι στους ζωντανούς. Και αυτό ήταν μια απίστευτη ευκαιρία για μένα. Χωρίς αυτή, δεν θα είχα υπομείνει ποτέ αυτά τα σκοτεινά και τρομερά χρόνια.” Αυτή η στήριξη είναι αμοιβαία: “Στη φοβερή προγονική μοναξιά του ανθρώπου, που είναι χίλιες φορές μεγαλύτερη για τους ποιητές ακόμα κι αν περιβάλλονται από ανθρώπους, πρέπει να έχει τουλάχιστον έναν ακροατή του οποίου το εσωτερικό αυτί να είναι συντονισμένο με τις αντιλήψεις της σκέψης και του λόγου ». (1) Το εσωτερικό αυτί της Λυδίας Τσουκόφσκαϊα ήταν σε συντονισμό με τα ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα. Έσωσε η μία την άλλη και, σωζόμενες, συνέβαλαν στο να σωθεί η συνείδηση ​​της χώρας.

Ο Ιωσήφ Στάλιν (1878-1953) είχε επιβάλει στο λαό την ιδέα ότι εξουσίαζε ακόμα και το θάνατο! .

Μια μέρα, το 1940, διαβάζουν ένα άρθρο του 1922, γεμάτο λογιότητα, το οποίο καταγγέλλει την «τεχνοτροπία» της Aχμάτοβα, τον τρόπο της να επαναλαμβάνει εικόνες. Αντιδρά: «Γιατί η επανάληψη της εικόνας του κήπου και της Μούσας στους στίχους μου είναι τεχνοτροπία; Αντίθετα, για να κατανοήσουμε καλά έναν ποιητή, πρέπει να αναλύσουμε τις οικογένειες των επαναλαμβανόμενων εικόνων, σ’ αυτές εδράζεται η προσωπικότητα ενός συγγραφέα και το πνεύμα της ποίησής του. Εμείς που μαθητεύσαμε στο αυστηρό σχολείο των μελετών στον Πούσκιν, γνωρίζουμε ότι «η παρέλαση των νεφών» συναντάται στον Πούσκιν δεκάδες φορές ». Οι μεγάλοι συγγραφείς επαναλαμβάνονται, όπως και τα πλοία που επιδιώκουν να αγκυροβολούν σε πολύ βαθιά νερά , και των οποίων η άγκυρα γυρίζει, γυρίζει. Αλλοι είναι αυτοί  που προσπαθούν να μην επαναλαμβάνονται, να αλλάζουν «θέμα», εικόνα, λέξεις, επειδή τους ξεφεύγει πάντοτε η ουσία της ζωής.

Ναυτικοί και υλοτόμοι

Το 1965 ο Αχμάτοβα προσκλήθηκε σε ένα συνέδριο του Pen Club στη Γιουγκοσλαβία. “Θα ήθελα να πάω“, είπε. Το θέμα με ενδιαφέρει πάρα πολύ: “Η λογοτεχνία και οι αναγνώστες“. Σύμφωνα με τους ίδιους τους Ευρωπαίους, υπάρχει  λογοτεχνική κρίση στην Ευρώπη: τους αρέσει λιγότερο, τους νοιάζει λιγότερο, κλπ. Αυτό δεν συμβαίνει με εμάς. Θα ήθελα να τους κάνω μια παρουσίαση με βάση επιστολές  αναγνωστών. Σήμερα, στην πατρίδα μας, αγαπούμε την ποίηση όσο ποτέ άλλοτε. Για ποιο λόγο, κατά τη γνώμη σας; Νομίζω ότι είναι επειδή στην πατρίδα μας, καλύπτει τα πάντα. Θρησκεία, πολιτική, συνείδηση ​​… Όλα. Ναι, ναι, καλύπτει τα πάντα” Δεν πηγαίνει εκεί, αλλά τον Ιούνιο μπορεί να πάει στο Παρίσι. Για να επιβιώσει έκανε πολλές μεταφράσεις του Βικτώρ Ουγκώ, τον οποίο βρίσκει πομπώδη και ρητορικό. Οι Γάλλοι έμειναν άναυδοι, είπε, όταν τους διηγήθηκε ότι έλαβε “επιστολές γραμμένες από ναυτικούς και υλοτόμους. Σε αυτούς, κανείς δεν διαβάζει ποίηση, με εξαίρεση από ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της διανόησης. Και εδώ, σκεφτείτε το, ναύτες και υλοτόμοι! ”

Λίγες μέρες αργότερα, έλαβε ένα μικρό βιβλίο σε φλοιό σημύδας ραμμένο με σπάγκο. Στο φλοιό υπάρχει ένα ποίημα της, γραμμένο το 1917: “Οχτώ και ένα. Νύχτα. Δευτέρα. Ομίχλη πολιορκεί την πόλη. / Δεν ξέρω ποιο βλάκας    ισχυρίστηκε / Οτι στη γη βασιλεύει η αγάπη. / Τεμπελιά; Πλήξη; Το πιστεύαμε ». Ο Τσουκόφσκάϊα γράφει: «Αυτό το θαύμα της το έφερε κάποιος επιστρέφοντας από τα στρατόπεδα. Όταν το έβαλε στις ανοιχτές παλάμες μου, δεν τόλμησα ούτε να αναπνεύσω, για να το φυλλομετρήσω χωρίς να μιλώ. Αλλωστε, δεν μ’ άφησε να το κάνω, μου το πήρε αμέσως και το τακτοποίησε σε ένα ειδικό κιβώτιο με επένδυση από βαμβάκι.

«Θα το δωρίσω στο σπίτι του Πούσκιν», είπε.

Ναι. Αυτά τα φύλλα σημύδας είναι μεγαλύτερη τιμή από την τήβεννο της Οξφόρδης. Και από το βραβείο Νόμπελ. Και απ’ οποιαδήποτε ανταμοιβή σε αυτόν τον κόσμο.”

(1) Sur Anna Akhmatova, de Nadejda Mandelstam (Le Bruit du temps).

*Lydia Tchoukovskaïa, Entretiens avec Anna Akhmatova

Πηγή: https://next.liberation.fr/livres/2019/11/29/le-duo-tchoukovskaia-akhmatova-journal-de-sauvetage-sous-la-terreur_1766353

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
30,500ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα