Λευτέρης Τσουλφίδης: από τον Νεοφιλελευθερισμό στον Νέο Οικονομικό Παρεμβατισμό: ΗΠΑ, Κίνα και Από-παγκοσμιοποίηση

του Λευτέρη Τσουλφίδη, Καθηγητή ΠΑΜΑΚ

Σε προηγούμενη ανάλυσή μας είχαμε εξετάσει τις δασμολογικές πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίες, ανεξαρτήτως των πολιτικών ενστάσεων που μπορεί να εγείρουν, καθρεπτίζουν βαθύτερες δομικές αλλαγές στην αμερικανική και παγκόσμια οικονομία. Οι πολιτικές αυτές εδράζονται στην επιβράδυνση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ενεργή παρεμπόδιση της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης, η οποία συνιστούσε ακρογωνιαίο λίθο του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980 και εξής.

Η νεοφιλελεύθερη φάση του καπιταλισμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις ΗΠΑ υπό τις κυβερνήσεις Ρέηγκαν και συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, έλαβε νέα χαρακτηριστικά με την ανάδυση της λεγόμενης «Νέας Οικονομίας». Η τελευταία βασίστηκε στην τεχνολογική καινοτομία, ιδιαίτερα στον τομέα της πληροφορικής και των επικοινωνιών, γεγονός που δημιούργησε την προσδοκία ότι οι οικονομίες εισέρχονταν σε μια φάση σταθερής και αδιάλειπτης ανάπτυξης, απαλλαγμένης από τις περιοδικές κρίσεις του παρελθόντος. Πολλοί θεωρητικοί και αναλυτές υποστήριξαν τότε ότι η «Νέα Οικονομία» ήταν ικανή όχι μόνο να απορροφά εξωγενείς κλονισμούς (σοκ), αλλά και να επικρατήσει στις παγκόσμιες αγορές, περιλαμβανομένων και εκείνων που ανήκαν προηγουμένως σε κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες.

Ωστόσο, η πραγματικότητα διέψευσε αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις. Το πρώτο σοβαρό πλήγμα ήρθε με την έκρηξη της «φούσκας» των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας (dot-com bubble) την περίοδο 2000–2002. Ακολούθησε η ακόμη πιο σοβαρή φούσκα της αγοράς κατοικιών των ετών 2006–2007, η οποία αποτέλεσε την απαρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση των τραπεζικών κολοσσών Bear Stearns και Lehman Brothers, τη σχεδόν βέβαιη χρεοκοπία της διεθνώς διασυνδεδεμένης ασφαλιστικής εταιρείας AIG, καθώς και της General Motors, μεταξύ άλλων, οι οποίες χρειάστηκαν κρατική παρέμβαση για τη διάσωσή τους. Όλα τα ανωτέρω καταδεικνύουν με σαφήνεια ότι ακόμη και οι πιο τεχνολογικά προηγμένες μορφές καπιταλισμού δεν είναι απαλλαγμένες από τις εγγενείς τους αντιφάσεις.

Η χρηματοπιστωτική κρίση δεν περιορίστηκε εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών· αντιθέτως, οι επιπτώσεις της επεκτάθηκαν και στην ευρωζώνη, όπου αναδείχθηκαν έντονες δημοσιονομικές ανισορροπίες, ιδίως στα κράτη-μέλη που συγκροτούν τα κράτη που είναι γνωστά και ως PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία). Τουλάχιστον τρία εξ αυτών (η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία) κατέφυγαν σε διεθνείς μηχανισμούς στήριξης, προκειμένου να αποτρέψουν την άτακτη χρεοκοπία, γεγονός που ανέδειξε τις δομικές αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικονομικού οικοδομήματος και των χωρών που το απαρτίζουν.

Στη μεταγενέστερη υφεσιακή περίοδο, η πανδημία COVID-19 (2020–2022), ακολουθούμενη από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και την ένοπλη σύρραξη στη Γάζα, σε συνδυασμό με τις εντάσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, Συρίας, Ιραν και πλήθος άλλων γεωπολιτικών εστιών ανάφλεξης, ενδεικτικά μόνο αναφέρω Ταιβάν, Κορέα, Σουδάν, μεταξύ άλλων. Όλα αυτά ξεχωριστά και συνδυασμένα ενίσχυσαν το κλίμα παγκόσμιας αβεβαιότητας, που αν μη τι άλλο αντανακλά τους χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνση και τη συνεχιζόμενη κάμψη του διεθνούς εμπορίου. Πράγματι, η παγκοσμιοποίηση, η οποία γνώρισε «ημέρες δόξας» κατά την περίοδο 1982–2007, από το 2008 και εξής εισέρχεται σε φάση ύφεσης, υποδηλώνοντας βαθύτερες μετατοπίσεις στο υπόδειγμα της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης.

Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει τις πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης των ΗΠΑ, είναι η φανερή αποστασιοποίησή της από την παραδοσιακή και ταυτόχρονα αφελή, τολμώ να πω, υπόθεση ότι το διεθνές εμπόριο αποφέρει αμοιβαία οφέλη σε όλους τους μετέχοντες. Η στροφή αυτή υποδηλώνει μια αυξημένη επίγνωση ότι το διεθνές εμπόριο, παρότι απαραίτητο, εντούτοις παράγει σημαντικές ανισότητες, τόσο μεταξύ κρατών όσο και μεταξύ κοινωνικών τάξεων στο εσωτερικό κρατών. Σε παλαιότερες παρεμβάσεις, είχα διατυπώσει την άποψη ότι τα συνηθισμένα εγχειρίδια Διεθνούς Εμπορίου χρειάζονται θεμελιώδη αναθεώρηση. Ο λόγος δεν είναι απλώς θεωρητικός: η παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα υποδεικνύει ότι ο ανταγωνισμός (στην πιο καθαρή του μορφή) αποτελεί την κατεξοχήν κινητήρια δύναμη των διεθνών εξελίξεων. Αυτό το στοιχείο είχε ήδη αναδειχθεί από φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις, χαρακτηριστική είναι η θέση του Ηράκλειτου: «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι». Η αγορά λειτουργεί ως πεδίο ανταγωνιστικής σύγκρουσης, «υπέρ τιμών και αγορών», οι επιχειρήσεις δρουν ως βασικοί «παίκτες» σε αυτό το πεδίο, ενώ η τιμολόγηση, η τεχνολογική υπεροχή και η επιθετική συγχώνευση αποτελούν τα βασικά μέσα ισχύος. Σε πολλές περιπτώσεις, ο ανταγωνισμός δεν καταλήγει σε αμοιβαίο όφελος, αλλά σε συγκεντροποίηση ισχύος και εξάλειψη των λιγότερο ισχυρών.

Αυτό το μοτίβο ενισχύει τις κλασικές παρατηρήσεις του Μαρξ σχετικά με τη λειτουργία του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Στον πυρήνα του συστήματος βρίσκεται η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, καθώς και η διεύρυνση των ανισοτήτων τόσο μεταξύ των κρατών όσο και στο εσωτερικό τους. Η δυναμική αυτή διαρκώς ενισχύεται, μεταβάλλοντας το «ελεύθερο εμπόριο» σε ένα πεδίο όπου ανταγωνιστικά συμφέροντα επιδιώκουν να επιβληθούν μέσω μη στρατιωτικών αλλά στρατηγικών και συχνά καταναγκαστικών μέσων. Συνολικά, η αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερος μηχανισμός κατανομής πόρων και άδολων ανταλλαγών. Αντιθέτως, συνιστά στρατηγικό πεδίο, εντός του οποίου η οικονομία λειτουργεί ως μορφή ισχύος και το εμπόριο ως προέκταση της γεωπολιτικής βούλησης. Οι διαστάσεις αυτές είναι επαρκώς τεκμηριωμένες στη βιβλιογραφία και αποτέλεσαν τη θεμέλια βάση της αμερικανικής παγκόσμιας ηγεμονίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να έχουν απωλέσει σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητάς τους, μια κατάσταση που επιχειρείται να αντιστραφεί μέσω ενισχυμένης κρατικής παρέμβασης. Η απάντηση στο ερώτημα «Γιατί οι ΗΠΑ χάνουν στον διεθνή ανταγωνισμό, ιδίως έναντι της Κίνας;» δεν εξαντλείται στο ζήτημα του χαμηλού εργατικού κόστους. Το πρόβλημα εδράζεται κυρίως στην τεχνολογική υπεροχή που η Κίνα καλλιέργησε μέσω μακροπρόθεσμου κεντρικού σχεδιασμού.

Υπό αυτό το πρίσμα, καθίσταται εμφανής μια σταδιακή μετατόπιση από τον κυρίαρχο μέχρι πρόσφατα νεοφιλελευθερισμό προς έναν νέο, επιλεκτικό παρεμβατισμό εκ μέρους του κράτους. Η νέα αυτή προσέγγιση διακρίνεται από την ενίσχυση του ρόλου της δημόσιας πολιτικής στην οικονομία, ιδιαίτερα μέσω της ενεργητικής στήριξης της εγχώριας βιομηχανίας και της ανασυγκρότησης κρίσιμων παραγωγικών κλάδων. Ο πρόεδρος Μπάιντεν ανέλαβε την πρωτοβουλία για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής, αξιοποιώντας σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων και επιδοτήσεων, με στόχο την ανάσχεση της αποβιομηχάνισης και την αποκατάσταση της παραγωγικής αυτάρκειας των ΗΠΑ σε στρατηγικούς τομείς. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση δεν συνιστά αποκλειστικά επιλογή της διακυβέρνησης του Δημοκρατικού κόμματος. Αντιθέτως, βρήκε συνέχεια και ενίσχυση επί προεδρίας Τραμπ, με έμφαση στον οικονομικό εθνικισμό και τη φιλοσοφία, η οποία, αν και διαφορετικής ιδεολογικής αφετηρίας, συγκλίνει ως προς την αναγνώριση του κράτους ως εργαλείου οικονομικής ισχύος και επαναβιομηχάνισης. Παράλληλα, η αμερικανική πολιτική ρητορική, ιδίως επί Τραμπ, αντιμετώπισε τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ όχι ως αποτέλεσμα εσωτερικών διαρθρωτικών αδυναμιών, αλλά ως προϊόν εξωτερικών «αθέμιτων πρακτικών». Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η τεχνητή υποτίμηση νομισμάτων (όπως π.χ. του γιεν στο παρελθόν ή/και του γουάν σήμερα), καθώς και η εφαρμογή προστατευτικών μέτρων από βασικούς εμπορικούς εταίρους. Στο πλαίσιο αυτό, τα εμπορικά ελλείμματα μετατράπηκαν σε πολιτικό διακύβευμα, συνδεόμενο με ζητήματα «εθνικής κυριαρχίας» και «δίκαιου εμπορίου». Η σημερινή κυβέρνηση, φαίνεται να υποστηρίζει ότι τα εμπορικά ελλείμματα μπορούν να μειωθούν για κάθε χώρα μέσω στοχευμένων δασμολογικών παρεμβάσεων. Η θέση αυτή, ωστόσο, στερείται επαρκούς τεκμηρίωσης στην οικονομική θεωρία, η οποία δεν προβλέπει την ανάγκη για διμερή ισορροπία σε κάθε εμπορική σχέση. Το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας συνιστά συνάρτηση μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως η κερδοφορία και οι επενδύσεις, και όχι απλώς το αποτέλεσμα εμπορικής πολιτικής ή «άδικων πρακτικών» άλλων χωρών. Παρόλα αυτά, καταγράφηκαν προσπάθειες επιβολής δασμών με κριτήριο το μέγεθος του διμερούς ελλείμματος των ΗΠΑ με κάθε χώρα. Η πρακτική αυτή, πέρα από την εσωτερική της ασυνέπεια (καθώς αποσιωπάται η ύπαρξη πλεονασμάτων των ΗΠΑ με ορισμένους εμπορικούς εταίρους της), καταδεικνύει και τον πολιτικό χαρακτήρα της προσέγγισης: πρόκειται περισσότερο για διαχείριση εντυπώσεων και ικανοποίηση εσωτερικών πιέσεων, παρά για συνεκτική οικονομική στρατηγική.

Αφετηρία αυτής της μεταστροφής είναι η παραδοχή της απώλειας του απόλυτου πλεονεκτήματος (και όχι μόνο) σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας αλλά σε πολύ γενικότερους. Η ανάκτησή του σχεδιάζεται μέσω στοχευμένων δημόσιων πολιτικών και της ενίσχυσης της τεχνολογικής και βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, με κάθε διαθέσιμο μέσο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι «αιρετικοί», ριζοσπαστικοί, θα τολμούσε κανείς να πει, οικονομολόγοι, θιασώτες της θεωρίας του απόλυτου πλεονεκτήματος και επικριτές του νεοφιλελευθερισμού, είναι σήμερα εκείνοι που φαίνεται να παροτρύνουν-συμβουλεύουν την κυβέρνηση Τραμπ υπέρ της εφαρμογής βιομηχανικών πολιτικών παρόμοιων με εκείνες που διαχρονικά υιοθέτησαν πρώτα η Ιαπωνία, κατόπιν η Νότια Κορέα και, πιο πρόσφατα, η Κίνα. Η τελευταία έπαυσε να λειτουργεί απλώς ως τόπος παραγωγής και εξαγωγική πλατφόρμα για τις αμερικανικές πολυεθνικές και έχει πλέον εξελιχθεί σε βασικό ανταγωνιστή, όχι μόνο στους παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, αλλά και σε στρατηγικούς τομείς υψηλής τεχνολογίας. Με άλλα λόγια, η Κίνα σήμερα δεν είναι πια απλώς το «εργοστάσιο του κόσμου», αλλά διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο σε καίριους κρίκους της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας (μεταξύ άλλων και στον τομέα των ημιαγωγών) ενώ παράγει το 58% των ηλεκτρικών οχημάτων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τεχνολογιών, όπως οι μπαταρίες λιθίου, καθώς και των απαραίτητων πρώτων υλών, όπως το κοβάλτιο και το λίθιο. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η Κίνα ελέγχει περίπου το 60–70% της παγκόσμιας εξόρυξης σπάνιων γαιών και κυριαρχεί σε ποσοστό άνω του 85% στην κατεργασία και τον καθαρισμό τους που θεωρείται ως το πλέον κρίσιμο στάδιο για τη βιομηχανική τους αξιοποίηση. Επομένως, η προοπτική επιβολής δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ βρήκε την κινεζική ηγεσία όχι μόνο προετοιμασμένη, αλλά και αποφασισμένη να περάσει στην αντεπίθεση, εντείνοντας περαιτέρω τις γεωοικονομικές εντάσεις. Όλα αυτά υπογραμμίζουν την κλιμακούμενη αντιπαράθεση και την αυξανόμενη χρήση εργαλείων εμπορικού εξαναγκασμού, αγγίζοντας τα όρια ενός νέου τύπου εμπορικού πολέμου.

Στο πλαίσιο αυτό, δύο κρίσιμα και άρρηκτα διασυνδεδεμένα ζητήματα παραμένουν ανοικτά: Πρώτον, η διαχρονική κυριαρχία του δολαρίου ως του κατεξοχήν νομίσματος διεθνών συναλλαγών, ενόψει των εντατικών διεργασιών εντός των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού νομισματικού μηχανισμού. Δεύτερον, η επιταχυνόμενη διόγκωση του δημόσιου χρέους, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου για το 2024 εκτιμάται στο 122% του ΑΕΠ, το όγδοο υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως, γεγονός που οδήγησε και στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής τους ικανότητας από τη Moody’s. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να θεωρεί πως η γεωπολιτική και στρατιωτική της υπεροχή αποτελεί αναγκαία, αν και όχι επαρκή, συνθήκη για τη διατήρηση της  πρωτοκαθεδρίας του δολαρίου στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όσον αφορά στο ζήτημα του δημόσιου χρέους, η επίσημη θέση μοιάζει να υποστηρίζει ότι οι προτεινόμενοι προστατευτικοί (μένει να αποδειχθεί) δασμοί μπορούν να εξισορροπήσουν, αν όχι να εξαλείψουν, τις αρνητικές του συνέπειες. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη αναλύσει εκτενώς στο παρελθόν, η εφαρμογή μιας τέτοιας δασμολογικής πολιτικής ενέχει σοβαρούς κινδύνους:

  • Αύξηση του πληθωρισμού και του κόστους διαβίωσης,
    • που οδηγεί σε άνοδο των επιτοκίων και, κατ’ επέκταση,
    • σε επιπλέον επιβάρυνση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους

Ήδη οι αγορές έχουν αντιδράσει με προληπτικές διορθώσεις στα χρηματιστήρια, μόνο και μόνο λόγω του ενδεχόμενου υιοθέτησης αυτών των μέτρων. Το μήνυμα είναι σαφές:

  • Δεν διαφαίνεται εύκολη λύση στον πολιτικό και οικονομικό ορίζοντα.
    • Ενισχύεται ο ρόλος του κράτους και του οικονομικού σχεδιασμού.

Είναι βέβαιο ότι οι πολιτικές Τραμπ λειτουργούν καταλυτικά και επιταχυντικά για τις εξελίξεις,  τόσο αναφορικά με τις χώρες των BRICS και τους στρατηγικούς τους στόχους, όσο και για την, κατά τα άλλα, δυσκίνητη ΕΕ. Υπό την πίεση των διεθνών μετατοπίσεων, η Γαλλία και η Γερμανία έρχονται εγγύτερα, ενώ η Μεγάλη Βρετανία, εγκαταλείποντας (ή εγκαταλειπόμενη από) τις Ηνωμένες Πολιτείες, επαναπροσεγγίζει την ΕΕ με ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη δημιουργία νέων θεσμών και τη χάραξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, προετοιμάζοντας την επιστροφή της στους κόλπους της ΕΕ.

*(Αφ.) Καθηγητής Λευτέρης Τσουλφίδης Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΠΑ.ΜΑΚ.

 

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
47,200ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Τελευταία Άρθρα