Κάθε τραγούδι του αφηγείται μια ιστορία, έχει δεχτεί απειλές στην Τουρκία, αλλά επέδειξε γενναία στάση, η οποία, όπως θεωρεί, δεν εκτιμήθηκε στη χώρα μας.
Στις αρχές του Ιουλίου ένα σχόλιο του προκάλεσε συζητήσεις στον εν Ελλάδι ποντιακό κόσμο. Και αυτό γιατί εξέφραζε ένα παράπονο, επειδή δεν είχε δεχτεί πρόσκληση από κανέναν πολιτιστικό σύλλογο που συνδέεται με τον πολιτισμό του Ευξείνου Πόντου, παρότι η προσφορά του είναι αξιολογότατη και αρκετά αναγνωρίσιμη στην Τουρκία, σε σημείο να του ανατεθεί να γράψει το εμβατήριο της Τράμπζονσπορ με αφορμή τα πεντηκοστά γενέθλια της ομάδας. Λόγω της ενασχόλησής του με την ποντιακή μουσική και τη χρήση ενός ιδιαίτερου προσωνύμιου-φόρος τιμής στον Απόλλωνα, τον θεό της μουσικής, του φωτός, προστάτη των τεχνών και της μαντείας για τους Αρχαίους Έλληνες, δέχτηκε αντιδράσεις, κατηγορήθηκε ακόμα και ως «προδότης», δέχτηκε ψηφιακές επιθέσεις και απειλές, ενώ ακυρώθηκαν εμφανίσεις του. Πλέον ζει εκτός Τουρκίας, στην Ευρώπη, για ευνόητους λόγους…
Γεννήθηκε το 1986 στην Τόνγια, την αρχαία Θοανία, επαρχία της Τραπεζούντας και ηλικία 10 ετών μετακινήθηκε με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Οι δεσμοί με την ιδιαίτερη πατρίδα του όμως παρέμειναν δυνατοί και αποτυπώνονται στη μουσική του, η οποία περιλαμβάνει τραγούδια στην τουρκική, την ποντιακή, τη λαζική διάλεκτο και άλλα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, αναδεικνύοντας την πολυπολιτισμική φυσιογνωμία της Μαύρης Θάλασσας και την πολυγλωσσία της περιοχής.
Στη δισκογραφία τον συναντάμε για πρώτη φορά το 2011, με το άλμπουμ «Kalandar», που σημαίνει Ιανουάριος στα ποντιακά! Ο δίσκος περιέχει παραδοσιακές τραγουδιστικές μορφές της Μαύρης Θάλασσας, σε τουρκικά και ρωμέικα. Το τραγούδι «Αγαπώ σε», το βίντεοκλιπ του οποίου γυρίστηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμέλα, αποτελεί σήμα κατετεθέν του δίσκου. Τα πλάνα ακροβατούν μεταξύ αγιογραφιών και του φυσικού περιβάλλοντος της μονής και σε συνδυασμό με τον ποντιακό στίχο αποπνέουν μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική, στην οποία παντρεύονται οι εικόνες από έναν ιερό τόπο με τα ερωτικά λόγια του τραγουδιού και δημιουργούν ένα αποτέλεσμα μοναδικό, εντυπωσιακό, αλλά όχι επιτηδευμένο και προκλητικό.
Το 2014 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Santa», ένα όνομα φόρος-τιμής στη μαρτυρική Σάντα του Πόντου. Σε αυτή τη δουλειά συνεργάστηκε με τον Γιώργο Ιωαννίδη και την Ιροντίνα Καντράλη, ενώ δύο χρόνια αργότερα δημιούργησε το άλμπουμ «Romeyka», που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Τουρκία και Ελλάδα και όλα τα τραγούδια ια είναι στην ποντιακή διάλεκτο με τη συμμετοχή της Πέλας Νικολαΐδου, αλλά και του Βαχίτ Τουρσούν στη στιχογραφία. Το 2018 ήρθε η τέταρτη δισκοργαφική του δουλειά με το «Momoyer», το οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα στο έθιμο των Μωμόγερων.
Γενικότερα, εκτός από την προσπάθεια ανάδειξης της πολυπολιτισμικότητας του Ευξείνου Πόντου, έστειλε με τη δουλειά του μηνύματα για τα περοβαλλοντικά ζητήματα, όπως στο πρότζεκτ “Diren Karadeniz”, ενώ βραβεύτηκε με το Βραβείο Τέχνης του Σωματείου Δημοσιογράφων της Τραπεζούντας (Trabzon Gazeteciler Cemiyeti Sanat Ödülü) και το βραβείο του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Μαύρης Θάλασσας ως «Πιο Αγαπημένη Παραδοσιακή Φωνή».
Ο Απόλας ή κατά κόσμον Αμπντουρραχμάν Λερμί είναι ένας καλλιτέχνης, τον οποίο προσωπικά θαυμάζω για τον τρόπο που προβάλλει τη δουλειά του μέσω της εικόνας. Το βίντεοκλιπ είναι ένα εργαλείο, τη σημασία, την αξία και τη δυναμικότητα του οποίου δεν έχουν συνειδητοποιήσει (ακόμα) στον ποντιακό καλλιτεχνικό χώρο, με συνέπεια οι δουλειές που έχουν δημιουργηθεί να μειώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Γι’αυτό θεωρώ, ότι ο Απόλας Λερμί είναι πρωτοπόρος, παράδειγμα προς μίμηση και ναι, οδηγός για τους πόντιους καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Το «Αγαπώ Σε», το «Λάισον» μέχρι το Bella Ciao με ποντιακό στίχο, αποτελούν δείγματα, που οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο Απόλας έχει δημιουργήσει Σχολή.
Τον Απόλας τον γνώρισα το 2018 σε ένα από ταξίδια μου στην Τραπεζούντα, όπου συναντηθήκαμε σε οικία φιλικού προσώπου και ανταλλάξαμε απόψεις για την παραδοσιακή ποντιακή μουσική. Ευκαιρίας δοθείσης από την ανάρτηση που έκανε στα μέσα του καλοκαιριού, η συζήτηση οδηγήθηκε σε συνέντευξη, από την οποία μπορούν να εξαχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τις απόψεις του.
Οι ερωτήσεις που του τέθηκαν ήταν σκληρές, αλλά απαντήθηκαν με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές. Για παράδειγμα ήταν καταπέλτης για τη στάση των ποντιακών πολιτιστικών συλλόγων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Τουρκία, συγκινητικός για τον τρόπο που βλέπει την ποντιακή μουσική παράδοση και την κληρονομιά. Ερωτηθείς όμως για το ζήτημα της Γενοκτονίας η θέση του δυσαρεστεί και ίσως να εξηγεί σε έναν βαθμό το αποτέλεσμα για το οποίο κατηγορεί τους συλλόγους.


